Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Ναι, κάνει θέατρο. Και μάλιστα ωραίο θέατρο. Ο Φώτης Λαζάρου είναι ένας ηθοποιός ξεχωριστός, σαρωτικός και ακαταμάχητος. Ένας μαχητής του θεάτρου μας. Με το δυναμισμό και το ταλέντο του περιγράφει το φως και το σκοτάδι κάθε ρόλου που επωμίζεται. Από τους πιο ευαίσθητους, απλούς, σεμνούς εργάτες της τέχνης του, ένας άνθρωπος άδολης έκφρασης, ζεστός και αυθεντικός.
Το 2013 είχα την τύχη να τον παρακολουθήσω για πρώτη φορά στην παράσταση «Ο μικρός εγώ», μια παράσταση βασισμένη στο μυθιστόρημα – αλυσίδα «Τα Ρέστα» του Κώστα Ταχτσή, σε σκηνοθεσία Βασίλη Ανδρέου, στην οδό Κεραμεικού 88. Μαζί με άλλους τέσσερις νέους ηθοποιούς, σαν ομάδα επέστρεψαν στη γειτονιά του Κώστα Τάχτση, εισέβαλαν σε ένα σπίτι με αυλή και πολλά δωμάτια που τους περίμεναν έτοιμα να πλημμυρίσουν από τον ήχο κάποιων των κερμάτων. Ήταν “τα ρέστα” εκείνα που πρόδωσαν, που πλήρωσαν τα λάθη των άλλων, που πλήγωσαν τους άλλους. Ήταν “τα ρέστα” εκείνα που τους έδωσαν την ευκαιρία να κάνουν θέατρο με υλικά τον αυθορμητισμό και την αυθεντικότητα και να δημιουργήσουν μια σπουδή για το πώς ο εφιάλτης γίνεται πίστη και έργο τέχνης.
Με κατέπληξε η αμεσότητα της έκφρασης αυτού του νέου ηθοποιού, ο ρεαλισμός του, η γνησιότητά του κόντρα στα στερεότυπα που γνωρίζαμε ως τότε για το πώς παίζεται ένας ρόλος. Ο Φώτης Λαζάρου, που λειτουργούσε σαν αφηγητής στο έργο, ενώ παράλληλα υποδυόταν και τους ρόλους του θείου, του πατέρα, του εραστή αλλά και της Ερασμίας, μιας γριάς που έβγαζε τη στωικότητα της εμπειρίας, ήταν μια “αποκάλυψη”. Ο ίδιος ο νεκρός Ταχτσής μέσα από τους άντρες της ζωής του. Έκτοτε η πορεία του δικαίωσε την πρώτη εκείνη εντύπωσή μου.
Έχει συμμετάσχει σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις τα τελευταία χρόνια, όπως «Πέδρο Πάραμο», «Ερωφίλλη», «Το είπε ο γέρος», «Σκόρδα, κεφάλια δώδεκα, κρομμύδια δεκαπέντε», «Κριεζώτου 3», «Σούμαν», «Σπίτι», «Τα παραβάν», «Το ρολόι», «Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού», «Δωδέκατη νύχτα», «Ιούλιος Καίσαρας», «Η τελευταία μαύρη γάτα», «Διαβολιάδα» (όπου και βραβεύτηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη με την ομάδα UBUNTU, Βραβεία Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής), «Μια γιορτή στου Νουριάν», «Ο μικρός εγώ», «Virtual Reality», «Ταρταρίνος ο εκ Ταρασκώνος», «Η όπερα της πεντάρας», «Black Mirror». Έχει εκτελέσει χρέη βοηθού σκηνοθέτη για την ταινία «Στη σκιά του» του Edgar Chias, ενώ παράλληλα έχει πρωταγωνιστήσει σε αρκετές ταινίες μικρού μήκους, όπως «Άγγελος Νομάς», «Αόρατος», «The bust», «Δεν έχει πλάκα ρε», «Το ξημέρωμα». Κάνοντας λεπτομερή δουλειά, με την έντονη σκηνική του παρουσία και τη δυνατή εκφραστική του ικανότητα, ο Φώτης Λαζάρου αναδεικνύει τον ποιητικό κόσμο κάθε χαρακτήρα με σαφήνεια και διακριτό ύφος.
Πριν από το “απαγορευτικό” έπαιζε στο «Σχολείο της Ανυπακοής» του Πάκο Μπεθέρα σε μετάφραση Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και σκηνοθεσία/προσαρμογή Αποστόλη Ψαρρού στο Red Jasper Cabaret Theatre. Μια παράσταση που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και με τολμηρή γλώσσα και έντονο χιούμορ μας οδηγεί στην αναζήτηση της απελευθέρωσης. Στο έργο δύο γυναίκες του χθες μιλούν για γυναίκες του σήμερα, μέσα από δύο ανδρικές φωνές.
Ο Φώτης κρατά τον απαιτητικό ρόλο μιας γυναίκας στην Ευρώπη της Αναγέννησης, η οποία διδάσκει στη μικρότερη ξαδέλφη της, στη θεωρία αλλά και στην πράξη, τους τρόπους με τους οποίους θα μπορέσει να ελιχθεί, όταν έρθει η στιγμή να πάρει σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή της, μέσα στα στενά περιθώρια που έχει η γυναίκα της εποχής. Οι δύο γυναίκες συνομιλούν για τη σεξουαλική απόλαυση, για το ψέμα και για το δικαίωμα του ανθρώπου στην ελευθερία. Όπως εξηγεί ο ίδιος στο catisart.gr, «θα έπρεπε να μπω σε γυναικεία παπούτσια και να αφηγηθώ μια γυναικεία ιστορία όντας άντρας. Και αυτό από μόνο του ενέχει κινδύνους”.
Τώρα ετοιμάζεται για το έργο αμερικανικού ρεαλισμού του Τζακ Λόντον το «Αβυσσαλέο κτήνος», ένα διήγημα του 1910 προσαρμοσμένο στη δεκαετία του ’80, για έναν πυγμάχο – μηχανή που ο μύθος του γκρεμίζεται απότομα, το οποίο θα παρουσιαστεί στο θέατρο Rabbithole με την ομάδα Νοσταλγία, από τις 30 Απριλίου 2021 (όπως ελπίζουμε), σε σκηνοθεσία Γιώργου Σίμωνα.
«Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι όταν καλούμαι να αγγίξω ρόλους φαινομενικά ”κακούς”, τους ρόλους που αρχικά πιστεύω ότι δεν έχω κάτι κοινό με αυτούς. Μου αρέσει να τους δικαιώνω κι έτσι να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι δεν υπάρχει τέλειος άνθρωπος ούτε και πρέπει να είναι κανείς τέλειος για να τον υποστηρίξει ή να τον αποδεχτεί κάποιος», τονίζει, φανερώνοντας πόσο χαίρεται και παθιάζεται για την τέχνη του θεάτρου.
«Πάντα λέμε ότι η τέχνη ανθεί μέσα από τις κρίσεις αλλά πραγματικά θα ήθελα κάποια στιγμή να εργαστώ και να εμπνευστώ και εκτός κρίσης. Να δω πώς είναι, έτσι για το γαμώτο. Νομίζω αξίζει σε κάθε καλλιτέχνη να δοκιμάσει αυτή τη γεύση. Να μπορεί να κάνει την τέχνη του και να ζει από αυτήν, χωρίς άγχος για το πώς θα πληρώσει το νοίκι του», υπογραμμίζει, αγγίζοντας μια μεγάλη, άβολη και πικρή αλήθεια.
Φώτη, τι μνήμες έχεις από την παιδική σου ηλικία;
*Η πιο έντονη ανάμνηση είναι το ποδόσφαιρο που παίζαμε οι αντίπαλες γειτονιές. Πραγματικά το βιώναμε ως το γεγονός του αιώνα. Παίζαμε σε αλάνες με χώμα και λακκούβες τότε. Πάντα γυρνούσα στο σπίτι με σκισμένα ρούχα και σακατεμένα πόδια.
