***
Στρατής Τσίρκας: Ο Κόλιας κι ο Αλεξανδρινός κριτικός
… Στο μεταξύ εγώ είχα ριχτεί με τα μούτρα στις έρευνες και τη συγγραφή τού υλικού που δημοσιεύτηκε στα 1958 µέ τίτλο «Ο Καβάφης και η εποχή του». Πριν τελειώσω, παρακάλεσα τον καλλιτέχνη φωτογράφο Απκάρ (Αρμένης, Αλεξανδρινός) να ψάξει στο αρχείο του μήπως βρισκόταν η φωτογραφική πλάκα που είχε τραβήξει του Καβάφη το 1927 για να μπει στην εικονογράφηση της Ιστορίας του Αθαν. Γ. Πολίτη «Ο Ελληνισμός και η Νεωτέρα Αίγυπτος».
Πέρασε καιρός, κάποτε µου τηλεφώνησε πως τη βρήκε. Τον παρακάλεσα να μου τραβήξει μια σε μεγάλο σχήμα, 30Χ25. Είναι αυτή που τελικά μπήκε ως εξώφυλλο στο αφιέρωμα Καβάφη της «Επιθεώρησης Τέχνης» (Δεκέμβρης 1963). «Εντάξει, µου λέει ο Απκάρ, θα τραβήξω ακόμη μία και θα την βάλω στην προθήκη του μαγαζιού μου». Πρέπει να πω πως η προθήκη του φωτογραφείου του έκανε μπαμ σ’ όλη την Αλεξάνδρεια. Η τοποθεσία της πρώτ’ απ’ όλα στην οδό Φουάτ, την πιο εμπορική και με την πιο πλούσια και καλοντυμένη πελατεία του Καρτιέ Γκρεκ. Ύστερα, το γούστο της: ο Απκάρ άδειαζε όλο το χώρο της κι άφηνε μόνο ένα πορτραίτο κάποιου ή κάποιας Αλεξανδρινής πολύ πετυχημένο και πλάι ένα βάζο με υπέροχα τριαντάφυλλα ή ένα κλαδί ανθισμένης αμυγδαλιάς και πιο μέσα, πίσω από το πορτραίτο, έναν πίνακα του Αγγελόπουλου ή του Μαχµούντ Σαίντ.
… Ο Μαλάνος, πηγαίνοντας από το σπίτι στη δουλειά του ή επιστρέφοντας, περνούσε τρεις φορές τουλάχιστο τη μέρα από του Απκάρ και πάντα στεκόταν να δει τί είχε στην προθήκη. Φθινόπωρο του 1958 κυκλοφόρησε το βιβλίο μου για τον Καβάφη, πήρε μάλιστα και κρατικό βραβείο. Ένα χρόνο σχεδόν πιο ύστερα κυκλοφορούσε η επίθεση του Μαλάνου «Ο Καβάφης του Κεφαλαίου Τ». Η διαμάχη όμως είχε αρχίσει νωρίτερα, μεταφέρθηκε και στις εφημερίδες και τα περιοδικά της Αθήνας (Βλ. πρόχειρα: Κ. Πλασσαρά, Βιβλιογραφία Στ. Τσίρκα, σελ.72/82). Στο μεταξύ, ο Απκάρ είχε βάλει το πορτραίτο του Καβάφη στην προθήκη του.
Είχε µπει πια το 1961. «Να δεις, λέω του Κόλια σ’ ένα από τα ταξίδια του, ο Μαλάνος θα νομίσει πως εγώ ζήτησα από τον Απκάρ να βάλει τη φωτογραφία στην προθήκη του» – «Θα του πω εγώ ποιός την έβαλε», µου απάντησε κοφτά ο φίλος μου, φανερά πειραγμένος για χάρη μου από την πολεμική και την ποιότητά της. Στο επόμενο ταξίδι του µου ζήτησε να πάμε μαζί στου Απκάρ γιατί ήθελε κι εκείνος έναν Καβάφη. Με τον Απκάρ γνωριζόταν από καιρό. Ανύποπτος πήγα μαζί του στο στούντιο της οδού Φουάτ, πήρα κι εγώ μέρος στη συζήτηση περί Αλεξανδρινών ζωγράφων. Ξαφνικά μου λέει: «Είναι μια ευκαιρία, θες να φωτογραφηθούμε μαζί να την έχω ενθύμιο;». Ούτε που το διανοήθηκα να του χαλάσω το χατήρι. Τελείωσε ο φωτογράφος και πήγαινα να σηκωθώ, όταν ο Κόλιας ζήτησε από τον Απκάρ να µας τραβήξει ακόμη μια, µπάς και χαλάσει η πρώτη στην εμφάνιση. Έγινε κι αυτό, σε μερικές μέρες πέρασα, η φωτογραφία είχε πετύχει, ο Κόλιας ακουμπούσε ελαφρά το δεξί του στον ώμο µου και χαμογελούσε πανευτυχής. Παράγγειλα έξι σε σχήμα κάρτ-ποστάλ.
«Θα σου δώσω και μια μεγέθυνση δώρο», μου κάνει ο Αρμένης. «Αµράκ», του το λέω εγώ στ’ αραβικά, δηλαδή «ό,τι διατάξετε». Σε δυο μέρες μου τηλεφωνούν: «Διάβασε τον “Ταχυδρόμο” στις “Γραμμές”. Αυτός ο Κουτσούµης τι θέλει να πει, μόνο ζιζάνια να σπέρνει».
Ήταν 7 Απριλίου 1961. Στη στήλη που κρατούσε ανυπόγραφα ο Κουτσούµης, κάποιος ρωτούσε τί σημαίνουν οι φωτογραφίες του Καβάφη, του Καββαδία και του Τσίρκα μαζί, σε προθήκη γνωστού φωτογραφείου της οδού Φουάτ. Και ποιό είναι το μήνυμα που προσπαθούν να μεταδώσουν;
Ψυλλιάστηκα. Μια και δυο πάω στου Απκάρ. Η μεγάλη φωτογραφία της προθήκης, κάτω από τον Καβάφη, ήταν από τη δεύτερη πόζα που μας είχε τραβήξει, χωρίς εγώ να καταλάβω τί μου σκάρωνε ο Κόλιας. Σ’ αυτή, ο φίλος μου µ’ αγκαλιάζει από τον ώμο και µέ σφίγγει προστατευτικά πάνω του. Και γουρλώνοντας τα μάτια, είναι σα να λέει σ’ ένα αόρατο εχθρό: «Πρόσεξε τί κάνεις: είναι δικός μου φίλος».
Το «κουσελοχώρι», όπως αποκαλούσε ο Δε Λεσέψ την Αλεξάνδρεια εκατό χρόνια πιο πριν, έπεσε πάνω στο λαυράκι, αχόρταγο. Οι κοσμικές Αλεξανδρινές περνούσαν και ξαναπερνούσαν εμπρός από το Στούντιο Απκάρ, στέκονταν, πάσχιζαν να κοιτάξουν πίσω από την προθήκη, στο βάθος του μαγαζιού. Όλες κοίταζαν γύρω τους´ μερικές παίρναν κουράγιο και μπαίναν. Κι ο Κόλιας ήταν στους εφτά ουρανούς.
Αθήνα, 30 Νοεμβρίου 1979