Τι κάθεστε;
Έξω έχουν ανοίξει τα μνήματα
ΜΗΤΕΡΑ: Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται εδώ
ΧΟΡΟΣ: Εμείς είμαστε εδώ, συμμαθήτριες της κόρης σου και θα κάνουμε μνημόσυνο.
ΜΗΤΕΡΑ: Τώρα κατάλαβα. Όταν ήρθε η δική σας η Βιολέττα και με φώναξε από τούτα τίποτα δεν ήξερα. Έλα θεία μου ‘πε έχουμε μνημόσυνο. Και ήρθα χωρίς να πάρω μια φωτογραφία του κοριτσιού μου που χάθηκε του κοριτσιού μου που λιώνει στο μαύρο νεκροταφείο.
Τρεις μήνες χαμένο και νομίζω πως είναι χθες που μ’ άφησε το γράμμα στο κομοδίνο. Κι ήρθα εδώ χωρίς να φορέσω το πιο μαύρο απ τα μαύρα που έραψα χωρίς να δέσω στα μαλλιά μια κορδέλα ένα σημάδι μωβ στο χέρι.
Τώρα είμαι εδώ μαζί σας κι είναι σαν να βλέπω εκείνη σαν να μου ομιλεί κι εγώ την ακούω.
Τώρα είμαι εδώ σας βλέπω και τρομάζω.
ΧΟΡΟΣ: Εμείς είμαστε εδώ, μια σειρά από μικρά κορίτσια ξεχασμένα. Εμείς κορίτσια δεκατριώ δεκατεσσάρω χρόνων κλεισμένα σε τούτο το οικόπεδο κάτω απ τα ψηλά φουγάρα δίπλα στα χυτήρια σωλήνων στα στόματα καυστήρων που στάζουν σίδερο λιωμένο πέφτουμε στο χώμα και μετράμε με μαύρα νύχια απ τη σκουριά τα σημάδια που δεν βρήκαμε τη φίλη μας που χάθηκε που δε βλέπει τον ήλιο.
Εμείς κορίτσια εδώ κάθε σχέση με τον έξω κόσμο κόβουμε με χαλασμένες κάλτσες που σκίσαμε με νύχια τη μαγική σκόνη των βερνικιών σας των χοντρών υποδημάτων σας παρακαλούμε.
Αρχαίο πνεύμα, σκοτωμένο, πέσε κάτω βοήθησε μας.
Γνώση, χυδαία, πηχυαίων τίτλων εσωτερικής σελίδας εφημερίδας χάσου από μπροστά μας.
Εμείς κορίτσια εδώ κάθε σχέση με τον έξω κόσμο κόβουμε.
Εμείς κορίτσια εδώ κάθε σχέση με τον έξω κόσμο κόβουμε.
ΜΗΤΕΡΑ: Δεν ξέρω πως παντρεύτηκα. Πως γέννησα. Σε ποιο κρεβάτι μετά τα χωράφια κοιμήθηκα. Ποιο ποτάμι διάβηκα δυο φορές για να φέρω ξύλα ή ετιές για τις κατσίκες.
Μη με ρωτήσετε πως παντρεύτηκα, αν ήθελα αυτόν που μου ‘δωσαν, που γίνηκεν ο γάμος.
Μόνο θυμάμαι πως έβρεχε κι ας ήταν μήνας Αύγουστος.
Κανείς δεν το περίμενε.