Του Παναγιώτη Μήλα
Πάντα μου άρεσαν οι ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες των δεκαετιών ’50 και ’60. Οι ηθοποιοί όλων των ρόλων είχαν αμεσότητα, άνεση, ήθος, φινέτσα και επαγγελματισμό. Η αύρα της ποιότητας που αποπνέουν είναι και ο λόγος που μέχρι σήμερα όλες οι γενιές αγαπούν αυτές τις ταινίες και δεν παύουν να τις βλέπουν. Πριν από μερικά χρόνια σε μια τηλεοπτική σειρά εντόπισα μια ηθοποιό που είχε όλα τα στοιχεία των παλιών, παράλληλα με τις γνώσεις, την τεχνική και τον δυναμισμό που απαιτεί η εποχή μας. Ήταν το σίριαλ «Η ώρα η καλή» και η ανθυποπλοίαρχος Μπαλαούρα που μας κρατούσαν κάθε βδομάδα μπροστά στη μικρή οθόνη. Ήταν η Τζένη Διαγούπη σε έναν ιδιαίτερο ρόλο. Χάριζε γέλιο, χάριζε δάκρυ, απέφευγε τις υπερβολές, τηρούσε το μέτρο, χρωμάτιζε με λεπτομέρεια κάθε σκηνή. Ήταν -και είναι- ένα διαμάντι που έχει την ίδια λάμψη και την ίδια μαγική επικοινωνία που είχαν οι συνάδελφοί της των αγαπημένων ταινιών με τους θεατές. Την Τζένη Διαγούπη είχα την ευκαιρία να την παρακολουθήσω και στον Πολυχώρο Vault στο έργο «Μικρές ιστορίες φόνων». Διαπίστωσα πως δεν είχα κάνει λάθος εκτίμηση όταν την είχα δει στην τηλεόραση. Σε ένα κείμενο για την παράσταση έγραψα τον Ιανουάριο του 2015 στο catisart.gr για τη Διαγούπη: «Κόβει την ανάσα η ερμηνεία της. Αξίζει να την παρακολουθείς κάθε δευτερόλεπτο. Ζει την κάθε στιγμή με ένταση και πάθος. Δεν κάνει έκπτωση ούτε για ένα δευτερόλεπτο».
Φέτος, η ηθοποιός έκανε μια δύσκολη επιλογή ερμηνεύοντας την Μις Πίντσιν στο πλευρό του Αλέξανδρου Μπουρδούμη στο έργο «Ο μυστήριος Mr. Love» το οποίο ανέβηκε στο “Μικρό Γκλόρια”. Δύσκολη επιλογή όμως. Γιατί; Απλούστατο: Το έργο είχε ανέβει με επιτυχία τα τελευταία χρόνια άλλες δύο φορές. Οπότε; Τι παραπάνω θα είχε να δώσει το νέο δίδυμο; Η Διαγούπη αποδεικνύει πως δεν τη φοβίζουν τα δύσκολα. Δεν επιλέγει τα εύκολα. Τολμά να αντιμετωπίσει την πρόκληση, προχωρά και πετυχαίνει. Το στοίχημα κερδήθηκε. Πέρα από όρια και είδη, η παράσταση αγαπήθηκε αφάνταστα από το κοινό. Ακούστηκε. Γνώρισε μεγάλη προσέλευση, συνέχισε με περιοδεία και σίγουρα θα συνεχιστεί…
Με αυτή τη δυναμική ηθοποιό συναντήθηκα για μια συνέντευξη σε ένα πολύ μοντέρνο και φιλόξενο χώρο στην κεντρική πλατεία της Νέας Σμύρνης. Εκεί, στο άνετο πατάρι του New Habits, κάθισα ΔΙΑγωνίως απέναντι από την Τζένη ΔΙΑγούπη και μιλήσαμε για όλα. Εκεί κάναμε και τη φωτογράφιση.
Ας αρχίσουμε λοιπόν και ας παρακολουθήσουμε τη ΔΙΑδρομή της. Ας μάθουμε τι ΔΙΑβάζει, πώς ΔΙΑσκεδάζει, με ποιους ΔΙΑφωνεί και ποιους ΔΙΑγράφει…
Διαβάστε τη συνέντευξη.
* ΔΙΑδέχομαι: Ο μπαμπάς μου είναι από την Καλλιρρόη Μεσσηνίας, η μαμά μου είναι απ’ την Ορεινή Αρκαδία, τη Φαλαισία, οπότε είμαι Πελοποννήσια, κάτω απ’ τ’ αυλάκι. Δίπλα στην Καλλιρρόη, είναι η Αλλαγή, τα Αρφαρά, η Θουρία, το Ασπρόχωμα και μετά η Καλαμάτα. Θεωρώ ότι είμαστε ωραίοι τύποι οι κάτω απ’ τ’ αυλάκι, οι Πελοποννήσιοι, αν και ακούγονται πολλά για μας. Εγώ έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις από το χωριό και απ’ τη γιαγιά και τον παππού του μπαμπά μου, τον Νίκο και την Αγγελική. Οι άλλοι μου παππούδες, ο Δημήτρης και η Ευγενία, της μαμάς μου, στο χωριό πήγαιναν καλοκαίρι γιατί ζούσαν στην Αθήνα τον χειμώνα, οπότε ήμασταν πολύ δεμένοι και εδώ. Διαδέχομαι λοιπόν όμορφους ανθρώπους. Από τα χρόνια εκείνα έχω πολλές αναμνήσεις. Μας πήγαινε πολύ η μαμά μου στο χωριό, και στην πεθερά της αλλά και στη μαμά της. Και μέναμε κιόλας και το Πάσχα και τα καλοκαίρια. Ο χειμώνας ήταν ακατάλληλος για ταξίδια.
Τότε τα πράγματα δεν ήταν όπως σήμερα. Το μπάνιο έξω απ’ το σπίτι, να το πούμε αυτό, αλλά και η κουζίνα έξω απ’ το σπίτι. Όμως οι αναμνήσεις είναι μοναδικές, όμορφοι άνθρωποι, όμορφες εκδρομές, αξέχαστες βόλτες. Νομίζω ότι και τώρα έχουμε καλή συνέχεια στην οικογένεια, την κρατάμε. Ο μπαμπάς μου τώρα το έφτιαξε το σπίτι. Το έκανε και πολύ λειτουργικό, το έφτιαξε και ωραία. Ασχολείται γενικά πολύ, του αρέσουν οι δουλειές. Έχει τα μικροεργαλεία του, έχει τις βίδες του, έχεις τις αποθήκες του. Και το άλλο σπίτι, της μαμάς μου, το έχει φτιάξει ο αδελφός της πολύ σύγχρονο. Από τα σπίτια τώρα δεν λείπει τίποτα. Από τα χωριά όμως λείπουν οι κάτοικοι. Τον χειμώνα, στη Φαλαισία Αρκαδίας, το πολύ ορεινό χωριό της μαμάς μου, ζουν μόνο 10 άνθρωποι. Του μπαμπά μου το χωριό έχει 150 οικογένειες γιατί από εκεί περνάει ο δρόμος. Έτσι μπορούν τα παιδιά και πάνε στο σχολείο, στον Μελιγαλά, αφού στο χωριό δεν υπάρχει δάσκαλος. Αν υπήρχε σχολείο θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα για όλους. Αυτά λέγαμε τις προάλλες με τον αδελφό μου που σύντομα θα γίνει μπαμπάς. Περιμένουμε μωρό στην οικογένεια. Χαρές. Θα γίνω θεία…
* ΔΙΑνύω: Θα τολμήσω να πω, ότι διανύω ακόμα την παιδική μου ηλικία. Για κάποιο λόγο θεωρώ ότι θέλω να ξαναπάω εκεί που πήγαινα παιδί, να δω τι είχα κάνει όταν ήμουν πιο μικρή. Αλλά μικρή πολύ πίσω, όχι μικρή στα 10-12. Γι’ αυτό ίσως θέλω να κάνω και πράγματα που τα ’κανα μικρότερη, δηλαδή τώρα περπατάω πολύ, ενώ πρώτα δεν περπατούσα ούτε για μια βόλτα. Θέλω γενικά να πιάσω τα χώματα, να φυτέψω τα λουλούδια. Διανύω νομίζω μία νέα παιδική ηλικία. Προσπαθώ να κρατάω την παιδικότητά μου σε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Είναι το αντίδοτο σε αυτά που ζούμε.
ΔΙΑμορφώνω: Στην περίοδο που πηγαίναμε εμείς σχολείο, ή μάλλον στο σχολείο που πήγα εγώ εν πάση περιπτώσει, δεν είχαμε κάποιον άνθρωπο να μας δείξει δρόμους. Τότε που διαμόρφωνα τον χαρακτήρα μου θα τολμήσω να πω ότι δεν είχαμε ανθρώπους οι οποίοι να μας νοιάζονται. Αντιθέτως τώρα βλέπω τους καθηγητές που, όπως λέμε λαϊκά, σε εισαγωγικά, «τα τρέχουν τα παιδιά», να τα πάνε σε εκθέσεις, να δούνε θέατρο. Εμάς δεν μας πήγαν θέατρο, δεν μας πήγαν σινεμά, δεν πήγαμε να δούμε ένα μουσείο, δεν πηγαίναμε εκδρομές. Δηλαδή, δεν θυμάμαι κάτι τόσο έντονα απ’ το σχολείο. Αυτό το έχω ένα παράπονο. Ήταν μια περίοδος γενικής αδιαφορίας. Οι δάσκαλοί μας ήταν κλεισμένοι στον εαυτό τους. Δεν ξέρω αν φταίγανε τα παιδιά ή αν έφταιγε η γενική κατάσταση. Αυτό συζητάω με τη φίλη την Κλειώ που είμαστε μαζί από 2, 5 χρονών αλλά είμαστε και κουμπάρες. Συμφωνούμε και οι δύο πως τότε δεν είχαμε καμία ιδέα για το τι γινόταν έξω. Δεν γνωρίζαμε τίποτα. Θέατρο με είχε πάει η μαμά μου και είχα δει τη Ρένα Βλαχοπούλου στις παλιές επιθεωρήσεις. Ο μπαμπάς μου δούλευε πάντα νύχτα, σε κέντρα της εποχής. Ήμουνα 4-5 χρονών και θυμάμαι ότι κοιμόμουνα στον παλιό «Βάκχο» στην Πλάκα και όταν ξυπνούσα μιλούσα με τους τραγουδιστές και τις τραγουδίστριες. Άλλη μια φορά -θυμάμαι- με είχαν πάει στο αναψυκτήριο του Μπουρνέλη και είδα βαριετέ. Αλλά θέατρο δεν είχα πάει, ούτε είχα δει παιδική παράσταση. Το πολύ πολύ ένα σινεμά μας πήγαινε ο μπαμπάς μου να δούμε τον «Ροζ Πάνθηρα» την Κυριακή ή κάποια παράσταση με Καραγκιόζη. Οπότε όταν διαμόρφωνα την προσωπικότητά μου θεωρώ ότι ήμασταν πολύ πίσω. Το ίδιο και στο Λύκειο. Τότε βέβαια έχει διαμορφωθεί ο άνθρωπος, δεν είναι παιδί, είναι ένας έφηβος και κάνει ό, τι του γουστάρει κιόλας, αλλά ούτε και στο λύκειο θα τολμούσα να πω ότι είχαμε μια καθηγήτρια η οποία κάτι ήθελε να κάνει. Δυστυχώς τίποτα…
* ΔΙΑλέγω: Ήμουνα 10 χρονών όταν είδα στη σκηνή τη Ρένα Βλαχοπούλου όμως δεν είχα στα σχέδιά μου να γίνω ηθοποιός. Δεν το είχα στο μυαλό μου, ποτέ. Στο σχολείο δεν μ’ άρεσε να διαβάζω ποιήματα. Δεν συμμετείχα πουθενά. Δεν είχα ντυθεί ποτέ κάτι στο σχολείο, ποτέ όμως. Όταν τελείωσα το Τεχνικό Λύκειο, σπούδασα σχεδιάστρια εσωτερικών χώρων και ήθελα να πάω στην Ιταλία για να σπουδάσω σχέδιο. Έπρεπε όμως να τελειοποιήσω τα αγγλικά μου, να πάρω το Lower και να κάνω και λίγα ιταλικά. Πήγα λοιπόν στην Interlingua, στον Πειραιά. Σήμερα δεν υπάρχει, οπότε δεν της κάνω διαφήμιση. Ήταν δίπλα απ’ την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο. Πήγαινα με το λεωφορείο «130» από το Παλαιό Φάληρο μέχρι τον Πειραιά. Ήμουνα σε ένα τμήμα με πέντε παιδιά. Ήμασταν όλοι 20 χρονών. Ήταν και κάποιες κοπέλες. Είχαμε μια πολύ ωραία τύπισσα που μας έκανε αγγλικά, δεν θυμάμαι το όνομά της. Ήταν και ξεναγός. Εργαζόταν σε ένα μεγάλο κεντρικό ξενοδοχείο. Ανάμεσα στους συμμαθητές μου βρισκόταν και μια κοπέλα, η Κωνσταντίνα, η οποία πήγαινε σε μία σχολή θεάτρου. Κάποια στιγμή μου ζήτησε να πάω μαζί της στη Σχολή. Μετά τα αγγλικά λοιπόν πήραμε τον ηλεκτρικό από τον Πειραιά και κατεβαίνουμε στην Πλατεία Αμερικής. Από εκεί φτάνουμε στην οδό Κνωσού και μετά στη Λέσβου όπου ήταν η Δραματική Σχολή «Θεμέλιο» του Νίκου Βασταρδή. Μπήκα κι εγώ για να παρακολουθήσω το μάθημα. Κάνανε υποκριτική με τον Νίκο Βασταρδή. Εγώ δεν ένιωσα τίποτα. Δεν με άγγιξε κάτι. Δεν έγινε κάποιο μπαμ. Φεύγω από εκεί, πίνουμε καφέ, γνωρίζω τα παιδιά από την τάξη της φίλης μου. Όλα καλά. Δεν άλλαξε η καθημερινότητά μου. Τότε δούλευα ως πωλήτρια σε ένα παιχνιδάδικο εδώ στη Νέα Σμύρνη. Την άλλη μέρα πάμε να κάνουμε το μάθημα των αγγλικών και μου λέει η Κωνσταντίνα: «Ρε Τζένη, δεν έρχεσαι και σήμερα μαζί μου στη Σχολή; Έχουνε και τμήματα όπου κάθεσαι, διαβάζεις και παρακολουθείς χωρίς να έχεις δώσει εξετάσεις». Σκέφτηκα κι εγώ: «Ας πάω, έτσι κι αλλιώς δεν είχα τίποτα να κάνω». Έτσι ξεκίνησα και πήγαινα στη σχολή. Διάβαζα βιβλία, διάβαζα πολύ, παρακολουθούσα μαθήματα, μπήκα και στο μάθημα του κινηματογράφου.
Οι εξετάσεις
* Τότε ήταν πού με ρώτησαν αν θέλω να δώσω εξετάσεις στο Υπουργείο Πολιτισμού.
«Τι εξετάσεις να δώσω ρε παιδιά;», είπα εγώ…
Δεν είχα ιδέα.
– Θα σε προετοιμάσουν εδώ στη Σχολή για να δώσεις εξετάσεις.
Όντως μου βρίσκουνε μία δασκάλα. Τη Σοφία Κακαρελίδου. Πήγα και έκανα πέντε μαθήματα μαζί της. Με προετοίμασε για το Υπουργείο και…πέρασα. Και περνάω στο Υπουργείο. Στη συνέχεια έπρεπε να πάω και να παρακολουθήσω κανονικά μια Δραματική Σχολή. Στου Γιώργου Θεοδοσιάδη δεν με πήρανε. Είχε πολλά παιδιά και δίναμε και εξετάσεις για να μπούμε. Για τη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης ήμουνα πολύ χοντρούλα για να με πάρουνε και τότε η εμφάνισή μου ήταν εκτός μόδας.
Γύρισα λοιπόν στη Σχολή του Νίκου Βασταρδή, ο οποίος μου είπε: «Θα σε πάρουμε εμείς».
Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι μου στο χώρο του θεάτρου αν και δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός. Την πρώτη χρονιά πλήρωνα 30 χιλιάδες δραχμές τον μήνα για δίδακτρα. Όμως δεν ήθελα να γίνομαι βάρος στην οικογένειά μου, εκείνη την εποχή μάλιστα που ο αδελφός μου ήταν φαντάρος. Πήγα λοιπόν στον κύριο Βασταρδή και του λέω:
– Κύριε Νίκο, δεν μπορώ να συνεχίσω γιατί οι γονείς μου δεν έχουν τα χρήματα να μου πληρώσουν τη σχολή.
Τότε λοιπόν -και αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ – η Έντα Δημοπούλου, η γυναίκα του Βασταρδή, τηλεφώνησε στη μάνα μου και της είπε:
– Είναι κρίμα να σταματήσει η Τζένη τη Σχολή. Θα τη βάλουμε εμείς οικότροφο για να μην πληρώνει.
Τη ίδια στιγμή ο κύριος Βασταρδής μου είπε: «Δεν θα σταματήσεις Τζένη τη σχολή, θέλω να συνεχίσεις».
Η υποτροφία
* Έτσι έβγαλα και το δεύτερο και το τρίτο έτος με υποτροφία της Σχολής. Αν δεν ήταν ο κύριος Νίκος δεν θα είχα γίνει τίποτα. Ένα τεράστιο ευχαριστώ είχε πει η μητέρα μου και στον ίδιο, και στην κόρη του την Άννα Αδριανού. Όμως πριν από τέσσερα χρόνια όταν πέθανε ο δάσκαλός μου και πήγαμε στην κηδεία του, διαπίστωσα ότι υπήρχαν πολλά παιδιά που ο κύριος Νίκος τα άφησε να σπουδάσουν στη Σχολή του χωρίς να πληρώνουν. Δυστυχώς με όλα αυτά που γίνονται σήμερα δεν μπόρεσε να κρατήσει τη σχολή η γυναίκα του. Ήταν ένας άγιος άνθρωπος, όπως αγία ήταν και η Ζωζώ Ζάρπα, η αδελφή της Έντας. Είχαμε όμως και καλούς δάσκαλους. Ήταν ο Βύρων Πάλλης, ο Θόδωρος Έξαρχος, ο Κώστας Ρηγόπουλος. Ήταν όλοι άνθρωποι που είχαν ποιότητα. Ήταν ακόμη η Τζένη Μιχαηλίδου που μας έμαθε τόσο ωραία πράγματα. Πιστεύω ότι πέντε φουρνιές ηθοποιών που βγήκαν από τη σχολή του είναι όλοι καλοί και καλά παιδιά. Σήμερα δυστυχώς τα πράγματα έχουν αλλάξει. Σχεδόν όλοι γίνονται καθηγητές σε σχολές και αυτό είναι κάτι που με ενοχλεί. Αλλά καλύτερα ας μην το συζητήσουμε αυτό. Βλέπεις ότι έρχονται κάποια παιδιά στο θέατρο και λένε τον τάδε “δάσκαλο”. Και λέω: «Ποιος δάσκαλος ρε παιδί μου; Τι έχει διαβάσει; Όχι τι έχει παίξει αλλά τι έχει διαβάσει. Θα ήθελα να ήξερα κι εγώ τι βιβλία έχει πιάσει στα χέρια του. Δεν μ’ ενδιαφέρει τι έχει παίξει γιατί ξέρω ότι πολλοί σπουδαίοι δάσκαλοι ίσως δεν είχαν παίξει και πολλά πράγματα στο θέατρο αλλά είχαν κάτι. Ο δάσκαλος πάντα και έχει και είναι κάτι άλλο. Δεν πρέπει να είναι ο διάσημος που τον παίρνει η Σχολή ως κράχτη για να φέρει κόσμο. Είναι πολλοί της ηλικίας μου, οι οποίοι διδάσκουν σε δραματικές σχολές. Όμως με ποια προσόντα και με ποια εμπειρία;
Να θυμίσω εδώ την πρώτη μου σκηνική παρουσία. Ήμουνα μαθήτρια στη σχολή και κάναμε με τον κύριο Νίκο Βασταρδή στο παλιό Θέατρο Μπρόντγουεϊ, την «Ιφιγένεια εν Ληξουρίω». Έκανα μια υπηρέτρια, ενώ την Ιφιγένεια την ερμήνευσε η Άννα Αδριανού. Παίξαμε εκεί για ένα μεγάλο διάστημα, για μισή σεζόν, από το Μάρτη και μετά. Με το ίδιο έργο κάναμε και μικρή περιοδεία ενώ για πρώτη φορά έπαιξα σε μεγάλο θέατρο, στο θέατρο της Σαλαμίνας, το Ευρυπίδειο. Ένιωσα δέος. Ήταν το καλοκαίρι του ’97 και τότε δεν είχε άσφαλτο στον δρόμο προς το θέατρο, ήταν χωματόδρομος.
