22.8 C
Athens
Κυριακή 28 Απριλίου 2024

Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας: «Γη της οδύνης» (απόσπασμα)

Στις 14 του Οχτώβρη πύκνωσε από το νοτιά το λιανοντούφεκο.

Νύχτα και μέρα ακουγόταν στην πολιτεία, πότε αραιό, πότε φουντωμένο. Όλα τα σημάδια έδειχναν πως οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να φύγουν όλοι, για καλά.

 

Μέτσοβο, Κώστας Μπαλάφας

 

Βαστούσαν οι Γιαννιώτες την ανάσα τους, σταυροκοπιούνταν, κοιτούσαν να μη δώσουν αφορμή την τελευταία ώρα, και πρόσμεναν. Πρόσμεναν με το μουντό φόβο στην καρδιά, στην τυραννισμένη καρδιά τους που τώρα χτυπούσε φτερωμένη, πλημμυρισμένη από χαρά.

Κείνη τη νύχτα κανένας δεν κοιμήθηκε στην ξαναμμένη πολιτεία. Όλοι φοβούνταν μην έπιανε η φωτιά και τους έβρισκε στον ύπνο, μην ερχόταν η ελευθερία και δεν ήταν όρθιοι να τη χαιρετήσουν.

 

Κώστας Μπαλάφας, Ηπειρώτισσα μάνα

 

Και το πρωί ήταν αδύνατο να πουν αν για καλό ή για κακό ξημέρωσε η μέρα.

Όχι γιατί τα κορμιά ήταν κουρασμένα απ’ το ξενύχτι, ή γιατί οι ψυχές ήταν βαριές από πολύχρονη συμπυκνωμένη αγωνία, ενώ την ίδια ώρα σπαρταρούσαν απ’ ολοζώντανη ελπίδα. Μα να!… Δεν ήξεραν τι θα γινόταν… Οι φήμες που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, τα νέα που έφερναν οι τολμηροί που γύριζαν κλεφτά στα σοκάκια, δεν άφηναν να βγει σίγουρο συμπέρασμα.

Θάβαζαν φωτιά οι Γερμανοί…

Όχι, δε θάβαζαν…

Και πάλι όχι! Θα τάκαιγαν τα Γιάννενα! Πολλοί έλεγαν πως θ’ άναβαν σύγχρονα πολλές φωτιές, την ώρα που θάβγαιναν από την πόλη.

Τώρα, είχαν μόλις φύγει από την έδρα της Κομανταντούρ κι από τις κεντρικές πλατείες… Ήταν πια στην πλατεία του Άλσους.

Έλεγαν πως από κει θ’ άναβαν τις φωτιές… Ίσως από λίγο πιο πέρα…

Τους παρακολουθούσε ο κόσμος από κλειστά παντζούρια, ή από στενά δρομάκια… Δεν καθάριζε το αναρώτημα: θάταν μεγάλη μέρα; θάταν μαύρη μέρα;

Ξαφνικά μέσ’ στη θολή ατμόσφαιρα κάτι οξύ ακούστηκε κι όλα καθάρισαν: Σάλπιγγα!

Σάλπιγγα ακούστηκε!

Σάλπιγγες είχαν τα τμήματα του ΕΔΕΣ!…

Πούθε ακουγόταν;

Από την Πλατεία; από το Ρολόι;

Για να βαρούνε σάλπιγγα εκεί… Γρήγορα προς τα κει!

 

Ήπειρος, Κώστας Μπαλάφας

Πλησίαζε ο ήχος, οξύς, παθιασμένος, λόγχη που έσχιζε τον αέρα, αλήθεια που έλαμπε μέσα στο ψέμα.

Κι έτρεχαν απ’ όλες τις συνοικίες προς το κέντρο ν’ ακούσουν την αλήθεια.

Όταν έφτασαν στην Πλατεία δεν την άκουσαν μόνο.

