«Αρχές Αυγούστου της επόμενης χρονιάς –ήταν να μη γίνει η αρχή– μπήκε στη ζωή μας και η Ζαΐρα η τρικολόρε. Ενα ταλαιπωρημένο πλασματάκι που χωρούσε στη χούφτα μου, σαν αλλόκοτο έντομο με κεφάλι και πόδια γάτας, που ούρλιαζε από πείνα και τρόμο, έτοιμο πια να βγει στη λεωφόρο Μεσογείων για να βρει εκεί την “τύχη” του, κι όταν βρέθηκε εδώ μέσα όρμησε στα κροκετάκια της Σέρκας κι ήταν σαν να σπαν γυαλιά σ’ όλο το σπίτι απ’ τα τσακ-τσακ-τσακ καθώς τα τσάκιζε με μια φρενίτιδα που προκαλούσε δέος. Πρήστηκε τόσο η κοιλίτσα της απ’ το “μάννα εξ ουρανού”, που πήγαινε μετά να περπατήσει και τούμπαρε. Η Σέρκα δεν χάρηκε καθόλου με τούτη τη “λαϊκιά” και θεονήστικη –Αυτό δεν ήταν στη συμφωνία μας, κυρία μου, αυτό είναι προδοσία!, μου έλεγε με τον τρόπο της για καιρό–, αλλά επειδή κατά βάθος ήταν μια μεγαλόθυμη γάτα, ηγεμονική αλλά μεγαλόθυμη, δέχτηκε τελικά να μείνει εδώ και η Ζαΐρα, υπό τον όρο βέβαια να μη διανοηθεί να πάρει ποτέ τα πρωτεία πάνω σε οτιδήποτε – εκεί πέφταν μπουμπουνητά. Η Ζαΐρα δεν έκανε την έξυπνη, αλλά με τον καιρό, εκτός από φοβική και συνεσταλμένη, μας βγήκε και τόσο τσαχπίνα και παιχνιδιάρα, που η Σέρκα, όταν δεν εκνευριζόταν, παρακολουθούσε με απορία τα σουσούμια και τις παλαβομάρες της, ενίοτε μάλιστα, στα κρυφά και μοναχή της, τη μιμόταν».