Γιατί κανείς δεν θα μιλήσει. Μόνο το ίδιο το σινεμά. Ο Καρ-Γουάι θα στήσει κάδρα που οι στενοί, κοινόχρηστοι διάδρομοι, τα πνιγερά δωμάτια και τα υπόγεια καπηλειά αντηχούν τον εγκλωβισμό των ηρώων του. Η δημόσια ζωή τους και ο κρυφός, καταπιεσμένος τους εαυτός, επικοινωνούνται συνεχώς από διχοτομημένα πλάνα – στέκονται πλάτη με πλάτη σε τοίχους ή κλειστές πόρτες που τους χωρίζουν, κοιτούν μελαγχολικά έξω από παράθυρα που τους κρατούν αδιέξοδα μόνους. Μέσα από μοτίβα slow motion επανάληψης, ο Καρ-Γουάι υπνωτίζει τη δράση, συλλαμβάνοντας μία μονότονη καθημερινότητα – μία καθημερινότητα που μόνο ο έρωτας μπορεί λυτρωτικά να διαταράξει (για αυτό και κάθε φορά που συναντιούνται, η ταχύτητα στο φιλμ ανεπαίσθητα αλλάζει). Η κάμερα άλλοτε λειτουργεί ως ένας ακόμα αδιάκριτος γείτονας που κοιτά από την κλειδαρότρυπα και κρυφακούει τηλεφωνήματα, άλλοτε παραμένει απόμακρη για να συλλάβει με βάθος πεδίου τις μαγικές στιγμές στη νυχτερινή βροχή, τον περισσότερο φιλμικό χρόνο όμως παραμένει στα πρόσωπά τους. Στα μάτια, τα χείλη, το δέρμα – όλα νοτισμένα από προσμονή. Δύο μόνο κοντινά σε δάχτυλα που ενώνονται, χέρια που χωρίζουν. Μία μόνο κλεφτή ματιά στο κεφάλι της που θα αφεθεί μελαγχολικά στον ώμο του, μέσα σ’ ένα ταξί.

Με συνωμότη τον διευθυντή φωτογραφίας του, Κρίστοφερ Ντόιλ, ο Καρ-Γουάι χρησιμοποιεί το χρώμα, το φως και πώς αυτά αντανακλώνται στις διαφορετικές υφές (από τους φθαρμένους τοίχους μέχρι τα ασφυκτικά μεταξωτά φορέματα της κυρίας Τσαν) και τα γεωμετρικά μοτίβα της εικόνας, όχι μόνο για να κοινωνήσει συναισθήματα, αλλά κι ως μία μελέτη πάνω στη μνήμη και τον χρόνο. Αψεγάδιαστη ομορφιά πλημμυρίζει την ταινία. Αλλά όχι μόνο την επιδερμίδα της. Η αισθητική έχει λόγο, αφηγείται τη δική της ιστορία. Όπως ο Αλφρεντ Χίτσκοκ στο «Vertigo», έτσι κι εδώ ο Καρ-Γουάι χρησιμοποιεί τη χρωματική παλέτα ως ψυχογράφημα – σάπια πράσινα και κίτρινα στα βαλτωμένα διαμερίσματα, έντονα κόκκινα στους διάδρομους παράνομων ξενοδοχείων, γυαλιστερά μαύρα τις υγρές νύχτες που σταματά ο χρόνος, εκεί στην εξώπορτα. Ο ήχος επίσης επεξεργάζεται τη μοναξιά – μέσα από τη φλυαρία των γειτόνων ξεχωρίζει ο θόρυβος από τα τακούνια της. Σαν υπόσχεση ότι η ευτυχία έρχεται, πλησιάζει. Ταυτόχρονα, το αυτόματα κλασικό μουσικό σκορ, το διάσημο βαλσάκι με το θλιμμένο τσέλο, παίζει και τις δικές μας χορδές – κάθε φορά που τα καλλίγραμμα σώματα των εν δυνάμει εραστών συναντιούνται σε μια σκάλα. Ποτέ ένα θερμός με νουντλς δεν έχει λικνιστεί τόσο ερωτικά στο σινεμά.

Τα πλάνα αρχείου με τα οποία ολοκληρώνεται η ταινία δεν είναι τυχαία. Η πολιτική αλληγορία για την ανεκπλήρωτη υπόσχεση της Δύσης που κουβαλούσε το Χονγκ Κονγκ στα 60ς, πλαισιώνει κοινωνικά και την ερωτική επιθυμία που δεν μετουσιώνεται. Όλα είναι παροδικά, σ’ ένα κυριολεκτικό και συμβολικό τράνζιτ. Όλοι μετακομίζουν, όλοι αποχωρούν. Κι όμως, το σύντομο δεν ήταν εφήμερο. Το μοναχικό συντροφεύτηκε. Η καρδιά χτύπησε και το θυμάται. Το μυστικό κρατήθηκε αγνό, αμόλυντο, ολόκληρο – στα ιερά ερείπια της Ιστορίας. Κι αφήνει ερείπια κι εμάς, κάθε φορά, με το που πέφτουν οι τίτλοι τέλους.

Πόλυ Λυκούργου (Flix)