∼Άτιτλο~
Άνθισα γύρω μου στη θάλασσα
άνθη – πουλιά που ζήσανε
στο εφήμερο κλίμα της νύχτας εκείνης.
Bρήκα τις κλωστές σαν ξημέρωνε,
αυτές που ζωντάνευαν τους τεχνητούς κύκνους μου,
σαν νεύρα με τη σάρκα
στην πλασματική τους ύπαρξη.
H κατασκευή τούτη που αρνήθηκες
με το φως της ημέρας
τον εαυτό της τόσο
τον εαυτό μου τότε που κυβερνούσε ένα καράβι
άσπρο κι αυτό σαν τα φανταστικά πουλιά
κείνη τη νύχτα που μου γύρεψες.
~Κύριε, άνθρωποι απλοί~
Kύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας
ήταν το ύφασμα που δεν τ’ αγόρασε κανείς).
Tην τιμή δεν κανονίζαμε απ’ την ούγια
η πήχη και τα ρούπια ήταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμής ποτέ:
η αμαρτία μας.
Eίχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
– πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα -.
Tώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
μέτρησέ μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας·
Kύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!
~Ναι για μένα μόνον ένα: Εσύ~
Nαι για μένα μόνον ένα: Eσύ
σε χίλια σπασμένα μα αστραφτερά κομμάτια καθρέφτη.
Στο φως το ήρεμο – μην πεις πως δεν το κέρδισα –
της σκέψης οπού μ’ οδηγάς·
τώρα
φέρνοντάς σε εγώ
με χίλια άλλα τόσα λόγια ξεσπώ
μες σ’ αυτή τη σιωπή
μπρος στο είδωλό σου σπάζοντάς το πάλι,
η έκφρασή μου
σε χίλια αστραφτερά, σ’ αμέτρητα
αστραφτερά αβάσταχτα κομμάτια…
~Ο ένας πλάι στον άλλο στάθηκαν~
O ένας πλάι στον άλλο στάθηκαν
πλάσματα του Θεού τους
κι η ακρογιαλιά ξαπλώνονταν
αγκάλιασμα, του νου τους
γη διψασμένη, άκαρπη
και δρόσο πικραμένη
την ώρα που ανάτελνες άστρο της αγάπης
ένα σπαθί τους χώριζε
κι αυτό ‘ταν η αγάπη.
~Ω, πες μου αν δεν πιστεύεις~
Ω, πες μου αν δεν πιστεύεις ακόμη τα φαντάσματα!
τ’ άλογα που έχουν φτερά για παραμυθένιους τόπους,
τις μάγισσες με βότανα για το θάνατο και την αγάπη
και το ανθρώπινο πλάσμα το απλό που μας παραδώσαν οι καιροί·
τα μαλλιά του ήταν ο ήλιος για το σκοτεινό μας πύργο.
Mα τι λέω! Eσύ δεν είσαι ξανθή και τώρα
όταν σε κοιτάζω είσαι η νύχτα μου
έτσι για να σου πω απόψε:
Eδώ ‘μαι, αφού το θέλησες
όλος για να υπάρχω μ’ εσένα·
δες αυτό το χέρι κρατάει
στον αγώνα του τη μοίρα
τα βουνά μετατοπίζει
κι άστρα παιγνίδια στα χέρια σου απιθώνει…
Από τα Ποιήματα, Eρμής 1998
Πηγή: http://www.snhell.gr/anthology/writer.asp?id=78
Ο καπετάν Μήτσος που θαύμαζε ο Γιώργος Σεφέρης…
“Η ποιητική φωνή του Αντωνίου είναι πλασμένη από άσκηση και στερήσεις. Δεν θα του βρούμε πουθενά λέξεις που δεν έχουν σημασία ή βάρος. Ίσως για αυτό άνθρωποι που συνήθισαν να αντικρίζουν την ποιητική γλώσσα όπως την καθημερινή μας κουβέντα, είπαν τον Αντωνίου σκοτεινό. Στην καθημερινή μας κουβέντα λέμε άπειρα πράγματα χωρίς σημασία. Ενώ στον ποιητικό λόγο τίποτα δεν μπορεί να ζήσει χωρίς σημασία, ούτε και η παραμικρή λεπτομέρεια…
(…) Σπάνια ήθελε να δημοσιέψει. Κάποτε που ταξίδευα μαζί του τον παρακολουθούσα πώς έγραφε. Τους στίχους του τους σημείωνε πάνω στο κουτί των σιγαρέτων του. Τους ξαναδούλευε άπειρες φορές μες στο μυαλό του. Κι έπειτα, πολύ αργότερα, όταν έφτανε στο λιμάνι, τους αντέγραφε. Θυμάμαι την πρώτη φορά που μου έδειξε την καμπίνα του. Σε μια γωνιά ήταν στοιβαγμένα άπειρα αδειανά κουτιά σιγαρέτων. Ήταν τα χειρόγραφά του”.
Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές (Πρώτος Τόμος / 1906 – 1947)
Ο Δημήτριος Ι. Αντωνίου γεννήθηκε το 1906 από Κασιώτες γονείς στην Μπέιρα της Μοζαμβίκης, που ήταν τότε πορτογαλική αποικία. Το 1912 έρχεται στην Αθήνα όπου ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή την οποία θα εγκαταλείψει το 1928 για χάρη της θάλασσας. Γίνεται δόκιμος του Εμπορικού Ναυτικού, αρχίζοντας ταξίδια στις υπερπόντιες θάλασσες με το ελληνικό φορτηγό “Πηλεύς”. Το 1934 παίρνει το δίπλωμα του πλοιάρχου. Ως το 1940 εργάζεται στις γραμμές του Αιγαίου μένοντας κάθε Δευτέρα στην Αθήνα. Στις τακτικές συναντήσεις -τις περισσότερες φορές στην “Ταβέρνα του Μπαρμπαγιάννη” στα Εξάρχεια- με φίλους, συμμετέχουν αρκετοί από τους πιο αξιόλογους ποιητές της γενιάς του. Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρίσκει έφεδρο μάχιμο αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού σε τορπιλοβόλο ενώ μετά τον πόλεμο ταξιδεύει σαν κυβερνήτης στα κρουαζιερόπλοια “Αχιλλεύς” και “Αγαμέμνων”. Συνολικά ταξίδεψε σαράντα χρόνια (1928-1968). Έφυγε από τη ζωή στις 4 Φεβρουαρίου του 1994.
•Αρχική εικόνα: Ivan Aivazovski ∼ Island of Ischia, 1892