Πώς και γιατί θέλησες να γίνεις ηθοποιός;
*Η βασικότερη ανάγκη ήταν για ψυχοθεραπευτικούς λόγους. Μου αρέσει να ανακαλύπτω τον εαυτό μου μέσα από ρόλους αλλά και να τον αποδέχομαι και να τον εξελίσσω μέσα από αυτούς. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι όταν καλούμαι να αγγίξω ρόλους φαινομενικά ”κακούς”, τους ρόλους που αρχικά πιστεύω ότι δεν έχω κάτι κοινό με αυτούς. Μου αρέσει να τους δικαιώνω κι έτσι να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι δεν υπάρχει τέλειος άνθρωπος ούτε και πρέπει να είναι κανείς τέλειος για να τον υποστηρίξει ή να τον αποδεχτεί κάποιος. Όταν θέσω στον εαυτό μου το ερώτημα ”τι θα έκανα εγώ σε αυτές τις συνθήκες”, τότε μπορώ να οδηγηθώ σε μονοπάτια που ούτε κι εγώ ο ίδιος θα μπορούσα να φανταστώ μερικές φορές. Εκεί είναι και όλο το ζήτημα. Να μπορώ να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου και κατά συνέπεια με τους συνεργάτες μου και το κοινό. Εν ολίγοις μου αρέσει να σκαλίζω πιο πολύ τις σκοτεινές μου πλευρές παρά τις φωτεινές.
Ποιοι υπήρξαν οι αγαπημένοι σου δάσκαλοι στη μέχρι τώρα εκπαίδευσή σου;
*Δεν μπορώ να αναφέρω έναν ή δύο γιατί φοβάμαι ότι θα αδικήσω κάποιους. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι η σχολή της Δήμητρας Χατούπη είχε και έχει πολύ καλούς δασκάλους. Εξακολουθεί να είναι μια σπουδαία σχολή. Διδάσκει ήθος, αξιοπρέπεια αλλά και υποκριτική.
Έπαιζες, πριν από το “απαγορευτικό, στην παράσταση «Σχολείο της Ανυπακοής». Ποιο είναι το θέμα που θέτει στο προσκήνιο το έργο;
*Το θέμα είναι η σεξουαλική χειραγώγηση της γυναίκας κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Είναι τόσο επίκαιρο που διαβάζοντας κανείς το κείμενο έχει την αίσθηση ότι ζούμε ακόμα στον Μεσαίωνα. Μιλάει για τον ρόλο της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, για το πώς η ίδια η κοινωνία πολλές φορές μπορεί να παίξει τον ρόλο του δήμιου, για το πώς η εκκλησία συμβάλλει σε όλο αυτό, μιλάει για ταμπού, για προκατάληψη, για απαγορευμένες σκέψεις και γεύσεις, και μιλάει και για απολαύσεις. Πολλές απολαύσεις. Που ακόμα και σήμερα μπορούν να χαρακτηριστούν ως αμαρτίες.
Ποιες ήταν οι πρώτες σου σκέψεις όταν διάβασες το συγκεκριμένο θεατρικό έργο του Πάκο Μπεθέρα;
*Φόβος και χαρά μαζί. Το έργο έχει τόσο χιούμορ, τόση καυστικότητα και διεισδυτικότητα στα ένστικτα και στις αντιλήψεις των ανθρώπων, που μπορεί εύκολα να σε παρασύρει στο κωμικό κομμάτι του θέματος ξεχνώντας όμως το τραγικό. Σκέφτηκα λοιπόν ότι ήθελε τρομερή ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα δύο για να επιτευχθεί ο στόχος. Κι ας έχει γραφτεί το έργο ως κωμωδία. Το θέμα στη ρίζα του είναι σοβαρό. Επιπλέον θα έπρεπε να μπω σε γυναικεία παπούτσια και να αφηγηθώ μια γυναικεία ιστορία όντας άντρας. Και αυτό από μόνο του ενέχει κινδύνους.
