Της Ειρήνης Αϊβαλιώτου
Το έργο του Άρθουρ Σνίτσλερ «Ανατόλ ή η μάχη των φύλων», γράφτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 20ου, όταν και παίχτηκε με τεράστια επιτυχία στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο θεατρικός συγγραφέας το εμπνεύστηκε στα τραπέζια του ιστορικού Cafe Central της Βιέννης, που ήταν το αγαπημένο στέκι του, εκεί όπου έγραψε και το “Ερωτικό γαϊτανάκι”. Το Καφέ Τσεντράλ στεγάζεται στο επιβλητικό Μέγαρο Φέρστελ (Palais Ferstel), ένα ιταλικού ρυθμού μέγαρο του 19ου αιώνα. Οικοδομήθηκε στα 1856-1860 και φέρει το όνομα του αρχιτέκτονά του Χάινριχ φον Φέρστελ (Heinrich von Ferstel, 1828 – 1883).
O συγγραφέας
Η άποψη του Σνίτσλερ ήταν ότι τα δύο βασικά θέματα για τα οποία γράφει κανείς είναι ο έρωτας και ο θάνατος. Γράφει και περιγράφει σχεδόν κυνικά τον έρωτα σε όλες τις όψεις του, τις απάτες και τις αυταπάτες του, την αλήθεια του και την υποκρισία του, τα τεχνάσματα και τις παγίδες του, το πάθος και τη σκληρότητά του.
Ο Αυστριακός διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας Άρθουρ Σνίτσλερ (Arthur Schnitzler, Βιέννη, 15 Μαΐου 1862 – 21 Οκτωβρίου 1931), ήταν γιος διάσημου εβραίου γιατρού, σπούδασε Ιατρική στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, και άσκησε το λειτούργημά του με μισή καρδιά ως το 1893, έτος θανάτου του πατέρα του, οπότε αισθάνθηκε ελεύθερος να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία.
Τα έργα του διακρίνονταν για σεξουαλικότητα και προκάλεσαν σκάνδαλο. Ειδικά το θεατρικό του έργο Reigen (γνωστό με τον γαλλικό τίτλο La Ronde και στα Ελληνικά Το ερωτικό γαϊτανάκι), απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία κι έγινε αιτία να κατηγορηθεί ο συγγραφέας από την κοινή γνώμη ως «Εβραίος πορνογράφος» με συνέπεια να το αποσύρει ο ίδιος από τις γερμανόφωνες χώρες. Το έργο έχει θέμα του τις αλλεπάλληλες ερωτικές συνευρέσεις μεταξύ προσώπων όλων των κοινωνικών τάξεων, οι σχέσεις μεταξύ των οποίων ξεκινούν από μια πόρνη και καταλήγουν πάλι σ’ αυτήν. Η επιτυχία στο εξωτερικό ήταν μεγάλη και μόνο το 1982 ο γιος του συγγραφέα επέτρεψε γερμανόφωνες παραστάσεις του έργου.
Σκάνδαλο και απαγόρευση της λογοκρισίας προκάλεσε επίσης το θεατρικό έργο «Ο καθηγητής Μπερνάρντι» που είχε θέμα του τον αντισημιτισμό. Επίσης, η νουβέλα του «Υπολοχαγός Γκουστλ», το πρώτο έργο της γερμανικής πεζογραφίας σε εσωτερικό μονόλογο, προκάλεσε την καθαίρεση του Σνίτσλερ από τον βαθμό του τού εφέδρου αξιωματικού του Υγειονομικού Σώματος γιατί θεωρήθηκε ότι αποδοκίμαζε τον κώδικα τιμής των αξιωματικών της Αυστροουγγαρίας.
Είχε αρχίσει να γράφει από αρκετά νωρίς και στα είκοσι πέντε του δημοσίευσε για πρώτη φορά ποιήματα στο «An der schonen blauen Donau», το λογοτεχνικό ένθετο του περιοδικού «Neue Freie Presse».
Έγινε γνωστός με τον «Ανατόλ» (1893), μια σειρά από επτά μονόπρακτα. Ακολούθησαν οι «Έρωτες» (1895) καθώς και το περίφημο «Γαϊτανάκι του έρωτα» (1900), το οποίο μεταφέρθηκε δύο φορές στον κινηματογράφο. Παντρεύτηκε το 1903 και χώρισε το 1921. Το 1928 αυτοκτόνησε η κόρη του. Ο Σνίτσλερ έγραψε πολλά θεατρικά έργα, που παίζονταν συνήθως με επιτυχία στις σκηνές της Βιέννης και του Βερολίνου.
Ασχολήθηκε όμως και με την πεζογραφία, γράφοντας διηγήματα και νουβέλες, που θεωρούνται ακόμα καλύτερες από το δραματικό του έργο: “Ο νόστος του Καζανόβα”, 1918, “Η δεσποινίς Έλζε”, 1924, “Ονειρεμένη ιστορία”, 1926, καθώς και δύο μυθιστορήματα, “Ο δρόμος προς την ελευθερία”, 1908, και “Τερέζα”, 1928. Πραγματευόμενος τις θεμελιώδεις αλήθειες της ζωής, ο Σνίτσλερ εξέφρασε με χαρακτηριστικό τρόπο το πνεύμα της εποχής του, της Βιέννης του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.
Ο Φρόιντ
Κατέκτησε μεγάλη αναγνώριση, και μεταξύ των θαυμαστών του συγκαταλεγόταν ο Sigmund Freud, ο οποίος, αναφερόμενος στην ιδιαίτερη σημασία του υποσυνείδητου στον Σνίτσλερ, αναγνώρισε ότι τα όσα είχε φέρει ο ίδιος στο φως με κοπιώδη αναλυτική εργασία, ο συγγραφέας τα είχε ανακαλύψει αυτοενδοσκοπούμενος. Ο Φρόιντ είχε πει ότι ο Σνίτσλερ κατάλαβε από διαίσθηση ό,τι επίπονα προσπαθούσε να εξηγήσει σε άλλους. Οι αντίπαλοί του ωστόσο κατέκριναν τον Σνίτσλερ με δριμύτητα, ακόμη και ως πορνογράφο. Όταν κάποτε του παρατήρησαν ότι ασχολείται διαρκώς με τα ίδια θέματα, ο Σνίτσλερ απάντησε: “Γράφω για τον έρωτα και τον θάνατο. Υπάρχουν μήπως άλλα θέματα;”.
Επανερχόμενοι στον Freud άλλωστε, να πούμε πως σε επιστολές που είχαν ανταλλάξει, αναρωτήθηκε και έγραψε: «Πώς κατορθώσατε να αντλήσετε αυτή τη μυστηριώδη γνώση για την ανθρώπινη ψυχή, που εγώ κατέκτησα μόνον έπειτα από πολύμοχθη διερεύνηση του αντικειμένου και τελικά έφτασα στο σημείο να ζηλεύω τον ποιητή, που κατά τα άλλα θαυμάζω».
«Έχω λοιπόν σχηματίσει την εντύπωση πως εσείς, δια της διαίσθησης -στην πραγματικότητα όμως ως συνέπεια εκλεπτυσμένης αυτοαντίληψης- γνωρίζετε όλα εκείνα, όσα αποκάλυψα εγώ έπειτα από κοπιαστική εργασία σε άλλους ανθρώπους», συμπλήρωνε.
Στην επιστολή του αυτή προς τον Άρτουρ Σνίτσλερ, ο Σίγκμουντ Φρόυντ συνοψίζει την επιτυχία, με την οποία το κίνημα του βιεννέζικου μοντερνισμού προσέγγισε τους υψηλούς στόχους που έθεσε κατά την ίδρυσή του στα τέλη του 19ου αιώνα. Καταυγάζοντας με το ψυχαναλυτικό του φως την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, ο συγγραφέας πρόσφερε στο ευρωπαϊκό πνεύμα λογοτεχνία πρωτοποριακής τόλμης και πρωτοτυπίας.
Η αιωνιότητα του έρωτα
Στα έργα του ο Σνίτσλερ δεν μιλά για αιωνιότητα. Υπάρχουν όμως στιγμές σ’ αυτά που αναδίνουν γύρω τους ένα άρωμα αιωνιότητας. Τη μόνη αιωνιότητα που μπορούμε να καταλάβουμε, τη μόνη που μας ανήκει. Την αιωνιότητα του έρωτα. «Αφού κι εσύ μόνο αυτό ξέρεις, πως μ’ αγαπάς αυτή τη στιγμή…», έγραφε.
Τελικά το πόσο τεράστια επίδραση έχει η ζωή στη λογοτεχνία και πόσο οι συγγραφείς γίνονται αυτόπτες μάρτυρες της ίδιας τους της πραγματικότητας αποδεικνύεται περίτρανα στο έργο του.
Πρόσφατα παρακολουθήσαμε το έργο του «Ανατόλ» στο θέατρο «Αλκμήνη», σε μια κατάμεστη αίθουσα γεμάτη από προσηλωμένους θεατές. Στο ρόλο του Μαξ είδαμε τον αξιότιμο κύριο Πέρη Μιχαηλίδη. Τις εφτά κυρίες του έργου υποδύθηκε η λαμπερή Τζούλη Σούμα και τον ίδιο τον Ανατόλ ο ταλαντούχος Λευτέρης Βασιλάκης. Το έργο ανέβηκε στη λογοτεχνικότατη και διαχρονική μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη. Τη δε σκηνοθεσία είχε αναλάβει ο έμπειρος Γιάννης Βούρος. Δεδομένης της αθρόας προσέλευσης του κοινού και της καλλιτεχνικής επιτυχίας της, απορώ γιατί η παράσταση αυτή κατέβηκε τόσο γρήγορα και δεν συνεχίστηκε.
Τα “θέλω” και τα “πρέπει”
Η παράσταση κάνει μια θαυμάσια ψυχολογική ανάλυση στην ηρωίδα ή μάλλον και στις εφτά ηρωίδες, που η κάθε μία είναι διαφορετική αλλά όλες εξόχως σαγηνευτικές. Επίσης μας ταξιδεύει στη Βιέννη εκείνης της εποχής, ανάμεσα στους αυτοκρατορικούς δρόμους, τις θαυμάσιες μελωδίες, τις γκαρνταρόμπες των κυριών, τα αριστοκρατικά κτήρια και τα όμορφα επιπλωμένα δωμάτια. Μας εκμυστηρεύεται με πολύ όμορφο τρόπο τις αμφιβολίες, τις ανησυχίες κυρίως των γυναικών ηρωίδων και το πώς αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στα “θέλω” τους και στα “πρέπει” της συντηρητικής κοινωνίας της εποχής.
Μάς συγκινεί αναλύοντας την τεράστια αδικία τούτου του κόσμου, όπου η λαχτάρα για ηδονή έχει δοθεί ίδια στη γυναίκα όπως και στον άντρα, αλλά στις γυναίκες γίνεται αμαρτία και απαιτεί εξιλέωση, όταν αυτή η λαχτάρα για ηδονή δεν αποτελεί ταυτόχρονα και λαχτάρα για γάμο και οικογένεια.
Ο κατά συρροήν εραστής μεγαλοαστός ήρωας του έργου, ο Ανατόλ, βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση καθότι αθεράπευτος κυνηγός της ομορφιάς και της ηδονής.
Ο Ανατόλ έχει σαφώς καταβολές από τον Δον Ζουάν και τον Καζανόβα, όμως είναι πολύ πιο κοντά στον καθημερινό άντρα, ο οποίος ζει σύντομους και εφήμερους έρωτες σε μια ατελείωτη σκυταλοδρομία πάντα διψασμένος και ανικανοποίητος.
Το έργο αποτελείται από εφτά επεισόδια και έναν επίλογο – ο οποίος παίχτηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα – όλα παραλλαγές πάνω στο ερωτικό θέμα: αισθηματικές, ειρωνικές, μελοδραματικές, σαρκαστικές, ρεαλιστικές και φαρσικές. Ο ίδιος ο Σνίτσλερ ενσαρκώνεται από τον φίλο του Ανατόλ, τον ώριμο θυμόσοφο Μαξ, που σχολιάζει και προωθεί τα δρώμενα, παραστέκεται και παρηγορεί τους «δράστες».
Οι εφτά γυναίκες που αποτελούν τα «ερωτικά αντικείμενα» του Ανατόλ, προέρχονται από κάθε τάξη, επάγγελμα, ψυχικό και πνευματικό περίγυρο. Αλληλοσπαράζονται παίζοντας τον θύτη και το θύμα. Όλα αυτά βέβαια σ’ ένα παιχνίδι με πολύ έρωτα, πάθος, καλαισθησία, εύθυμη διάθεση και χαρακτήρες αληθινούς, με τους οποίους ταυτιζόμαστε και σήμερα, γιατί ο έρωτας είναι πάντα ένα διαχρονικό και βασικό στοιχείο της ζωής μας.
Η Βιέννη της εποχής
Την περίοδο εκείνη, πριν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους, στη Βιέννη ανθεί η πιο πολυπληθής κοινότητα Εβραίων μεγαλοαστών και διανοούμενων, στα σαλόνια των οποίων συγκεντρώνονταν αριστοκράτες, μεγαλοαστοί, καλλιτέχνες και μουσικοί της εποχής. Εκκολαπτήρια ιδεών, πολιτικών ζυμώσεων και αντιπαραθέσεων γύρω από τον σοσιαλισμό, τον σιωνισμό, το εβραϊκό ζήτημα… Μια Βιέννη γεμάτη αντιθέσεις, όπου ο άκρατος πουριτανισμούς συνδυάζεται με τον απερίφραστο ερωτισμό…
Αξίζει να σημειώσουμε πως επιφανείς φιγούρες όπως ο Γκουστάβ Μάλερ, ο Άρθουρ Σνίτσλερ, ο Μάλερ, ο Μπραμς, ο Κάφκα, ο Έγκον Σίλε, ο Γκουστάβ Κλιμτ και άλλοι ζούσαν εκείνη την εποχή στην ίδια πόλη και διαμόρφωσαν το αισθητικό τοπίο της Βιέννης στο μεταίχμιο των δύο αιώνων. Όλοι αυτοί περπάτησαν στους κατάφυτους λόφους και τα αμπέλια της εξοχής της, στις όχθες του Δούναβη με τα φροντισμένα σπίτια, στους όμορφους ανθισμένους κήπους, παρακολούθησαν την κίνηση στο ποτάμι, καθισμένοι στα πέτρινα πεζούλια πίνοντας καφέ μελάνζ και προφανώς επισκέφθηκαν κάποιους από τους πάμπολλους οίκους ανοχής που υπήρχαν. Βρισκόμαστε λοιπόν στη Βιέννη του 1900.
Η αυστροουγγρική αυτοκρατορία καταρρέει στον ρυθμό του βαλς κι από τα συντρίμμια της ξεπροβάλλουν τα πιο ζωντανά ρεύματα της τέχνης και της διανόησης. Tι θα ήταν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός χωρίς τον Μάλερ στη μουσική, τον Σνίτσλερ στη λογοτεχνία, τον Φρόιντ στην ψυχιατρική, τους Κλιμτ, Σίλε και Κοκόσκα στη ζωγραφική;
Γιατί η Βιέννη, γερμανική ως προς τη γλώσσα, ιταλική ως προς την αύρα και ιησουίτικη ως προς τον κυρίαρχο προσανατολισμό, ήταν τόσο εύφορη πολιτισμικά; Μια προσεκτική ματιά στους παράφορους εναγκαλισμούς του Κλιμτ, στην ιερή πορνογραφία του Σίλε, στην εξπρεσιονιστική μοναξιά του Κοκόσκα, στον ερωτισμό του Σνίτσλερ ίσως μας ανοίξει δρόμους, αν όχι στη σκέψη, σίγουρα πάντως στις αισθήσεις και στα αισθήματα. Οι ανάσες αυτών, εκ των πρωταγωνιστών του βιεννέζικου Μοντερνισμού και πρωτεργατών του κινήματος της Απόσχισης (που στόχο είχε τη ρήξη με τον ακαδημαϊσμό), αναμείχτηκαν με αυτή του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν την εποχή που εκείνος δημοσιεύει τη «Λογικο-Φιλοσοφική Πραγματεία» του, σε μια πόλη της οποίας ο πληθυσμός φτάνει τα 2 εκατ. Είναι δηλαδή πολυπληθέστατη και πολυπολιτισμική. Με άλλα λόγια μια μητρόπολη είναι η πόλη που εμπνέει τον Σνίτσλερ.
Το έργο
Ο Σνίτσλερ κατακτά, και δικαίως, τους θεατές του σήμερα, γι’ αυτό και το έργο ξαναπαίζεται με τεράστια επιτυχία τα τελευταία 10 χρόνια στη Νέα Υόρκη, στο Βανκούβερ, στo Παρίσι και στο Βερολίνο.
