«Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και ενταγμένος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους.
Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της Ιστορίας. Η αδιαφορία δρα δυνατά πάνω στην Ιστορία. Δρα παθητικά, αλλά δρα. Είναι η μοιρολατρία. Είναι αυτό που δεν μπορείς να υπολογίσεις. Είναι αυτό που διαταράσσει τα προγράμματα, που ανατρέπει τα σχέδια που έχουν κατασκευαστεί με τον καλύτερο τρόπο. Είναι η κτηνώδης ύλη που πνίγει την ευφυΐα.
Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμβαίνει γιατί η μάζα των ανθρώπων απαρνείται τη βούλησή της, αφήνει να εκδίδονται νόμοι που μόνο η εξέγερση θα μπορέσει να καταργήσει, αφήνει να ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι που μόνο μια ανταρσία θα μπορέσει να ανατρέψει.
Μέσα στη σκόπιμη απουσία και στην αδιαφορία λίγα χέρια, που δεν επιτηρούνται από κανέναν έλεγχο, υφαίνουν τον ιστό της συλλογικής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανησυχεί. Φαίνεται λοιπόν σαν η μοίρα να συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται σαν η ιστορία να μην είναι τίποτε άλλο από ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός όπου όλοι είναι θύματα, αυτοί που τον θέλησαν κι αυτοί που δεν τον θέλησαν, αυτοί που γνώριζαν κι αυτοί που δεν γνώριζαν, αυτοί που ήταν δραστήριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν.
Κάποιοι κλαψουρίζουν αξιοθρήνητα, άλλοι βλαστημάνε χυδαία, αλλά κανείς ή λίγοι αναρωτιούνται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προσπαθήσει να επιβάλω τη βούλησή μου, θα συνέβαινε αυτό που συνέβη;
Μισώ τους αδιάφορους και γι’ αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιωνίων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ’ αυτούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι’ αυτό που έκανε και ειδικά γι’ αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν μπορώ να χαλαλίσω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί τους τα δάκρυά μου.
Είμαι ενταγμένος, ζω, νιώθω ότι στις συνειδήσεις του χώρου μου ήδη πάλλεται η δραστηριότητα της μελλοντικής πόλης, που ο χώρος μου χτίζει. Και μέσα σ’ αυτήν την πόλη η κοινωνική αλυσίδα δεν βαραίνει τους λίγους, μέσα σ’ αυτήν κάθε συμβάν δεν οφείλεται στην τύχη, στη μοίρα, μα είναι ευφυές έργο των πολιτών. Δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτήν κανείς που να στέκεται να κοιτάζει από το παράθυρο ενώ οι λίγοι θυσιάζονται, κόβουν τις φλέβες τους. Ζω, είμαι ενταγμένος. Γι’ αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους.
Αντόνιο Γκράμσι.
11 Φεβρουαρίου 1917».
Ο Αντόνιο Γκράμσι γεννήθηκε στη Σαρδηνία το 1891. Εκεί έζησε μέχρι το 1911. Η καταγωγή του και οι εμπειρίες που έχει στα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του τον κάνουν να συγκεντρώνει την ευαισθησία του προς τον εγκαταλελειμμένο ιταλικό Νότο (κατά συνέπεια και στο αγροτικό ζήτημα). Όμως η Σαρδηνία δεν είναι απλώς μια περιοχή που μοιάζει με τον τυπικό ιταλικό Νότο. Ιδιαίτερα απομονωμένη από την ιταλική χερσόνησο με μια διάλεκτο που πλησιάζει πολύ τη λατινική γλώσσα, διαπερνιέται από ένα έντονο διαχωριστικό πνεύμα και μια καχυποψία για ό,τι προέρχεται από την ιταλική χερσόνησο.
Από τα πρώτα παιδικά του χρόνια ο Γκράμσι θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα υγείας. Αυτά τα προβλήματα δεν θα τον εγκαταλείψουν ποτέ. Σε όλη του τη ζωή θα τον βασανίζουν έντονα σε τέτοιο βαθμό που οι νευρικές και σωματικές του εξαντλήσεις να εμποδίζουν οποιαδήποτε δραστηριότητά του. Η σπονδυλική του στήλη είναι έντονα παραμορφωμένη, οι πονοκέφαλοι και οι ζαλάδες δεν θα τον εγκαταλείψουν σχεδόν ποτέ. Στη συνέχεια θα προστεθούν φυματίωση, υπέρταση, κυναγχικές κρίσεις κ.λπ. Η τρομερή προσπάθεια που καταβάλλει ο Γκράμσι για να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει αυτές τις σκληρές συνθήκες ύπαρξης του, θα τον επηρεάσουν σημαντικά. Στην αλληλογραφία του μπορούμε να βρούμε πολλές πλευρές αυτής της προσπάθειας και των συγκρούσεων που αυτή συνεπάγονταν.
Από νωρίς ο Γκράμσι δείχνει μια ιδιαίτερη κλίση και ενδιαφέρον για την ιστορία και την κουλτούρα γενικά. Δεν χάνει ευκαιρία και κυριολεκτικά καταβροχθίζει μια σειρά από περιοδικά και έντυπα. Είναι αναγκασμένος να δουλέψει και να διακόψει ακόμα το γυμνάσιο μέχρι να μπορέσει να πάρει το απολυτήριο. Με πολλές δυσκολίες ύστερα από εξετάσεις παίρνει μια μικρή υποτροφία και γράφεται στη σχολή φιλολογίας του πανεπιστήμιου του Τορίνο. Μέχρι το 1918 δεν εγκαταλείπει την ιδέα να πάρει το πτυχίο του αν και η ζωή του ήδη έχει πάρει μια άλλη κατεύθυνση. Μελετάει γλωσσολογία και ενδιαφέρεται ειδικά για τη σαρδηνική διάλεκτο. Παρακολουθεί σεμινάρια ιταλικής λογοτεχνίας, δικαίου και θεωρητικής φιλοσοφίας. Συνεργάζεται με διάφορα έντυπα γράφοντας και καθιερώνοντας ένα εντελώς προσωπικό στυλ, όπως στη ρουμπρίκα Sotto la molle, ενώ παράλληλα ασχολείται με τη θεατρική κριτική. Η κατάρτιση του Γκράμσι είναι ένα στοιχείο που θα καθορίσει την ιδιαιτερότητά του. Είναι ένας βαθύς γνώστης της ιταλικής κουλτούρας και παράδοσης.
Η πρώτη επαφή του με τις σοσιαλιστικές ιδέες γίνεται μέσω του αδελφού του που έχει σχέσεις με το σοσιαλιστικό κόμμα από την περίοδο που βρίσκονταν στο Τορίνο για τη στρατιωτική του θητεία. Ο ερχομός του στο Τορίνο συνοδεύεται με πολλές γνωριμίες και επαφές με τους σοσιαλιστικούς κύκλους. Το Τορίνο δεν είναι μια οποιαδήποτε πόλη. Είναι η καρδιά της βιομηχανικής Ιταλίας, μια τεράστια εργατούπολη που σφύζει από ζωή και αγώνα. Επίσης το ιταλικό σοσιαλιστικό κόμμα δεν είναι σαν όλα τα υπόλοιπα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Για παράδειγμα, στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο δεν παίρνει το μέρος της αστικής τάξης. Το 1913 γίνεται μέλος του ΣΚΙ και το 1915 συνεργάζεται με το Il Grido del Popolo και μπαίνει στη συντακτική επιτροπή του τορινέζικου Avanti!.
Η επανάσταση του Οκτωβρίου και η επαφή με το άγνωστο ως τότε έργο του Λένιν παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του Γκράμσι. Οι κλίμακες του εφικτού, οι κλίμακες του σύγχρονου κόσμου τροποποιούνται. Το νικηφόρο προλεταριάτο και η σοβιετική εξουσία ανοίγουν έναν καινούργιο δρόμο. Το κύμα της επανάστασης απλώνεται και στην Ιταλία. Μαζί με άλλους συντρόφους του Τορίνο (Τολιάτι, Τερατσίνι, Τάσκα κ.λπ.) ο Γκράμσι εκδίδει το εβδομαδιαίο Όρντινε Νουόβο, μια εφημερίδα που θα ασκήσει σημαντική επιρροή στο εργατικό κίνημα του Τορίνο. Η υπόθεση των εργοστασιακών συμβουλίων σαν μορφή εργατικής εξουσίας είναι ο κεντρικός πυρήνας του Όρντινε Νουόβο. Μέσα από την εμπειρία του εργατικού κινήματος του Τορίνο και των μεγαλειωδών αγώνων του, με τις επιτυχίες του και τις αποτυχίες του, ο Γκράμσι ωριμάζει πολιτικά.
Η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, το 1921 με το συνέδριο του Λιβόρνο, είναι μια φυσιολογική κατάληξη μιας χρόνιας αντιπαράθεσης μέσα στο πλαίσιο του σοσιαλιστικού κινήματος με τα ρεφορμιστικά στοιχεία. Σημείο ρήξης αποτέλεσε η αποδοχή ή μη των 21 σημείων που έβαζε η III Διεθνής. Φυσιολογική κατάληξη αλλά όχι ώριμος καρπός μιας πολιτικής και ιδεολογικής ωρίμανσης. Το νέο κόμμα που γεννιέται στο Λιβόρνο συγκεντρώνει μια μειοψηφία και στο εσωτερικό του κυριαρχεί η φυσιογνωμία του Αμεντέο Μπορντίγκα. Οι σχέσεις του νεαρού κόμματος με τη Διεθνή δεν είναι εύκολες εξαιτίας της άρνησής του να αποδεχτεί την ταχτική του ενιαίου μετώπου και να οδηγηθεί σε μια ενοποίηση με το σοσιαλιστικό κόμμα από το οποίο μόλις έχει αποσπαστεί.
Το 1922 ο Γκράμσι πηγαίνει στη Μόσχα σαν αντιπρόσωπος του ΚΚΙ στην εκτελεστική επιτροπή της Διεθνούς. Παίρνει μέρος στο τέταρτο συνέδριο της. Στα δύο χρόνια που θα λείψει από την Ιταλία αποχτά μια σημαντική εμπειρία και αρχίζει σιγά σιγά να διαμορφώνεται στη σκέψη του ένα συνολικότερο σχέδιο δράσης για το ΚΚΙ σε αντιπαράθεση με τις απόψεις και τις αντιλήψεις του Μπορντίγκα. Για να γίνει αυτό κατά τον Γκράμσι χρειάζεται μια περίοδος προετοιμασίας. Στις εκλογές του 1924 εκλέγεται βουλευτής και επιστρέφει στην Ιταλία. Αναλαμβάνει γενικός γραμματέας του κόμματος και μέσα στα δύο χρόνια που καθοδηγεί το κόμμα έρχονται πολλές επιτυχίες στο πολιτικό και μαζικό επίπεδο. Στις τότε συνθήκες, όπου ο φασισμός άρχισε να εδραιώνει την κυριαρχία του, ο Γκράμσι επεξεργάζεται μια νέα τακτική και στρατηγική για το κομμουνιστικό κόμμα. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο πρόβλημα του Νότου, επεξεργάζεται συνθήματα και θέσεις που να σχετίζονται με την τακτική του κόμματος για εκείνη την περίοδο, οργανώνει όσο είναι δυνατόν μια πλατιά ιδεολογική συγκρότηση. Όλη αυτή η προσπάθεια κορυφώνεται με το συνέδριο της Λυών.
Οι φασιστικές αρχές συλλαμβάνουν τον Νοέμβριο του 1926 τον Γκράμσι. Δικάζεται μαζί με άλλους συντρόφους του τον Μάιο του 1928. Καταδικάζεται σε φυλάκιση είκοσι χρόνων. Τον Ιανουάριο του 1929 του δίνεται η άδεια να προμηθευτεί έντυπα και γραφική ύλη. Αρχίζει το γράψιμο των «τετραδίων της φυλακής» στο Τούρι, κοντά στο Μπάρι. Διαβάζει πολύ και όποτε το επιτρέπει η υγεία του γράφει. Σταματά να γράφει το 1935 καταβεβλημένος και εξουθενωμένος από τις απαίσιες συνθήκες κράτησής του και την επιδείνωση της υγείας του. Πεθαίνει στις 27 Απριλίου του 1937 μόλις έχει αποφυλακιστεί.