31.7 C
Athens
Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

Η απαγωγή της μάου Φάτιμα Μπάμπα

Της Ειρήνη Αϊβαλιώτου

Τα σοκάκια είναι πνιγηρά, μισοφωτισμένα και κλειστοφοβικά. Με οδηγεί όλο και πιο βαθιά στην καρδιά του λαβύρινθου της συνοικίας Γκαμαλίγια. Διαπιστώνω πως έχω χάσει τελείως τον προσανατολισμό μου.

Το διήγημα είναι από το βιβλίο μου «Τη νύχτα που με ακολούθησε», της Άνεμος Εκδοτική.

Την ακολουθώ σε μέρη στενά που ελίσσονται απότομα και αυθαίρετα. Κάθε τόσο γυρίζει και με κοιτάζει. Για να βεβαιωθεί ότι την ακολουθώ. Από τα μισόκλειστα παράθυρα αιωρείται στο σούρουπο η φωνή της Oum Kalsoum. Της τραγουδίστριας – σύμβολο. «Μες στην αγάπη χάθηκα/ κι όλοι λένε πως τρελάθηκα». Με την ανάσα μου μετρώ προσεκτικά τα βήματά μου. Μέσα από τα δαντελωτά καφασωτά μπαλκόνια που προεξέχουν, διακρίνω έντονα μάτια, βαμμένα με κολ, να με εξετάζουν. Οι οσμές βαριές, ένα μείγμα από ροδόσταμο, απόνερα και κύμινο. Πότε πότε βλέπω ξαφνικά μεγάλους μιναρέδες από γαλάζια φαγεντιανή να υψώνονται περήφανα στον ουρανό.

***
Κοντά στις εκβολές του Νείλου. Στο δρόμο για την πόλη των φοινικώνων, τη Ροζέτη. Σε σταθμό ανεφοδιασμού για ταξιδιώτες. Κοιτώ το καυτό τσάι μπροστά μου. Σερβιρισμένο σε ποτήρι του νερού. Το κουταλάκι ακουμπισμένο πάνω του. Σ’ ένα πιατάκι κύβοι ζάχαρης. Στο βάθος ο ορίζοντας τρεμουλιάζει από την αφόρητη ζέστη. Μέσα στην έρημο τρέχει αγκομαχώντας μια παμπάλαια αμαξοστοιχία. Από την εποχή της αγγλικής κυριαρχίας, σκέπτομαι. Φυσώ κι ανακατεύω το τσάι. Δεν κρυώνει με τίποτα. Παραγγέλνω παγάκια.

Πενηντάρα, αεράτη, καλοδιατηρημένη, άψογα χτενισμένη. Τη λένε Νουτ. Δείχνει άνετη μέσα στα ακριβά δυτικά ρούχα της. Tα χέρια της γεμάτα δακτυλίδια και βραχιόλια. Στρογγυλοκάθονται στο τραπέζι μου. Αυτή, ο παχουλός και γελαστός της σύζυγος και η γραμματέας της, μια πανέμορφη Νουβία, η Νεφερταρί. Ο σερβιτόρος ακουμπά τα παγάκια στο τραπέζι. Με μια της κίνηση τού τα επιστρέφει. Μάλλον με γλίτωσε από βέβαιη δυσεντερία. Δείχνει άνθρωπος με δύναμη πνεύματος και υψηλό κύρος. Μου εξηγεί ότι είναι Αμερικανοαιγυπτία και για πολλά χρόνια διατηρούσε επιχειρήσεις στo Μιζούρι, στην Οκλαχόμα και στο Τέξας. Στο Συμπαγή Νότο των Ηνωμένων Πολιτειών. Εμπορευόταν θρησκευτικά βιβλία και την Αγία Γραφή. Επικερδής επιχείρηση. Μου φάνηκε τόσο οξύμωρο μια Αιγύπτια να πουλάει τη Βίβλο στη Ζώνη της Βίβλου, που άθελά μου μειδίασα.
«Radwan, οδός el-Mouski», της λέω. Βλέπω πως όσο μου μιλάει παρατηρεί το κόσμημα που φοράω στο λαιμό μου. «Είναι ο κοσμηματοπώλης μου», απαντά. Τραβά την αλυσίδα μέσα από το Σανέλ ταγέρ της. Ίδιο και το δικό της, μόνο πιο μεγάλο. Ο σύζυγος μού επιδεικνύει τα αφράτα του δάχτυλα με το χρυσό δακτυλίδι. Η Νουβία σηκώνει τα γυαλιστερά ολόμαυρα μαλλιά της και βλέπω το σκουλαρίκι της. Και οι τέσσερις φοράμε το ίδιο σύμβολο, την αρχαία θεά Μπαστέτ.

“Μάου”, του Sin D Piantek.

«Περίεργο. Ανακαλύψατε γρήγορα το σπουδαιότερο χρυσοχόο του Καΐρου. Ο μόνος που ειδικεύεται με τόση τέχνη στη θεά».
Με ανακρίνει με λεπτότητα και ευγένεια. Ναι, είμαι Ελληνίδα. Ναι, έχω γάτες. Φυσικά και τις θαυμάζω. Ναι, ταξιδεύω για να γνωρίσω τον πολιτισμό τους. Δείχνει ικανοποιημένη από τις απαντήσεις μου. Συζητάμε για τη Στήλη της Ροζέτης, για τους χουρμάδες της περιοχής που ωριμάζουν ένα μήνα αργότερα από τους άλλους και, φυσικά, για τη θεά. Με προσκαλεί στο σπίτι της, στην κομψή συνοικία Γκεζίρα. «Θα έρθετε από την Κασρ Ελ-Νιλ, τη γέφυρα με τα λιοντάρια. Δεν θα δυσκολευτείτε να το βρείτε. Είναι η πρώτη έπαυλη μετά τον ανδαλουσιανό κήπο του περιβόλου της όπερας».
Αποφεύγω να υποσχεθώ. Το πρόγραμμά του στην Αίγυπτο είναι φορτωμένο. «Μα τότε να έρθετε τώρα αμέσως μαζί μας. Στο σπίτι της κόρης μου, στη Marsa Matruh. Είναι πάνω στην Corniche. Θα επισκεφτούμε την Παραλία της Κλεοπάτρας και την Παραλία του Ρόμελ. Θα χαρούμε να σας ξεναγήσουμε». Αρνούμαι όσο πιο ευγενικά και πειστικά μπορώ. Είναι και οι τρεις τους υποχρεωτικοί και προσηνείς. Δείχνουν άνθρωποι που τους αρέσει η συναναστροφή κι επιπλέον υποψιάζομαι πως διαθέτουν άφθονο ελεύθερο χρόνο. Ανέφεραν αόριστα ότι ασχολούνται με «επενδύσεις».
Όταν επιτέλους πίνω το χλιαρό πια τσάι μου, βλέπω τον οδηγό με την καλοραμμένη του στολή να τους ανοίγει τις πόρτες της Μερσεντές.
Σπεύδω να φορέσω τα σκούρα γυαλιά μου. Ο ήλιος, σκληρός και αδυσώπητος, σου καίει τα βλέφαρα.

***

“Ασημένια μάου”, του Rachel Parker.

Αγορά του Χαν ελ-Χαλίλι. Παλιό Κάιρο. Το κατάστημα του Ραχοτέπ βρίσκεται δίπλα στο ουακάλα ελ-Γκαλάμπα. Εδώ τα παλιά χρόνια γινόταν δουλεμπόριο. Βλέπω ότι διατηρεί μια αξιοσημείωτη συλλογή από αγαλματίδια της θεάς Μπαστέτ. Την περιεργάζομαι. Εντοπίζω μία που με ενδιαφέρει να αγοράσω. Ένα κομψοτέχνημα από λάπις λάζουλι. Προσπαθώ να μη δείξω τον ενθουσιασμό μου. Αν προδοθώ, θα ανεβάσει υπέρογκα την τιμή. Προτείνω ένα νούμερο κατά πολύ μικρότερο από αυτό που έχω κατά νου. Όπως το περίμενα, προσποιείται δυσαρέσκεια. Του χαμογελώ αδιάφορα. Μου απαντά με μια υποτιθέμενη τελική τιμή. Αρνούμαι σταθερά. Συνεχίζει με ένα χαμηλότερο ποσό. Αντιπροτείνω ένα ακόμη χαμηλότερο. «Με καταστρέφετε, my queen». Με κολακεύει. Συνοδεύει τα λόγια του με θεατρικές χειρονομίες. Διατηρώ την ψυχραιμία μου. Παριστάνω την έκπληκτη και στρέφομαι προς το δρόμο. Φαίνεται πως η κίνησή μου αυτή φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Συνθηκολογεί.

“Γυναίκα με άγαλμα θεάς Μπαστέτ”, του Pedro Domingo.

Οι πραματευτές της Χαν ελ-Χαλίλι είναι από τους καλύτερους χειριστές του εμπορίου στον κόσμο. Το παζάρεμα στο Κάιρο είναι μέρος της καθημερινής ζωής. Μου προσφέρει τσάι για να επικυρώσουμε τη συμφωνία. Η διαπραγμάτευση ήταν ευχάριστη. Αυτού του είδους οι διακανονισμοί είναι στο αίμα των Αιγυπτίων. Πέτυχα χαμηλότερη τιμή από αυτή που ήθελα. Και βέβαια δεν αισθάνομαι ενοχές. Κανένας έμπορος εδώ δεν πουλάει κάτω του κόστους. Ό, τι κι αν λέει.
Την ώρα που ο βοηθός του συσκευάζει το άγαλμα της θεάς, ο Ραχοτέπ, πιο χαλαρός πια, μου διηγείται μια ιστορία. «Ξέρετε, ζούσε εδώ κάποτε ένας εμίρης. Ο εμίρης Αλί ελ-Χαντίντ.  Είχε εκατό γυναίκες και εκατό γάτες. Η σύζυγος ενός Έλληνα αλευροβιομήχανου του έκλεψε την αγαπημένη του γάτα, τη Φάτιμα Μπάμπα. Τότε αυτός και η νεαρότερη από τις συζύγους του, η Νοφρέτ, ορκίστηκαν εκδίκηση. Ο εμίρης πούλησε κομμάτι κομμάτι την περιουσία του για να χρηματοδοτήσει την αναζήτηση. Η περιοχή αυτή ήταν δική του. Τα έχασε όλα». Και τι έγινε, τη βρήκε; τον ρωτώ. «Δυστυχώς όχι».
Του ζητάω να μου στείλει το πακέτο στο ξενοδοχείο. «Σημειώστε το όνομά μου. Ίρις Σοφοκλέους». Τον βλέπω να τινάζεται. Σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. «Μα αυτό είναι το όνομα της Ελληνίδας που απήγαγε τη Φάτιμα Μπάμπα», αναφωνεί έντρομος. Γελάω αυθόρμητα. Αιγυπτιακό χιούμορ, λέω μέσα μου.
Πριν φύγω, ζητάει να με φιλήσει. Πρέπει να είναι γύρω στα σαράντα πέντε. Επιβλητικός. Μυρίζει καυτερό πιπέρι και καρπούζι. Αρχικά αμφιταλαντεύομαι. Τελικά του τείνω το μάγουλο.
Θαυμάζω τα αραβουργήματα στους ορόφους του ουακάλα και ένα πλήθος ανθρώπων και ζώων με στριμώχνει. Γυρνώ και ρίχνω μια τελευταία ματιά στο μαγαζί του Ραχοτέπ. Στέκεται στην είσοδο και με παρατηρεί. Τα χείλη του κινούνται. Κάτι μου φωνάζει, μα δεν τον ακούω. Μια θορυβώδης παρέα Ιταλών τουριστών με παρασύρει. Επιχειρώ να κατευθυνθώ προς το τέμενος ελ-Χουσεΐν. Μετά τις αγορές μου, σκόπευα να απολαύσω ένα αφέψημα στο εντυπωσιακό Φισάουι. Το Καφενείο των Καθρεφτών, το στρατηγείο του συγγραφέα Ναγκίμπ Μαχφούζ. Ανάπαυση και θέα στην πόλη με τους χίλιους μιναρέδες και τις αναρίθμητες αδέσποτες γάτες. Πρώτα στρίβω αριστερά, ύστερα δεξιά. Ύστερα χάνομαι. Βρίσκομαι αντιμέτωπη με ένα δαιδαλώδες δίκτυο στενών, στοών και οξυκόρυφων αψίδων. Στέκομαι αναποφάσιστη.
Τότε ακούω το κάλεσμά της. Ίδιος μαλακός μελωδικός λυγμός. Μια ασημένια μάου με κοιτάζει. Έχει έκφραση μυστηρίου. Έκφραση βαθιάς και κρυμμένης γνώσης. Το νεύμα της μοιάζει με εντολή. Νιώθω να με δένει μαζί της ένα αόρατο νήμα. Δεν έχω επιλογή. Την ακολουθώ.
Στην κόγχη μιας μεσαιωνικής καμάρας στέκεται ένας ζητιάνος. Το δέρμα του σταχτί. Με διάσπαρτες κηλίδες. Μέσα από την ξεθωριασμένη και κουρελιασμένη κελεμπία του διακρίνεται το αποστεωμένο του σώμα. Σχεδόν μετράω τα κόκαλά του. Τρώει μουλουχία από ένα τσίγκινο πιάτο. Μοιάζει με πράσινη βλέννα. Αποστρέφω το βλέμμα με αηδία.
Ένας σιδερωτής έχει το σίδερο στερεωμένο στο πόδι του. Παράλληλα ψεκάζει με νερό το πολύχρωμο ύφασμα. Η ανυπόφορη ζέστη το κάνει να αχνίζει.
Προσπερνώ το μικρομάγαζο ενός τροχιστή. Ο διαπεραστικός ήχος των λεπίδων πάνω στους ατσάλινους τροχούς με τρομάζει.
Οι λουκουμάδες που παρασκευάζει ο πλανόδιος πωλητής αναδύουν μια ανατριχιαστικά γλυκερή τηγανίλα.
Σταματά σε μία μνημειακή πύλη, πλούσια διακοσμημένη. Προχωρώ πίσω της. Σε έναν πέτρινο πάγκο κάθεται ο θυρωρός. Μεγαλόσωμος, σκυθρωπός και εχθρικός. Περνάμε μια μακριά στοά. Η εσωτερική αυλή είναι λιθόστρωτη. Όταν μπαίνω στο κάα, το πρώτο που νιώθω είναι πως βρέθηκα σε κάτι πρωτόγνωρο. Ίσως σε άλλη εποχή. Ίσως σε άλλο κόσμο. Ένα γαλαζωπό ημίφως, αιώνιο, άχρονο, ακίνητο. Μια ηρεμία θολωτού μαυσωλείου. Στους τοίχους περσικά χαλιά εναλλάσσονται με χρυσοποίκιλτους καθρέφτες. Το φως κατεβαίνει από έναν οκταγωνικό φωταγωγό που βρίσκεται στον ημισφαιρικό θόλο της οροφής. Νερό ρέει σε μια σκαλισμένη μαρμάρινη πλάκα, τοποθετημένη στη γωνία. Από έναν αεραγωγό έρχεται δροσερή αύρα. Το δυνατό άρωμα αραβικού καφέ με κάρδαμο είναι ζωντανό στο χώρο.

“Γάτα και γυναίκες σε χαρέμι”, του John Frederick Lewis.

«Σας αρέσει το σπίτι μας;». Ξαφνιάζομαι. Μόλις τα μάτια μου συνηθίζουν, τη βλέπω. Κάθεται σ’ ένα σοφά, ολόγυρά της δαμασκηνά και μπροκάρ υφάσματα. Αυστηρή και μεγαλοπρεπής.
«Από την εποχή των Μαμελούκων ανήκει στην οικογένεια του συζύγου μου. Όπως ήδη θα πληροφορηθήκατε, την περιουσία μας τη χάσαμε. Μόνον αυτή η κατοικία μάς απέμεινε».
Η Νοφρέτ είναι εκπάγλου καλλονής. Περασμένα τα σαράντα αλλά η ηλικία δεν θολώνει διόλου την ακαταμάχητη ωραιότητά της. Το ντύσιμό της μείγμα ανατολίτικης χλιδής και αριστοκρατικής παρακμής. Σατέν φαρδιά παντελόνα στο χρώμα του αμέθυστου. Καφτάνι από ρευστό μετάξι στην παλέτα των χρωμάτων του μαργαριταριού. Βραχιόλια – μανσέτες στις αποχρώσεις του χαλκού και του χρυσού. Κολιέ από πέτρες αιλουρόφθαλμου χαλαζία. Σανδάλια φτιαγμένα από ένα ανεπαίσθητο δερμάτινο κορδόνι με λαμπερό στολίδι στο κου ντε πιε. Τα μαλλιά της καλύπτει μια αιθέρια μουσελίνα.
«Δεν ελπίζουμε πια να βρούμε τη Φάτιμα Μπάμπα. Η Φάτιμα Τζότζο, που σας έφερε εδώ, είναι η τελευταία καθαρόαιμη απόγονός της».
Φαίνεται να έχει επίγνωση της σαγήνης της. Εν τούτοις τα μάτια της σπιθίζουν. Δείχνει μίσος και οργή.
«Το γενεαλογικό της δέντρο είναι 2.600 ετών. Η γενιά της ξεκινάει από την 26η Δυναστεία, την εποχή του φαραώ Ψαμμήτιχου».
Η μάου μόλις ξεκοκάλιζε με επιδεξιότητα το ψητό πιτσούνι, που της είχε σερβίρει μια ηλικιωμένη ξυπόλυτη υπηρέτρια. Eίναι χαριτωμένη, με τέλεια μυϊκή ανάπτυξη. Τα πίσω πόδια της ανεπαίσθητα πιο μακριά από τα μπροστινά, κάτι που της δίνει μια άγρια χάρη. Τα αυτιά της φουντωτά και μυτερά. Τα μάτια της μεγάλα, ελαφρώς διαγώνια, με ένα μοναδικό ανοιχτό πράσινο χρώμα, που μοιάζει με άγουρο σταφύλι. Το τρίχωμά της ασημί, γυαλιστερό και πυκνό. Μ’ ένα συνδυασμό λαμπερών ραβδώσεων και ευκρινών κηλίδων μοναδικά σπάνιο. Η έκφρασή της φιλοσοφημένη. Η παρουσία της όλη αποπνέει αρχαία σοφία και αισθησιασμό.
«Απεσταλμένοι μας έψαξαν παντού. Μισθώσαμε ιδιωτικούς ερευνητές στα πέρατα του κόσμου. Ο σύζυγός μου έφυγε από τη ζωή με τον καημό της».
Η Φάτιμα Τζότζο με την ένθεη ομορφιά αποσώνει το γεύμα της. Ξαπλώνει σαν σουλτάνα και με κοιτάει στα μάτια, ενώ καθαρίζει τα μακριά καμπυλωτά της νύχια. Η υπηρέτρια νυχοπατώντας της προσφέρει νερό σε ασημένιο τάσι. Την πλησιάζει με σεβασμό. Αυτή ψάχνει με το πόδι της το νερό πριν αρχίσει να πίνει.
«Μαθαίναμε διαρκώς συγκεχυμένες πληροφορίες. Ότι βρίσκεται στην Ταγγέρη, ότι πήγε στο Παρίσι, ότι έφτασε μέχρι τη Λίμα του Περού. Ψάξαμε παντού. Κι εκεί, κι αλλού. Ο σύζυγός μου ταξίδεψε στη Βηρυτό, στην Κωνσταντινούπολη, στην Καζαμπλάνκα, στη Μασσαλία. Η Ίρις Σοφοκλέους δεν μας έκανε τη χάρη να εμφανιστεί. Και τώρα εσείς ήρθατε εδώ, απρόσμενα…».
Προσπαθώ να εξηγήσω ότι δεν είμαι η ίδια. Δεν μπορώ όμως να αρθρώσω λέξη. Νομίζω πως ζω σε μια παραίσθηση.

