Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Το «Εννιά» του Δημήτρη Τσεκούρα σε σκηνοθεσία από την Θωμαή Τριανταφυλλίδου είναι έτοιμο ακόμα και για Φεστιβάλ.
Στο κωμικοτραγικό θρίλερ του Τσεκούρα «όταν περνάει πολύς καιρός, αρχίζεις να μη θυμάσαι καλά τι υπήρξε και τι δεν υπήρξε. Τα κάνει κάτι τέτοια το μυαλό…».
Δ;yο ηρωίδες σε ένα κάστρο, σε ένα μυστηριώδες μέρος, που έχει όλα τα στοιχεία ενός θρίλερ. Χαμηλός φωτισμός, μουσική που έρχεται και φεύγει, διάφοροι ήχοι, μια φωνή από το πουθενά, μια πόρτα που ανοίγει μόνη της, φώτα που ανάβουν και σβήνουν αλλά και το ουρλιαχτό ενός λύκου.
Το σκηνικό της Χαράς Κονταξάκη και η μουσική του Νάσσου Σωπύλη υποστηρίζουν εντελώς την ατμόσφαιρα μαζί και η ερμηνεία των ηθοποιών, η στάση του σώματος, οι εκφράσεις του προσώπου, ο συντονισμός των κινήσεων.
Από την αρχή η επισκέπτης, Ναταλία Στυλιανού, μπαίνει διερευνητικά, δειλά και φοβισμένα σε μια ρεσεψιόν παλιού ξενοδοχείου. Κουβαλά μια βαλίτσα με αναμνήσεις, που θα πρέπει να εναποθέσει σε σημείο που και οι άλλοι που πέρασαν από εκεί εναπόθεσαν.
Το έργο έχει δομή και από την αρχή θέτει το στίγμα του. Ο Κουνστ είναι ένας νεκρός συγγραφέας. Η γυναίκα του (Ναταλία Στυλιανού) απαγορεύει στην άλλη γυναίκα, αυτού του ξενοδοχείου, την οποία ονομάζει Μπέρτα (Αγγελική Καρυστινού) να λέει ότι εκείνος αυτοκτόνησε.
Ένα χαμένο χειρόγραφο, το τελευταίο του ανέκδοτο έργο, το καλύτερο, είναι ένας άλυτος γρίφος, τον οποίο αναζητούν να βρουν και να επιλύσουν.
Δύο γυναίκες, κλεισμένες σε ένα σπίτι – ή και κάπου αλλού – καταδικασμένες σχεδόν εσαεί σε μια αναζήτηση, που δεν θα τελειώσει παρά μόνο, όταν μάθουν τι είναι το Εννιά… Κάπου μακριά κάθε τόσο ακούγεται ένας λύκος… Ο χρόνος είναι σχετικός εξάλλου στην αιωνιότητα, δεν υπάρχει χρόνος. Η αιωνιότητα δεν είναι παρά μόνο μια στιγμή – αρκετή όμως κάθε φορά για ένα αστείο.
Το έργο και η παράσταση θα διαπραγματευτούν κάτι πολύ σοβαρό, αλλά κάθε τόσο με περιπαιχτικό και κωμικό αποσυμφορητικό τρόπο, έτσι για να αντισταθμιστεί η βαρύτητα του θέματος.
Η ηρωίδα βγάζει έκπληκτη από την τσέπη της και απολαμβάνει μια μπανάνα, φρούτο που έχει χρησιμοποιηθεί σαν σύμβολο κατά του ρατσισμού. Τη μοιράζεται με την άλλη ηρωίδα, την Μπέρτα. Είμαστε όλοι πίθηκοι, άνθρωποι, θνητοί, προορισμένοι για το ίδιο τέλος, οπότε ας μοιραστούμε μια μπανάνα. Όλοι είμαστε ίσοι μπροστά στον θάνατο και αυτός δεν κάνει καμία διάκριση. Χορεύουν και γελούν σαν κοριτσόπουλα.
Ξαφνικά η Ναταλία Στυλιανού γίνεται αυταρχική, σαν την Μπερνάντα Άλμπα του Λόρκα, ή μάλλον σαν τη Γουίνη από τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ. Απαγορεύει στην Μπέρτα να κοιτά έξω από το παράθυρο, εκείνη δεν αγαπά τη φύση, από την άλλη όμως όντας περίεργη της ζητά να της διηγηθεί αυτό που βλέπει. Ενώ μένει καθηλωμένη στην υποτιθέμενη αναπηρική της καρέκλα, μαζί με την μαγκούρα της, θυμίζει τη Γουίνη, εγκλωβισμένη όπως και να έχει σε μια κοινή μοίρα.
