Του Παναγιώτη Μήλα
* Οι νέοι αυτοί δεν επαναστατούν, θυμώνουν. Ή ακόμη ακριβέστερα «πικάρονται». Θυμώνουν με όλα και με όλους. Ακόμη και με τον ίδιο τον εαυτό τους… Δεν έχουν ιδανικά. Κι ας κατηγορούν τους άλλους για την πεζότητά τους. Απλώς θυμώνουν. Την οργή τους, την κοινωνικά ανώδυνη, την εκδηλώνουν μονάχα με τα λόγια ή με χειρονομίες προoρισμένες με τον κυνισμό, με τη θρασύτητα, την περιφρόνηση κάθε ηθικής και την ελευθεριότητα να τρομάξουν και να «σοκάρουν» τον «καλοκάγαθο αστό». Ακόμη και να τον εκδικηθούν με την αυτοκαταστροφή τους… Στην εφηβεία τους, οι νέοι αυτοί δεν συνάντησαν ιδανικό ικανό να τους υψώσει πάνω από τον εαυτόν τους και να δώσει σκοπό στην ύπαρξή τους. Γνώρισαν μονάχα την ισοπέδωση των αξιών και την κρίση των ιδανικών…
* Είναι η φωνή των νέων ανθρώπων του καιρού μας. Φωνή γεμάτη πίκρα για τη σύγχρονη ζωή, γεμάτη τραχύτητα, μεστή από κυνισμό, αλλά και φωνή βασανισμένη μιας γενιάς που γνωρίζει τη δοκιμασία πριν γνωρίσει τη χαρά…
* Όλοι οι «ανήσυχοι» νέοι κάθε τόπου αγανακτούν. Αγανακτούν για την τυφλότητα και την αναισθησία, τη ραθυμία και τη μοιρολατρία ενός κόσμου που προκάλεσε (ή έστω παρακολουθεί σαν θεατής) την κατάρρευση του πολιτισμού, των πίστεων, των ιδανικών, και που προσπαθεί να διατηρήσει τη βιτρίνα αυτού του πολιτισμού, αγκιστρωμένες σε καλούπια, προλήψεις, συμβατικότητες, φενάκες. Και παρουσιάζεται το «αντιφατικό» φαινόμενο, οι νέοι αυτοί που δεν έχουν κανένα ιδανικό και καμία πίστη, να διαμαρτύρονται οδυνηρά για την εξαφάνιση των πίστεων και των ιδανικών…
***
Τα λόγια που διαβάσατε παραπάνω δεν αναφέρονται στους σημερινούς νέους. Οι τρεις αστερίσκοι φωτογραφίζουν τη γενιά της δεκαετίας του ’50 και μας δίνουν την εικόνα που είχαν τα οργισμένα νιάτα εκείνη την εποχή. Για τα παιδιά αυτά ο Βρετανός συγγραφέας Τζον Όσμπορν έγραψε το έργο του «Look Back in Anger» («Οργισμένα νιάτα»). Ένα έργο που «κρότο πολύ έχει κάνει από τότε που πρωτόδε το φως της σκηνής». Ένα έργο που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων όταν παρουσιάστηκε τον Ιανουάριο του 1960 στο Εθνικό Θέατρο. Πολλοί είπαν πως το πρωτόλειο έργο του Όσμπορν θα έπρεπε πρώτα να περπατήσει και μετά, αφού βρει το δρόμο του, να έρθει και στην Ελλάδα.
Η αλήθεια είναι πως τα «Νιάτα» του Όσμπορν από το 1956 μέχρι και σήμερα έχουν κάνει τον γύρο του κόσμου αμέτρητες φορές. Πέρυσι φιλοξενήθηκαν στο Σίδνεϊ, πριν από ένα μήνα το έργο παιζόταν στο Λονδίνο, ενώ τον Φεβρουάριο του 2018 σειρά έχει το Δουβλίνο.