Το έργο μοιάζει με τη ρόδα του λούνα παρκ, όπου ο άξονας είναι ο Ανατόλ και γύρω του περιστρέφονται οι γυναίκες και οι ερωτικές του συναντήσεις. Παρατηρητής, σχολιαστής, στοχαστής και πανταχού παρών είναι ο Μαξ, ο ήρωας του Σνίτσλερ όντας μέλος της μεγαλοαστικής κοινωνίας, που πραγματεύεται τις ερωτικές σχέσεις, σαρκάζοντάς τες και παράλληλα ασκεί κριτική για τα κοινωνικά ήθη της εποχής τους.
Υπάρχουν επτά διαφορετικά μονόπρακτα, στα οποία οδηγός είναι ο πρωταγωνιστής, ο Ανατόλ. Μέσα από αυτή την αλυσίδα των ερωτικών σχέσεων ο συγγραφέας επιτυγχάνει να μας δείξει ανάγλυφα την κυριαρχικότητα, την εμμονή του ερωτικού πάθους, αλλά παράλληλα και τη μοναξιά που ακολουθεί ή προηγείται της σαρκικής ένωσης. Ο Ανατόλ είναι ένα ανικανοποίητο αρσενικό, που ψάχνει κάθε φορά κι ένα καινούργιο «ερωτικό παιχνίδι». Οι επτά γυναίκες είναι ενδεικτικές συναντήσεις στην πορεία της ζωής του Ανατόλ.
Οι ερωτικές σχέσεις είναι ένα θέμα το οποίο απασχολεί ανά τους αιώνες όλους τους συγγραφείς του κόσμου. Ο Σνίτσλερ, με ακρίβεια ιατρικής διάγνωσης και παρατηρητικότητα έμπειρου ψυχαναλυτή, περιγράφει αυτή τη συναλλαγή των ηρώων με τη μοίρα τους αλλά και την τρέλα του πόθου, τις ενοχές, τη ανισότητα των δύο φύλων όσον αφορά τη σεξουαλική ελευθερία. Ο θεατής ξαφνιάζεται με την ικανότητα του συγγραφέα να εμβαθύνει στην ψυχολογία των ηρώων του. Πιστός στο πνεύμα της εποχής που γέννησε την ψυχανάλυση, δίνει ποιητική μορφή στους ήρωές του καταγράφοντας και τις ίδιες τις αναμνήσεις του. Βλέπει κάτω από την επιφάνεια: ένας νεαρός άνδρα ψάχνει να βρει το δρόμο του, μια κοινωνία που σπρώχνει με τρόπο τις κοινωνικές δυσαρμονίες κάτω από το χαλί του σαλονιού και παρακολουθεί ανέμελα τα δυσάρεστα που έπονται, μια αυτοκρατορία που πορεύεται αποφασιστικά προς την κατάρρευσή της. Ο Άρτουρ Σνίτσλερ, χαρακτηριστικό τέκνο της Βιέννης του 1900, πρωτεργάτης του αυστριακού μοντερνισμού, ζωντανεύει με χιούμορ και μελαγχολία τη ζωή της μεγαλοαστικής τάξης, την ανία της, τις απολαύσεις, τα παιχνίδια, τα γεύματα και τα δείπνα, την όπερα και τα θέατρα, φίλους και καλλιτέχνες: όλα τα βιώματα μιας νιότης στη Βιέννη.
Οι συντελεστές
Ένας τεράστιος έπαινος ανήκει στην Τζούλη Σούμα, που υποδύθηκε τις επτά ηρωίδες του έργου. Έκανε απίστευτες αλλαγές ακούραστα και με κινηματογραφική ταχύτητα. Σίγουρα είχε επωμιστεί τις μεγαλύτερες δυσκολίες της παράστασης.
Οι επτά γυναίκες που ερμηνεύει προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, ασκούν διαφορετικά επαγγέλματα, έχουν διαφορετικές ηλικίες και εντελώς διαφορετική ψυχοσύνθεση και ψυχολογική διαδρομή. Κοινό χαρακτηριστικό τους η εκρηκτικότητα. Γυναίκες δυνατής ιδιοσυγκρασίας. Το ενδιαφέρον στοιχείο της παράστασης είναι το παιχνίδι του θύματος και του θύτη, του κυνηγού και του θηράματος, της γάτας με το ποντίκι. Αν και κανένας δεν παρενοχλεί και κανένας δεν παρενοχλείται, ο Ανατόλ πιστεύει πως έχει τις γυναίκες υποχείριά του, όμως πολύ συχνά τα πράγματα αντιστρέφονται κι ο ήρωάς μας γίνεται εκείνος το θύμα. Με τα αισθήματα δεν παίζουν ποτέ.
Η μία ηρωίδα είναι πωλήτρια σε ανθοπωλείο, ερωτευμένη με τον Ανατόλ, που προσπαθεί να την υπνωτίσει για να της αποσπάσει τα μυστικά της. Υπάρχει μια κυρία, αριστοκράτισσα, παντρεμένη, μεγαλύτερη από τον Ανατόλ, μια Βιεννέζα Άννα Καρένινα, ερωτευμένη μαζί του αλλά διστακτική και άτολμη. Ακόμα συναντάμε ένα απελευθερωμένο κορίτσι που τραγουδά σε καμπαρέ.
Με αυτές τις ηρωίδες κι άλλες τέσσερις εξίσου υπέροχες, η Τζούλη Σούμα μας μάγεψε και κυριάρχησε επί σκηνής με τον ονειρικό συνδυασμό εσωτερικότητας και αέρινης κίνησης. Η δε φωνή της γοητευτικότατη και το συναίσθημά της παλλόμενο, δίχως να εγκλωβίζεται σε εξωτερικά χαρακτηριστικά. Ένα πλάσμα που έλαμπε επί σκηνής.
Ο Λευτέρης Βασιλάκης κράτησε με μαεστρία τον κεντρικό ρόλο του bon viveur και προσωποποίηση του καρδιοκατακτητή Ανατόλ. Ένα περίβλημα καλύπτει την εύθραυστη αν και αθέατη πλευρά του ανήσυχου Δον Ζουάν, κι όταν αυτό το επίστρωμα ραγίσει από κάτω αρχίζουν να διαφαίνονται οι ευαίσθητες νότες και οι αιμάτινες κραυγές μιας τραγικής ύπαρξης που σπαράζει για αποδοχή και αγάπη. Θαυμάσια ερμηνεία!
Ευέλικτος και με ειρωνική διάθεση, ο έξοχος Πέρης Μιχαηλίδης εκπροσώπησε με θέρμη τη φλεγματικότητα του Μαξ αλλά και την αποστασιοποίηση του παρατηρητή – συγγραφέα. Υπέροχος καλλιτέχνης. Με ποιότητα και προσωπική σφραγίδα.
Τα απαράμιλλης κομψότητας, αληθινά κομψοτεχνήματα, κοστούμια του Δημήτρη Ντάσιου, η ατμοσφαιρική επιμέλεια του σκηνικού με τη βιεννέζικη υποβλητικότητα από τον Γιάννη Βούρο, οι εκπληκτικοί φωτισμοί του Γιώργου Φρέντζου, η γεμάτη χάρη κίνηση της ικανότατης Φρόσως Κορρού, η μουσική επιμέλεια του Γιώργου Τσιρίκου με τη χαρούμενη επιβλητικότητά της, συμμάχησαν με τη σκηνοθεσία συνθέτοντας ένα μοντέρνο αλλά αρχοντικό θεατρικό σύμπαν.
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Βούρος χειρίστηκε με επιδεξιότητα το υλικό του και τα εκφραστικά μέσα των τριών αξιόλογων ηθοποιών προσφέροντας στο κοινό μια ώριμη και υποδειγματική παράσταση.
***
Παρακολουθήσαμε την παράσταση στο θέατρο «Αλκμήνη», Αλκμήνης 8, Γκάζι.
Ταυτότητα παράστασης
Ηθοποιοί
Μαξ: Πέρης Μιχαηλίδης
Οι εφτά γυναίκες του έργου: Τζούλη Σούμα
Ανατόλ: Λευτέρης Βασιλάκης
Συντελεστές
Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Βούρος
Μετάφραση Επιλόγου: Γιάννης Καλιφατίδης
Κοστούμια: Δημήτρης Ντάσιος
Επιμέλεια σκηνικού χώρου: Γιάννης Βούρος
Φωτισμοί: Γιώργος Φρέντζος
Επιμέλεια κίνησης: Φρόσω Κορρού
Βοηθός σκηνοθέτη: Τζωρτζίνα Κώνστα
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Τσιρίκος
Μακιγιάζ: Βαγγέλης Θώδος
Φωτογραφίες: Olsi Mane
Teaser & Trailer: Άλκης Σδούγκος- Art Productions
Επικοινωνία: Τζίνα Φουντουλάκη