Ποιος είναι ο ρόλος που υποδύεσαι;
*Είναι η Σουζάν. Η μεγαλύτερη από τις δύο ξαδέρφες και η πιο έμπειρη σεξουαλικά. Απελευθερωμένη, τολμηρή και κυρίως ειλικρινής. Έρχεται στο σπίτι της Φανσόν γiα να την προετοιμάσει για τις δύσκολες αποφάσεις που πρόκειται να πάρει αλλά και να της μάθει όλα τα μυστικά του έρωτα. Στην εποχή της η Σουζάν είναι μια πολύ επαναστατική μορφή. Έτοιμη για την πυρά.
Ποια είναι η αγαπημένη σου φράση από το έργο;
*”Στον κόσμο αυτόν, η βαθύτερη γνώση της πράξης που κάνεις στα κρυφά, είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να σου χαρίσει αληθινή ευτυχία και ικανοποίηση”. Ξεκάθαρα.
Πώς θα χαρακτήριζες τη συνεργασία σου με τον Αποστόλη Ψαρρό;
*Θυελλώδη. Ξεκαρδιστική. Σχεδόν ερωτική. Ο Αποστόλης είναι ένας άνθρωπος που δεν παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του και αυτό τον κάνει απολαυστικό. Όλοι θέλουν να έχουν στο σπίτι τους έναν Αποστόλη.
Στο θέατρο υπάρχει απαγορευμένο;
*Στο θέατρο δεν υπάρχει απαγορευμένο. Υπάρχουν άνθρωποι όμως που απαγορεύουν και υπαγορεύουν εντός και εκτός θεάτρου. Αυτοί οι άνθρωποι είναι εχθροί της τέχνης. Είναι εκείνοι που εξυπηρετούν ή γλείφουν τις εκάστοτε κυβερνήσεις για να είναι απλώς αρεστοί και κατ’ επέκταση να έχουν και δουλίτσα. Είναι εκείνοι που θα ανεβάσουν ένα πολιτικό έργο αλλά θα σου μιλήσουν για αυτό που συμβαίνει στη Βρετανία ή στη Γερμανία αλλά όχι στην Ελλάδα. Εκ του ασφαλούς. Αν υπάρχει λοιπόν απαγορευμένο στο θέατρο τότε αυτό είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Ποια θα είναι τα επόμενα θεατρικά και καλλιτεχνικά σου βήματα;
*Βρισκόμαστε εδώ και καιρό σε πρόβες με την ομάδα Νοσταλγία στο Rabbithole. Ετοιμάζουμε το “Αβυσσαλέο Κτήνος” του Τζακ Λόντον, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σίμωνα. Το έργο έχει αναφορά γύρω από τα παράνομα στοιχήματα του μποξ και στην παράσταση θα έχουμε ζωντανούς αγώνες επί σκηνής. Πρόκειται για μια πολύ ωραία συνεργασία με υπέροχους συνεργάτες. Η διαδικασία των προβών όμως διακόπτεται συνεχώς λόγω της πανδημίας… ή λόγω του ότι το θέατρο είναι το πρώτο που πρέπει να κλείνει κάθε φορά και μετά όλα τα άλλα. Μ’ αυτά και μ’ αυτά περάσανε δέκα μήνες από τότε που κάναμε την πρώτη μας πρόβα. Και θα συνεχίσουμε.
Μετά την πανδημία, πού οδεύει το θέατρο, ως τέχνη, ως επάγγελμα και ως θέαμα;
*Είναι λίγο δύσκολο να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα γιατί η ”μετά πανδημία εποχή” φαντάζει πολύ μακρινή. Δουλεύω σχεδόν δέκα χρόνια και ειλικρινά το θέατρο μόνο μέσα από την κρίση το γνωρίζω. Πάντα λέμε ότι η τέχνη ανθεί μέσα από τις κρίσεις αλλά πραγματικά θα ήθελα κάποια στιγμή να εργαστώ και να εμπνευστώ και εκτός κρίσης. Να δω πώς είναι, έτσι για το γαμώτο. Νομίζω αξίζει σε κάθε καλλιτέχνη να δοκιμάσει αυτή τη γεύση. Να μπορεί να κάνει την τέχνη του και να ζει από αυτήν, χωρίς άγχος για το πώς θα πληρώσει το νοίκι του. Χωρίς να κάνει δύο και τρεις δουλειές για να ανταπεξέλθει. Να πηγαίνει στην πρόβα του και να απουσιάζει εκείνη η εσωτερική φωνούλα που του λέει κάθε φορά ”αυτό που πας να κάνεις είναι τρελό”. Φυσικά και τροφοδοτούμαστε από την τρέλα μας, από την αίσθηση του ακατόρθωτου, του πραγματικά δύσκολου. Αυτό είναι άλλωστε που μας φέρνει δάκρυα στα μάτια κάθε φορά που επιτυγχάνουμε. Όμως ας μη γελιόμαστε. Η πολύ πρόσφατη εμπειρία μας με την πανδημία μάς δίδαξε ότι είναι πραγματικά λίγοι σε αριθμό αυτοί που νοιάζονται για το θέατρο, για την τέχνη γενικότερα. Η τέχνη του θεάτρου κρύβει πολλές φορές πολιτικό λόγο. Το θέατρο από μόνο του αποτελεί πολιτική πράξη. Συνεπώς αυτό δεν βολεύει εκείνους που παίρνουν τις αποφάσεις για τον τόπο που ζούμε. Πολλοί από αυτούς δεν έχουν περάσει ούτε απ’ έξω από θέατρο. Η μπάλα λοιπόν είναι στα χέρια μας. Να μην αφήσουμε την τύχη μας στα χέρια αυτών που μας αγνοούν. Πρέπει να αγωνιστούμε. Αυτό που σίγουρα πρέπει να κάνουμε μετά την πανδημία είναι να μη συμβάλλουμε στην εξάπλωση των μαγνητοσκοπημένων παραστάσεων. Κατανοώ φυσικά τον λόγο που συμβαίνει τώρα αυτό και είναι θεμιτός. Φοβάμαι όμως μην καθιερωθεί αυτός ο τρόπος έκφρασης και καταλήξουμε να κάνουμε κινηματογράφο παίζοντας θέατρο. Θα εκτεθούμε και θα χαντακωθούμε.
Για να είσαι ο ηθοποιός που έχεις επιλέξει να είσαι, τι θυσίες πρέπει να κάνεις;
*Για να είμαι ο ηθοποιός που θέλω πρώτα πρώτα πρέπει να έχω και μια δεύτερη δουλειά, εκτός θεάτρου. Κι αυτό γιατί δεν μπορώ να συμβιβαστώ με το να παίζω απλά σε μια παράσταση επειδή μόνο και μόνο μου αποφέρει χρήματα. Θέλω αυτό που κάνω να με καλύπτει και καλλιτεχνικά και να με αντιπροσωπεύει. Δεν λέω, δοκίμασα και τον άλλο δρόμο αλλά είδα ότι δεν με γεμίζει κάτι τέτοιο. Ο επαγγελματίας ηθοποιός θα κάνει και λάθος επιλογές, σαφέστατα, για να μπορέσει να ζήσει. Δεν κατακρίνω τις λάθος επιλογές σε καμιά περίπτωση. Από αυτές μαθαίνουμε εξάλλου. Θα πρέπει λοιπόν, είτε να βρίσκομαι όλη μέρα μέσα σε ένα θέατρο, συμμετέχοντας σε δύο και τρεις παραστάσεις για να τα βγάλω πέρα οικονομικά, είτε να σχολάω από την πρωινή μου δουλειά και μετά να πηγαίνω στην πρόβα μου ή την παράσταση, είτε να τρέχω σε δοκιμαστικά για διαφημίσεις, κάστινγκ για ταινίες, οντισιόν για θέατρο, που αυτό σημαίνει πολλές μετακινήσεις και έξοδα. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να θυσιάσω την προσωπική μου ζωή. Πόσος χρόνος μπορεί να σου απομένει έπειτα από μια τέτοια καθημερινότητα; Και πόση ενέργεια; Εδώ πηγαίνω για μποξ και στο γυρισμό περνάω τα λόγια της παράστασης μέσα στο αυτοκίνητο για να εκμεταλλευτώ τον όποιο ελεύθερο χρόνο μου. Τι να λέμε τώρα. Όπως θα ξέρετε κι εσείς η δουλειά του ηθοποιού συνεχίζεται και στο σπίτι. Διάβασμα, μελέτη, έρευνα. Δεν είναι ούτε οχτάωρη ούτε δεκάωρη. Μερικές φορές μπορεί να αγγίξει ακόμα και το δεκαοχτάωρο. Αν είχα φτιάξει δική μου οικογένεια, σύζυγο, παιδιά και δε συμμαζεύεται, ενδεχομένως να ήμουν ο πιο ασυνεπής άνθρωπος του κόσμου. Ή θα αναγκαζόμουνα να αλλάξω εντελώς επάγγελμα και να πρέπει να σας απαντήσω μετά στην ερώτηση τι θυσίες πρέπει να κάνω για να είμαι ο οικογενειάρχης που έχω επιλέξει να είμαι. Καλό;
Γιατί υπάρχει, κατά τη γνώμη σου, τόσος ρατσισμός, ξενοφοβία και στοχοποίηση στις μέρες μας;
*Ανέκαθεν υπήρχαν αυτά. Από τον καιρό που υπήρχαν σκλάβοι και οι άνθρωποι χωρίζονταν σε μαύρους και λευκούς. Θεωρώ ότι ακόμα συμβαίνει αυτό. Όλο αυτό το ζήτημα, στη ρίζα του, πάντα εξυπηρετούσε τον καπιταλισμό. Πάντα υπήρχαν οι πόλεμοι και πάντα υπήρχε η εξουσία. Μια ζωή σκοτώνεται κόσμος και κοσμάκης για να υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί. Μαύροι και λευκοί και κίτρινοι και κόκκινοι και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί και να επινοήσει κάποιος για να χωρίζονται οι άνθρωποι σε κατηγορίες. Κατηγορίες πάντα κατώτερες από το Κεφάλαιο για να μπορούν να καθοδηγούνται και να ελέγχονται (Γιατί άραγε οι κυβερνήσεις θέλουν τον μέσο άνθρωπο χωρίς πνεύμα, χωρίς τέχνες, χωρίς πολιτισμό; Γιατί τον θέλουν αμόρφωτο και γιατί οι σπουδές κοστίζουν μια περιουσία;). Μετά βάζουν αυτές τις κατηγορίες ανθρώπων να αλληλοσκοτωθούν για το ποια θα υπερισχύσει αλλά στην πραγματικότητα καμιά δεν υπερισχύει γιατί ό,τι κι αν γίνει το αποτέλεσμα είναι πάντα ένα. Ο καπιταλισμός πάνω από όλους. Και κάπως έτσι κάνει κύκλους η ζωή (και ο θάνατος) γύρω από την παγκόσμια οικονομία. Η ξενοφοβία επινοήθηκε. Και ο ρατσισμός επινοήθηκε. Ακόμα και η Χρυσή Αυγή επινοήθηκε, και μάλιστα λειτούργησε και ως αντιπερισπασμός. Για να έρθει η τωρινή κυβέρνηση και να σου πει ”σκότωσα τον φασισμό!”. Μην κοιτάς που έχω βάλει τα όργανα της τάξης να σε σακατεύουν όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, και γιατί όχι, να σου φυτέψουν και μια σφαίρα στο κεφάλι, μην κοιτάς που ενώ έπρεπε να φτιάξω ΜΕΘ καθόμουνα και φύτευα φοίνικες και μπανανιές και μεγάλους περιπάτους για να είσαι εσύ, μικρούλη, καταχρεωμένος για το υπόλοιπο της ζωής σου. Όοοοχι. Φασίστας, βρε κουτέ, είναι ο οπαδός του Χίτλερ. Αυτός ήθελε να χωρίσει το ανθρώπινο είδος σε κατηγορίες.
Το μεγάλο κόλπο λοιπόν του καπιταλισμού ποιο είναι; Να έχει ο άνθρωπος την ανάγκη να διαφοροποιείται από τον συνάνθρωπο, όχι όμως με την ευγενή άμιλλα, αλλά να νιώθει ανώτερός του, συνεπώς να αισθάνεται ότι κάτι πετυχαίνει στη ζωή του κι έτσι να είναι πιο παραγωγικός και το χρήμα να πηγαίνει εκεί που πρέπει να πάει, αλλά πάντα εις βάρος της εργατικής – κατώτερης τάξης. Να μπορεί εύκολα ο κατώτερος άνθρωπος να στοχοποιήσει έναν άλλον κατώτερο άνθρωπο και να τον θεωρήσει υπαίτιο για όλα τα κακά της μοίρας του. Να έρθει ο άλλος να σου πει ”όχι φίλε μου, εγώ είμαι Έλληνας, δεν είμαι Αλβανός. Οι Αλβανοί κλέβουν!”. Σώπα ρε μεγάλε. Ο πρωθυπουργός σου; Αλβανός κι αυτός; Οι άστεγοι γιατί υπάρχουν στα φανάρια και ζητιανεύουν; Γιατί οι περισσότεροι είναι αλλοδαποί και χωρίς πόδι ή χωρίς χέρι και είναι μες στη βρώμα; Μα φυσικά για να σηκώσεις το παράθυρό σου όταν σε πλησιάσουν, να νιώσεις τυχερός για τη ζωή που ζεις, αλλά και να σου μείνει χαραγμένη για πάντα η χειρότερη μορφή ανθρώπου που μπορεί να υπάρξει, την ίδια στιγμή που εσύ απολαμβάνεις έναν φρέντο εσπρέσο μέτριο με μαύρη. Όσο υπάρχει λοιπόν το Κεφάλαιο, θα υπάρχει ξενοφοβία και ρατσισμός και φασισμός και μισογυνισμός, και θα υπάρχει το οτιδήποτε μπορεί να υπάρξει για να επιτευχθεί ένας ακόμα πετυχημένος πόλεμος.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς;
*Τσέχωφ, Μπρεχτ, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Γκόγκολ, Πίντερ, Σαίξπηρ, Καμπανέλλης, Ταχτσής, Σοφοκλής, Αισχύλος, Αριστοφάνης και Αντώνης Τσιοτσιόπουλος.
Από τι θα ήθελες, αν περνούσε από το χέρι σου, να προστατεύσεις τον κόσμο;
*Από τη βία, τον πόλεμο, τη φτώχεια και το μίσος. Θα ήθελα να εμποδίσω κάθε είδους παράνομο εμπόριο που φέρνει δυστυχία στον κόσμο. Όπλων, ναρκωτικών, γυναικών, οργάνων, ανηλίκων αγοριών – κοριτσιών… το οτιδήποτε.
Ποιο είναι το αγαπημένο σου ζώο; Ποια ζώα είναι συγκάτοικοί σου;
*Αγαπώ όλα τα ζώα. Με σκυλιά έχω μεγαλώσει κυρίως αλλά θα ήθελα να έρχομαι σε επαφή με όλων των ειδών τα ζώα. Αρκεί φυσικά αυτά τα ζώα να μην είχανε λουρί και εγώ να μην έχω την ανάγκη να είμαι το αφεντικό κάποιου. Πιστεύω στην ανεξαρτησία και στην ισότητα. Να μπορώ δηλαδή να δείχνω την αγάπη μου και τον θαυμασμό μου στα ζώα χωρίς να δυσκολεύω τη ζωή τους και την ελευθερία τους. Αυτή τη στιγμή δεν έχω κανένα κατοικίδιο.
*Ο Φώτης Λαζάρου γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Ανωτέρας Ιδιωτικής Σχολής Δραματικής Τέχνης “Δήλος” Δήμητρας Χατούπη (ΥΠΠΟ). Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια υποκριτικής με τη Ρούλα Πατεράκη και υποκριτική και σκηνοθεσία με τον Guillermo Heras. Κινησιολογία με τον Alessio Castellacci και υποκριτική με τη Μαρία Σαββίδου και με τον Δημήτρη Ήμελλο. Επίσης υποκριτική και δραματολογία με τους Δημήτρη Ήμελλο, Έλσα Ανδριανού, Ναταλία Στυλιανού.