ᾨδὴ Τρίτη. Εἰς Θάνατον
στροφὴ α´.
Εἰς τοῦτον τὸν ναόν,
τῶν πρώτων Χριστιανῶν
παλαιότατον κτίριον,
πῶς ἦλθον; πῶς εὑρίσκομαι
γονατισμένος;
β´.
Ὅλην τὴν Οἰκουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά,
ἥσυχα, παγωμένα,
τὰ μεγάλα πτερὰ
τῆς βαθείας νύκτας.
γ´.
Ἐδῶ σίγα· κοιμῶνται
τῶν ἁγίων τὰ λείψανα·
Σίγα ἐδῶ, μὴ ταράξῃς
τὴν ἱερὰν ἀνάπαυσιν
τῶν τεθνημένων.
δ´.
Ἀκούω τοῦ λυσσῶντος
ἀνέμου τὴν ὁρμήν·
κτυπᾷ μὲ᾿ βίαν· ἀνοίγονται
τοῦ ναοῦ τὰ παράθυρα
κατασχισμένα.
ε´.
Ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
ὅπου τὰ μελανόπτερα
σύννεφα ἀρμενίζουν,
τὸ ψυχρόν της ἀργύριον
ρίπτει ἡ σελήνη.
ς´.
Καὶ ἕνα κρύον φωτίζει
λευκόν, σιγαλὸν μάρμαρον·
σβησθὲν λιβανιστήριον,
κερία σβηστὰ καὶ κόλυβα
ἔχει τὸ μνῆμα.
ζ´.
Ὦ παντοδυναμώτατε!
τί εἶναι; τί παθαίνω;
ὀρθαὶ εἰς τὴν κεφαλήν μου
στέκονται ᾑ τρίχες!… λείπει
ἡ ἀναπνοή μου!
η´.
Ἰδού, ἡ πλάκα σείεται…
ἰδοὺ ἀπὸ τὰ χαράγματα
τοῦ μνήματος ἐκβαίνει
λεπτὴ ἀναθυμίασις
κ᾿ ἐμπρός μου μένει.
θ´.
Ἐπυκνώθη· λαμβάνει
μορφὴν ἀνθρωπικήν.
Τί εἶσαι; εἰπέ μου; πλάσμα,
φάντασμα τοῦ νοός μου
τεταραγμένου;
ι´.
Ἢ ζωντανὸς εἶσ᾿ ἄνθρωπος,
καὶ κατοικεῖς τοὺς τάφους;
χαμογελάεις;…. ἂν ἄφηκας
τὸν ἅδην…. ἢ ὁ παράδεισος
εἰπέ μου ἂν σ᾿ ἔχῃ.
ια´.
-Mη μ᾿ ἐρωτᾶς· τὸ ἀνέκφραστον
μυστήριον τοῦ θανάτου
μὴν ἐρευνᾷς· τὰ στήθη,
τὰ στήθη ῾ποὺ σ᾿ ἐβύζασαν
ἐμπρός σου βλέπεις.
ιβ´.
Ὦ τέκνον μου, ὦ τέκνον μου,
ἀγαπητόν μου σπλάγχνον,
ἀνόμοιος εἶναι ἡ μοίρα μας,
καὶ προσπαθεῖς ματαίως
῾νὰ μὲ ἀγκαλιάσῃς.
ιγ´.
Παῦσε τὰ δάκρυα. Ἡσύχασε
τὸ πάθος τῆς καρδιᾶς σου.
Ἂν ἡ χαρὰ ἡ ἀνέλπιστος,
ὅτι μὲ εἶδες, βρέχῃ
τοὺς ὀφθαλμούς σου.
ιδ´.
Μειδίασον, χαίρου φίλε μου,
μᾶλλον· ἀλλ᾿ ἂν ἡ πίκρα,
ὅτι τὸν ἥλιον ἄφηκα,
τώρα σὲ κυριεύῃ,
παρηγορήσου.
ιε´.
Τί κλαίεις; τὴν κατάστασιν
ἀγνοεῖς τῆς ψυχῆς μου·
καὶ εἰς τοῦτο τὸ μνῆμα
τὸ σῶμα μου ἀναπαύεται
ἀπὸ τοὺς κόπους.
ις´.
Ναί, κόπος ἀνυπόφερτος
εἶναι ἡ ζωή· ᾑ ἐλπίδες,
οἱ φόβοι, καὶ τοῦ κόσμου
ᾑ χαραὶ καὶ τὸ μέλι
σᾶς βασανίζουν.
ιζ´.
Ἐδῶ ἡμεῖς οἱ νεκροὶ
παντοτινὴν εἰρήνην
ἀπολαύσαμεν, ἄφοβοι,
ἄλυποι, δίχως ὄνειρα
ἔχομεν ὕπνον.
ιη´.
Σεῖς οἱ δειλοὶ ἀχνύζετε
ὅτάν τις ψιθυρίσῃ
τ᾿ ὄνομα τοῦ θανάτου
ἀλλ᾿ ἄφευκτος ὁ θάνατος,
ἄφευκτος εἶναι.
ιθ´.
Μία καὶ μόνη εἶναι
ἡ ὁδός, καὶ εἰς τὸν τάφον
φέρνει· εἰς αὐτὴν ἡ ἀνάγκη
ἀμάχητον μὲ᾿ χεῖρα
ὠθεῖ τοὺς ζώντας.
κ´.
Υἱέ μου πνέουσαν μ᾿ εἶδες
ὁ ἥλιος κυκλοδίωκτος,
ὡς ἀράχνη, μ᾿ ἐδίπλωνε
καὶ μὲ᾿ φῶς καὶ μὲ᾿ θάνατον
ἀκαταπαύστως.
κα´.
Τὸ πνεῦμα ὁποὺ μ᾿ ἐμψύχωνε
τοῦ Θεοῦ ἦτον φύσημα,
καὶ εἰς τὸν Θεὸν ἀνέβη·
γῆ τὸ κορμί μου, κ᾿ ἔπεσεν
ἐδῶ εἰς τὸν λάκκον.
κβ´.
Ἀλλὰ τὸ φέγγος χάνεται
τῆς σελήνης· σὲ ἀφίνω·
πάλιν θέλω σὲ εἰδεῖν
ὅτε ἡ ζωή σου λείψει,
καὶ τότε μόνον.
κγ´.
Μὲ᾿ τὴν εὐχήν μου ὕπαγε·
ἄλλο δὲν λέγω· θέλω
εἰς τὴν συνείδησίν σου
τὰ λοιπὰ φανερώσειν
ὕστερον… χαῖρε…
κδ´.
Τέκνον μου χαῖρε… -Πρόσμενε,
τὸν υἱὸν λυπημένον
μὴ παραιτήσῃς. Ἔπεσε.
Καὶ μένουν οἱ ὀφθαλμοί μου
εἰς βαθὺ σκότος.
κε´.
Ὦ φωνή, ὦ μητέρα,
ὦ τῶν πρώτων μου χρόνων
σταθερὰ παρηγόρησις·
ὄμματ᾿ ὁποὺ μ᾿ ἐβρέχατε
μὲ᾿ γλυκὰ δάκρυα!
κς´.
Καὶ σὺ στόμα ὁποὺ ἐφίλησα
τόσαις φοραίς, μὲ᾿ τόσην
θερμοτάτην ἀγάπην,
πόση ἄπειρος ἄβυσσος
μᾶς ξεχωρίζει!
κζ´.
Αἴ, καὶ ἄπειρος ἂς εἶναι
κ᾿ ἔτι φοβερωτέρα·
ἐκεῖ μέσα ἀτάρακτος
θέλω ἐγὼ συντριφθεῖν
γυρεύοντάς σας.
κη´.
Τώρα, τώρα τὰ χείλη μου
δύνανται ῾νὰ φιλήσουν
τοῦ θανάτου τὰ γόνατα·
῾νὰ στέψω τὸ κρανίον του
δύναμαι τώρα.
κθ´.
Ποῦ εἶναι τὰ ρόδα; φέρετε
στεφάνους ἀμαράντους·
τὴν λύραν δότε· ὑμνήσατε·
ὁ φοβερὸς ἐχθρὸς
ἔγινε φίλος.
λ´.
Κεῖνος ὁποὺ τὸ μέτωπον
τρυφερῶν γυναικῶν
ἀγκάλιασε, πῶς δύναται
εἰς ἀνδρικὴν καρδίαν
῾νὰ ρίψῃ φόβον;
λα´.
Ποῖος ἄνθρωπος εἰς κίνδυνον
εἶναι; τώρα ὁποὺ βλέπω
τὸν θάνατον μὲ᾿ θάρρος,
ἐγὼ κρατῶ τὴν ἄγκυραν
τῆς σωτηρίας.
λβ´.
Ἐγὼ τώρα ἐξαπλώνω
ἰσχυρᾶν δεξιὰν
καὶ τὴν ἄτιμον σφίγγω
πλεξίδα τῶν τυράννων
δολιοφρόνων.
λγ´.
Ἐγὼ τὰ σκῆπτρα στάζοντα
αἵματος καὶ δακρύων
καταπατῶ· καὶ καίω
τῆς δεισιδαιμονίας
τὸ βαρὺ βάκτρον.
λδ´.
Ἐπάνω εἰς τὸν βωμὸν
τῆς ἀληθείας, τὰ σφάγια
τώρα ἐγὼ ρίπτω· μ᾿ ἄφθονα
τὸν λίβανον σωρεύω,
μ᾿ ἄφθονα χέρια.
λε´.
Ὡς ἀπ᾿ ἕνα βουνὸν
ὁ ἀετὸς εἰς ἄλλο
πετάει, καἰγὼ τὰ δύσκολα
κρημνὰ τῆς ἀρετῆς
οὕτω ἐπιβαίνω.
Ο Ανδρέας Κάλβος είναι ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες ποιητές. Δημιουργός με ιδιαίτερο ύφος και συγκλονιστικός στις ποιητικές του εξάρσεις, έγινε γνωστός κι εκτιμήθηκε ως μείζων Έλληνας ποιητής, αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του, χάρις στον Κωστή Παλαμά. Το ποιητικό του έργο συνοψίζεται στις «Ωδές» του, στις οποίες έψαλε τις αρετές και το έπος του ‘21.
Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1792 στη Ζάκυνθο, από ντόπια πλούσια μητέρα, την Αδριανή Ρουκάνη και πατέρα Κερκυραίο, τον Ιωάννη Κάλβο, ανθυπολοχαγό του Ενετικού στρατού και αργότερα έμπορο. Μετά το χωρισμό των γονέων του, ακολούθησε τον πατέρα του στο Λιβόρνο της Ιταλίας, ο οποίος επιδόθηκε στο εμπόριο.
Όταν, όμως, έχασε τον πατέρα του (1812), σταμάτησε τις φιλολογικές σπουδές του κι εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία. Εκεί γνωρίστηκε και συνδέθηκε στενά μ’ έναν επίσης ξενιτεμένο Ζακυνθινό, τον σπουδαίο Eλληνοϊταλό ποιητή Ούγο Φώσκολο, που τον προστάτεψε και τον βοήθησε να συνεχίσει τις σπουδές του σε μία πόλη ξακουστή για τα γράμματα και τις τέχνες της. Στην ιστορική πόλη της Τοσκάνης, ο Κάλβος εντρύφησε sth λογοτεχνία και ανακάλυψε την ποιητική του φλέβα.
Όταν ο Φώσκολος κατέφυγε στην Ελβετία ως πολιτικός εξόριστος (1815), πήρε μαζί του τον Κάλβο και από εκεί οι δύο φίλοι εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο. Τύπος ιδιόρρυθμος και κυκλοθυμικός, ο Κάλβος, ήρθε σε ρήξη με τον προστάτη του και διέρρηξε οριστικά τις σχέσεις μαζί του, αναγνωρίζοντας όμως τις κάθε μορφής παροχές και ευεργεσίες του συμπατριώτη του.
Μόνος του πια, ο Κάλβος αγωνίστηκε σκληρά να κερδίσει τη ζωή του με ιδιωτικές παραδόσεις και με μεταφράσεις θεολογικών συγγραμμάτων. Τον Μάιο του 1819 παντρεύεται τη Μαρία Τερέζα Τόμας, η οποία θα πεθάνει τον ίδιο χρόνο.
Το 1820 εγκαταλείπει το Λονδίνο και περνώντας ξανά από τη Φλωρεντία, όπου απελαύνεται για τις φιλελεύθερες ιδέες του και την Ελβετία, φτάνει στο Παρίσι (1824), όπου προσπαθεί να ζήσει ως δημοσιογράφος.
Το 1826 κατεβαίνει στην επαναστατημένη Ελλάδα «για να προσφέρει ακόμη μια καρδιά στα όπλα των μουσουλμάνων», όπως έγραψε στον στρατηγό Λαφαγιέτ. Φτάνει στο Ναύπλιο, όπου όμως δεν θα εκτιμηθεί η αφιλόκερδη και αγνή πατριωτική προσφορά του.
Η επαφή του με την ελληνική πραγματικότητα, οι αντιζηλίες και τα πάθη των αγωνιστών τον πληγώνουν βαθιά και πικραμένος φεύγει για την Κέρκυρα τον Αύγουστο του 1826. Εκεί συνεχίζει τις παραδόσεις ιδιωτικών μαθημάτων, διορίζεται γυμνασιάρχης στο Ιόνιο Γυμνάσιο και αργότερα καθηγητής της φιλοσοφίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Ο Ανδρέας Λασκαράτος και ο Γεράσιμος Μαρκοράς ευτύχησαν να είναι μαθητές του.
Τον Νοέμβριο του 1852 εγκαταλείπει οριστικά την Κέρκυρα για την Αγγλία. Στο Λονδίνο παντρεύεται τη Σαρλότ Γουάνταμς, με την οποία εγκαθίσταται στο Λάουθ του Λινκονσάιρ, όπου η σύζυγός του ίδρυσε ανώτερο παρθεναγωγείο στο οποίο δίδασκε και ο Κάλβος. Εκεί συνέχισε την ενασχόλησή του με τις θρησκευτικές μελέτες και τις μεταφράσεις έως τον θάνατό του στις 3 Νοεμβρίου 1869.
Ο τάφος του ήταν άγνωστος έως το 1937, οπότε βρέθηκαν τα οστά του στο νεκροταφείο της Αγίας Μαργαρίτας του Κέντιγκτον. Τον Μάρτιο του 1960 τα οστά του ποιητή και της δεύτερης γυναίκας του (που είχε πεθάνει το 1888), μεταφέρθηκαν πρώτα στην Αθήνα και τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου στη γενέτειρά του Ζάκυνθο, όπου από τις 17 Ιανουαρίου 1968 βρήκαν την αιώνια ανάπαυση στο μαυσωλείο του Μουσείου Σολωμού και επιφανών Ζακυνθίων.
Έτσι εκπληρώθηκε η τελευταία επιθυμία του ποιητή, όπως την είχε ζητήσει στην τελευταία στροφή (κγ’) της πρώτης Ωδής («Ο Φιλόπατρις»): «Ας μη μου δώση η μοίρα μου / εις ξένην γην τον τάφον· / είναι γλυκύς ο θάνατος / μόνον όταν κοιμώμεθα / εις την πατρίδα».
Το κυριότερο ποιητικό δημιούργημα του Κάλβου είναι οι «Ωδές», που αποτελούνται από 20 πολύστροφα ποιήματα. Τις πρώτες δέκα τις έγραψε στη Γενεύη το 1824 και τις άλλες δέκα μετά δύο χρόνια στο Παρίσι. Οι πρώτες είχαν τον γενικό τίτλο «Λύρα, Ωδαί» και οι άλλες τον τίτλο «Νέαι Ωδαί». Στο πρώτο βιβλίο υπογράφει ως Ανδρέας Κάλβος Ιωαννίδης ο Ζακύνθιος και στο δεύτερο ως Κάλβος ο Ζακύνθιος. Οι περισσότερες Ωδές είναι αφιερωμένες στην πατρίδα ή τιτλοφορούνται με τίτλους που εξυμνούν την πατρίδα και τους τόπους θυσίας των ηρωικών υπερασπιστών της.
Νεοπινδαρικός στο ύφος, μεγαλοπρεπής, με απίθανες εξάρσεις, ο Κάλβος δίνει στο στίχο του το βαθύ νόημα των μεγάλων οραματισμών. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί αποτελεί έναν ιδιότυπο συγκερασμό από αρχαϊκά στοιχεία, Κοραϊκούς τύπους, δημοτικές λέξεις και προσωπικά πλάσματα, συχνά αυθαίρετα. Οι στροφές των Ωδών του είναι πεντάστιχες και αποτελούνται από στίχους αναμοιοκατάληκτους, τέσσερις επτασύλλαβους και ένα πεντασύλλαβο.
Αν το έργο του έγινε ευρύτατα γνωστό κι εκτιμήθηκε όσο λίγα στην Ελλάδα, τούτο οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στον Κωστή Παλαμά, που σε μία ομιλία του, 20 χρόνια μετά το θάνατό του, διαδήλωσε τον απερίφραστο θαυμασμό του στην ποίηση του Κάλβου και ερμήνευσε στο ακροατήριό του γιατί ο Κάλβος ήταν ένας μεγάλος, ένας αρρενωπός ποιητής.
*Ανδρέας Κάλβος. (Προσωπογραφία κατ’ εικασία.) Εργο του Παναγιώτη Γράββαλου.
Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων. Χαρακτικό 49,0×32,3 εκ.
Αρχική εικόνα: Francis Picabia, Conversation I, 1922