Την είδαν την αλήθεια! Προπάντων την είδαν!

Έστεκε κει το παλιό κτίριο της Μεραρχίας, εκείνο που ως το 13 ήταν η έδρα του τούρκικου στρατηγείου, όπου ύστερα είχε εγκατασταθεί η Ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση, και τελευταία η Γερμανική.

Πάνω από τρία χρόνια, ως χτες, ως το πρωί, στο μεγάλο κοντάρι του μπαλκονιού κυμάτιζε η πλατιά κόκκινη σημαία με το μαύρο αγκυλωτό σταυρό.

Την ίδια ώρα θόρυβος ακούστηκε από τον κεντρικό δρόμο που ανηφόριζε απ’ τη λίμνη και το κάστρο προς την Πλατεία του Ρολογιού.

Άλλα παλικάρια του ΕΔΕΣ έρχονταν τρέχοντας στον ανήφορο.Ήταν μια ομάδα που είχε καταλάβει το νησί, μέσα στη λίμνη, για να μπορέσει να γίνει το γιουρούσι από πολλές πλευρές. Λαχανιασμένοι, παρατάχτηκαν κι αυτοί και παρουσίασαν όπλα.

Κι ο κόσμος που ερχόταν απ’ όλες τις γειτονιές και πλήθαινε, μόλις έφτανε, γονάτιζε, σταυροκοπιόταν, ξανασταυροκοπιόταν, και παρακολουθούσε αχόρταγα τη σκισμένη σημαία που σιγά-σιγά ανέβαινε.

Όταν το γαλανόλευκο υφάδι έφτασε στην κορφή του κονταριού κι ανέμισε κινημένο από τ’ αγέρι των ελεύθερων βουνών, το πλήθος σηκώθηκε σαν ένα σώμα και μ’ ένα στόμα τραγούδησε με πάθος.

Αναρρίγησε πιο δυνατά η σκισμένη σημαία!… Ίσως νάφτασε ως αυτήν η ανθρώπινη πνοή που φλογερά τραγουδούσε:

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα αντρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Κι άρχισε ένα τρελό μεθύσι ξέφρενης χαράς!

Μπήκε ο ίδιος ο Ζέρβας, καβάλα, στα Γιάννενα, μ’ όλο το επιτελείο του, μ’ όλο το στρατό του.

Καμαρωτοί άντρες, αρματωμένοι, παράστημα και βήμα λεβέντικου στρατού, μεγάλου, ολόκληρες χιλιάδες.

Παραληρούσε ο κόσμος, έραινε τα παλικάρια με λουλούδια, πετούσε στον αέρα τα καπέλα, και φώναζε μ’ όλη τη δύναμή του, σα για να σκεπάσει των σαλπίγγων τις φωνές, σα για ν’ ακούγονται λιγότερο οι καμπάνες που όλες μαζί χόρευαν και λαλούσαν στα παλιά ψηλά καμπαναριά.

Ελληνικές σημαίες κυμάτιζαν σ’ όλα τα μπαλκόνια… Αναγάλλιαζες που τις έβλεπες και αναρωτιόσουν πού είχαν κρυφτεί τόσες χιλιάδες απαγορευμένα φλάμπουρα της λευτεριάς.

Απ’ τα παράθυρα, απ’ όλα τα παράθυρα, κρέμονταν πολύχρωμα υφαντά, χρυσοκέντητες μαντίλες. Τα γιορτινά της είχε βάλει η τυραννισμένη πολιτεία, και πανηγύριζε μεθυσμένη, έξαλλη, γιόρταζε τη νίκη, το γυρισμό των παλικαριών, την απελευθέρωσή της, την καινούργια ειρηνική και ένδοξη περίοδο που άρχιζε.

Φτώχεια; Ελλείψεις; Πένθη ακόμα; Ποιος τα λογάριαζε! Ήταν τόσο μεγάλες τούτες οι μέρες, που ξεχνιούνταν όλα, και μέσα στην ανέχεια πάλι βρισκόταν κάτι να κεράσεις ή να φιλέψεις, κάτι να προσφέρεις δώρο.

Για λίγες μέρες, ένα μεγάλο πανηγύρι έζησαν τα Γιάννενα, από το κέντρο ως τις φτωχογειτονιές.

Χοροί στις πλατείες, με λεβέντες χορευτές που παράβγαιναν μεταξύ τους σε πηδήματα ή σε τσακίσματα… Τραγούδια στα ψηλώματα και στα σοκάκια, τραγούδια ηρωικά που θύμιζαν το χτες, και λησμονημένες καντάδες που υπόσχονταν για το αύριο.

Φαγοπότι σε σπίτια και σε μαγειρειά, τεμπελιά κάτω απ’ τα θεριεμένα πλατάνια της λίμνης, περίπατος το βραδάκι στην πολύβουη κεντρική πλατεία.

Χαρά παντού, ανέφελη χαρά, εντατική κι αμέριμνη, γεμάτη υποσχέσεις. Λες κι ο κόσμος ήθελε να σβήσει από το νου του τις τόσες μαύρες μέρες, ή, αν δεν γινόταν να τις λησμονήσει, πως ήθελε να συμπυκνώσει τις χαρές για να ισοφαριστούν οι αμέτρητες ως τότε πίκρες.

Και το απίστευτο πανηγύρι συνεχιζόταν, φούντωνε και ξάπλωνε…

Μα πριν περάσει πολύς καιρός, πριν ακόμα καλά-καλά τελειώσει ο Οχτώβρης, μερικοί άρχισαν να νιώθουν κάποιο κρύο ρίγος.

Ελαφρό στην αρχή, λίγοι τόνιωσαν.

Αλλά η ανατριχίλα δυνάμωνε γρήγορα, γινόταν πιο έντονη, πιο κακιά, κι όλο και περισσότεροι την ένιωθαν, σαν ενόχληση από τη μια μεριά, σα σύμπτωμα βαριάς αρρώστιας από την άλλη.

Κακά νέα… κακά σημάδια…

Φθινόπωρο ήταν, τα χωράφια ήθελαν όργωμα, και λίγοι άντρες στην αρχή, περισσότεροι ύστερα, έφευγαν να πάνε να τα δουλέψουν. Έφευγαν με άδειες που δεν μπορούσε να τους αρνηθείς, ή έφευγαν και χωρίς άδεια…

Η μισή λίρα που οι αντάρτες έπαιρναν ταχτικά κάθε μήνα τον τελευταίο καιρό για να συντηρήσουν τα σπίτια τους, δεν είχε δοθεί, και κανένας δεν ήξερε να πει πότε θα την έπαιρναν.

Η Επιμελητεία είχε πολύ λιγότερα τρόφιμα, και δεν πλήρωνε κανονικά τις προμήθειές της.

Δεν τόξεραν οι πολλοί, μα τόξεραν καλά οι λίγοι. Οι Άγγλοι, μετά την απελευθέρωση της πολιτείας, δεν είχαν στείλει τίποτα στην Ήπειρο, ούτε σε εφόδια ούτε σε χρήμα…

Απ’ τ’ άλλο μέρος, από παντού έρχονταν μηνύματα πως ο ΕΛΑΣ είχε πολύ δυναμώσει, πως αλλού είχε πάρει μεγάλες αποθήκες των Ιταλών και των Γερμανών, πως στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, στους πλούσιους κάμπους και στις πόλεις που εξουσίαζε, είχε αποχτήσει άφθονα εφόδια, όχι με πληρωμή, μα αντίθετα με βαριά φορολογία. Άλλα μηνύματα έλεγαν πως ισχυρά ελασίτικα τμήματα είχαν προωθηθεί κατά την Ήπειρο κι είχαν πιάσει γερά όλες τις διάβες των βουνών. […]

*Απόσπασμα από το συγγραφικό έργο του Ευάγγελου Αβέρωφ – Τοσίτσα «Γη της οδύνης», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1966, σ. 175-179 (πηγή: greek-language.gr).

 

 

Ο Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας ήταν πολύπλευρη προσωπικότητα, με πολλά ενδιαφέροντα και ταλέντα, αλλά και ευρύτερη κοινωνική δράση.

Υπήρξε ένας επιφανής πολιτικός και ένας καταξιωμένος πνευματικός άνθρωπος.

Κατάφερε, όπως έγραψε ο αείμνηστος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Τσάτσος, να επηρεάσει επί πενήντα σχεδόν χρόνια τα πολιτικά πράγματα της χώρας περισσότερο από πολλούς πρωθυπουργούς, μολονότι ο ίδιος ουδέποτε έγινε πρωθυπουργός.

Η ζωή του ήταν συνυφασμένη με τον τόπο καταγωγής του, το Μέτσοβο, που ήταν γι’ αυτόν το πάθος του, το μεράκι του, η παντοτινή έγνοια του.

 

Ο Ευάγγελος Αβέρωφ παιδί στο άλογο

 

Ο βίος του

Ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας (17 Απριλίου 1910 – 2 Ιανουαρίου 1990).

Ο Αβέρωφ γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 17 Απριλίου του 1910, καταγόμενος από την οικογένεια Αβέρωφ του Μετσόβου. Ήταν πτυχιούχος της Νομικής και διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Λωζάνης στην Ελβετία. Το 1940 έγινε νομάρχης της Κέρκυρας, ενώ το 1946 εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής Ιωαννίνων, θέση που διατήρησε μέχρι το 1964. Διατέλεσε υπουργός Εφοδιασμού, Εθνικής Οικονομίας, Εμπορίου, Γεωργίας και Εξωτερικών και την περίοδο 1974–1981 διετέλεσε υπουργός Εθνικής Άμυνας. Το 1981 εκλέχτηκε αρχηγός του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και το 1984 επίτιμος πρόεδρός της. Σημαντική ήταν η συνεισφορά του, ως Υπουργός Εξωτερικών, στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου με θέμα την ίδρυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας το 1959 και στη Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδας – ΕΟΚ το 1962, σύμφωνα με την οποία η χώρα κατέστη το πρώτο συνδεδεμένο κράτος με την κοινότητα. Με πρωτοβουλίες του ιδρύθηκε το Ίδρυμα Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα στην Κηφισιά και το οποίο διεύθυνε επί 40 χρόνια, και το Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, στο οποίο δώρισε την προσωπική του συλλογή Ελλήνων ζωγράφων, και ανέπτυξε δραστηριότητες όπως η αμπελουργία και η λειτουργία οινοποιητικής μονάδας.

 

Με τη βαφτισιμιά της οικογένειάς του, Ίνες

 

Εκπροσώπησε την Ελλάδα σε πολλές διεθνείς διασκέψεις και τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Φοίνικος από τον Βασιλιά Παύλο, καθώς και με Μεγαλόσταυρους άλλων χωρών. Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο υπηρέτησε σε ομάδες δολιοφθορών, ανακλήθηκε το 1941 και διορίστηκε Νομάρχης Κερκύρας. Τον Μάιο του 1941 ίδρυσε με έδρα τη Λάρισα την οργάνωση Φιλική Εταιρεία, που είχε ως στόχο την καταπολέμηση των δωσίλογων του Αλκιβιάδη Διαμάντη, που αργότερα αποκλήθηκαν Λεγεώνα των Βλάχων. Το 1942 συνελήφθη για την αντιστασιακή δραστηριότητά του και μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία, ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 1943, δραπέτευσε και παρέμεινε στην Ιταλία, επικεφαλής ελληνικής αντιστασιακής οργάνωσης. Το 1944 επιστρατεύθηκε με τον βαθμό του επίκουρου υποπλοιάρχου, υπηρετώντας μέχρι το τέλος του πολέμου στην Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή της Ρώμης. Δημιούργησε το Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, στο οποίο δώρισε την προσωπική του συλλογή Ελλήνων ζωγράφων, και ανέπτυξε δραστηριότητες όπως η αμπελουργία και η λειτουργία οινοποιητικής μονάδας. Μετά τον θάνατό του, το 1990, ανεγέρθηκε ανδριάντας του στο Μέτσοβο.

 

Φοιτητής στη Λωζάνη, 1929

 

Το 1974 ανέλαβε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, το 1981 ανεδείχθη πρόεδρος του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, που βρισκόταν τότε στην αξιωματική αντιπολίτευση, και το 1984 ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρός της. Παράλληλα συνέγραψε πλήθος από μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και ιστορικές αναλύσεις.

Πέθανε στις 2 Ιανουαρίου 1990 μετά από καρδιογενές σοκ και τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

Μιλούσε Γαλλικά, Αγγλικά και Ιταλικά και ήταν μόνιμος κάτοικος Κηφισιάς. Ήταν παντρεμένος με τη Διαμαντίνα Λυκιαρδοπούλου και είχαν αποκτήσει δύο κόρες.

Δολοφονία Αλέξανδρου Παναγούλη

Η Ιταλίδα δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι, σύντροφος του Αλέξανδρου Παναγούλη, αφήνει υπόνοιες στο βιβλίο της Un Uomo ότι ο Αβέρωφ μπορεί να είχε σχέση με τον θάνατο του αγαπημένου της. Σύμφωνα με τη Φαλάτσι, ο Αβέρωφ, που ήταν Υπουργός Εθνικής Άμυνας το 1974–1981, προστάτεψε πολλούς χουντικούς αξιωματικούς και μέλη της ΕΣΑ, κάνοντας μικρές και διακοσμητικές αποστρατεύσεις. Ο Παναγούλης ερευνούσε τις δραστηριότητες των πρώην βασανιστών του, όταν σκοτώθηκε σε ύποπτο αυτοκινητικό δυστύχημα. Η Φαλάτσι πίστευε ότι ο Αβέρωφ διαδραμάτισε σκοτεινό ρόλο στην όλη υπόθεση και ότι είχε μεγάλο συμφέρον να σιωπήσει ο Παναγούλης. Η κατηγορία αυτή δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.

Εκδοτικό Έργο

Από τα οικονομικά, ιστορικά και λογοτεχνικά του έργα ξεχωρίζουν:

Βαλκανική Τελωνειακή Ένωσις, 1933 (Γαλλικά, α΄ βραβείο Ινστιτούτου Κάρνεγκη – Διάσκεψη Βουκουρεστίου)
Συμβολή εις την έρευνα του πληθυσμιακού προβλήματος της Ελλάδος, 1939 (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών)
Ελευθερία ή θάνατος, 1945
Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, 1948
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος, 1960 (Ιταλικά)
Μερικά κείμενα, 1963
Φωτιά και Τσεκούρι – Ελλάς 1944-1949, 1973 (Γαλλικά, Χρυσό Μετάλλιο Γαλλικής Ακαδημίας), 1974 (Ελληνικά)
Η φωνή της Γης, μυθιστόρημα, 1964 (Γαλλικά Terre des Grecs, 1968, éditions Stock)
Γη της οδύνης, μυθιστόρημα, 1966
Γη Δελφύς, 1968
Περιστέρια, 1968
Όταν ξεχνούσαν οι θεοί, 1969
Όταν οι θεοί ευλογούσαν, 1971
Επιστροφή στις Μυκήνες, 1973
Στο μοναστήρι του Άι Νικόλα, 1973

  • Αρχική φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας, Λίμνη Ιωαννίνων

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -