***
Η Ελένη Μπούκουρα – Αλταμούρα έφυγε από τη ζωή στις 19 Μαρτίου του 1900.
***
Μετά το 1821 η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος ήταν η Ελένη Μπούκουρα. Επίσης ήταν η πρώτη γυναίκα που κατόρθωσε να μπει στο αντρικό άβατο των καλλιτεχνικών Ακαδημιών της Ιταλίας.
Γεννήθηκε το 1821 στις Σπέτσες. Πατέρας της ήταν ο καπετάν Γιάννης Μπούκουρας ή Μπούκουρης.
Η Ελένη Μπούκουρα λοιπόν έζησε και μεγάλωσε σε μια κοινωνία συντηρητική όπου ο ρόλος της γυναίκας ήταν να ζει υποταγμένη. Το πάθος όμως της Ελένης να προχωρήσει και να καλλιεργήσει το ταλέντο της στη ζωγραφική ήταν τόσο έντονο που νίκησε όλα τα εμπόδια.
Η Ελένη είχε τρία αδέλφια, ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Ο πατέρας τους, κατάλαβε ότι στις Σπέτσες δεν μπορούσε να μορφώσει τα παιδιά του. Γι’ αυτό τα έγραψε σ’ ένα γαλλικό σχολείο στο Ναύπλιο και αργότερα μετακόμισε στην Αθήνα όπου έβαλε τις κόρες του σε κάποιο παρθεναγωγείο.
Στην Αθήνα ο καπετάνιος έγινε θεατρώνης, από το 1844 έως και το 1897, τότε που κατεδαφίστηκε το θέατρό του, το οποίο βρισκόταν στη σημερινή «Πλατεία Θεάτρου, πίσω από το κτήριο του δημαρχείου.
Στο παρθεναγωγείο, όπου σπούδαζε, η Ελένη εκδήλωσε το πάθος της για τη ζωγραφική. Όταν το αντιλήφθηκε ο πατέρας της αποφάσισε να πάρει δασκάλους στο σπίτι για να τη μυήσουν στα μυστικά της ζωγραφικής τέχνης.
Ο Ιταλός ζωγράφος Τσέκολι βοήθησε πολύ τη Σπετσιώτισσα ζωγράφο να αναπτύξει το φυσικό της χάρισμα. Μια μέρα λοιπόν είπε στον πατέρα της ότι η μαθήτριά του τον έχει όχι μόνο φτάσει αλλά και ξεπεράσει.
Ο Ιωάννης Μπούκουρης ακούγοντας τα λόγια του Ιταλού ζωγράφου αποφάσισε να πάει την κόρη του στην Ιταλία για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές της.
Αυτός ο απλός άνθρωπος είχε καταλάβει ότι η τέχνη ανακουφίζει, λυτρώνει, διδάσκει, μορφώνει, εξευγενίζει, ωριμάζει.
Κι έτσι ένα πρωινό του Απρίλη του 1848, πατέρας και κόρη έπλεαν μ’ ένα μικρό ιστιοφόρο προς τις ακτές της Ιταλίας. Η Ελένη, φτάνοντας στη Ρώμη, ήταν ντυμένη με αντρικά ρούχα, είχε τα μαλλιά της κομμένα αντρικά και ύφος αγορίστικο. Τη βοηθούσε και το παρουσιαστικό της σ΄ αυτή τη μεταμφίεση μια και της Ελένης τα χαρακτηριστικά ήταν αδρά, το σώμα της αδύνατο χωρίς καμπύλες και η έντονη έκφρασή της σχεδόν αρρενωπή. Δεν ήταν όμορφη αλλά πολύ συμπαθητική.
Όλη αυτή η αλλαγή έγινε γιατί η Σπετσιώτισσα ζωγράφος και ο πατέρας της είχαν ενημερωθεί ότι στην Ιταλία οι καλλιτεχνικές Ακαδημίες δέχονταν μόνο άντρες. Η σπουδή του γυμνού την οποία ήθελε η Ελένη να διδαχθεί ήταν αυστηρά απαγορευμένη στις γυναίκες. Παράτολμη η απόφαση που πήρε να ντυθεί άντρας, το πάθος της όμως για τη ζωγραφική ήταν τόσο βαθύ που αγνόησε όλους τους κινδύνους και προχώρησε έχοντας το όνομα «Χρυσίνης Μπούκουρης».
Ο πατέρας της μένει λίγο καιρό μαζί της και στη συνέχεια επιστρέφει στην Ελλάδα. Η Ελένη αρχίζει τις σπουδές της στην καλλιτεχνική Ακαδημία της Ρώμης. Όταν στη σχολή της προκηρύσσεται διαγωνισμός ανάμεσα στα έργα που βραβεύονται είναι και το έργο του Χρυσίνη Μπούκουρη με τίτλο: «Η Απελπισία».
Τον πίνακα αυτόν η Ελένη δεν τον πούλησε αν και της πρότειναν πολύ καλή τιμή για να τον αγοράσουν. Τον έστειλε δώρο στον πατέρα της με αφιέρωση.
Η θαρραλέα ζωγράφος δεν ζωγράφιζε μόνο τη φύση. Ζωγράφιζε και την ψυχή της, τα συναισθήματά της, τον πόνο, τη μοναξιά, τους φόβους της. Όσο τα χρόνια περνούν η Ελένη ακούραστη μελετά και σπουδάζει τη ζωγραφική τέχνη. Τις σπουδές της συνεχίζει στη Νάπολη, στη σχολή των Καλών Τεχνών.
Σ’ αυτή τη σχολή διδάσκει ο καθηγητής Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Francesco Saverio Altamura) ο οποίος έχει αγαπήσει πολύ το «αγόρι» που ακούει στο όνομα Χρυσίνης Μπούκουρης. Μια αγνή φιλία συνδέει τους δύο νέους.
Στης Ελένης την ψυχή όμως αυτή η φιλία μετατράπηκε σε βαθύ έρωτα. Σε μια εορταστική βραδιά ο «νεαρός σπουδαστής» από την Ελλάδα γνωρίζει μια Ελληνίδα η οποία έχει ωραία φωνή. Όλοι την παρακαλούν να απαγγείλει κάτι ελληνικό. Η Ελληνίδα αποφασίζει να απαγγείλει κάτι το οποίο τυχαίνει να «μιλήσει» στην ψυχή της Ελένης. Η ψυχή της Σπετσιώτισσας εκείνη τη στιγμή δονείται από νοσταλγία για την πατρίδα της, για τον πατέρα της, για τα παιδικά της χρόνια. Ξεχνά πώς είναι ντυμένη, ξεχνά πως τόσα χρόνια προσποιείται τον άντρα, ορμάει στο κορίτσι που μόλις πριν είχε απαγγείλει και αρχίζει να τη φιλά και να κλαίει ασταμάτητα.
Όλοι αγανακτούν με τη συμπεριφορά της κι είναι έτοιμοι να της επιτεθούν.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή η Ελένη χωρίς να διστάσει ομολογεί σε όλους ότι είναι γυναίκα και ότι όλη αυτή η μεταμφίεση οφείλεται στο ότι ήθελε να σπουδάσει τη ζωγραφική τέχνη για να μπορεί με τα πινέλα της να εκφράζεται και να εκφράζει τον εσωτερικό της κόσμο.
Ο Σαβέριος Αλταμούρα ύστερα από αυτή τη συνταρακτική αποκάλυψη την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Τώρα πια η Ελένη του εκδηλώνει ελεύθερη τον απόλυτο έρωτά της.
Η Ελένη ασπάζεται τον καθολικισμό και τον παντρεύεται σε λίγους μήνες. Αργότερα αποκτούν τρία παιδιά: τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Την εποχή του γάμου της πηγαινοέρχεται στο σπίτι του Αλταμούρα μια ωραία Αγγλίδα, η Τζέιν Μπένμαν Χέυ (Jane Benham Hay), με την οποία η Ελένη έχει αναπτύξει φιλικές σχέσεις και την εμπιστεύεται απόλυτα. Δυστυχώς όμως ο Αλταμούρα γοητεύεται από την Αγγλίδα σε τέτοιο βαθμό που παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τη γυναίκα του και τα παιδιά του και να φύγει μαζί της, το 1857.
Από εδώ και πέρα η ζωή της Ελένης γίνεται τραγική. Είναι μόνη σ’ έναν ξένο τόπο με τρία παιδιά. Αποφασίζει να γυρίσει στην Ελλάδα και να μείνει μαζί με τον πατέρα της στην Αθήνα. Ύστερα από λίγο καιρό άλλο ένα χτύπημα της μοίρας έρχεται. Χάνει τον πατέρα της τον οποίο υπεραγαπούσε. Αρχίζει να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής για να μπορέσει να συντηρήσει την οικογένειά της.
Ο γιος της Ιωάννης έχει κληρονομήσει το ταλέντο της ζωγραφικής από τους γονείς του και στέλνεται από το βασιλιά Γεώργιο να σπουδάσει ζωγραφική στην Κοπεγχάγη.
Εκεί διακρίθηκε ανάμεσα στους πρώτους Ευρωπαίους θαλασσογράφους. Επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα μαζί με την αδερφή της μητέρας του. Δεν προλαβαίνει να χαμογελάσει η μοίρα στην οικογένεια Αλταμούρα και η κόρη της αρρωσταίνει από φυματίωση.
Έτσι η Ελένη, προκειμένου η αγαπημένη της κόρη ν’ αλλάξει αέρα, επιστρέφει στο πατρικό της σπίτι, στις Σπέτσες. Η Σοφία όμως αντί να καλυτερεύσει πεθαίνει. Είναι μόλις 18 ετών.
Μετά το θάνατο της κόρης της η Ελένη μένει μόνη της στις Σπέτσες. Ο άλλος της γιος, ο Αλέξανδρος, έχει εγκατασταθεί στο Παρίσι, κοντά στον πατέρα του.
Η χτυπημένη από τη μοίρα ζωγράφος, βρίσκεται σε τραγική κατάσταση. Πάνω στην απελπισία της την πιάνει παροξυσμός, ανάβει φωτιά στην αυλή του σπιτιού της και καίει τα ομορφότερα έργα της, τα σχέδιά της, τα πιστοποιητικά των σπουδών της. Όλα έγιναν στάχτη…
Όταν έχασε την αγαπημένη της κόρη ήταν πενήντα ενός χρόνων. Με τα ψυχικά αποθέματα που είχε προσπάθησε να συνεχίσει τη ζωή της στις Σπέτσες. Προσπάθησε και να ξαναζωγραφίσει σκίτσα με πένα. Αυτό όμως που την ισοπέδωσε και την έριξε σε ωκεανό δυστυχίας ήταν ο θάνατος του γιου της, Ιωάννη, 6 χρόνια μετά το θάνατο της κόρης της. Ο ταλαντούχος θαλασσογράφος ήταν μόλις 23 ετών όταν πέθανε…
Περιφέρεται μέσα στο σπίτι σαν φάντασμα, βουτηγμένη μέσα στον πόνο του χαμού. Από τότε η διανοητική της κατάσταση δεν ήταν φυσιολογική, αν και ασχολιόταν με διάφορες εργασίες, όπως η συντήρηση του πατρικού της σπιτιού και οι οικονομικές διεκπεραιώσεις διαφόρων εργασιών. Βρίσκει λίγη παρηγοριά στο Θεό και στην αθανασία της ψυχής.
Πιστεύει ότι τα αγαπημένα πρόσωπα που έχασε βρίσκονται κάπου κοντά της. Ελπίζει ότι κάποτε θα τα συναντήσει. Όλα αυτά τα χρόνια της μοναξιάς και της δυστυχίας έχει κοντά της μια πιστή υπηρέτρια η οποία τη φροντίζει και της συμπαραστέκεται.
Το 1896 καταφέρνει να φτιάξει την τελευταία αυτοπροσωπογραφία της, η οποία σώζεται ως σήμερα. Βλέπουμε ότι για άλλη μια φορά βρίσκει παρηγοριά στον κόσμο της ζωγραφικής. Χάνεται μέσα στα χρώματα της δημιουργίας και για λίγο «αναπνέει». Προσπαθεί με ήσυχο τρόπο να ανακτήσει την ψυχική της γαλήνη.
Έτσι κύλησε η υπόλοιπη ζωή της ως το θάνατό της. Ανάμεσα στις αναμνήσεις και σε κάποιες μικρές στιγμές που της έδιναν λίγη ανάσα, όπως η επίσκεψη κάποιων συγγενών, η αλληλογραφία με τη μητέρα της, τον αδερφό της και τα δύο ταξίδια που έκανε στην Αθήνα.
Έτσι ήσυχα πέθανε τη νύχτα της Κυριακής 19 Μαρτίου, προς Δευτέρα 20 Μαρτίου του 1900, στο πατρικό της σπίτι παρέα με την έμπιστη υπηρέτριά της. Η ψυχή της γαλήνεψε, γέμισε χρώματα γιατί πήγε κοντά στα παιδιά της. Εκεί συνάντησε ό,τι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε χάσει.
Τις ψυχές του Ιωάννη και της Σοφίας, τους καμένους της πίνακες, τις ελπίδες της, τα όνειρα που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Κηδεύτηκε στο κοιμητήρι της Αγίας Άννας, στην ίδια περιοχή.
Αργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα της Σοφίας και του Γιάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A’ Νεκροταφείο Αθηνών, σε κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρη – Aλταμούρα. Το σπίτι της περιήλθε στους κληρονόμους της. Ένα σπίτι που παρέμεινε στη μνήμη των Σπετσιωτών σαν «στοιχειωμένο».