«Βγήκαμε στη στεριά, ανεβήκαμε σε μια μεγάλη πέτρα, που άπλωνε ίσια σαν μπαλκόνι πάνω στη θάλασσα. Εκεί βγάλαμε τα βρακιά μας και ταπλώσαμε να στεγνώσουν.
Ο βράχος όμως έκαιγε, τσουρούφλιζε από κάτου. Αυτή έκανε ωχ! Σα να κάθησε πάνω σε πυρωμένη σκάρα.
Τότες εγώ μονομιάς έβγαλα το λινό καπέλλο μου και της τόβαλα να καθήσει απάνω. Είπε «α, μπράβο, Τιτή» και μένα χάρηκε η καρδιά μου και υπόφερνα γενναία που ο μεσημεριάτικος ήλιος μέψηνε από κάτου, και με βαρούσε για χατήρι της κατακέφαλα και με ζάλιζε σαν κρασί.
Όλο και συλλογιζόμουνα το καπέλλο μου, που μούκανε τη χάρη να τόχει αποκάτω της.
Είχαμε τη ράχη προς τη θάλασσα κι αντικρύ μας είταν ένα χωράφι, ελιές και συκιές, ένα δικό μας χωράφι, του πατέρα μου χτήμα.
Μου λέει: «Πάμε να κόψουμε σύκα ως που να στεγνώσουν;».
Αφήσαμε πάνου στο βράχο τα παπούτσια, τα βρακιά, τις πεταλίδες και το μαχαίρι και μπήκαμε στο χωράφι.
Ανέβηκε πάνω στο δένδρο η Ροδιά και μούπε να κρατώ από κάτου ανοιχτό το καπέλλο. Τόκαμα όπως τόθελε.
Έβλεπα που σημάδευε με το χέρι που κρατούσε το σύκο, πήγαινα ακριβώς από κάτου και τάφηνε να πέσει μέσα.
Όμως είχαμε ξεχάσει πως δεν φορούσε τίποτα από κάτου, και μια στιγμή το κατάλαβε πως ενώ κοίταζα, με τα μάτια μου τέσσαρα, ψηλά προς το μέρος της, μολαταύτα το καπέλλο δεν είτανε πια στη θέση που έπρεπε. Τα σύκα πέφταν απ’ έξω και γιόμιζαν χώματα κι άγανα.
Έσκυψε να δει τι κάνω, και μ’ είδε αλλοσούσουμο κι ανεφερμένο να κοιτάζω ψηλά. Πάτησε μια μικρή θυμωμένη φωνή, σταμάτησε το συκολόγημα, συμμάζεψε βιαστικά το κόκκινο φουστάνι γύρω από τα γόνατα και κατέβηκε.
Είτανε κόκκινη – κόκκινη σαν παπαρούνα. Με κοίταξε κατάματα και λέει:
-Πάμε.
Ε, καλά. Πάμε; Πάμε. Όμως κι εγώ ερχόμουνα πίσω της σα ζεματισμένος. Έβλεπα τ’ αυτιά της κόκκινα, το σβέρκο της κόκκινο κι αναστέναζε κρυφά. Ένιωθα φταιξιάρης κι ας μην έκανα τίποτα»…
***
*Ο Στράτης Μυριβήλης ήταν από τους σημαντικότερους πεζογράφους της Γενιάς του ’30. Γεννήθηκε στη Λέσβο στις 30 Ιουνίου 1890 και πέθανε από πνευμονία στις 19 Ιουλίου 1969, στην Αθήνα.
***
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΙΣ “ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ”