Διαβάζοντας κείμενα του Αντόνιο Γκράμσι, ιδιαίτερα τα γράμματά του από τη φυλακή, νιώθει κανείς έντονα πως θεμελιακά στοιχεία της προσωπικότητας αυτού του ασθενούς, βασανισμένου ανθρώπου -πέρα από την αξιοπρέπεια, την ηθική και πνευματική εντιμότητα και συνέπεια, την ισχυρή θέληση και την καρτερική αντιμετώπιση της μαρτυρικής του ζωής- είναι το πνευματικό εύρος, το οξύ κριτικό μυαλό και η ανθρωπιά, μια βαθύτατη έμφυτη ανθρωπιά, ολοκληρωμένη με την πνευματική και ψυχική καλλιέργεια.
Ο Γκράμσι ήταν ένας φυλακισμένος για τις ιδέες του άνθρωπος, αλλά ήταν και ένας φυλακισμένος πατέρας που λαχταρούσε να δει και να σφίξει στην αγκαλιά του τα παιδιά του. Προσπαθούσε να παρέμβει στην ανατροφή τους στέλνοντάς τους γράμματα για να τα καθοδηγήσει, να τα εμπνεύσει, να τα διαπαιδαγωγήσει και να δηλώνει τη συνεχή παρουσία του, αν και απών, το πατρικό ενδιαφέρον και την έγνοια του.
«Αγαπητέ Ντέλιο,
Έμαθα από τη μαμά Τζούλια ότι το τελευταίο μου γράμμα (ή μήπως και άλλα;) σε δυσαρέστησε. Γιατί δεν μου έγραψες τίποτα γι’ αυτό; Όταν κάτι δεν σ’ αρέσει στα γράμματά μου είναι καλύτερο να μου το λες και να μου εξηγείς τους λόγους.
Μου είσαι πολύ αγαπητός και δεν θέλω να σου προξενώ καμιά στενοχώρια: βρίσκομαι πολύ μακριά και δεν μπορώ να σε χαϊδέψω και να σε βοηθήσω να λύσεις τα προβλήματα που γεννιούνται στο μυαλό σου. Για παράδειγμα, πρέπει να μου επαναλάβεις το ερώτημα που μια φορά μου είχες βάλει σχετικά με τον Τσέχοφ, και στο οποίο δεν σου έδωσα απάντηση: Εγώ δεν θυμάμαι τίποτα. Αν υποστήριζες ότι ο Τσέχοφ είναι ένας κοινωνικός συγγραφέας, είχες δίκιο, αλλά αυτό δεν πρέπει να σε κάνει να υπερηφανεύεσαι, γιατί ήδη ο Αριστοτέλης είχε πει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ζώα κοινωνικά. Πιστεύω ότι ήθελες να πεις περισσότερα, ότι ο Τσέχοφ αντιπροσώπευε μια ορισμένη κοινωνική κατάσταση, ότι εξέφραζε κάποιες μορφές της ζωής του καιρού του και τις εξέφραζε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να θεωρείται ένας «προοδευτικός» συγγραφέας. Φυσικά δεν γίνεται να εκφραστεί κανείς για τον Τσέχοφ με τόσο λίγες κουβέντες. Το ίδιο ισχύει και για τον Τουργκένιεφ.
Παρατηρείς ότι το περιοδικό των πιονέρων, στο παρελθόν, αφιέρωνε πολύ χώρο για τον Τολστόι και πολύ λίγο για τον Γκόρκι.
Τώρα που ο Γκόρκι πέθανε και έγινε αισθητός ο πόνος του χαμού του, αυτό μπορεί να φαίνεται άδικο. Πρέπει, όμως, να εκτιμούμε τα γεγονότα με πνεύμα κριτικής κάθε στιγμή, κατά συνέπεια δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο Τολστόι υπήρξε ένας «παγκόσμιος» συγγραφέας, ένας απ’ τους λίγους συγγραφείς όλων των χωρών που έφθασε την τελειότητα στην τέχνη, προκάλεσε και προκαλεί χείμαρρους συγκίνησης παντού, πολλές φορές με χείριστες μεταφράσεις, ακόμα σε άνδρες και γυναίκες που κάτω απ’ το βάρος της κούρασης της ζωής δεν μπόρεσαν να έχουν μια στοιχειώδη καλλιέργεια. Ο Τολστόι υπήρξε στ’ αλήθεια φορέας του πολιτισμού και της ομορφιάς, και στον σύγχρονο κόσμο κανένας δεν τον έφτασε: για να του βρεις συντροφιά, πρέπει να ανατρέξεις στον Όμηρο, στον Αισχύλο, στον Δάντη, στον Σαίξπηρ, στον Γκαίτε, στον Θερβάντες και σε πολύ λίγους άλλους.
Ευχαριστήθηκα από το γράμμα σου, και ακόμα περισσότερο γιατί αισθάνεσαι καλύτερα, γιατί σκαρφαλώνεις στους τοίχους για να δεις τις εκλείψεις, για το ότι θα κάνεις μπάνια και περιπάτους στην εξοχή και γιατί θα μάθεις τα ιταλικά. Ακόμα και το να δυναμώνεις είναι κάτι σημαντικό.
Αγαπητέ μου, σ’ αγκαλιάζω δυνατά
Αντόνιο»
***
Με τα γράμματά του και τις ιστορίες του ο Γκράμσι προσπαθούσε να επικοινωνήσει, να επιπλήξει, να συμβουλεύσει, να διασκεδάσει τα αγόρια του, το μεγάλωμα των οποίων προσπαθεί να φανταστεί με τις φωτογραφίες και τα γράμματα που του στέλνουν και τα οποία δεν ανταποκρίνονται πάντα στις προσδοκίες του.
«Αγαπημένε μου Τζουλιάνο,
Σου στέλνω τις καλύτερες ευχές μου για την καινούργια σχολική χρονιά σου.
Θα με ευχαριστούσε πάρα πολύ αν μου εξηγούσες σε τι συνίστανται οι δυσκολίες που βρίσκεις στη μελέτη. Νομίζω ότι αν εσύ ο ίδιος αναγνωρίζεις ότι συναντάς δυσκολίες, αυτές δεν θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλες και θα μπορέσεις να τις ξεπεράσεις με τη μελέτη. Αυτό δεν σου αρκεί; Ίσως να είσαι λίγο ακατάστατος, ίσως αφαιρείσαι, η μνήμη δεν λειτουργεί κι εσύ δεν ξέρεις να την κάνεις να λειτουργεί; Κοιμάσαι καλά; Όταν παίζεις σκέφτεσαι αυτό που έχεις μελετήσει ή όταν μελετάς σκέπτεσαι το παιχνίδι; Είσαι τώρα πια ένα ανεπτυγμένο παιδί και μπορείς να απαντήσεις στα ερωτήματά μου με ακρίβεια.
Στην ηλικία σου εγώ ήμουν πολύ ακατάστατος, πήγαινα για πολλές ώρες περίπατο στην εξοχή, όμως ταυτόχρονα μελετούσα και καλά, γιατί είχα πολύ καλό μνημονικό και δεν μου ξέφευγε τίποτα από αυτά που μου χρειάζονταν για το σχολείο: για να σου πω την αλήθεια πρέπει να προσθέσω ότι ήμουν πονηρός και ήξερα να βγαίνω λάδι από τις δυσκολίες, έστω κι αν δεν είχα διαβάσει αρκετά. Αλλά το σχολικό σύστημα που ακολούθησα εγώ ήταν πολύ καθυστερημένο.
Εξάλλου, σχεδόν το σύνολο των συμμαθητών μου δεν ήξεραν καλά τα ιταλικά και αυτό με έβαζε σε πλεονεκτική θέση, γιατί ο δάσκαλος έπρεπε να παίρνει υπόψη του το μέσο επίπεδο των μαθητών, και το να ξέρεις να μιλάς τα ιταλικά ήταν κάτι που διευκόλυνε πολλά πράγματα (το σχολείο ήταν σε αγροτική περιοχή και η μεγάλη πλειονότητα των μαθητών ήταν παιδιά αγροτών).
Αγαπημένε μου, είμαι βέβαιος ότι θα μου γράφεις χωρίς διακοπές και θα με κρατάς ενήμερο για τη ζωή σου.
Σε φιλώ
Αντόνιο»
***
Τα γράμματα του επαναστάτη διανοούμενου προς στη γυναίκα του είναι τρυφερά και αποκαθιστούν κατά κάποιο τρόπο την απουσία του καθώς μέσω αυτών συζητούν για τα διάφορα προβλήματα της καθημερινότητας, της υγείας του και των παιδιών.
«Αγαπητή Τζούλια
Μπορείς να πεις στον Ντέλιο ότι η είδηση που μου διαβίβασε με ενδιέφερε πολύ, γιατί ήταν σπουδαία και εξαιρετικά σοβαρή. Και όμως ελπίζω ότι κάποιος με λίγη κόλλα θα μπορέσει να επισκευάσει την απροσεξία του Τζουλιάνο, και ότι το καπέλο δεν θα γίνει για πέταμα.
Θυμάσαι στη Ρώμη πώς ο Ντέλιο πίστευε ότι μπορούσα να επισκευάσω όλα τα χαλασμένα πράγματα; Φυσικά, τώρα θα το έχει ξεχάσει. Έχει και αυτός την τάση να επιδιορθώνει; Αυτό κατά τη γνώμη μου θα ήταν θετική ένδειξη ότι έχει κλίση στις κατασκευές, μεγαλύτερη από το παιχνίδι παιδικών κατασκευών.
Κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι εγώ από μικρός είχα λογοτεχνικές και φιλοσοφικές τάσεις, όπως μου έγραψες. Αντίθετα, ήμουν ένας άφοβος σκαπανέας και δεν έβγαινα από το σπίτι χωρίς να έχω μαζί μου λίγο στάρι και σπίρτα τυλιγμένα σε αδιάβροχο περίβλημα, για την περίπτωση που θα ‘βγαινα σε ένα ερημικό νησί όπου θα έπρεπε να αφεθώ στα δικά μου μέσα.
Έπειτα, ήμουν ένας ακούραστος κατασκευαστής πλεούμενων και καροτσιών και γνώριζα απ’ έξω όλη τη ναυτική ορολογία: η μεγαλύτερη επιτυχία μου ήταν όταν ένας ντόπιος κατασκευαστής μου ζήτησε το σχέδιο μιας έξοχης γολέτας με δύο καταστρώματα, γιατί ήθελε να την ξαναφτιάξει από λευκοσίδηρο. Ήμουν παθιασμένος μ’ αυτά τα αντικείμενα, γιατί στα επτά μου χρόνια είχα διαβάσει τον Ροβινσώνα και το Μυστηριώδες Νησί.
Επίσης, πιστεύω ότι μια ζωή παιδική όπως πριν από τριάντα χρόνια είναι κάτι το αδύνατο: σήμερα τα παιδιά όταν γεννιούνται είναι ήδη ογδόντα χρονών, όπως ο Κινέζος Λάο – Τσε. Το ράδιο και το αεροπλάνο έχουν καταστρέψει για πάντα τον ροβινσωνισμό που γέμιζε τη φαντασία πολλών γενεών. Η ίδια η ανακάλυψη των παιδικών κατασκευών είναι ένδειξη του ότι το παιδί μεγαλώνει πνευματικά πολύ γρήγορα. Ο ήρωάς του δεν μπορεί πλέον να είναι ο Ροβινσώνας, αλλά ο αστυνόμος ή ο επιστήμων κλέφτης, όπως τουλάχιστον συμβαίνει στη Δύση.
Αγαπημένη μου σε αγκαλιάζω με τα παιδιά.
Αντόνιο»
***
Στη σκέψη του έχει συνεχώς και τη μητέρα του για την οποία ανησυχούσε πολύ και προσπαθούσε να απαλύνει τον πόνο της από τη φυλάκισή του.
«… Γι’ αυτήν, η φυλάκισή μου είναι μια δυστυχία, τουλάχιστον μυστηριώδης, σε σχέση με τις αντιλήψεις της για τα αίτια και τα αποτελέσματα· για μένα είναι ένα από τα συμβάντα των πολιτικών αγώνων που γίνονται και θα εξακολουθούν να γίνονται, όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά σ’ όλο τον κόσμο, ποιος ξέρει για πόσον χρόνο ακόμα. Εμένα με συνέλαβαν, όπως θα μπορούσα να αιχμαλωτισθώ κατά τη διάρκεια του πολέμου, και ήταν υπόψη μου ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει και ότι ίσως να ήταν και χειρότερα…».
***
Το τελευταίο γράμμα είναι προς τη μητέρα του και το πλημμυρίζει η αγάπη, η τρυφερότητα και η ευγνωμοσύνη
«Αγαπημένη μητέρα,
Έλαβα το γράμμα που μου έγραψες με το χέρι της Τερεζίνας.
Νομίζω ότι πρέπει συχνά να μου γράφεις έτσι· αισθάνθηκα μέσ’ απ’ το γράμμα όλο το πνεύμα και τον τρόπο σκέψης σου· ήταν ένα γράμμα δικό σου και όχι της Τερεζίνα.
Ξέρεις τι μου ήρθε στη μνήμη; Μου ήρθε πολύ καθαρά στη θύμηση, τότε που ήμουν στην Πρώτη ή Δευτέρα Δημοτικού και εσύ μου διόρθωνες τα γραπτά: θυμάμαι πολύ καθαρά ότι δεν κατόρθωνα να μάθω πως η λέξη uccelo (πουλί) γράφεται με δύο c και το λάθος αυτό μου το είχες διορθώσει τουλάχιστον δέκα φορές.
Αν, λοιπόν, μας βοήθησες στο να μάθουμε τη γραφή (πρώτα μας είχες μάθει πολλά ποιήματα απ’ έξω· ακόμα θυμάμαι το Ραταπλάν και το Τραγούδι της Λόιρα), είναι σωστό, νομίζω, ένας από μας να σε βοηθήσει να γράψεις όταν δεν έχεις την κατάλληλη δύναμη για να το κάνεις.
Ξέρω ότι η θύμηση του Ραταπλάν και του Τραγουδιού της Λόιρα θα σε κάνει να χαμογελάσεις. Επίσης θυμάμαι πόσο θαύμαζα την ευχέρεια που είχες (ήμουν τότε τεσσάρων ή πέντε χρόνων) να μιμείσαι τον ήχο του ταμπούρλου πάνω στο τραπέζι όταν απάγγελες τον Ραταπλάν.
Γενικά δεν μπορείς να φανταστείς πόσα πράγματα θυμάμαι, μέσα στα οποία εσύ φανερώνεσαι σαν μια ευεργετική δύναμη, γεμάτη από τρυφερότητα για μας.
Και να σκεφτείς ότι όλα τα ζητήματα για την ψυχή, για την αιωνιότητα της ψυχής, για τον παράδεισο και την κόλαση δεν είναι κατά βάθος παρά ένας τρόπος του να βλέπεις αυτό το απλό γεγονός: ότι κάθε πράξη μας μεταφέρεται στους άλλους σύμφωνα με την αξία της, ή θετική ή αρνητική, περνά από τον πατέρα στο γιο και από τη μια γενεά στην άλλη, με μια συνεχή κίνηση. Επειδή όλες οι αναμνήσεις που έχουμε από σένα είναι αναμνήσεις καλοσύνης και δύναμης, κι εσύ έδωσες τις δυνάμεις σου για να μας μεγαλώσεις, που σημαίνει ότι έχεις στην κατοχή σου τον μοναδικό παράδεισο που υπάρχει και που πιστεύω πως για μια μάνα είναι η καρδιά των παιδιών της.
Σας αγκαλιάζω μαζί με όλους τους άλλους στο σπίτι
Αντόνιο»
Τα γράμματά του διαπνέονται από τον πόνο ενός ανθρώπου που κατανόησε και αγάπησε πολύ τη φύση και όταν βρίσκεται στη φυλακή, έχει «δύο ώρες αέρα», κάποια τριανταφυλλιά που αργοπεθαίνει, ένα πουλάκι αρρωστιάρικο, τον ήλιο ανάλογα με τη θέση του κελιού και την ελπίδα ότι θα κάνει να βλαστήσουν κάποιοι σπόροι, που όμως είναι “αρκετά κακομεταχειρισμένοι και δεν θα γίνουν ποτέ φυτά…» και αναδεικνύουν έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε ανυποχώρητα και με ταπεινότητα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ο Αντόνιο Γκράμσι έζησε μια ζωή σαν παραμύθι με την έννοια των συνεχών αγώνων και των βασάνων και δημιούργησε παραμύθια και ιστορίες για να ξεφύγει από τα στενά όρια της φυλακής και να μάθει τα παιδιά του και όσα παιδιά τα ακούνε ή τα διαβάζουν να ονειροπολούν, να διασκεδάζουν και να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι αγωνιζόμενοι. Έτσι η ζωή του, όπως όλα τα παραμύθια, «περιέχει ένα συμπέρασμα και ένα δίδαγμα: Μας λέει ότι ο πρωταγωνιστής του, ξεπερνώντας τα όρια της κάθε πράξης του, κατά τη διάρκεια της ζωής του, αλλά και έπειτα, μπόρεσε να ζήσει σ’ εκείνον τον ευρύτερο κόσμο του πνεύματος που αποτελεί τον πλούτο της ανθρωπότητας…».
Ο Αντόνιο Γκράμσι γεννήθηκε στην πόλη Άλες της Σαρδηνίας στις 23 Ιανουαρίου 1891. Σπούδασε με υποτροφία που κέρδισε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Εκεί μυήθηκε στις σοσιαλιστικές ιδέες και στα 1913 έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και σε πολύ μικρό διάστημα αναδείχτηκε σε καθοδηγητικό στέλεχος. Στις 21 Ιανουαρίου 1921, ιδρύει το Κ.Κ. Ιταλίας. Πέθανε στις 27 Απριλίου 1937. Άφησε πίσω του έναν τεράστιο όγκο δοκιμίων, άρθρων και σημειώσεων, που εκδόθηκαν για πρώτη φορά ύστερα από τον πόλεμο και που επηρέασαν και επηρεάζουν αποφασιστικά τη σύγχρονη κίνηση των ριζοσπαστικών ιδεών σε όλον τον κόσμο.
Ήταν ο τέταρτος γιος σε μια οικογένεια με επτά αγόρια, με πατέρα τον αλβανικής καταγωγής Φραντσέσκο Γκράμσι (η οικογένειά του, με πυρήνα το Plataci της Καλαβρίας, μετανάστευσε γύρω στα 1700 στη Νότια Ιταλία), χαμηλόβαθμο δημόσιο υπάλληλο και μητέρα του την Πεπίνα (Τζιουζεπίνα) Γκράμσι, κόρη εφοριακού υπαλλήλου. Σπούδασε με υποτροφία που κέρδισε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Εκεί μυήθηκε στις σοσιαλιστικές ιδέες και στα 1913 έγινε μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Σε πολύ μικρό διάστημα αναδείχτηκε σε καθοδηγητικό στέλεχός του. Το 1914 παίρνει το πτυχίο του και τον επόμενο χρόνο περνά στη σύνταξη της σοσιαλιστικής εφημερίδας του Τορίνο “Il grido del popolo” (Η Κραυγή του Λαού) και λίγο αργότερα στη σύνταξη του κεντρικού οργάνου του Σοσιαλιστικού Κόμματος «Avanti» (Εμπρός) – αρχισυντάκτης τού οποίου είχε διατελέσει παλαιότερα ο φασίστας Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι – και της εβδομαδιαίας “L’ Ordine Nuovo” (H Νέα Τάξη).
Το 1914 το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας διχάστηκε γύρω από το αν πρέπει η Ιταλία να συμμετάσχει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχικά η Ιταλία τήρησε ουδέτερη στάση, παρά τη συμμαχία που είχε με τη Γερμανία. Ο Γκράμσι στην αρχή τάχθηκε υπέρ της ουδετερότητας, αλλά όχι της “απόλυτης” ουδετερότητας που υποστήριζε η ηγεσία του κόμματος. Όπως και άλλοι σοσιαλιστές υποστήριζε την “ενεργό και λειτουργική” ουδετερότητα. Στο θέμα αυτό εν μέρει συνέπεσε η άποψή του με του Μπενίτο Μουσολίνι, ενός από τους πλέον δραστήριους εκπροσώπους της αριστεράς και μαξιμαλιστικής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος μέχρι το 1914. Η έκφραση “ενεργός και λειτουργική ουδετερότητα” ήταν του Μουσολίνι, ο οποίος αργότερα υποστήριξε την ενεργό ανάμιξη στον πόλεμο. Ο Γκράμσι έλεγε ότι συμφωνεί με τον Μουσολίνι στο ότι η απόλυτη ουδετερότητα απειλούσε να μετατρέψει το προλεταριάτο σε αμέτοχους παρατηρητές της προελαύνουσας ιστορίας. Πίστευε ότι με την “ενεργή και λειτουργική ουδετερότητα” το κόμμα θα μπορούσε να αγγίξει τις μεγάλες μάζες του λαού που είχαν απομακρυνθεί από την πολιτική.
O Γκράμσι, αν και διεθνιστής, είχε βαθιές ρίζες στη Σαρδηνία και έτσι σχετίστηκε με το αυτονομιστικό κίνημα του νησιού. Αντιλαμβανόταν την αυτονομία σαν κίνημα των φτωχών του Νότου που αισθάνονταν την εκμετάλλευση και την εγκατάλειψη της κεντρικής εξουσίας της Ρώμης.
Το 1920 καθοδηγεί τη μεγάλη απεργία των εργατών για την υπεράσπιση των εργοστασιακών επιτροπών του Τορίνο και διατυπώνει το πολιτικό πρόγραμμα-μανιφέστο «Για την ανανέωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος». Στις 21 Ιανουαρίου 1921 ιδρύει το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας.
Η άνοδος των φασιστών στην εξουσία είχε ως αποτέλεσμα να τεθούν εκτός νόμου το Κ.Κ.Ι. και οι άλλες δημοκρατικές οργανώσεις και να συλληφθούν οι ηγέτες τους, ανάμεσα στους οποίους και ο Γκράμσι. Στη δίκη που ακολούθησε, καταδικάστηκε σε εικοσαετή φυλάκιση. Αλλά και μέσα στη φυλακή ο Γκράμσι δε σταμάτησε ν’ αγωνίζεται. Μελετά και γράφει με σκοπό να προετοιμάσει ένα μεγαλόπνοο έργο πάνω στα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα του εργατικού κινήματος και τα εθνικά και πολιτιστικά προβλήματα της Ιταλίας. Ατυχώς το έργο αυτό δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, διότι υπήρξε εν τω μεταξύ επιδείνωση τής ήδη κλονισμένης από τις κακουχίες υγείας του που τον οδήγησε στο θάνατο στις 27 Απριλίου 1937.
Ο Γκράμσι εστίασε έτσι στην ιδέα (με την πλατωνική θεώρηση των Ιδεών) της Ιδεολογίας, που ο Μαρξ αποκαλούσε λανθασμένη συνείδηση (οι πολιτισμικοί θεσμοί που αναφέρθηκαν ανωτέρω και που νομίζουμε ότι ρυθμίζουν τη ζωή μας, λανθασμένως βεβαίως κατά τον Μαρξ). Η ιδέα της Ιδεολογίας ορίζεται ως ένα μείγμα αξιών, αντιλήψεων και συμπεριφορών μέσω των οποίων αντιλαμβανόμαστε τον υπάρχοντα κόσμο και συνδεόμαστε μαζί του. Με την έννοια αυτή ο Γκράμσι εννοούσε ότι δεν βλέπουμε τον κόσμο με ουδέτερο αντικειμενικό τρόπο αλλά υπό την οπτική εκείνη γωνία που καθορίζεται από συμπεριφορές τις οποίες θεωρούμε δεδομένες. Με τη θεωρία αυτή αναδείκνυε το ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα, της βούλησης και επιλογής, διατηρώντας παράλληλα ως κέντρο του όλου θεωρητικού του σύμπαντος τη μαρξιστική οπτική της πάλης των τάξεων, εκτρέποντάς την όμως στο πεδίο των ιδεών και όχι της οικονομίας. Κατά τον Γκράμσι η πάλη των τάξεων έπρεπε να λαμβάνει μέρος στο ιδεολογικό πάντοτε πεδίο, με τη θεμελιακή παραδοχή ότι μόνο οι ιδέες μπορούσαν να επιφέρουν την επανάσταση ή αντιστοίχως, να την αποτρέψουν (ενώ ο Μαρξ υποστήριζε ότι είναι μια ξαφνική τεχνολογική αλλαγή που αναγκάζει τις κοινωνίες να αλλάξουν το ίδιο ξαφνικά την παραγωγική και οικονομική τους δομή και το ίδιο βίαια τις κοινωνικές τους συνέργειες και παραμέτρους, με αποτέλεσμα επαναστατικές διαδικασίες να λαμβάνουν χώρα).
- Αρχική φωτογραφία: Τζούλια, Ντέλιο, Τζουλιάνο Γκράμσι