Και οι δύο κοπέλες ψάχνουν ένα χειρόγραφο, που όμως δεν το βρίσκουν. Όλα είναι σχετικά, ο χρόνος, που το ψάχνουν, ο χρόνος, που βρίσκονται στο μέρος αυτό. Τίποτα το ορατό δεν το βλέπουμε ολόκληρο ποτέ. Αποστολή τους να λύσουν ένα γρίφο γύρω από ένα νούμερο, που λείπει από την υποδοχή των κλειδιών, το νούμερο εννιά.
Αυτόν τον εγκλεισμό η Μπέρτα τον αντιμετώπισε δραστικά, Έφυγε κάποτε αναζητώντας την πρόκληση της ζωής, τον λύκο, το ασυνήθιστο και άγριο της ζωής. Η άλλη ηρωίδα αντιμετώπισε τον εγκλεισμό με υπομονή και καρτερικότητα, με αποδοχή. Έμεινε από φόβο, που μεταλλάχθηκε και καλά σε αφοσίωση και αγάπη.
Ο συγγραφέας Δημήτρης Τσεκούρας ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, τη ζωή και τον θάνατο. Είναι προφανές ότι τον απασχολεί το άγχος του θανάτου.
Το κείμενό του μπορεί να παραπέμπει σε άλλα κείμενα του ευρωπαϊκού δραματολογίου, όπως στις «Δούλες» του Ζενέ, στο «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ, στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, στον «Λύκο της στέπας» του Έρμαν Έσσε, όμως το κείμενό του έχει οργανικά αφομοιώσει όλες αυτές τις αναφορές. Έτσι εδώ οι ηρωίδες μέσα από πολλά υπαρξιακά ερωτήματα, μέσα από παιχνίδια ρόλων και με ελάχιστες χειροπιαστές απαντήσεις, όπως όλοι αυτοί οι συγγραφείς προσεγγίζουν την ψυχρή πραγματικότητα. Φυσικά, υποβόσκει ένα σκοτεινό ασυνείδητο, για ένα επίπονο ταξίδι προς την ανακάλυψη του εαυτού.
Ο λυκάνθρωπος Χάρυ του Έσσε, θέλει να πεθάνει! Και οι ηρωίδες του Δημήτρη Τσεκούρα αυτό επιθυμούν! Η μάχη με το είναι, με τις εσωτερικές τους αντιφάσεις γίνεται ανυπόφορη και κάθε φορά που φτάνουν σε αδιέξοδο μιλούν για εκείνη την πόρτα, που όσο και να προσπαθούν να την ανοίξουν και να δραπετεύσουν, δεν ανοίγει. Θα ανοίξει από μόνη της, την ώρα που θα πρέπει.
Εν αρχή ην ο λόγος, αλλά ποια είναι η λέξη για το εννιά; Σε αυτό το θέατρο παραλόγου, όλοι είναι μαζί και την ίδια ώρα είναι τραγικά μόνοι τους.
Πρόκειται για ένα γοητευτικό, ιδιόμορφο, ένα ιδιότυπο whodunit [ιστορία μυστηρίου], μια ιστορία ή έργο σχετικά με έναν φόνο, όπου, η ταυτότητα του δολοφόνου δεν αποκαλύπτεται μέχρι το τέλος. Εδώ ο στόχος δεν είναι να βρούμε κάποιον δολοφόνο, αλλά να αποκωδικοποιήσουμε έναν αριθμό… Πολλά τα ερωτήματα. Καταρχάς δεν πρέπει να κοιτά κάποιος πίσω, οι αναμνήσεις είναι συχνά επώδυνες. Από το πώς μπορεί να προχωρήσει κάποιος χωρίς να κοιτά πίσω του.
Οι δύο ηθοποιοί, Ναταλία Στυλιανού και Αγγελική Καρυστινού, είναι απολαυστικές σε κάθε στιγμή, στις αναδρομές τους, στις μάχες τους, στις κλουνερί τους. Η κάθε μια δημιουργεί τον χαρακτήρα της και τον υπηρετεί με ευλάβεια.
Η σκηνοθεσία της Θωμαΐδος Τριανταφυλλίδου απολύτως κοντά στο κείμενο. Ανέδειξε χαρακτήρες και δημιούργησε ατμόσφαιρα, ενώ εξυπηρέτησε τον προβληματισμό του συγγραφέα, δημιούργησε το μυστήριο που χρειάζεται, καθώς ο καθένας από εμάς ανασκάπτει τη ζωή του, τις εμπειρίες του, τις αναμνήσεις του – κυρίως τις αναμνήσεις του – προκειμένου να φτάσει στη γνώση, που είναι το ζητούμενο, γιατί η γνώση είναι που κάνει τον άνθρωπο.
Μια παράσταση με μεγάλο ενδιαφέρον που προσωπικά θα πρότεινα για φεστιβάλ.
***
«Εννιά». Ένα κωμικοτραγικό θρίλερ του Δημήτρη Τσεκούρα από την Θωμαή Τριανταφυλλίδου