Στον Conrad Russel Rooks
Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ’ τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ’ στην καρδιά των Aθηνών, μέσ’ στην καρδιά του θέρους.
Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη.
Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ’ στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί – ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.
Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη – η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ’ όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ’ στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα – οι άνθρωποι και τα κτίσματα – τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:
“Θεέ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου”.
(Από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980)
***
Ο Δημήτρης Τάρλοου εμπνέεται από το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Εις την Οδό των Φιλελλήνων» και προτείνει μια παράσταση όπου η ποίηση μετατρέπεται σε δράση, ο θάνατος σε ηδονή και το σκοτάδι διαλύεται κάτω από το υπέρλαμπρο ελληνικό φως.
Ο Στρατής Πασχάλης, που υπογράφει το κείμενο, ενώνει την ποίηση με το θέατρο.
«Το θέατρο έχει τη δική του γλώσσα, η λυρική ποίηση τη δική της φωνή. Μπορούν άραγε αυτά τα δύο να ενωθούν και να μιλήσουν χωρίς να προδώσει το καθένα τον εαυτό του;
Εις την Οδό των Φιλελλήνων γεννιέται ξαφνικά μια αντιφατική εικόνα:
Ιούλιος, μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας και την κίνηση του δρόμου διακόπτει μια επικήδεια πομπή. Οι επιβάτες ενός αστικού λεωφορείου, που περιμένουν την πομπή να περάσει, νιώθουν τις αισθήσεις τους να λιώνουν από τον συνωστισμό της σάρκας και τον ανελέητο καύσωνα. Ο ποιητής ταυτίζοντας τις δύο εικόνες, συνειδητοποιεί τη σχέση έρωτα και θανάτου. Αίφνης η ζωή αποκτά άλλο νόημα, αφού ο έρωτας -σε όλες τις εκφάνσεις του- ”συμβαίνει” διαρκώς στα παρασκήνια της καθημερινότητας και παρά τον θάνατο που διαρκώς επίκειται…
Το κείμενο της παράστασης αποτελείται από διαφορετικά ποιήματα, που καλύπτουν το σύνολο της λυρικής μας παράδοσης από τη Σαπφώ μέχρι τον Σολωμό, από τον Καβάφη μέχρι τον Ελύτη.
Διαφορετικές μεταξύ τους ποιητικές διάλεκτοι, καθημερινές εικόνες, πανάρχαιες τελετουργίες, το γλωσσικό και το πολιτιστικό παρελθόν μας συναιρούνται για να υμνήσουν τον έρωτα, την απόλυτη αξία του ελληνικού πνεύματος, που καθιστά τα πάντα κ ο ι ν ά. Όπως και τη Δόξα. Κοινή».
Συντελεστές
Σύνθεση κειμένου: Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Αλέξανδρος Γαρνάβος, Τζίνα Ηλιοπούλου
Μουσική: Λήδα Μανιατάκου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Επιμέλεια κίνησης: Κορίνα Κόκκαλη
Βοηθός σκηνοθέτη: Δήμητρα Κουτσοκώστα
Βοηθός σκηνογράφου: Φιλάνθη Μπουγάτσου
Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά) οι: Αλέξανδρος Βαμβούκος, Λήδα Μανιατάκου, Ηλιάνα Μαυρομάτη, Άρης Μπαλής, Γιάννης Νταλιάνης, Διονύσης Πιφέας, Θάλεια Σταματέλου, Αρετή Τίλη, Σίσσυ Τουμάση, Ορέστης Χαλκιάς.
Μουσικός επί σκηνής: Μάριος Παπούλιας
Πρώτη παράσταση: 27 Ιανουαρίου 2020
- Θέατρο Πορεία: Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69, πλατεία Βικτωρίας, Αθήνα, τηλ. 210 8210991, 210 8210082.