“Γυναίκα σε χαρέμι”, του Thomas Fransis Dicksee.

«Φυσικά και δεν είστε η ίδια. Το αντιλαμβάνομαι. Είστε η κόρη της. Ίσως η εγγονή της».
Θυμόμουν αμυδρά, όταν ήμουν παιδί, που συζητούσαν στην οικογένεια για μια τυχοδιώκτρια εξαδέλφη του πατέρα μου. Η μητέρα μου κι εγώ δεν την είχαμε δει ποτέ. Ναι, κατά μία δαιμονική σύμπτωση είχαμε το ίδιο όνομα. Ίρις Σοφοκλέους.
«Η ύβρις δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητη».
Είχε παντρευτεί ένα ζάπλουτο Ελληνοαιγύπτιο. Βιομήχανο σιτηρών ή κάτι τέτοιο. Ζούσαν στο Κάιρο. Όταν αυτός έχασε την περιουσία του λόγω των εθνικοποιήσεων του Νάσερ, ρευστοποίησαν ό, τι πρόλαβαν και επέτρεψαν στην Ελλάδα με ένα σάκο χρυσές λίρες Αγγλίας. Τον εγκατέλειψε άσπλαχνα, τον έκλεψε κι εξαφανίστηκε. «Το όνειδος της οικογένειας», έλεγε η γιαγιά μου. Ο ξεπεσμένος εργοστασιάρχης πέθανε από κοιλιακή μαρμαρυγή. Ο πατέρας μου πληροφορήθηκε από φήμες που κυκλοφορούσαν πως η εξαδέλφη του είχε φύγει για το Ρίο ντε λα Πλάτα με ένα γοητευτικό νεαρό ληστή τραπεζών. Άλλοι πάλι έλεγαν πως έκανε μπίζνες με την κινέζικη μαφία στο Χονγκ Κονγκ. Άλλοι πως ακολούθησε έναν μπόερς κτηματία στη Νότιο Αφρική. Τα ίχνη της χάθηκαν. Δεν ξανάκουσα γι’ αυτήν. Και τώρα…
«Στην αρχαία Αίγυπτο απαγορευόταν αυστηρά να βγάλει ξένος το ιερό ζώο από τη χώρα».
Το γνώριζα. Δεν γνώριζα όμως τι θα μου συμβεί.
«Η ποινή ήταν θάνατος».
Ακουγόταν αδυσώπητη.
«Ο γιος μας ο Ραμσής ζει στην Ευρώπη. Δεν έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να τη βρει. Τον όρκισε ο πατέρας του λίγο πριν φύγει από τη ζωή».
Τα αγγλικά της έχουν μια επίσημη χροιά και μια προφορά Οξφόρδης.
Η ηλικιωμένη υπηρέτρια μου προσφέρει αναψυκτικό σ’ ένα ταγιαριστό ποτήρι.
«Δροσιστείτε, παρακαλώ. Θα προσπαθήσουμε να σας κάνουμε αυτές τις ώρες πιο εύκολες».
Είναι ένα υγρό κόκκινο σαν βυσσινάδα. Καρκαντέ, ρόφημα από ιβίσκο. Στο γυαλί λαμπυρίζουν μικρές σταγόνες δροσιάς. Το στόμα μου είναι στεγνό. Τα χείλη μου ξερά και σκασμένα. Πίνω μια μικρή γουλιά. Η γεύση του πικρή.
Από τη σκάλα εμφανίζεται μια νεαρή γυναίκα. Έχει πλούσια σγουρά μαλλιά, ψηλό μέτωπο και έντονα βαμμένα χείλη. Κρατάει αραβικό λαούτο. «Μεριταμών, παίξε έναν όμορφο σκοπό για την ξένη μας». Η γυναίκα κάθεται οκλαδόν σε ένα κεντημένο μαξιλάρι.
Αναγνωρίζω στο ούτι τη μελωδία «Mergin’» του Έλληνα συνθέτη Αλέκου Βρέτου.
Νομίζω ότι ζω σε παράξενο όνειρο. Ότι βρέθηκα σε μέρος ουτοπικό.
«Πρέπει να υπάρξει Νέμεσις. Είστε Ελληνίδα και καταλαβαίνετε».
Δεν έχω απάντηση. Άλλωστε,  αρχίζω να χάνω τις αισθήσεις μου.

***

“Πορτρέτο” έργο του Kess van Dongen

Ξυπνώ σε μια αλαβάστρινη σαρκοφάγο. Νύχτα. Ακούω το αίμα να ρέει στις φλέβες μου. Αυτό είναι και το μόνο που με κάνει να αντιληφθώ ότι ζω. Στο κέντρο ενός θαλάμου από γρανίτη. Ψηλά πολύ, στην κορυφή του, το φως των άστρων διαπερνά ένα λίθινο κιγκλίδωμα.
Βρίσκομαι σε ταφικό μνημείο. Απόκοσμο. Έχει περάσει μία μέρα ή δύο ή περισσότερες; Πόσες νύχτες;
Θέλω να βγω από το σώμα μου. Δεν είμαι εγώ. Είμαι φίδι και σέρνομαι προς την ελευθερία. Σπουργίτι και πετώ. Κάμπια και ανεβαίνω. Μύγα και μπαινοβγαίνω από το κιγκλίδωμα ό, τι ώρα θέλω. Άμμος κι ανακατεύομαι με τον αέρα. Ανεμπόδιστα.
Είμαι σώμα ανθρώπινο. Το σώμα μιας γυναίκας αιχμάλωτης. Που δεν μπορεί να αντιδράσει. Το σκέπασμα της σαρκοφάγου γυαλίζει ακουμπισμένο στο πλάι. Θα ξανάρθουν, σκέπτομαι. Είμαι ο λάθος άνθρωπος σε λάθος σημείο.
Ακούω τρίξιμο. Στα ρουθούνια μου μπαίνει σκόνη και οσμή υπογείου.
Mια κατευθυνόμενη δέσμη φωτός πέφτει στα μάτια μου. Διακρίνω τις φιγούρες τους. Φορούν κατάμαυρα ρούχα. Στο μέτωπο έχουν φακούς ισχυρού φωτισμού με ελαστικό κορδόνι. Απέχουν περίπου τριάντα μέτρα. Πρέπει να με βλέπουν καθαρά εμπρός τους. Εν αντιθέσει με μένα που δεν διακρίνω πρόσωπα. Σηκώνομαι. Με τραβούν από τους ώμους.
Οι φακοί τους φωτίζουν μια σήραγγα. Ο στενός διάδρομος ανηφορίζει απότομα.
Μικρές εγκοπές σαν σκαλοπάτια είναι λαξευμένες σε ολισθηρό βράχο. Μοιάζει με το εσωτερικό της πυραμίδας του Χέοπος σε μικρογραφία. Με ωθούν να ανέβω μαζί τους. Η αναρρίχηση σ’ αυτή τη μυστηριώδη στοά με δυσκολεύει. Κινδυνεύω να τσακιστώ. Σκαρφαλώνουν σαν γάτες και στην κυριολεξία με σέρνουν.
Αδύνατον να καταλάβω πόση ώρα μετά βγαίνουμε σε κάποιο μέρος με πυκνή βλάστηση. Ακολουθούμε ένα λιθόστρωτο μονοπάτι. Ύστερα τα πόδια μου σχεδόν βουλιάζουν σ’ ένα νερόλακκο. Τα νερά του Νείλου έχουν ανέβει.
Αρχίζει να φέγγει η μέρα όταν διασχίζουμε σαν τον άνεμο τη Midan Tahrir πριν αρχίσει η ξέφρενη κυκλοφορία. Προλαβαίνω να αναγνωρίσω το Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο και τη Γεωγραφική Εταιρεία. Αφού περνάμε με κινηματογραφική ταχύτητα τη Συνοικία του Τύπου και την Ηλιούπολη με τους δεντρόκηπους, ξεχυνόμαστε στη λεωφόρο των Πυραμίδων.
«Με ειδοποίησε ο Ραχοτέπ. Είναι ενοικιαστής μου. Όταν ο εμίρης Αλί ελ-Χαντίντ ξεπουλούσε κομμάτι κομμάτι την αγορά, είχα έτοιμο ζεστό χρήμα από τις επιχειρήσεις μου στην Αμερική. Την αγόρασα τμηματικά. Τώρα μου ανήκει ολόκληρη. Υπάρχει όρος στα συμβόλαια των ενοικιαστών μου να με ειδοποιούν για ό, τι ασυνήθιστο συμβεί στην περιουσία μου».
Η Νουτ μου μιλάει και τα νυσταγμένα μάτια μου χάνονται στο τρυφερό γκριζορόδινο της ερήμου. Κάθομαι αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα της πολυτελούς Μερσεντές. Ανάμεσα σε αυτήν και τη Νεφερταρί.
Οι αμμόλοφοι με τις ραβδώσεις τους από μακριά μοιάζουν με πλάτη αιλουροειδούς.
«Ο Ραχοτέπ όμως ειδοποίησε και τη Νοφρέτ. Eίναι πρώτα ξαδέλφια. Ανήκουν σε μια μεγάλη οικογένεια τρωγλοδυτών και τυμβωρύχων από την Κούρνα. Μεγάλωσαν ανάμεσα στους τάφους του Λούξορ. Η Νοφρέτ ήταν δεκατριών χρονών όταν πέρασε από την Κοιλάδα των Βασιλέων ο εμίρης με τη συνοδεία του. Την ξεχώρισε για την ομορφιά της και την ευφυΐα της. Την πήρε μαζί του, τη σπούδασε και την έκανε γυναίκα του. Αυτή έφερε τον Ραχοτέπ στο Κάιρο και τον γλίτωσε από την ανέχεια. Η οικογένειά τους τον 19ο αιώνα είχε ανακαλύψει την κρύπτη με τις βασιλικές μούμιες κοντά στον τάφο της Χατσεψούτ. Μια ενδοοικογενειακή διαμάχη εξώθησε ένα συγγενή τους να τους καταδώσει στην αστυνομία. Έτσι δεν πρόλαβαν να πουλήσουν τις αρχαιότητες στη μαύρη αγορά κι έμειναν πάμφτωχοι. Φήμες στην Γκαμαλίγια λένε πως ο Ραχοτέπ και η Νοφρέτ ήταν λογοδοσμένοι από παιδιά, πολύ πριν εμφανιστεί ο εμίρης Αλί ελ-Χαντίντ. Τώρα είναι εραστές».
Καμήλες ξεκουράζονται στην άκρη του δρόμου, περιμένοντας τους τουρίστες.
«Θα σε φυγαδεύσουμε από ένα μικρό αεροδρόμιο της ερήμου».
Στο βάθος ο πρωινός ήλιος φωτίζει τον ασβεστολιθικό σκούφο της πυραμίδας του Χεφρήνος. Πλάι του ο Πατέρας του Τρόμου με το κεφάλι γυναίκας και το σώμα λιονταριού δεσπόζει στην εκτυφλωτική άμμο.
– Φεύγεις με την εταιρεία μεταφορών Air Μουέζα.
– Μουέζα δεν ήταν η γάτα του Προφήτη; ρωτώ σε μια ξαφνική αναλαμπή.
– Ναι. Τώρα όμως είναι το όνομα του μικρού αεροπορικού μου στόλου.
Στο δρόμο, παραταγμένοι, έτοιμοι για δράση, οι άνδρες της αστυνομίας της ερήμου με τις μεγάλες βέργες τους για να κρατούν μακριά τους πλανόδιους πωλητές και τους ζητιάνους από τους τουρίστες.
«Η εξόριστη Ρωσίδα πριγκίπισσα Αναστασία Ορλόφ, η Νοφρέτ κι εγώ έχουμε ιδρύσει το Fatima Corporation, ένα ίδρυμα που δραστηριοποιείται ώστε να διασωθούν οι τελευταίες μάου που έχουν απομείνει στην Αίγυπτο. Είμαστε πολύ αυστηρές με τους κλέφτες. Κατάλαβα ότι εσύ δεν έχεις καμία ανάμειξη μ’ αυτό που έγινε τότε. Γι’ αυτό σε έθεσα υπό την προστασία μου».
Αμίλητη παρακολουθώ τους φελάχους με τις ισχνές κατσίκες τους. Το τοπίο είναι τόσο γλυκό και μεγαλοπρεπές ταυτόχρονα, που η καρδιά μου πιάνεται.
Λίγο πριν επιβιβαστώ, κι αφού μένουμε σφιχταγκαλιασμένες για πέντε ολόκληρα λεπτά, μου δίνει την τελευταία της συμβουλή: «Μην ξανάρθεις στο Κάιρο. Μην ξανάρθεις στην Αίγυπτο, τουλάχιστον όσο ζει η Νοφρέτ. Είναι αμείλικτη. Κινδυνεύεις».

***

“Γυναίκα με κολιέ”, του Kess van Dongen.

«Ίρις καλώς όρισες», ακούω μια ευχάριστη φωνή. Δεν απαντώ. Στυλώνω τα μάτια στην πόρτα μου. Έκπληκτη. Με περιμένουν οι αποσκευές μου, τακτοποιημένες. Η θεά άψογα συσκευασμένη. Γραμμένο στο κίτρινο χαρτί το όνομά μου, με λατινικούς χαρακτήρες.
«Πέρασε ένας νεαρός Αιγύπτιος κι άφησε τα πράγματά σου». Ο γείτονάς μου, διεθνούς φήμης πιανίστας Άγγελος Προάγγελος, είναι στο φράχτη που χωρίζει τους κήπους μας. «Ραμσή τον λένε. Τον έστειλε η μητέρα του από το Κάιρο. Θα καταλάβεις, μου είπε».
Κιόλας; Τόσο γρήγορα; Τόσο εύκολα; Με βρήκαν. Δεν έχασαν καθόλου χρόνο, λοιπόν; Κυρτώνω. Τα γόνατά μου λυγίζουν.
Γρήγορα το κλειδί στην κλειδαριά. Ο Άγγελος Προάγγελος απορεί με τη συνήθως ευγενική γειτόνισσά του, που σήμερα δεν τον κοιτάζει καν.
Μπαίνω μέσα γρήγορα και βίαια. Κλειδώνω πόρτες. Ασφαλίζω παράθυρα. Ενεργοποιώ συναγερμούς. Οι τρεις γάτες μου έρχονται με λαχτάρα κοντά μου. Κουρνιάζουμε μαζί στη γωνία του καναπέ. Τις αγκαλιάζω σφιχτά. Με χέρια που τρέμουν αρπάζω το ακουστικό του τηλεφώνου. Κουδουνίζει πιεστικά.

Η φωνή της Νουτ ακούγεται γεμάτη φροντίδα: «Βρήκες τις αποσκευές σου; Δεν πρόλαβα να σου πω ότι ο γιος μου σπουδάζει αρχιτεκτονική στην Αθήνα. Έφευγε από το Κάιρο με την ακριβώς προηγούμενη πτήση. Του ανέθεσα να μεταφέρει και τα πράγματά σου για να κερδίσουμε χρόνο. Τον λένε Ραμσή».
Ο αέρας που κρατούσα μέσα μου βγήκε απότομα σαν από φυσητήρα φάλαινας.
Έπρεπε να το φανταστώ. Το όνομα Ραμσής ήταν ένα συνηθισμένο όνομα στην αρχαία Αίγυπτο. Το έφεραν τουλάχιστον έντεκα βασιλείς της Δυναστείας των Ραμεσσιδών.

***

Φωτογραφία στα Εξάρχεια: cat is art

Δύο χρόνια μετά. «Μακάβρια ευρήματα σε νησίδα του Σαρωνικού», έγραφε ο τίτλος μονόστηλου απογευματινής εφημερίδας. Διαβάζω:
«Σκελετός γυναίκας και σκελετός οικόσιτου αιλουροειδούς εντοπίστηκαν από ερασιτέχνη αλιέα χθες στη βραχονησίδα Σφίγγα του Σαρωνικού κόλπου.
Την υπόθεση διερευνά η Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής. Σύμφωνα με πληροφορίες του αστυνομικού ρεπορτάζ, οι σκελετοί, που ήταν σκεπασμένοι με πέτρες, πρέπει να βρίσκονταν στο συγκεκριμένο σημείο πολλά χρόνια.
Οι εκτιμήσεις του ιατροδικαστή κ. Φίλιππου Γιαμαρέλη αποδίδουν με βεβαιότητα το θάνατό τους σε ανθρώπινη παρέμβαση».
Χρυσές λίρες Αγγλίας δεν βρέθηκαν κοντά.

***

* Σημειώσεις:

Θεά Μπαστέτ: Θεά – γάτα της αρχαίας Αιγύπτου, που συμβόλιζε τη θηλυκότητα και την αγάπη.
Στήλη της Ροζέτης: Διάταγμα του Πτολεμαίου Ε’ του Επιφανούς (196 π.Χ). Γραμμένο σε ιερογλυφικά, αιγυπτιακή δημοτική και ελληνική γραφή. Βρέθηκε το 1799 στη Ροζέτη από Γάλλο αξιωματικό της Εκστρατείας της Αιγύπτου. Με αφετηρία τη Στήλη της Ροζέτης, ο Γάλλος αιγυπτιολόγος Ζαν – Φρανσουά Σαμπολιόν ήταν ο πρώτος που κατάφερε να διαβάσει ιερογλυφικά.
Ουακάλα: Καραβάν-σαράι, μεσαιωνικό πανδοχείο για ταξιδιώτες.
Μάου: Αιγυπτιακή φυλή γάτας. Μία από τις αρχαιότερες φυλές γάτας. Μάλλον η αρχαιότερη κατοικίδια γάτα. Η λέξη μάου στην αιγυπτιακή γλώσσα σημαίνει γάτα.
Μουλουχία: Σούπα από μολόχα, που περιλαμβάνει επίσης σκόρδο και κόλιανδρο. Συχνά σερβίρεται με ρύζι. Το πιο γνωστό έδεσμα της Αιγύπτου.
Κάα: Δωμάτιο υποδοχής.
Πατέρας του Τρόμου: Έτσι ονομάζεται από τους Αιγυπτίους η Σφίγγα.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -