«Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό».
Πρόκειται για λόγια έκφραση, παρμένη από το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη «Η πόλις».
Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης γεννιέται στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1863. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε μέσα σε συνθήκες εξαιρετικής ευημερίας. Ήταν γιος εύπορου εμπόρου, ο οποίος όμως θα πεθάνει όταν ο Καβάφης είναι μόλις επτά ετών. Η οικογένειά του αναγκάζεται ύστερα από δύο χρόνια να εγκατασταθεί κυρίως στο Λίβερπουλ αλλά και στο Λονδίνο για έξι χρόνια. Θα επιστρέψουν ξανά στην Αλεξάνδρεια και θα παραμείνουν μέχρι το 1882 όταν οι Άγγλοι θα βομβαρδίσουν την πόλη. Η οικογένειά του αυτή την φορά θα εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του παππού του, για τρία χρόνια, όπου εκεί θα συνεχίσει τις προσωπικές του μελέτες γύρω από την τέχνη του ποιητικού λόγου. Με την επιστροφή του, ο Καβάφης εγκαταλείπει την αγγλική υπηκοότητα (που είχε αποκτήσει ο πατέρας του στα 1850) και παίρνει την ελληνική. Αργότερα θα κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στο Παρίσι. Όλες αυτές οι πόλεις συντροφεύουν τον Καβάφη, αλλά και την ερωτική του ζωή. Όπως μας λέει ο ίδιος στις σημειώσεις του, στην Κωνσταντινούπολη βίωσε τις πρώτες ερωτικές του ιδιαιτερότητες.
Θα ταξιδέψει συνολικά τέσσερις φορές στην Αθήνα, το 1902 θα γνωρίσει τον Γρηγόρη Ξενόπουλο όπου ο ίδιος θα δηλώσει θαυμαστής του και θα γράψει στα 1903 ένα εγκωμιαστικό άρθρο για τον Καβάφη στα Παναθήναια. Οι πόλεις που έζησε ο Καβάφης είναι θα λέγαμε ένα πάντρεμα οικουμενικό γι’ αυτόν, αλλά και ελληνικό με την αρχαία έννοια, που σημαίνει τα περικλείει όλα. Πάντα όμως ξαναβρίσκεται στην ίδια μοιραία πόλη, στα ίδια σοκάκια και η ποίησή του είναι αφιερωμένη σε αυτή την ακριβή ερωμένη που κάποιες φορές απεχθάνεται σε σημείο που να εκμυστηρεύεται εμένα λέει μου ταιριάζει μία πιο μεγάλη πόλη όπως το Λονδίνο και ταυτόχρονα δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν, χωρίς τις αναμνήσεις που φέρνει αυτή η πόλη και που δεν μπορεί να την αποχωριστεί. Εδώ έχουμε την πρώτη καβαφική παρακαταθήκη, η πόλη είναι μέσα μας, όπου και αν πάμε συναντάμε την ίδια πόλη, καθρεφτίζουμε τις ίδιες λέξεις και τις ίδιες σκέψεις, σέρνουμε μαζί μας τους ίδιους φόβους. Αν δεν αλλάξουμε εμείς, καμία φυγή, κανένας τόπος δεν μπορεί να πραγματοποιήσει την αλλαγή.
***
Ας δούμε όμως το ποίημα του Καβάφη, Η Πόλις.
***
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθειά μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θα βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
***
Το ποίημα ως προς την αρχιτεκτονική του αποτελείται από δύο στροφές οχτώ στίχων, οι στίχοι κάνουν ομοιοκαταληξία μεταξύ τους, αλλά προσέξτε ομοιοκαταληξία κάνει ο πρώτος με τον όγδοο στίχο: Θάλασσα – Χάλασα, στη δεύτερη στροφή ο πρώτος με τον όγδοο: Θάλασσες – Χάλασες. Ο ποιητής δεν μας μιλάει εδώ μόνο με νοήματα, αλλά μας μιλάει πάνω απ’ όλα με εικόνες. Είναι μία πόλη με θάλασσα, φυσικά είναι η Αλεξάνδρεια, άλλα είναι και μία πόλη, η κάθε πόλη, που δεν έχει καμία οδό, όχι γιατί είναι απαισιόδοξος, αλλά γιατί μας λέει: έχεις ρημάξει εδώ τη ζωή σου και το εδώ σ’ ακολουθεί παντού. Οι επιλογές οι φόβοι και τα λάθη είναι κομμάτι της ίδιας της ύπαρξής μας, από τις οποίες αγωνιά να ξεφύγει ο καθένας μας, αλλά αδυνατεί να το πράξη, γι’ αυτό και κάθε προσπάθεια είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, γεγονός που τον έχει εγκλωβίσει με συναισθήματα απελπισίας και μαρασμού. Τα σχέδια και οι ελπίδες, ότι μπορεί να βρεθεί μια καλύτερη πόλη στη δεύτερη στροφή, πέφτουν στο κενό. Δεν υπάρχει τόπος, ούτε μέσο για να ξεφύγει κανείς από τον αδύναμο εαυτό του «δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό» γι’ αυτό μην ελπίζεις πια για αλλού. Το αίτημα για υπέρβαση στον Καβάφη θραύετε από την ανθρώπινη αδυναμία να κυριαρχήσει με τη δύναμη της «Νιτσεϊκής» εσωτερικής βούλησης πάνω στον εαυτό του, στο πεπρωμένο του. Ίσως γι’ αυτό και η υποκειμενική εικόνα του Καβάφη για τον κάθε άνθρωπο εξομοιώνεται με την τραγική πτώση των Τρώων στο γνωστό του ποίημα «Τρώες».
«Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων…
…Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία.»
Ο Καβάφης, το ένατο παιδί του μεγαλέμπορα βάμβακος Ιωάννη Καβάφη, θα πεθάνει την ημέρα των γενεθλίων του, στο Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας, στις 29 Απριλίου 1933. Ήτανε η ημέρα που συμπλήρωνε τα 70 χρόνια της ζωής του. Ήταν η ημέρα όπου συνειδητοποιεί ότι έχει έρθει αντιμέτωπος με το τέλος της επιτυχημένης, οικουμενικής, αλλά ταυτόχρονα απαιτητικής διαδρομής του. Μίας διαδρομής η οποία σώθηκε μέσα από την τέχνη. Γι’ αυτό ό,τι και αν κάνουμε, ακόμη και το χειρότερο, ας το κάνουμε με τέχνη, για να σωθεί και να σωθούμε. Γιατί η τέχνη είναι ομορφιά και τίποτε όμορφο δεν μπορεί να είναι ανήθικο.
Το ποίημα «Η Πόλις» του Καβάφη αποτελεί την πληρέστερη αποτύπωση του αισθήματος του εγκλωβισμού που βιώνει ένας άνθρωπος που θέλει να αλλάξει τη ζωή του, αλλά γνωρίζει ότι αυτό δεν είναι πια εφικτό. Στις δύο στροφές του σύντομου αυτού ποιήματος ο Καβάφης κατορθώνει να εκφράσει τη διάψευση όλων των προσδοκιών και την πλήρη αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από το παρελθόν και από τα λάθη του.
Στην πρώτη στροφή το ποιητικό υποκείμενο με τη χρήση του ρήματος «είπες» μεταφέρει τα λόγια ενός ανθρώπου που εκφράζει την επιθυμία να φύγει από την πόλη που τώρα κατοικεί και να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Τα λόγια αυτά μπορούν είτε να αποδοθούν σε κάποιο άλλο πρόσωπο είτε να ληφθούν ως σκέψεις που είχε εκφράσει στο παρελθόν το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο.
Οι σκέψεις που καταγράφονται στην πρώτη στροφή υποδεικνύουν πως το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να φτιάξει τη ζωή του, όσο κι αν προσπαθεί, κι αυτό τον έχει εγκλωβίσει σε συναισθήματα απελπισίας και μαρασμού. Η παρομοίωση με την οποία παρουσιάζει την καρδιά του θαμμένη σαν να είναι νεκρός, εκφράζει με ιδιαίτερη ένταση την εδραίωση των αρνητικών συναισθημάτων που τον έχουν πλέον κατακλύσει.
Όπως η καρδιά του, έτσι και το μυαλό του, βρίσκεται σ’ ένα διαρκή μαρασμό, σε μια σταθερή απόγνωση, καθώς ενώ θέλει να αλλάξει τη ζωή του και θέλει να δημιουργήσει κάτι καλύτερο, βλέπει διαρκώς τις προσπάθειές του να αποτυγχάνουν. Γι’ αυτό θέλει να φύγει από την πόλη του, αφού όπου κι αν κοιτάξει γύρω του βλέπει συνεχώς υπενθυμίσεις των αποτυχιών του, αλλά και του γεγονότος ότι τα χρόνια του περνούν χωρίς να κατορθώνει τίποτε.