Ο καθηγητής του LSE, Ηλίας Μόσιαλος στέλνει μήνυμα στους αρνητές του εμβολίου, οι συνωμοσιολόγοι μιλούν για τις προφητείες του Νοστράδαμου και ένας γλύπτης από το Χονγκ Κονγκ εμπνέεται την υποχρεωτική φυσική απόσταση λόγω κορονοϊού.
Όλο και πιο κοντά στο εμβόλιο, το οποίο αναμένεται να απαλλάξει τον κόσμο από τον κορονοϊό, πλησιάζουμε κάθε μέρα που περνάει. Ήδη από τη Δευτέρα, 7 Δεκεμβρίου 2020, η Βρετανία θα ξεκινήσει να εμβολιάζει τους πολίτες της, ενώ λίγο αργότερα θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες χώρες του πλανήτη, μέχρι να επιστρέψουμε πίσω στην κανονικότητα.
Ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών περιμένει με ανυπομονησία το εμβόλιο, ωστόσο υπάρχουν και εκείνοι που λένε «όχι». Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σε πρόσφατη δημοσκόπηση της Prorata, το 32% δήλωσε ότι δεν θα έκανε το εμβόλιο, αν αυτό ήταν δωρεάν και έτοιμο αύριο, σε αντίθεση με το 63% που απάντησε θετικά.
Με απλά λόγια, ένας στους τρεις δεν σκοπεύει να κάνει το εμβόλιο, ακόμα και αν αυτό κυκλοφορήσει και είναι και δωρεάν.
Ωστόσο, αξίζει σε αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι αυτοί που λένε «όχι» στο εμβόλιο, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στους συνωμοσιολόγους, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να «πολεμήσουν» το εμβόλιο διασπείρουν ένα σωρό ψευδών ειδήσεων που ξεκινούν από τον Μπιλ Γκέιτς και καταλήγουν στο 5G και τον Νοστράδαμο!
Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη μερίδα ανθρώπων, οι οποίοι ενώ δεν είναι αρνητικοί στον εμβολιασμό, φοβούνται και κάνουν πίσω. Εκεί θα πρέπει να στοχεύσουν οι κυβερνήσεις και οι επιστήμονες. Δηλαδή να πείσουν όλους αυτούς που φοβούνται, ότι δεν υπάρχει τίποτα το επικίνδυνο με το εμβόλιο.
Αυτό προσπαθεί να κάνει, μέσα από ανάρτηση του στο Facebook, ο καθηγητής του LSE, Ηλίας Μόσιαλος.
Αισιόδοξοι
Συγκεκριμένα, ο κ. Μόσιαλος, στέλνει μήνυμα σε όσους λένε «όχι» στο εμβόλιο, υπογραμμίζοντας πως «τα καλά εμβόλια δεν σπανίζουν τόσο όσο νομίζουν κάποιοι όταν επιχειρηματολογούν κατά των υποψηφίων εμβολίων του κορονοϊού».
Δημοσιεύοντας έναν πίνακα, εξηγεί ότι στη σύγκριση εμβολίων για άλλες νόσους βλέπουμε αντίστοιχα δεδομένα υψηλής αποτελεσματικότητας μετά τον εμβολιασμό.
Όπως υπογραμμίζει, σε κάποιες περιπτώσεις τα ποσοστά αυτά ισχύουν με προϋποθέσεις, όπως για παράδειγμα με αναμνηστικές δόσεις.
Για τον νέο κορονοϊό, εξηγεί ο κ. Μόσιαλος, ο πήχης των προσδοκιών είχε αρχικά τεθεί χαμηλά. «Όχι γιατί δεν υπήρχε εμπιστοσύνη στις επιστημονικές ομάδες, αλλά γιατί τα δεδομένα που αυτές είχαν στα χέρια τους για τον ίδιο τον ιό, όταν ξεκίνησε ό σχεδιασμός ήταν λίγα», συμπληρώνει.
«Με ακούγατε να αναφέρομαι συχνά τους πρώτους μήνες της πανδημίας, για παράδειγμα στα κενά στη βιβλιογραφία. Όπως το πόσο εύκολα θα μεταλλάσσεται ο ιός, το κατά πόσο η ανοσία θα είναι μακροπρόθεσμη, τις επαναμολύνσεις, ή τα επίπεδα ανοσίας των ασυμπτωματικών ή των παιδιών», θα πει.
«Λόγω αυτών και πολλών άλλων προβληματισμών και περιορισμών, όπως ότι η εξελισσόμενη πανδημία συμπορευόταν σε πραγματικό χρόνο με την έρευνα και τις κλινικές μελέτες για τα εμβόλια, κανείς δεν περίμενε τόσο υψηλή αποτελεσματικότητα για τα πρώτα εμβόλια για ένα νέο ιό. Και για αυτό όλοι θεωρούσαν ότι αν η αποτελεσματικότητα της πρώτης γενιάς εμβολίων για τον νέο ιό, ήταν όπως το εμβολίου της εποχικής γρίπης (40-60%), θα ήταν επιτυχία» θα εξηγήσει.
Ωστόσο, τώρα, σύμφωνα με τον κ. Μόσιαλο, γνωρίζουμε για τα πρώτα τρία εμβόλια που προπορεύονται πως τα ποσοστά είναι υψηλά. Με τους εμβολιασμούς στο γενικό πληθυσμό και στις ευπαθείς ομάδες, θα αποκτήσουμε πιο ενδελεχή στοιχεία αποτελεσματικότητας. Θα δούμε δηλαδή το πραγματικό «effectiveness» του εμβολίου, ενώ τόσο καιρό βλέπουμε το «efficacy».
«Τι εννοώ;» διερωτάται και εξηγεί: «Οι συνθήκες μιας κλινικής δοκιμής είναι ελεγχόμενες και έχουν κάποιους συγκεκριμένους όρους για τους εθελοντές συμμετέχοντες: να είναι υγιείς και συνήθως στα πρώτα στάδια συμμετέχουν μόνο νέοι. Αυτό γίνεται ώστε να κινδυνεύσουν κατά το λιγότερο οι εθελοντές. Όσο προχωράμε σε πιο πολυπληθείς φάσεις των κλινικών δοκιμών, και υπάρχουν περισσότερα δεδομένα ασφαλείας, περιλαμβάνονται περισσότερες ηλικιακές ομάδες αλλά και κάποια υποκείμενα νοσήματα, ή κάποιοι ασθενείς -που παραμένουν σταθεροί- αλλά βρίσκονται σε κάποια επίπεδα ανοσοκαταστολής».
«Στις τρέχουσες κλινικές δοκιμές φάσης ΙΙΙ που γνωρίζουμε περισσότερα από δημοσιεύσεις και ανακοινώσεις εταιρειών, και οι 3 κλινικές μελέτες έχουν συμπεριλάβει αντιπροσωπευτικά δείγματα από ομάδες που πλήγηκαν περισσότερο από τις επιπτώσεις του ιού. Όπως, ηλικιωμένους, συμμετέχοντες από πολλές εθνικότητες, αλλά και κάποιους με υποκείμενα νοσήματα. Εάν τα αποτελέσματα ασφαλείας είχαν επηρεαστεί συμπεριλαμβάνοντας αυτές τις ομάδες, θα είχαμε ακούσει για πολλές παρενέργειες ή και για διακοπές στις κλινικές μελέτες. Η αποτελεσματικότητα, επίσης, θα είχε πέσει κάτω από το 90% εάν υπήρχαν μεγάλες διαφορές στην ανοσοαπόκριση των «νέων και υγιών» σε σχέση με τους πιο ευπαθείς», καταλήγει.
«Έχουμε λοιπόν πολλούς λόγους να μένουμε αισιόδοξοι πως θα υπάρχει δημογραφική ομοιογένεια τόσο για την ασφάλεια όσο και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Ίσως η αποτελεσματικότητα σε πολύ ηλικιωμένους και πιο ευπαθείς να είναι λίγο μικρότερη. Για αυτό το λόγο είναι πολύ σημαντική η ακριβής καταγραφή των δεδομένων. Θα χρειαστούμε πλήρες αρχείο για τα στοιχεία πριν τον εμβολιασμό, στο μεσοδιάστημα αλλά σταδιακά και μετά τη δεύτερη δόση. Αυτό θα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για να έχουμε τα πραγματικά ποσοστά αποτελεσματικότητας (effectiveness) ανά ηλικιακό γκρουπ σε περίπτωση που κάποιοι χρειαστούν αναμνηστικές δόσεις.
Μίνα Γκάγκα: Εγώ θα κάνω το εμβόλιο
Για το εμβόλιο μίλησε στο MEGA και η πνευμονολόγος, συντονίστρια διευθύντρια 7ης πνευμονολογικής κλινικής «Σωτηρία», Μίνα Γκάγκα.
«Φάρμακα που περνάνε τους ελέγχους είναι ελεγμένα. Εγώ θα κάνω το εμβόλιο. Οι διαδικασίες σήμερα για να κυκλοφορήσει ένα φάρμακο είναι πολύ λεπτομερείς. Έχουν συνεργαστεί πολλοί φορείς. Έχει γίνει τιτάνια προσπάθεια. Δεν υπάρχει θέμα. Είναι αποδεδειγμένο ότι τα εμβόλια έχουν σώσει εκατομμύρια κόσμο», είπε.
«Τι είναι αυτό που κάνει επιπτώσεις πολλά χρόνια αργότερα. Δεν έχουμε κανένα λόγο να σκεφτόμαστε μακροχρόνιες παρενέργειες. Πρέπει να σκεφτόμαστε τώρα αν είναι αποτελεσματικό», συμπλήρωσε.
Εν τω μεταξύ, ο καλλιτέχνης Τζόνσον Τσανγκ από το Χονγκ Κονγκ, γνωστός στο φιλότεχνο κοινό για την εκπληκτική του ικανότητα να μεταμορφώνει τον πηλό σε εξαιρετικά γλυπτά από πορσελάνη, αντλώντας έμπνευση από τον κόσμο που τον περιβάλλει, μετουσίωσε τις συνέπειες του κορονοϊού στο τελευταίο του έργο. Στο κατάλευκο γλυπτό του με τίτλο Still in One Piece III, που παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο, δύο πρόσωπα που είναι καλυμμένα σφιχτά με μάσκες, φιλιούνται.
Εστιάζοντας στις λεπτομέρειες των προσώπων που καλύπτονται από τις μάσκες, ο Τζόνσον Τσανγκ θέλει να μιλήσει για τη μετάλλαξη του τρόπου αλληλεπίδρασης των ανθρώπων κατά τη διάρκεια του COVID-19. Το να βλέπεις φιγούρες να φιλιούνται ενώ φορούν μάσκα προσώπου είναι πολύ έντονο, καθώς η κοινωνία πλέον έχει συνηθίσει μέσα σε ένα έτος την υποχρεωτική φυσική απόσταση. Ωστόσο, την ίδια στιγμή το γλυπτό είναι και συγκινητικό, καθώς μας υπενθυμίζει πως ακόμη και μέσα σε μία εποχή που προστάζει τη φυσική απόσταση, μπορούμε να απολαύσουμε νοερά στιγμές εγγύτητας. Αυτό το ιδιαίτερο γλυπτό από πορσελάνη δημιουργεί πολλά διαφορετικά συναισθήματα, στέλνοντας ένα δυνατό μήνυμα για την κατάσταση του κόσμου σήμερα.
«Στις αρχές Μαΐου, αυτή η ιδέα απλά ξεπήδησε από το μυαλό μου κατά τη διάρκεια του διαλογισμού», εξηγεί ο Τζόνσον Τσανγκ. «Έχω μια έντονη αίσθηση ότι αυτές οι δημιουργικές ιδέες δεν προέρχονται από εμένα. Πιστεύω όμως ότι πρέπει να υπάρχει ένας καλός λόγος που μου ήρθε. Ίσως επειδή έχω τη δυνατότητα να δώσω υπόσταση σε αυτές τις υπέροχες ιδέες και να τις δείξω στους σωστούς ανθρώπους. Για αυτόν τον λόγο, δεν θέλω να ερμηνεύσω το γλυπτό μόνος μου. Νομίζω ότι όλοι όσοι βλέπουν τα έργα μου έχουν το δικαίωμα να τα ερμηνεύουν με τον δικό τους τρόπο, σύμφωνα με τα δικά τους συναισθήματα».