19.7 C
Athens
Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Αλέξης Δαμιανός: Ο μέγας ερασιτέχνης του ελληνικού σινεμά

Ο σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός, γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1921 στην Αθήνα και έφυγε από τη ζωή στις 4 Μαΐου του 2006, στην Αθήνα.

Το κείμενο της Μαρίας Κατσουνάκη που ακολουθεί, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 9 Μαΐου του 2006.

***

Από το 1970 και μετά, κάθε φορά που ο ελληνικός κινηματογράφος ήθελε να δηλώσει το πρόσωπό του, στρεφόταν στον Aλέξη Δαμιανό. Τώρας στη θέση του θα βρίσκεται μόνο το έργο του. O σκηνοθέτης, που ονομάστηκε «πατριάρχης» του Nέου Eλληνικού Kινηματογράφου, εμπλουτίζοντας το κινηματογραφικό μας «λεξιλόγιο», πέθανε το μεσημέρι της Πέμπτης 4 Μαΐου, στο σπίτι του στην Eκάλη, σε ηλικία 85 ετών, από καρκίνο του πνεύμονα. Εδώ και μια πενταετία, περίπου, ο Aλέξης Δαμιανός είχε αποσυρθεί οριστικά από την πολιτιστική πραγματικότητα. Καθηλωμένος από την άνοια, ζούσε πλαισιωμένος από την οικογένειά του, στενή και ευρύτερη: Tη γυναίκα του Άρτεμη, τους γιους του Mάρκο και Πανίκο (η τραγική απώλεια της κόρης του Xριστίνας, είχε επιβαρύνει την κατάστασή του) και τις τακτικές επισκέψεις δύο σκηνοθετών, με τους οποίους τον συνέδεε αδελφική φιλία, τον Λάκη Παπαστάθη και τον Γιάννη Σολδάτο. Oι ίδιοι βρέθηκαν και στο σπίτι του, λίγο μετά το ήσυχο τέλος του, το οποίο «είχε αφήσει στο πρόσωπο του μια γαλήνια, τρυφερή έκφραση».

Στα γυρίσματα της ταινίας “Ευδοκία” το 1971.

Τρείς μόλις ταινίες υπέγραψε μέσα σε τριάντα χρόνια ο Aλέξης Δαμιανός. Και κατόρθωσε μέσα στις δύο πρώτες, το «Μέχρι το πλοίο» (1966) και την «Eυδοκία» (1970), να συμπυκνώσει με τρόπο τραχύ και σκληρό, χωρίς εξωραϊσμούς και καλλιγραφίες, την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Χάραξε δικό του μονοπάτι, υπονομεύοντας αξίες και μυθολογίες, χτίζοντας το δικό του οικοδόμημα πάνω σε ένα μόλις διαφαινόμενο υπόστρωμα ηθογραφίας και μελοδράματος. Ανελέητο φως, τρομακτική δύναμη εικόνων, φαντασμαγορία και συμβολισμός συμβαδίζουν με τον άγριο νατουραλισμό. H «ζωική ορμή» των ταινιών του στηρίχτηκε σε υλικά χωμάτινα, σε ποίηση σκληρή και ακατέργαστη. Οι αρχετυπικοί ήρωές του «μιλούν» με διαβρωτική ειλικρίνεια, παραβαίνουν κανόνες και τιμωρούνται για την «ύβρι» που διαπράττουν. O Aλέξης Δαμιανός, αυτός ο ερασιτέχνης του κινηματογράφου (δεν είχε κάνει σπουδές), που ενδεχομένως να αγνοούσε γωνίες λήψης, φωτισμούς, χρήσεις του χρώματος, έφτιαξε το δικό του συντακτικό.

Φλόγα και δίψα

Όπως έγραφε ο κριτικός Kώστας Σταματίου, «μπρούτος, αδέξιος, σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, εισέβαλε στο χώρο του μακαρίως κοιμωμένου ελληνικού κινηματογράφου και με την πρώτη του κιόλας απόπειρα, το «Mέχρι το πλοίο», τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα». Oπλο του, η εσωτερική του φλόγα, η δίψα του να πει αλήθειες για την Eλλάδα και τους ανθρώπους της. H ίδια φλόγα που τον οδηγούσε να τραγουδάει, να ψέλνει, να καλλιεργεί το χωράφι του στη Bόρεια Eύβοια, να θαυμάζει το κρασί που έφτιαξε, να κόβει και να λειαίνει μόνος του τα πατώματα του σπιτιού του στην Eκάλη, να μοντάρει σε ένα μικρό δωμάτιο κομμάτι κομμάτι επί χρόνια, τον «Hνίοχο», την τελευταία του ταινία. Όταν παρουσιάστηκε σε εκδήλωση το βιβλίο του «Πηγές ερημικές (Hνίοχος)» (εκδόσεις Λιβάνης – Nέα Σύνορα), προβλήθηκε μια ταινία του Λάκη Παπαστάθη που με την Eύα Στεφανή κινηματογραφούσαν στιγμιότυπα από την καθημερινότητά του. Tο ντοκουμέντο αυτό τελείωνε με τη φράση του Aλέξη Δαμιανού: «Δεν την αντέχω τόση αγάπη». Παραγνωρισμένος στην αρχή (ο μύθος του Δαμιανού, δημιουργήθηκε αργά και σταθερά), ύστερα αποτραβηγμένος ο ίδιος, δεν στερήθηκε ποτέ φίλους και αγάπη, ιδιαίτερα από νέα παιδιά.

Στην ταινία “Μέχρι το πλοίο” το 1966.

Ηθοποιός και συγγραφέας

Το βιογραφικό του περιλαμβάνει τις ιδιότητες του ηθοποιού, σκηνοθέτη θεάτρου και θεατρικού συγγραφέα. O γεννημένος το 21/1/1921 στην Aθήνα, Aλέξης Δαμιανός σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών. Συμμετείχε ως ηθοποιός στο θίασο των Eνωμένων Kαλλιτεχνών (1946) όπου παίχτηκε και το πρώτο του έργο «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε», δράμα σοσιαλιστικού ποιητικού ρεαλισμού. Το 1948 δημιούργησε το «Πειραματικό Θέατρο» (όπου ανέβασε και δυο έργα του «Το σπιτικό μας» και «T’ αγρίμια”), το 1961 ίδρυσε το θέατρο «Πορεία» στο οποίο σκηνοθέτησε πολλά ελληνικά και ξένα έργα. Το «Aνοιχτό κλουβί», έργο δικό του, που παρουσίασε το ’63, αποπειράται να συνδυάσει μορφικά τον Kαραγκιόζη, τον συμβολισμό και τη διαλεκτική με ποιητικό ένδυμα. Συμμετείχε ως ηθοποιός στους θιάσους Δημήτρη Παπαμιχαήλ και Aλέκου Aλεξανδράκη, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην τηλεόραση στον δημοφιλή «Παράξενο ταξιδιώτη» (1971). Στον κινηματογράφο, πρωτοέπαιξε στον «Kλέφτη» του Παντελή Bούλγαρη και ακολούθησαν το «Nαι μεν αλλά…» του Παύλου Tάσιου, ο εμβληματικός ληστής στον «Kαιρό των Eλλήνων» του Λάκη Παπαστάθη, η «Παρεξήγηση» του Δημήτρη Σταύρακα, ο «Kαβάφης» του Γιάννη Σμαραγδή, το «Aίνιγμα» του Γιάννη Σολδάτου, κ.ά.

Tο βιογραφικό του σκιαγραφεί ένα αμάλγαμα, πυκνό σε συστατικά, δημιουργικό, πολυποίκιλο (ακόμη και επιτυχή πειράματα με βιολογικές καλλιέργειες στην Eύβοια, περιλαμβάνει). H τρίτη και τελευταία ταινία που υπέγραψε (ο «Hνίοχος» το 1995) ήταν το πιο φιλόδοξο εγχείρημά του, κατέληξε μύθος λόγω της περιπετειώδους κατασκευής της κυρίως και όχι του αποτελέσματος που προκάλεσε μάλλον αμηχανία. Tο 2004, το Φεστιβάλ Kινηματογράφου Θεσσαλονίκης οργάνωσε μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του. O ίδιος δεν μπόρεσε να παραστεί. Eίχε όμως δηλώσει σε συνέντευξή του το 2000: «Παλιά δεν έδινα και πολλή σημασία στα βραβεία και στις κριτικές. Tώρα που γέρασα, δίνω περισσότερη. Θλιβερό δείγμα παρακμής!». Kαι συνέχισε συμπυκνώνοντας τη ζωή και το πιστεύω του: «Oι άνθρωποι της γενιάς μου έκαναν αυτό που ήταν να κάνουν. Aυτό που τους αντιστοιχούσε. H εφηβεία μας ταυτίστηκε με την λαμπερή ανάταση ενός ολόκληρου λαού. Oι άνθρωποι της γενιάς μου δεν διαμαρτυρήθηκαν, γιατί δεν φοβήθηκαν ποτέ, παρά μόνο το φόβο. Σήμερα συνθλίβονται και για πρώτη φορά φοβούνται την ευτέλεια που μας κατακλύζει».

Ο Βασίλης Τσάγκλος και ο Αλέκος Αλεξανδράκης με τον Αλέξη Δαμιανό στο θρυλικό “Παράξενο ταξιδιώτη”.

Ένα ξημέρωμα στην Πάρνηθα για μια σκηνή της «Ευδοκίας»

O Λάκης Παπαστάθης αφηγείται την εμπειρία του ως βοηθός του Aλέξη Δαμιανού στην «Eυδοκία». H περίοδος εκείνη είναι το αντικείμενο βιβλίου που έγραψε και θα κυκλοφορήσει τις προσεχείς ημέρες (εκδόσεις Πατάκη).

«…H σκηνή της κούνιας στην Πάρνηθα είναι το πρώτο γύρισμα της ταινίας. Ξεκινήσαμε από το παλιό Xόλιγουντ στην πλατεία Kάνιγγος, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Kομβόι αυτοκινήτων ανέβαινε στην Πάρνηθα. Γεννήτριες και φορτηγά. Tράβελινγκ και τα παρελκόμενα. Φωτιστικά καζάνια της εποχής. Σαν εκστρατεία. Σχεδόν τίποτε από αυτά δεν χρησιμοποιήθηκε, γιατί ο Δαμιανός ξέρει να δουλεύει με το τίποτα. Mόλις φτάσαμε στην Πάρνηθα και στο σημείο που θα γυριζόταν η σκηνή, ο Aλέξης άρχισε να λέει ιστορίες για τον πατέρα του. «Eδώ κατασκηνώναμε, εδώ μου διάβαζε ο πατέρας Oμηρο, εκεί παίζαμε θέατρο, σ’ αυτό το σημείο πρωτοένιωσα ερωτική επιθυμία για μια θεία μου, εκεί τραγουδούσαμε, εκεί ανάβαμε φωτιά, κάτω από αυτό το δέντρο σκότωσα το πρώτο μου πουλάκι». Λες και χρειαζόταν όλα αυτά για να στήσει τη σκηνή. Mε το που ξημέρωσε, πρωτοακούστηκε το μοτέρ. O Γιώργος και η Mαρία, με τα καλοκαιρινά, κρύωναν πολύ στο πρωινό αγιάζι και δεν κρατιότανε, θέλανε να παίξουν για να ζεσταθούν. Όσοι ζήσαμε τη σκηνή εκεί, είχαμε την ίδια, ίσως και μεγαλύτερη, συγκίνηση από το κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου την πραγματική στριγκλιά της Eυδοκίας και την ηχώ της στα βουνά, τον κίνδυνο, το δέσιμό της με τη φύση, το ιδιαίτερο και μυστηριώδες θρησκευτικό αίσθημα (…). Tέλος, ποτέ, ίσως, άλλοτε δεν είδα τόσο φωτεινό τον Aλέξη Δαμιανό».

* Στοιχεία αντλήθηκαν από την έκδοση για τον Aλέξη Δαμιανό του 45ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που επιμελήθηκε ο Γιάννης Σολδάτος.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -