Επιμέλεια: Παναγιώτης Μήλας
Σε δύο υπογραφές χρωστάμε κάποιες δόσεις ομορφιάς που έχουν σωθεί σε γωνιές της Αθήνας αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Είναι η υπογραφή του Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν και του Γερμανού μαθητή του, Ερνέστου Τσίλλερ.
***
Ο πρώτος, έστειλε την παρακάτω επιστολή:
«Βιέννη 20.9.1859
Αγαπητέ κύριε Τσίλλερ
Έχοντας μόλις επιστρέψει από το ταξίδι μου στην Ελλάδα, σπεύδω να σας ενημερώσω ότι θα ήμουν ευτυχής εάν ερχόσασταν το συντομότερο στην Βιέννη, με σκοπό να συζητήσουμε μία, όπως πιστεύω, πολύ συμφέρουσα πρόταση για σας. Είναι αυτονόητο ότι το ταξίδι σας θα γίνει με δικά μου έξοδα, όπως επίσης θα καταβάλω τα έξοδα επιστροφής, στην περίπτωση κατά την οποία δεν θα δεχόσασταν την πρότασή μου. Λοιπόν στο επανιδείν.
Εγκάρδια
Θεόφιλος Χάνσεν»
***
Ο δεύτερος απάντησε θετικά στην πρόταση – πρόσκληση – πρόκληση και το αποτέλεσμα της απάντησης το απολαμβάνουμε ακόμη και σήμερα σε πολλά σημεία της πρωτεύουσας αλλά και άλλων πόλεων της χώρας.
Στα έργα του περιλαμβάνονται περισσότερα από 500 κτήρια στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και το δικό του σπίτι στην Αθήνα – στην οδό Μαυρομιχάλη, όπου έζησε με την Ελληνίδα σύζυγό του και τα παιδιά τους. Είναι επίσης ο αρχιτέκτονας πολλών ιδιωτικών μεγάρων, του Γερμανικού και του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, των ξενοδοχείων «Μπάγκειον» και «Αλέξανδρος» στην Ομόνοια, εκκλησιών στην Αθήνα, στο Μαρκόπουλο, στο Αίγιο, στο Βέλο Κορινθίας, στα Βίλια Αττικής, στον Πύργο, βίλες στην Κηφισιά, αγορές και σχολεία σε πολλές πόλεις της Ελλάδας.
Ο Ερνέστος Τσίλλερ, ο Γερμανός αρχιτέκτων, ζωγράφος και λάτρης της αρχαιότητας, θεωρείται υπεύθυνος για τη «μεταμόρφωση» της Αθήνας του 19ου αιώνα σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Με τα νεοκλασικά κτήρια που σχεδίασε και κατασκεύασε της έδωσε την αρχιτεκτονική ταυτότητα και αισθητική που χρειαζόταν, συνδέοντάς την με το αρχαίο παρελθόν της.
Γεννήθηκε το 1837 σε ένα μικρό χωριό της Σαξωνίας κοντά στη Δρέσδη. Ο πατέρας του που είχε μια κατασκευαστική εταιρεία έστελνε τους γιους του από μικρούς στις οικοδομές και τους παρέδιδε μαθήματα οικοδομικής. Σπούδασε αρχιτεκτονική και τελειώνοντας τις σπουδές του, ακολούθησε τη συμβουλή ενός έμπειρου οικοδόμου και αναζήτησε την επαγγελματική του τύχη στη Βιέννη, όπου επικρατούσε οικοδομικός οργασμός. Εκεί, το 1858, προσλαμβάνεται στο γραφείο του Δανού Θεόφιλου Χάνσεν, που ήδη ήταν ένας πετυχημένος νεοκλασικός αρχιτέκτονας και επρόκειτο να γίνει ο παντοτινός του δάσκαλος και μαικήνας.
Ο Χάνσεν, έχοντας εργαστεί για πάνω από δέκα χρόνια στην Ελλάδα, είχε στενές σχέσεις με την ελληνική παροικία της Βιέννης. Ένας από τους σημαντικότερούς του πελάτες ήταν ο βαθύπλουτος τραπεζίτης και βαρώνος Σίμων Σίνας, που ήταν γενικός πρόξενος της Ελλάδος στη Βιέννη. Το 1859 ο Χάνσεν προτείνει στον Τσίλλερ να πάει στην Αθήνα για να αναλάβει την επίβλεψη του κτισίματος της Σιναίας Ακαδημίας Αθηνών της όποιας είχε κάνει τα σχέδια. Ο Τσίλλερ δέχθηκε αμέσως την πρόταση και ύστερα από ενάμιση χρόνο αρχικής μελέτης του έργου, έρχεται στην Ελλάδα το 1861. Η Ακαδημία θα βασιζόταν στο πρότυπο της Ακαδημίας του Πλάτωνος, προς μεγάλη χαρά του Όθωνα, που όμως δεν πρόλαβε να την απολαύσει. Ο Τσίλλερ θα επέβλεπε επίσης την κατασκευή και άλλων έργων του Χάνσεν στο Ζάππειο, την Εθνική Βιβλιοθήκη και το Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ο Τσίλλερ παρέμεινε και εργάστηκε στην Αθήνα που ενώ στην αρχή του θύμιζε ένα μεγάλο χωριό γρήγορα την αγάπησε όπως και όλη την Ελλάδα. Ταξίδεψε σε κάθε γωνιά της, έμαθε ελληνικά, πήρε την ελληνική υπηκοότητα, παντρεύτηκε Ελληνίδα. Μεταξύ 1872-82, έγινε καθηγητής του Πολυτεχνείου στην Αθήνα.
Το 1869 συνέχισε την ανασκαφή του Παναθηναϊκού Σταδίου και παρακάλεσε τον βασιλιά για τη χρηματοδότηση τον ανασκαφών και ανέσκαψε και αποτύπωσε το Θέατρο του Διονύσου στην Ακρόπολη.
Το πιο διάσημο κτήριό του είναι φυσικά το Ιλίου Μέλαθρον, γνωστό και ως Μέγαρο Σλήμαν. Ένα νεοκλασικό κτήριο στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Πανεπιστημίου, που το σχεδίασε το 1878 ως κατοικία του Ερρίκου Σλήμαν, του ερευνητή που ανακάλυψε το θησαυρό της αρχαίας Τροίας.
Δυστυχώς πολλά από τα κτήρια του Τσίλλερ κατεδαφίστηκαν στο όνομα της αντιπαροχής ή έπεσαν θύματα της νεοελληνικής αδιαφορίας. Ακόμα και αυτά που γλίτωσαν έχουν υποστεί αλλοιώσεις, ειδικά στη διακόσμησή τους, όπως τα αγάλματα που λείπουν από τις προσόψεις, αλλά και οι απολήξεις με τις γλάστρες στις οροφές. Επίσης αλλαγές έχουν γίνει και σε κτήρια τα οποία σχεδιάστηκαν αρχικά ως οικίες και πολύ αργότερα μετατράπηκαν σε εμπορικούς χώρους, όπως το τελευταίο σπίτι στο οποίο έζησε ο Τσίλλερ, στη γωνία Σέκερη και Σόλωνος.
Όμως αρχιτεκτονικά εγκλήματα έχουν χαρακτηρισθεί η κατεδάφιση του Δημοτικού Θεάτρου της Αθήνας, επί δημαρχίας Κώστα Κοτζιά, της πρώτης τριώροφης πολυκατοικίας της Αθήνας, γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Ηρώδου Αττικού, που ανέγειρε το 1893 ο Ιωάννης Πεσμαζόγλου, αλλά και το ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα στην οδό Πειραιώς που κατεδαφίστηκε το 1930.
Μια ακόμη καταστροφική κατεδάφιση έγινε στην Καστέλα. Στη δεκαετία του 1860 ο Τσίλερ είχε αγοράσει μια μεγάλη έκταση εκεί, συγκεκριμένα στην πλατεία Αλεξάνδρας, όπου έκτισε μια μικρή συνοικία. Στις βίλες αυτές έμεναν πλούσιοι έμποροι και βιομήχανοι, ενώ άλλες αποτελούσαν εξοχικές κατοικίες του Γεωργίου του Α΄, αλλά και της οικογένειας Μπενάκη. Απ’ όλες αυτές τις κατοικίες δεν έχει διασωθεί παρά μόνο μία…
Κατεδαφίστηκε ακόμη και το πρώτο βασιλικό περίπτερο που είχε σχεδιάσει και χτίσει ο Τσίλλερ στο Τατόι. Με εξαίρεση το Δημοτικό Θέατρο της Ζακύνθου, που έπεσε με τους σεισμούς, η καταστροφή των έργων του Τσίλλερ οφείλεται σε ανθρώπινες ενέργειες.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Τσίλλερ είναι εβδομήντα χρονών. Η πτώχευση της Ελλάδας επηρεάζει την οικοδομική δραστηριότητα και επομένως και τη δουλειά του. Τότε αρχίζει να ασχολείται με έργα τα οποία δεν πραγματοποιούνται ποτέ, όπως η διαμόρφωση του λόφου του Λυκαβηττού στην κορυφή του οποίου θα τοποθετούσε το μνημείο της Ελληνικής Ανεξαρτησίας και ο σχεδιασμός κατοικιών για χαμηλά εισοδήματα πάνω σε ευρωπαϊκά πρότυπα.
Συγχρόνως την ίδια περίοδο άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του.
Πέθανε στις 12 Νοεμβρίου 1923 σε ηλικία 86 ετών.