* ΔΙΑγράφω: Ασφαλώς έχω αλλάξει γνώμη στην πορεία για πρόσωπα, για πράγματα. Το έχω κάνει, αλλά το διαγράφω νομίζω ότι είναι μεγάλο ρήμα. Δεν μπορώ να πω ότι διαγράφω κάποιον. Θα προτιμούσα να πω έχω αφήσει στην άκρη πράγματα και καταστάσεις που έχω ζήσει με ανθρώπους. Δεν έχω διαγράψει κανέναν άνθρωπο γιατί ήταν όλοι επιλογές δικές μου, προσωπικά, οικογενειακά, φιλικά. Έχω αφήσει όμως στην άκρη ανθρώπους στους οποίους ή εγώ έκανα κακό ή εκείνοι μου έκαναν. Που και το κακό είναι μεγάλη λέξη. Καλύτερα λοιπόν να πω ότι δεν ταιριάξαμε σε μια γενική κατάσταση. Το “διαγράφω” δεν μ’ αρέσει ως λέξη. Αν και σήμερα έχει μπει στη ζωή μας το delete, μια χειρονομία που είναι σχεδόν αυτόματη και μερικές φορές την κάνουν κάποιοι μόνο και μόνο για να εκτονωθούν και να δηλώσουν την αντίθεσή τους σ’ αυτόν που είναι πίσω απ’ το δικό του πληκτρολόγιο. Στο facebook έχω διαγράψει πολλούς ανθρώπους, έχω κάνει delete γιατί με ενοχλούσαν διάφορα πράγματα. Στη ζωή μου όμως δεν έχω κάνει. Θέλω να τα θυμάμαι αυτά που έχω κάνει.
* ΔΙΑφωνώ: Και ποιος δεν βρίσκεται μπροστά σε πρόσωπα και πράγματα για τα οποία διαφωνεί αυτή τη στιγμή; Πίστεψα, όπως και πολλοί άλλοι, πριν από ενάμισι χρόνο ότι ψηφίζοντας πρώτη φορά Αριστερά η κατάσταση θα άλλαζε. Τώρα διαφωνώ με τα πάντα που συμβαίνουν και θα τολμήσω να πω ότι αν αυτά που μας συμβαίνουν τώρα γινόντουσαν πριν από τρία χρόνια μάλλον θα είχε γίνει πόλεμος. Βέβαια ακούω την άποψη ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο οπότε πρέπει να ανεχτούμε αυτό που μας συμβαίνει. Νιώθω ρε παιδί μου, μια, χωρίς εισαγωγικά, προδοσία, και θέλω να το γράψεις αυτό: Νιώθω προδομένη από έναν άνθρωπο της γενιάς μου, ο οποίος δεν μας είπε απλά ψέματα. Μας έχωσε πολύ βαθιά στο λάκκο αν και κάποιοι πίστευαν ότι σίγουρα μας λέει ψέματα. Πίστεψα ότι αυτό το παιδί κάτι θέλει να κάνει και κάπου θα τον βγάλει αυτό που πιστεύει. Να δεχτώ ότι πιέστηκε; Ότι τον βάλανε κάτω; Ότι τον απειλήσανε; Ότι θα του κάνουνε κακό; Νομίζω όμως ότι δεν συνέβησαν όλα αυτά. Ήξερε απ’ την αρχή τι ήθελε να κάνει, αν και δεν θέλω να πιστέψω ότι όλα ήταν προδιαγεγραμμένα. Δεν θέλω να σκέφτομαι ότι τον ήθελαν από πριν για να περάσουν όλα αυτά. Είμαι λίγο αναστατωμένη μ’ αυτό που συμβαίνει. Θεωρώ ότι έχει δίπλα του ανθρώπους οι οποίοι δεν του κάνουν καλό. Δεν είμαι πολιτικοποιημένη. Δεν είμαι φανατική αλλά βιώνω, όπως όλοι, αυτό που συμβαίνει. Ζούμε μία ξεφτίλα, νομίζω.
* ΔΙΑβάζω: Ας γυρίσω σελίδα και ας πω ότι ωραία πράγματα βρίσκω μόνο στο διάβασμα. Έχω φτάσει σε περίοδο που κάθομαι να διαβάζω και έξι βιβλία παράλληλα. Φυσικά, όπως λένε διάφοροι φίλοι, διαβάζω «ελαφριά» βιβλία αλλά εμένα μου αρέσουν όλα τα βιβλία. Θυμίζω ότι στο σχολείο δεν διάβαζα καθόλου. Να φανταστείς είχα και κάτω απ’ τη βάση στην Ιστορία. Τώρα και διαβάζω πάρα πολύ και γράφω πάρα πολλά. Μάλιστα μέχρι τώρα έχουν ανέβει τρία θεατρικά έργα που έγραψα με τον Νίκο Μουτσινά. Πρόκειται για το «Ψέκασα την Ελίζα», τα «Βαφτίσια» και το «ΚΤΕΛ». Τολμώ να πω πια ύστερα από πολλά χρόνια ότι όλα ήταν και εμπορικές αλλά και καλλιτεχνικές επιτυχίες. Το γράψιμο το άρχισα εντελώς τυχαία. Δεν έβρισκα να παίξω και άρχισα να γράφω μαζί με τον Νίκο το πρώτο μας έργο. Δεν ήξερα ότι μπορώ να γράψω. Μόνη μου δεν είχα καθίσει να γράψω κάτι. Τώρα γράφω πιο πολύ για μένα ή κάποια διηγήματα τα οποία δεν τα έχω κάνει κάτι. Δεν ξέρω αν θα ξαναγράψω κάτι για το θέατρο. Απλά διαβάζω πάρα πολύ σε σημείο που να… ανησυχούν οι δικοί μου. Αυτή την περίοδο ξεκίνησα το βιβλίο του Δημήτρη Γκιώνη «Τώρα θα δεις». Παράλληλα διαβάζω της Σώτη Τριανταφύλλου το «Για την αγάπη της γεωμετρίας». Αυτά για τώρα, αλλά έχω στο μυαλό μου αρκετά να διαβάσω το καλοκαίρι.
* ΔΙΑπαιδαγωγώ: Είναι και αυτό ένα κομμάτι της δραστηριότητάς μας. Φέτος έπαιξα στο παιδικό θέατρο των Ρέππα-Παπαθανασίου, «Συμμορία της Χιονάτης», στο θέατρο “Βέμπο”. Εδώ θέλω να πω στους γονείς να πηγαίνουν τα παιδιά τους στο θέατρο, από 2 χρονών. Τα παιδιά καταλαβαίνουν τα πάντα. Όμως να μην τα πιέζουν να βγάζουν φωτογραφίες με τους ηθοποιούς. Να μην τα πιέζουν να μείνουν στην παράσταση αν δεν θέλουν. Να τα πάνε μία φορά και αν δεν τους αρέσει, να τα βγάλουν έξω, να τους πάρουν μια πορτοκαλάδα. Να μην τα δωροδοκούν για να κάθονται στο θέατρο. Να μη νομίζουν ότι τα παιδιά τους δεν μπορούν να καταλάβουν τι είναι το θέατρο, να τα φέρνουν και σε μεγαλύτερες παραστάσεις. Φυσικά να μην τα «παρκάρουν» στο θέατρο, γιατί υπάρχουν πολλοί γονείς οι οποίοι σου λένε θέλω τέσσερα εισιτήρια, θα βάλω τα παιδιά μέσα και εγώ θα πιω έναν καφέ. Δεν καταλαβαίνουν ότι το παιδί έχει ανάγκη τη συντροφιά τους. Κάτι παρόμοιο έγινε ένα βράδυ στο «Μικρό Γκλόρια» και στον «Μυστήριο Mr. Love». Ήρθε μία καθηγήτρια με εφτά παιδιά της Β’ Λυκείου. Είχαν τόση χαρά τα μάτια τους και κάθονταν και στην πρώτη σειρά. Όπως μας είπε μετά η καθηγήτριά τους, είχε άγχος γιατί δεν ήξερε αν θα είναι φρόνιμα ή αν θα ενοχλούν. Είναι ένα έργο λίγο σκληρό, περίεργο, σε ένα μικρό χώρο. Τα παιδιά 16χρονα που όμως μπορεί να λάβουν άλλα μηνύματα και να τους έρθει να γελάσουνε, να κάνουνε κάτι και μετά ο καθηγητής να βρεθεί σε δύσκολη θέση. Όμως τα παιδιά ήταν εξαιρετικά. Και αυτά και όλα της ίδιας ηλικίας παρακολουθούσαν με προσοχή. Το ίδιο όμως έκαναν και άλλα μικρότερα παιδιά, 8, 9 και 10 χρονών. Θα πω ότι τα παιδιά ήταν «Παναγίες» και δεν έκαναν «κιχ» σε αντίθεση με τις μαμάδες τους που δεν σταμάτησαν να συζητούν στη διάρκεια της παράστασης. Τις ακούγαμε και όταν μετά ήρθαν για τις καθιερωμένες φωτογραφίες μας ρώτησαν αν τα παιδιά ήταν φρόνιμα. Τότε κι εγώ δεν κρατήθηκα και τους είπα: «Κορίτσια, τα παιδιά σας ήταν εξαιρετικά αλλά πίσω κάποιες μιλάγανε». Ε όχι, δεν μπορούσα να μην το πω, είναι και αυτή η αντίδρασή μου μέρος της διαπαιδαγώγησης. Τους είπα ασφαλώς πόσο καλό κάνει στα παιδιά να βλέπουν θέατρο και σινεμά, να διαβάζουν βιβλία και εφημερίδες, να συζητούν, να παίζουν και να μην κάθονται κολλημένα για ώρες στην οθόνη του υπολογιστή. Ασφαλώς στην εποχή μας ο υπολογιστής είναι εργαλείο της εκπαίδευσης αλλά το βιβλίο είναι έρωτας και είναι το καλύτερο δώρο. Κι αν δεν το διαβάσουν αμέσως τα παιδιά θα το διαβάσουν αργότερα. Το κέρδος τους θα είναι μεγάλο.
* ΔΙΑσκεδάζω: Είναι υποχρέωση του ηθοποιού να διασκεδάζει το κοινό. Δεν είναι μόνο το γέλιο, είναι και το κλάμα, γιατί και το κλάμα είναι λύτρωση. Ειδικά, σε μεγάλες περιόδους κρίσης το θέατρο άνθησε. Ο κόσμος θέλει να πάει στο θέατρο. Το εισιτήριο έχει γίνει πολύ φτηνό. Το θέατρο δίνει τροφή για σκέψη. Δεν υπάρχει κακό είδος στο θέατρο, ούτε καλό είδος στο θέατρο. Όλοι οι ηθοποιοί είναι καλοί. Ο καθένας αποφασίζει τι θα δει και η επιλογή του είναι πάντα καλή αφού στόχος του είναι να διασκεδάσει με τον δικό του τρόπο. Αυτή είναι η άποψή μου για το θέατρο. Δεν μπορώ να κρίνω κάποιον. Θέλουμε όλοι να πάρουμε ένα μεροκάματο, να διασκεδάσουμε τον κόσμο, έχουμε όλοι αυτή την ανάγκη. Εσύ θέλεις να τον διασκεδάσεις διαφορετικά, εγώ με τον δικό μου τρόπο, ο άλλος κάπως αλλιώς, ένας άλλος ανατρεπτικά. Αυτές οι τέσσερις διαφορετικές επιλογές έχουν 40 θεατές. Δηλαδή 40 άνθρωποι ξεκινούν από το σπίτι τους για να έρθουν και μένα να δουν κι εσένα. Οπότε μ’ αρέσει αυτή η επιλογή. Θέλω να δω όλες τις εκδοχές αυτού του θεάτρου.
* ΔΙΑμένω: Δεν είμαι ούτε σαν την Άννα Αδριανού, ούτε σαν την Ειρήνη με τις γατούλες σας. Νομίζω ότι είμαι ανάξια να φιλοξενήσω ένα ζώο στο σπίτι μου, το λέω έτσι απλά. Ταΐζω τα ζώα στη γειτονιά μου, έχουμε πάρα πολλές γατούλες γιατί έχω μια φίλη φαρμακοποιό που μένει απέναντί μου, η οποία και αυτή τις αγαπάει πολύ. Όποια γατούλα βρίσκουμε τη στειρώνουμε. Τους δύο γάτους δεν τους έχουμε στειρώσει, να πω την αλήθεια. Τον ένα τον λέμε Κιάνου και τον άλλο τον λέμε Ριβς. Οι γατούλες έχουν διάφορα ονόματα, η μία λέγεται Ναυσικά επειδή μένει στην οδό Ναυσικάς, η άλλη λέγεται Βασούλα και η τρίτη Ανίκα. Αυτές τις έχουμε στειρώσει όλες και τις ταΐζουμε. Όλα αυτά τα φέρανε στις αυλές μας και τα αφήσανε. Παρακαλάμε λοιπόν όσους θέλουν να λέγονται φιλόζωοι όχι μόνο να τα ταΐζουν αλλά και να τα στειρώνουν. Αυτές οι γατούλες αναπαράγονται και μετά οι… φιλόζωοι πετάνε τα γατάκια στα σκουπίδια. Αφού είσαι άξια και τις θες, να τις πάρεις στο σπίτι σου. Το γατάκι δεν θέλει μόνο να φάει ψαράκια, πρέπει και να ζήσει λίγο. Είμαι κάθετη σ’ αυτό. Δυστυχώς λείπω πάρα πολλές ώρες από το σπίτι. Μπορεί να λείψω το καλοκαίρι να έχω μια δουλειά, να λείπω 15 ώρες απ’ το σπίτι μου. Ούτε σκυλάκι μπορώ να κρατήσω επειδή θέλει μεγάλη φροντίδα. Όμως τα τέσσερα μικρά γατάκια που φροντίζουμε είναι έξω και στην αυλή, τους έχουμε και μεγάλο παρτέρι και πάνε από δω, πάνε από κει. Είναι στειρωμένα, εμβολιασμένα, οπότε δεν μπορούνε να κάνουν κι άλλα γατάκια για να είναι και άλλα γατάκια δυστυχισμένα. Ζούνε χαρούμενα. Είναι κοινωνικά, δεν πειράζουν κανέναν, δεν ανεβαίνουν σε κανένα σπίτι να ενοχλήσουν κάποιον. Σημασία έχει λοιπόν να τα στειρώνουμε και να μην αγοράζουμε ζώα από τα pet shop. Ακόμη πρέπει να τα φροντίζουμε πραγματικά και με αγάπη. Να μην τα έχουμε ως διακοσμητικό. Όπως στην Τήνο που πάω συχνά το καλοκαίρι, έρχονται οι άνθρωποι οι καλοί με το αυτοκίνητό τους, κάνουνε διακοπές πέντε μέρες και μετά παρατάνε το σκύλο στο νησί κάπου απομακρυσμένα. Είναι φιλόζωοι αυτοί οι άνθρωποι; Όχι. Γι’ αυτό λέω πως εγώ δεν είμαι άξια να πάρω ζωάκι στο σπίτι μου γιατί δεν θέλω να το παρατήσω έτσι. Προτιμώ να ταΐζω αυτά που είναι στο δρόμο και να τους εξασφαλίσω το νερό τους όπως κι εδώ στη Νέα Σμύρνη, ο δήμος να ’ναι καλά, βάζει νερό. Έχει βάλει παντού ποτίστρες. Τα παιδιά από τα καταστήματα βάζουνε νερό και τροφή. Νοιάζονται όλοι για τα αδέσποτα. Στο αυτοκίνητό μου έχω πάντα τροφή για σκύλους και για γάτες. Και πέρσι ειδικά που δούλευα στον Κεραμεικό, στο θέατρο “Vault”, ταΐζαμε πάρα πολλά αδέσποτα.
* ΔΙΑδίδω: Κλείνοντας θα ήθελα να πω δυο λόγια για τα παιδιά που θέλουν να ακολουθήσουν το ίδιο επάγγελμα με το δικό μου. Ασφαλώς οι άνθρωποι που θέλουν να γίνουν ηθοποιοί, τραγουδιστές, δημοσιογράφοι, ζωγράφοι ό, τι και να τους πούμε εμείς θα το κάνουνε. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο θα τη βρούνε την άκρη, θα το κάνουνε. Καλά, κακά, αδιάφορα, με λεφτά, με χωρίς λεφτά, θα το κάνει αυτός που θέλει κάτι να κάνει. Βασικό είναι να έχουμε υγεία, να μπορούμε να πίνουμε τον καφέ μας και να κοιτάξουμε λίγο τη ζωή που έρχεται. Να βοηθήσουμε και τα παιδιά αλλά και εμάς τους μεγαλύτερους. Να μην κρίνουμε γενικά τον κόσμο. Όπως έλεγε και ο Απόστολος Παύλος, να έχουμε αγάπη για τον πλησίον μας και η αγάπη όλα τα νικά. Πάντα ελπίζει και πάντα φροντίζει. Αυτό θα ήθελα να πω. Πρέπει να έχουμε τύχη, γιατί ζούμε πολύ δύσκολη εποχή και εμείς ως γενιά. Ειδικά εμείς που μας βρήκε το κακό στην καλύτερη περίοδο της ζωής μας. Δεν ξέρω αν θα σηκώσουμε το κεφάλι μας. Θα ήθελα τα παιδιά που ζουν τώρα στην εφηβεία τους κι έχουν μάθει να ζουν μ’ αυτή την κρίση να ξέρουν ότι το μέλλον τους θα είναι καλύτερο. Δεν είμαι απαισιόδοξη αλλά προσπαθώ να δω κι αυτό που μας συμβαίνει. Δεν είναι ό, τι καλύτερο.
Με λυπεί που φεύγουν τα παιδιά στο εξωτερικό. Αν ήμουνα 30 μπορεί να έφευγα κι εγώ ή αν ήξερα κάτι άλλο να κάνω. Δεν ξέρω κάτι άλλο να κάνω, οπότε θα κάτσω εδώ και θα παλέψω όσο μπορώ μ’ αυτό το μεροκάματο που μου δίνεται. Η συμβουλή μου είναι αυτή, να αγαπάμε την οικογένειά μας, τους ανθρώπους μας και να κάνουμε λίγο καλό και στο συνάνθρωπο. Όσο μπορεί ο καθένας.
Η Αδελαΐδα Πίντσιν
* Με την ευκαιρία να θυμίσω κάτι για την κοπέλα που υποδύομαι στον «Μυστήριο Mr. Love», την Μις Πίντσιν. Την Αδελαΐδα Πίντσιν, που είναι μία γυναίκα η οποία δεν πιστεύει στον εαυτό της. Τότε είναι που έρχεται ένας απόλυτα ψεύτης και προικοθήρας και της λέει μια κουβέντα: «Να είσαι περήφανη». Η περηφάνια νομίζω είναι αυτό που σώζει τον Έλληνα. Γιατί αυτή τη στιγμή ο Έλληνας ζει μια διαφορετικότητα και σου λέει: «Πρέπει να είμαι περήφανος αν θέλω να σταθώ στα πόδια μου και να αντιμετωπίσω με αξιοπρέπεια αυτό που μου συμβαίνει». Έτσι και η Μις Πίντσιν ζει μια διαφορετικότητα. Δεν την έχει αγαπήσει κανείς, δεν έχει ζήσει τον έρωτα, είναι μία παχουλή κοπέλα η οποία έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση και έρχεται ένας αλήτης, ένας προικοθήρας, αλλά ωραίος άντρας και της λέει: «Εγώ σε θέλω, σε πιστεύω, θέλω να είσαι περήφανη». Αυτό νομίζω ότι είναι μεγάλο όταν σου λέει ο άλλος ότι θέλω να είσαι περήφανη και βλέπεις ότι πολλοί λένε: «Εσείς οι Έλληνες είστε περήφανοι. Βοηθάτε τους ανθρώπους που πεινάνε στα νησιά γιατί είστε περήφανοι». Πράγματι είμαστε περήφανοι γιατί είμαστε Έλληνες. Υπάρχει αυτή η κουβέντα στο λεξιλόγιό μας. Μπορεί αυτό να μας οδηγήσει κάπου. Να φέρει τη λύση. Αυτό είναι το αισιόδοξο μήνυμά μου: Να είμαστε περήφανοι. Με το κεφάλι ψηλά. Το λέει και στο έργο ο Mr. Love: «Ψηλά το κεφάλι, να είσαι περήφανη». Αυτή είναι η λύση. Το πιστεύω…
Ευχαριστώ πολύ, Τζένη.
* Ευχαριστώ πολύ κι εγώ. Τα είπαμε όλα; Εντάξει; Σε κάλυψα;
Απόλυτα με κάλυψες.
* Τότε, κλείσε και τα μηχανήματά σου…
* Οι φωτογραφίες είναι του catisart.gr