(…) Εκεί, μέσα από μια βαθιά εγκοπή της βουνοσειράς, έλαμπε ωχρό, γεμάτο ασάφεια, το Ιόνιο με το φανταστικό περίγραμμα της μεσσηνιακής χερσονήσου στον ορίζοντα. Καθετί έξω απ’ αυτή την απόμακρη λάμψη ήταν το «βδέλυγμα της ερημώσεως».
Στα χείλη του γκρεμού, πάνω απ’ αυτό το χάος, βρήκαμε μια θαυματουργή πηγή: ένα ρυάκι με κρύο, γάργαρο και λαμπερό νερό που έσμιγε στην κουφάλα του κορμού ενός δέντρου με γυαλιστερά πράσινα βρύα. Μια αγριοσυκιά χειρονομούσε από πάνω μας. Εδώ, αφού ξεδιψάσαμε, ξαπλώσαμε ακουμπώντας τα πόδια μας πάνω στα λιθάρια. Την ώρα που ο ιδρώτας ξεραινόταν σχηματίζοντας αλατένιους κρατήρες και οι σφυγμοί μας γίνονταν όλο και πιο αργοί, βλέπαμε τις αδύνατες γαλάζιες τουλίπες απ’ τον καπνό των τσιγάρων μας να διαλύονται στον ουρανό ενώ η κουβέντα ξανάρχιζε σιγά σιγά. Αυτές τις άδειες κορφές, όπως γράφει ο Όμηρος, είχε για λημέρι της η Άρτεμη μαζί με τρεις κατσικοπόδαρες νύμφες. Αυτές παρασέρνανε τους μοναχικούς ταξιδιώτες σ’ έναν λαϊκό χορό και τους οδηγούσαν, ανυποψίαστους, σ’ έναν γκρεμό απ’ όπου τους έσπρωχναν, στέλνοντάς τους κουτρουβαλιαστά κάτω στον κόλπο… Ξαφνικά, ένα θαύμα ακόμα ήρθε να προστεθεί στην ευτυχία μας · μία κρύα πνοή αγέρα. Αυτή είναι μια από τις ευλογίες που σπάνια λείπουν απ’ το κατακαλόκαιρο της Πελοποννήσου. Έπειτα από ατέλειωτα πρωινά όπου ψήνεσαι, σαν έρθει το απόγευμα, που θαρρείς πως το τρομερό αυτό μαρτύριο θα δυναμώσει ακόμα πιο πολύ, υψώνεται ξαφνικά αυτός ο ακίνητος αέρας που ζεσταίνεται παραπάνω απ’ ό,τι μπορείς να αντέξεις. Το κενό αυτό, το οποίο τόσο αποστρέφεται η φύση, όπως υψώνεται σαν αερόστατο, σέρνει δροσερά θαλασσινά ρεύματα αέρα στα στριφογυριστά φαράγγια και δημιουργεί μιαν ευχάριστη αναταραχή της ατμόσφαιρας· μια σταθερή, δροσερή αύρα που ξαναζωντανεύει τον ταξιδιώτη στα τελευταία του ξέπνοα βήματα.
Ένας αδύναμος απόηχος κουδουνιών μαρτυρούσε πως εκεί μακριά, κάτω στην άβυσσο, οι κατσίκες έδιωχναν τη χαύνωση απ’ τον μεσημεριάτικό τους ύπνο. Ο Γιώργος, στο μεταξύ, έκοβε ψιλά ψιλά κρεμμύδια, σκόρδα και πράσινες πιπεριές μέσα σε μια κουφάλα του βράχου. Κόβοντας την άκρη από ένα αγγούρι την έδωσε στην Ιωάννα, που δίχως να πει λέξη την κόλλησε στο κούτελό της. (Αυτή η περίεργη συνήθεια απλώνει μιαν ευχάριστη δροσιά στο μέτωπο. Είναι συνηθισμένο το καλοκαίρι να βλέπεις ανθρώπους να κάθονται την ώρα που τρώνε ή ακόμα να περπατούν στον δρόμο μ’ αυτά τα μυστήρια βαθυπράσινα υπερσαρκώματα που βγαίνουν απ’ τα κεφάλια τους σαν το φυτρωμένο κέρατο των μονόκερων πουλαριών.) Βάζοντας το χέρι του μέσα στην κουφάλα του δέντρου, έβγαλε τρία παξιμάδια από την πηγή και τα τύλιξε σ’ ένα πανί, για να τραβήξει το νερό πριν παραμουσκέψουν. Αυτές οι βαθυκάστανες ελαφρόπετρες, ψημένες δυο φορές – η βασική τροφή των Ελλήνων τσοπάνηδων και των ερημιτών του Μεσαίωνα – μπορούν να διατηρηθούν για πολλούς μήνες. Σκληρά σαν απολιθώματα, είναι πολύ νόστιμα· ιδιαίτερα όταν τρώγονται με σκόρδο και δεν τα’ αφήσεις να παραμαλακώσουν. (Τα ψημένα αυτά ορθογώνια έχουν βαθιές χαραγματιές για να μπορεί να τα σπάει κανείς πιο εύκολα. Τα κομμάτια τους μοιάζουν πάρα πολύ με τα καφετιά άδεντρα νησάκια που είναι σκορπισμένα γύρω απ’ τις ακτές της Ελλάδας – γνωστοί είναι οι απότομοι βράχοι έξω απ’ τις κρητικές ακτές, που εξέχουν στο Λιβυκό πέλαγος και λέγονται «Τα Παξιμάδια».)
Ξετυλίγοντας το πανί, τα ακούμπησε πάνω σε μια πέτρα, ράντισε τα κρεμμύδια, τις ντομάτες, τις πιπεριές και το αγγούρι με αλάτι, μαζεμένο απ’ τα βράχια της ακροθαλασσιάς, και τους έριξε λάδι. Έκοψε μετά ένα φύλλο από συκιά κι έβαλε επάνω του μια χούφτα ελιές σαν μαύρη πυραμίδα. Έβγαλε, ακόμα, μια μικρή μπουκάλα κρασί. Καθίσαμε κοντά του, έκανε τρεις φορές τον σταυρό του κι ορμήσαμε.
Όταν τελειώσαμε κι αδειάσαμε τα ποτήρια, σφουγγίσαμε τα τελευταία απομεινάρια του λαδιού με σβώλους από παξιμάδια. Ο Γιώργος μας έδωσε έπειτα μερικά πράσινα, σκληρά, πολύ γλυκά αχλάδια. Ενώ ακουμπούσαμε πίσω στις πέτρες καπνίζοντας, μάζεψε ευσυνείδητα ό,τι απέμεινε απ’ τα παξιμάδια, τα φίλησε και τα τύλιξε πάλι στο πανί. Υπάρχει μια πρόληψη που απαγορεύει να πειτιέται και το μικρότερο κομματάκι απ’ το ψωμί. Το φιλί είναι μια ευχαριστία και μια θύμηση του Μυστικού Δείπνου. Ήταν ένας ξανθός, εγκάρδιος, αλλά πολύ σιωπηλός άντρας.
«Δεν πρέπει να κοιμηθείτε κάτω από συκιά», είπε, βλέποντας τα ματόκλαδά μας να κλείνουν.
«Γιατί όχι;».
«Η συκιά είναι πολύ βαριά».
Αυτό το είχα ξανακούσει, ιδιαίτερα στην Κρήτη. Δεν υπάρχει καμιά εξήγηση γι’ αυτόν τον βαρύ ύπνο, παρά μονάχα ότι φέρνει ζαλάδα και κακά όνειρα. Είναι κι αυτό τόσο αλλόκοτο, σαν την πρόληψη στην Καραϊβική, που λέει πως όποιος κοιμηθεί κάτω από ένα ανθισμένο στριχνόδεντρο τρελαίνεται. Άλλαξα θέση, πηγαίνοντας από ευγένεια λίγους πόντους πιο πέρα, μια και ποτέ δεν είχα αισθανθεί αυτά τα συμπτώματα. Ο Γιώργος ξάπλωσε, βάζοντας μια πέτρα για μαξιλάρι.
Το βιβλίο «Μάνη (1952)» του Patrick Leigh Fermor σε μετάφραση Τζαννή Τζαννετάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.