Το 1960 γράφτηκε στις αθηναϊκές εφημερίδες, πως «το έργο δεν στηρίζεται βασικά στην πλοκή του και δεν είναι η δράση του εκείνη που προσελκύει. Μάλιστα η πρώτη πράξη και ένα μέρος της δεύτερης δεν προσφέρουν στοιχεία πολύ ενδιαφέροντος μύθου. Πολύ λίγα πράγματα συμβαίνουν»… Οπωσδήποτε δεν είχαν άδικο όσοι υπέγραφαν αυτές τις κριτικές. Όπως επίσης δεν είχαν άδικο όταν υπογράμμιζαν ότι «ο Αλέξης Σολομός πήρε στα χέρια του αυτόν τον μουντό πίνακα και σκηνοθέτησε μια ομολογουμένως αξιόλογη παράσταση».
Κάτι παρόμοιο έγινε και φέτος στο θέατρο Olvio, όπου η σκηνοθέτις Κίρκη Καραλή τόλμησε να ρισκάρει σε δύσκολους καιρούς και να μας χαρίσει κάτι που δεν θα ήταν και τόσο εύκολο να ζήσουμε μέσα σε 100 λεπτά: Μας έκανε δώρο ένα συγκλονιστικό ταξίδι σε επτά πόλεις… Σικάγο, Παρίσι, Μιλάνο, Αθήνα, Μόσχα, Βερολίνο, Λονδίνο.
Ένα βιβλίο, μια απόφαση, ένα όνειρο, μια φράση, η περεστρόικα, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, τα ιδανικά και η διάψευσή τους. Οι απιστίες, τα πάθη, οι απώλειες, η λεκτική βία.
Δύσκολο εγχείρημα και δύσκολο ταξίδι αφού έπρεπε να γίνεται… μόνο την Κυριακή.
«Κυριακάτικες ώρες ανίας και αυτοκαταστροφής. Σ’ εκείνα τα απογεύματα της υπαρξιακής μελαγχολίας, όπου το φως απ’ τις γρίλιες του παραθύρου σε εξουθενώνει. Ο Τζίμι και η Άλισον νοηματοδοτούν ο ένας τη ζωή του άλλου. Ένα σαρκικό πάθος -που το μυαλό αδυνατεί να εξηγήσει- τους φέρνει κοντά. Ο φίλος Κλιφ βρίσκεται στη σκηνή ως ειρηνευτική δύναμη και η φίλη Έλενα εισβάλλει ανάμεσά τους ως καταλύτης που ανατινάζει το νόημα. Προδοσίες, αποκαλύψεις, απομαγεύσεις και τέσσερις ψυχές ξεγυμνωμένες μέσα σ’ ένα σαλόνι. Ο έρωτας είναι θύελλα και μαζί καταφύγιο.
Ο βασανιστής βασανίζεται πολύ περισσότερο από εκείνους που προσπαθεί να βασανίσει, πληγώνεται και πληγώνει, αλλά ματώνεται περισσότερο απ’ όσο ματώνει. Γιατί όσο περισσότερο αγαπάς κάποιον, τόσο πιο δύσκολο είναι να του το πεις.
Εφτά Κυριακές. Εφτά εποχές. Εφτά διαφορετικές πόλεις. Τέσσερις άνθρωποι σε ένα σπίτι στο Σικάγο του ’56, στο Παρίσι του ’62, στο Μιλάνο του ’72, στην Αθήνα του ’81, στη Μόσχα του ’88, στο Βερολίνο του ’91, στο Λονδίνο του ’97. Οι ίδιοι άνθρωποι, η ίδια ιστορία. Η λύσσα ενός αυτοκαταστροφικού πάθους και η πορεία προς την ενηλικίωση. Κι όταν ο Τζίμι Πόρτερ ενηλικιωθεί, μαζί του θα κλείσει κι ο 20ός αιώνας. Ο τελευταίος -ίσως- αιώνας που οι νέοι πολέμησαν για τα ιδανικά τους.
Τα τυραννισμένα νιάτα αλληλοσπαράσσονται σε ένα σπίτι όπου πνέουν ψυχροπολεμικά μποφόρ. Σ’ ένα σπίτι που μοιάζει με Κόλαση κεκλεισμένων των θυρών. Κάθε συμφιλίωση, δεν είναι παρά ένα φαινόμενο παροδικό. Μια σκηνική ιστορία που δεν μπορεί να υποδείξει κανέναν δρόμο λυτρωμού. Που χρησιμοποιεί τις στιγμές παραφροσύνης, για να υποδείξει το μέγεθος ενός υπαρξιακού ατελείωτου αγώνα.
Όλα τα ιδανικά τα εξάντλησε μια περασμένη γενιά. Η περασμένη γενιά θα αντιδράσει λέγοντας πως πολλά απ’ τα ανεκπλήρωτα ιδανικά της, τα άφησε παρακαταθήκη στους απογόνους της. Για να ‘χουν με κάτι να παίζουν. Κι ο καιρός περνάει και κανείς δεν λυτρώνεται απ’ τον κυνισμό, την πίκρα και τη ματαίωση».
-Αυτά τα «εντός εισαγωγικών» ως μικρή γεύση της παράστασης του Θεάτρου Olvio, ενώ ακολουθούν λίγα λόγια από την Κίρκη Καραλή που σκηνοθέτησε τα «Οργισμένα Νιάτα» του Τζον Όσμπορν.
«Πικραμένη η νεολαία από τον σύγχρονο κόσμο»
«Η φωνή της νεολαίας του καιρού του Όσμπορν (1956) είναι η ίδια με τη φωνή κάθε νεολαίας από τότε και μετά (μεταπολεμικής, μεσοπολεμικής ή εμπόλεμης), είναι πικραμένη για τον σύγχρονο κόσμο, μιλά με κυνισμό, φοβάται να αγγίζει τη χαρά, γιατί συνήθισε στον πόνο. Το έργο είναι ένας πίνακας της νευρωτικής εποχής μας, σαρκαστικός και άφρων.
Υψώνει φωνή που περιφρονεί τους «ώριμους» και «βολεμένους» κάθε γενιάς, μάχεται εναντίον εκείνων που προσπαθούν να επιβάλλουν ένα απονευρωμένο καθωσπρέπει σήμερα. Μιλά μια φωνή, που φοβάται πως μια μέρα, όλες οι επαναστατικές νεανικές φανφάρες θα γίνουν αναίμακτες προσχωρήσεις, πως ο παλιός ατίθασος εαυτός θα συνθηκολογήσει με το προδιαγεγραμμένο αύριο. Φωνή που προσβάλει όσους φυγομαχούν, που πνίγεται από τη λιποτάκτισσα καρδιά τους. Που διαμαρτύρεται ενάντια στην κρατούσα τάξη. Που εξουθενώνεται από το άγχος της εποχής της. Που περιφρονεί αυτούς που δεν αποδέχονται τις προκλήσεις της, που δεν ορθώνουν το ανάστημά τους πλάι της. Φωνή που σιχαίνεται τον σύγχρονο πολιτισμό όταν ευνουχίζει τον ιδεαλισμό, απ’ τον οποίο τροφοδοτείται και στον οποίον πιστεύει η νέα γενιά. Φωνή γενιάς που αναζητά το υψηλό ιδανικό πάνω στο οποίο πρέπει να πατήσει για να αλλάξει τον κόσμο, να τον κάνει καλύτερο. Και βρίσκει τοίχο. Ματαιώνεται. Θλίβεται. Και επιχειρεί νέα επίθεση. Κηρύσσει πόλεμο απέναντι στη νέα τάξη πραγμάτων. Οι τραυματισμένοι νέοι του αιώνα μας. Πρώτα πολεμούν κι έπειτα τιθασεύονται, συμβιβάζονται, υποτάσσονται. Σήματα κινδύνου που εκπέμπονται προειδοποιητικά, είτε ως παρακλήσεις ή ως διαμαρτυρίες. Κανείς δεν σηκώνεται από τον καναπέ, κανείς δεν ξεσηκώνεται, κανείς δεν εξεγείρεται. Όλοι περιμένουν. Τι περιμένουν; Όχι πια τον Γκοντό…
Παθιασμένο ξεσκέπασμα της μακαριότητας των κρατούντων, ξεγύμνωμα της υποκρισίας και των ανόητων πεποιθήσεών τους. Εκκλησία, αφεντικά, μεγαλοαστοί, πλούσιοι, πολιτικοί και πνευματικοί φωστήρες μπαίνουν στο στόχαστρο του Τζίμι. Προδομένος απ’ όλους τους, έπαψε να πιστεύει σε οτιδήποτε. Ο Τζίμι δεν ξέρει πια από πού να αντλήσει πίστη, δεν ξέρει πώς να βρει τη δύναμη να αντιταχθεί στον Κόσμο, δεν ξέρει πώς να διεκδικήσει την αγάπη, πού να βρει ικανοποίηση και ανακούφιση μη περιορισμένου χρόνου. Ψυχικά και πνευματικά διαλυμένος, εγκλωβισμένος στο σώμα ενός νέου που ξέρει πως έχει μακρύ χρόνο ζωής μπροστά του για να αντέξει να ανέχεται τον Κόσμο στον οποίο βρέθηκε, αντιδρά ειρωνευόμενος, μόνο και μόνο για να ξαλαφρώνει. Ο μάταιος τρόπος όχι ενός “κακού”, αλλά ενός καταπληγωμένου. Ενός ανθρώπου που κουβαλάει στα χέρια τη χρεοκοπημένη ιδέα μιας επανάστασης. Νέος που δεν του ανταποδίδεις την οργή, αλλά τη συμπόνια. Που δεν του απαντάς με κρότου-λάμψης, αλλά που πας μαζί του και μάχεσαι ενάντια στην κοινωνική αναισθησία, στη μοιρολατρία και στη μακαριότητα που επέβαλε η κατάρρευση του σύγχρονου πολιτισμού. Ανίσχυρος ο Νέος να ξαναχτίσει πάνω στα ερείπια, εξαντλητικά αγανακτισμένος, αναζητά έμπειρους συμμάχους στον πόλεμο για ένα καλύτερο αύριο.
Τέσσερα πρόσωπα που τριγυρίζουν πάνω σε σωρούς εφημερίδων, που πατούν πάνω στα γεγονότα του κόσμου, που κυκλώνονται από τους ήχους του ραδιοφώνου, παγιδευμένοι σ’ έναν κόσμο που άλλοι έφτιαξαν γι’ αυτούς. Αποσυντεθειμένα ιδανικά. Προσοχή στο κενό μεταξύ ηθικής και οργής. Να τι άφησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος: ένα κενό. Την αδυναμία διαχείρισης της πίστης. Μάθαμε να τρομάζουμε, να κραυγάζουμε, να διαμαρτυρόμαστε, μα δεν μάθαμε να έχουμε σκοπό. Δεν μάθαμε πού να στρέφουμε την κάνη μας.
Σήμερα, με παλιωμένα συνθήματα στο στόμα, πεθαίνουμε τυχαία μπροστά από φορτηγά που έρχονται καταπάνω μας, πεθαίνουμε επίτηδες πηδώντας από μπαλκόνια μήπως κι έτσι εκδικηθούμε το «πατρικό σύστημα» που μας ανέθρεψε, πεθαίνουμε αυτοκαταστρεφόμενοι μπλέκοντας στα δίχτυα εμφύλιων αλληλοσπαραγμών, πεθαίνουμε από καρκίνους που δεν μεταβόλισαν σωστά τη σκέψη μας. Πεθαίνουμε για τους λάθους λόγους. Και κυρίως πεθαίνουμε χωρίς να είμαστε ευτυχισμένοι.
«…Με άλλα λόγια θα στο πω κι έναν ανάπηρο σκοπό, απ’ το πενήντα και μετά μας έχουν πνίξει τα μπετά, να δεις τι σου ‘χω για μετά…» (στίχοι: Μιχάλης Γκανάς).
Κάποιοι λένε πως το έργο είναι η έμμεση αφιέρωση του Όσμπορν στην κοπέλα με την οποία είχε μόλις χωρίσει εκείνο τον καιρό. Νεαρός στην ηλικία, ίσως, έψαχνε την απάντηση σ’ ένα και μόνο «γιατί»: γιατί μ’ αφήνεις μόνο μου σ’ αυτόν τον κόσμο;
«Το να μιλάς για τον έρωτα σημαίνει να μιλάς για την εσωτερική αταξία, να ψάχνεις τον λαμπερό πυθμένα της ψυχής που είναι γεμάτη ευγένεια και μικρότητα. Ας σκηνοθετούμε χωρίς να κρίνουμε τις τρέλες της ανθρώπινης καρδιάς». (Πασκάλ Μπρυκνέρ, «Το παράδοξο του έρωτα»)…
***
Τι έγινε όταν έσβησαν τα φώτα…
Ειλικρινά δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλά μόλις έσβησαν τα φώτα συνέβη κάτι περίεργο. Μάλλον, δύο περίεργα για τις μέρες μας και για τις… συνήθειες των θεατών. Το πρώτο που παρατήρησα ήταν ότι δεν έμεινε ανοιχτή ούτε μισή οθόνη κινητού. Το δεύτερο, ότι – αν και στο θέατρο ήταν περίπου 20 εφηβάκια, αγόρια και κορίτσια – με το που χαμήλωσαν τα φώτα, όλα τα παιδιά αλλά και όλοι οι υπόλοιποι θεατές, ως δια μαγείας σιώπησαν. Σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο και πιστεύω ότι υπάρχει εξήγηση. Μάλιστα η εξήγηση έχει και ονοματεπώνυμο: Άγγελος Μέντης, ο σκηνογράφος της παράστασης. Αυτό που έστησε δεν ήταν κάτι το εντυπωσιακό, ήταν όμως πολύ δύσκολο να το σκεφτεί και να το μεταφέρει από το χαρτί στη σκηνή του Olvio. Αυτό που σχεδίασε ήταν πολύ απλό. Τόσο απλό που σε έκανε να το παρατηρείς, να το χαζεύεις… Τόσο λειτουργικό που έλεγες πως «κι εγώ μπορώ να το κάνω». Πιστεύω λοιπόν πως τα σκηνικά ήταν για τα «Νιάτα» ένας ιδιαίτερος μαγνήτης που κέρδισε την προσοχή των θεατών. Στην ουσία ήταν ο πέμπτος πρωταγωνιστής του έργου.
Το ίδιο αποτέλεσμα είχαν και τα κοστούμια με την υπογραφή του Απόστολου Μητρόπουλου. Αν ήμουν σε περιοδικό μόδας ασφαλώς θα έκανα ένα θέμα – αφιέρωμα σε αυτά τα κοστούμια. Το καθένα ήταν και μια πρόταση διαχρονική, αφού το «ταξίδι» με σκηνοθετική πρόταση της Κίρκης Καραλή άρχιζε το 1956 και κατέληγε στο 1997. Βέβαια και εδώ η απλότητα απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο φθηνού εντυπωσιασμού. Αντίθετα βοηθούσε τους πρωταγωνιστές να κάνουν με άνεση αυτά τα άλματα στον χρόνο.
Αν και χωρίς υπογραφή, ο σχεδιασμός του φωτισμού και η επιλογή της μουσικής συμπλήρωσαν το δυναμικό καρέ των βασικών συντελεστών.
Ακολουθεί το ντουέτο εκείνων που έβαλαν τα θεμέλια σε αυτό το οικοδόμημα. Βασικός τους στόχος να μη χάσει το έργο την πατίνα του χρόνου αλλά παράλληλα να αποκτήσει το άρωμα και τη γεύση της σημερινής εποχής. Τα εύσημα στην περίπτωση αυτή ανήκουν στον Χρήστο Κεχαγιά που έκανε τη Μετάφραση και την Έρευνα, και στον Ανδροκλή Δεληολάνη ο οποίος ασχολήθηκε με την αναλυτική προσέγγιση του έργου. Και οι δύο πέτυχαν τον αντικειμενικό τους σκοπό.
Πάμε τώρα στους τέσσερις εργάτες. Θυμίζω μια λεζάντα που έγραψα, για τη βασική φωτογραφία του θέματος, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τη μέρα που είδα το έργο. Είπα λοιπόν πως «πήγα για Πέγκυ, Παρθενόπη, Σήφη και Χάρη. Αλλά τελικά είδα Τρικαλιώτη, Μπουζούρη, Πολυζωίδη και Τζωρτζάκη».
Έτσι ακριβώς. Πας να δεις τέσσερις αγαπημένους, με όλες τις… ευκολίες τους και αντ’ αυτών βλέπεις τέσσερις εργάτες με όλη τη σημασία της λέξης. Τέσσερις ηθοποιούς που σηκώνουν -με απόλυτη επιτυχία -το βάρος να μεταφέρουν στο σήμερα τα «Νιάτα» του Όσμπορν, χωρίς να ξεχάσουν ούτε μία από τις πολύτιμες αποσκευές του Βρετανού συγγραφέα. Και οι τέσσερις μας χάρισαν μια άλλη αθέατη πλευρά του υποκριτικού τους ταλέντου.
Έρχονται στιγμές που απορείς και λες:
-Την Παρθενόπη αλλιώς την ήξερα. Μα, μπορεί και το κάνει και αυτό;
-Η Πέγκυ ξεπέρασε τα όρια. Πώς έφτασε σε αυτό το σημείο;
-Τον Σήφη ακόμη δεν μπορώ να τον καταλάβω. Πώς μπόρεσε και με συγκίνησε τόσο πολύ;
-Ο Χάρης πάλι τόσο καιρό πού έκρυβε τόσο δυναμισμό και πάθος;
Είμαι σίγουρος πως όταν δείτε το έργο θα δώσετε απάντηση στις παραπάνω απορίες. Και σκεφτείτε πως είδα την παράσταση στο ξεκίνημά της, όταν ακόμη οι τέσσερις πρωταγωνιστές δεν είχαν ακόμη βρει τις ανάσες τους.
Μέγα κέρδος λοιπόν να γνωρίσει κανείς την άλλη πλευρά του φεγγαριού αυτών των ηθοποιών.
Κλείνω με τον αρχιτέκτονα, την Κίρκη Καραλή. Δικό της έργο είναι αυτά τα «Οργισμένα Νιάτα». Έστω και ένα χιλιοστό λάθους στα σχέδιά της ήταν αρκετό για να καταρρεύσει ο Όσμπορν. Κι όμως αντιμετώπισε αυτό το κλασικό έργο χωρίς καμία απολύτως διάθεση εντυπωσιασμού. Σεβάστηκε το κείμενο και τήρησε στο ακέραιο τις σκηνικές οδηγίες. Κατάφερε παρ’ όλα αυτά να μας δωρίσει τη δική της άποψη που είναι 100% σύγχρονη και δεν έχει καθόλου άρωμα ναφθαλίνης. Ασφαλώς είναι μεγάλο δώρο, κυρίως για τους νέους και τους νεαρούς θεατές, που μπορούν να χαρούν ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ιδωμένο με μια σύγχρονη ματιά.
-Σε ευχαριστούμε, λοιπόν, Κίρκη Καραλή για τα «Οργισμένα νιάτα» σου…
***
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1960. Πριν από 57 χρόνια..
Οι τρεις πρώτοι «αστερίσκοι» του προλόγου, γράφτηκαν τον Ιανουάριο του 1960. Είναι αποσπάσματα από κριτικές με την υπογραφή του Βάσου Βαρίκα, για «Τα Νέα», του Αχιλλέα Μαμάκη, για τις «Εικόνες» και του Μάριου Πλωρίτη, για την «Ελευθερία».
Για το έργο του Όσμπορν δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα θεατρικών κριτικών. Να θυμίσω εδώ μερικές ακόμη υπογραφές: Άλκης Θρύλος, Μ. Καραγάτσης, Γεράσιμος Σταύρου, Κλέων Παράσχος, Ειρήνη Καλκάνη, Λέων Κουκούλας, Γ. Ρούσσος. Επίσης αν αναζητήσετε κείμενα για εκείνη την πρώτη παράσταση του 1960, θα τα βρείτε και με την ορθογραφία της εποχής: Ωργισμένα Νειάτα.
Το έργο γράφτηκε το 1956 από τον Τζων (Tζέιμς) Όσμπορν
Πρωτότυπος τίτλος: «Look Back in Anger»
Μετάφραση: Εύα Μελά
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Αλέξης Σολομός
Σκηνογραφία: Κλεόβουλος Κλώνης
Διανομή
Τζίμι Πόρτερ, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ
Κλιφ Λιούις, ο Στέλιος Βόκοβιτς
Άλισον Πόρτερ, η Νέλλη Αγγελίδου
Έλενα Τσαρλς, η Γκέλλυ Μαυροπούλου
Ταγματάρχης Ρέντφερν, ο Λυκούργος Καλλέργης
Στο Εθνικό Θέατρο, από 16 Ιανουαρίου 1960 έως 28 Φεβρουαρίου 1960
***
«Δεν πάλιωσαν τα προβλήματα που προκάλεσαν την οργή των νέων»
Από τον ασυνείδητο ως τον συνειδητό κόσμο των ηρώων, όσον αφορά στη σχέση τους με τον εαυτό τους και όσον αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις με το περιβάλλον τους, μπορεί κανείς να μετατραπεί σε παρατηρητή και θεατή των σκοτεινών και πολυσύνθετων επιπέδων που καταγράφονται με τόση λεπτομέρεια στους διαλόγους του συγγραφέα. Ίσως ο Φρόιντ θα ενδιαφερόταν εξαιρετικά, ακριβώς λόγω αυτής της συνθετότητας, να σχεδιάσει το ψυχογράφημα κάθε ήρωα αυτού του θεατρικού “διαμαντιού”. Οι χαρακτήρες εμφανίζονται στο κοινό με τις ιδιαιτερότητές τους, είτε μέσα από τις άμυνες που μπλοκάρουν την ανθρώπινη ψυχή λόγω παιδικών τραυμάτων είτε μέσα από τις εξωτερικευμένες προβολές των ηρώων προς τους τρίτους με τους οποίους μοιράζονται τις σχέσεις. Αυτές οι προβολές κρύβονται μέσα στην οργή του πρωταγωνιστή, του Τζίμι Πόρτερ, για τις δύο γυναίκες ηρωίδες. Κυρίως όμως για τη μοιραία σχέση της ζωής του με την Άλισον. Η οργή του δεν είναι απλή ούτε απλοϊκή ούτε επιφανειακή. Μπορεί προς στιγμήν να πιστέψουμε πως το έργο περιστρέφεται γύρω από το μίσος που κατατρώει τον Τζίμι λόγω της ταξικής διαφοράς που χωρίζει το ζευγάρι. Μη βιαστούμε όμως να συμπεράνουμε πως πρόκειται για μίσος. Κάτω από το φακό μιας αναλυτικής διεργασίας θα μπορούσε αυτό το μίσος και η οργή να είναι μια βαθιά ασυνείδητη επιθυμία του πρωταγωνιστή να ανήκει και εκείνος σε μια αριστοκρατική τάξη όπως η γυναίκα του. Ή ακόμα να έχει την τύχη της στοργής και της φροντίδας με την οποία αγκάλιασε η οικογένειά της την Άλισον…
Τα “Οργισμένα Νιάτα” του Όσμπορν μπορεί να ιδωθούν και ως ένα ψυχογράφημα, που δεν έχει γεράσει ακόμα ούτε θα γεράσει όσο θα υπάρχουν νέοι σ’ αυτό τον κόσμο. Όπως μάλιστα έχει γράψει και ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, «δεν πάλιωσαν τα προβλήματα που προκάλεσαν την οργή τους».
* Ο Τζον Όσμπορν (John James Osborne, 1929- 24 Δεκεμβρίου 1994) ήταν Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός και κριτικός, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της γενιάς των «οργισμένων νέων», ένας από τους μεγαλύτερους δραματουργούς του 20ου αιώνα. Κατάφερε να γίνει πασίγνωστος από την ηλικία των 19 ετών, όταν συνέγραψε το έργο “Οργισμένα Νιάτα”, το οποίο τον κατάστησε σύμβολο όλων των επαναστατημένων νέων της εποχής του. Πολέμιος κάθε είδους προσωπικής ή κοινωνικής σύμβασης, ιδιαίτερα ευερέθιστος αλλά και μανιώδης πότης και καπνιστής, εμπνεόταν από τον ίδιο το θυμό του, τον οποίο εξωτερίκευε στις δημιουργίες του. Τιμήθηκε με Όσκαρ σεναρίου για την ταινία του “Τομ Τζόουνς”, η οποία μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, στο ρόλο του Τζίμι Πόρτερ.
Φρέσκος αέρας από έναν 19χρονο
Τα “Οργισμένα Νιάτα” επέδρασαν για πολλά χρόνια, στο αγγλικό θέατρο, γιατί για πολλά χρόνια, αυτοί που εξέφραζαν τη μεσαία και την κατώτερη τάξη, παρουσιάζονταν σαν άνθρωποι που τους έλειπε η καλαισθησία, που υποκρίνονταν για να μοιάσουν με την ανώτερη τάξη στην κοινωνία… Ο 19χρονος Τζον Όσμπορν έφερε φρέσκο αέρα στη σκηνή μ’ έναν άνθρωπο, που ανήκε στην εργατική τάξη αλλά ήτανε απαιτητικός, μορφωμένος, μπλαζέ, κυνικός και είχε ευφράδεια λόγου. Ο Τζίμι Πόρτερ μιλούσε με πεποίθηση για το δίκιο του και ήτανε σε θέση να εκφράσει αυτό που τον βασανίζει.
* Το έργο γράφτηκε μέσα σε 17 μόλις μέρες, διαθέτει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, πετυχαίνοντας να αποτυπώσει την εκρηκτική προσωπικότητα του νεαρού τότε αυτοκαταστροφικού συγγραφέα και τη σχέση του με την Πάμελα Λέιν. Στη χώρα μας μεταφράστηκε από τη Δέσπω Διαμαντίδου (εκδόσεις Δωδώνη) και ο ελληνικός τίτλος που του δόθηκε, «Οργισμένα νιάτα», ο οποίος διατηρείται μέχρι σήμερα, παραπέμπει σε έννοιες και αξίες διαχρονικές: στη νεανική αμφισβήτηση, στο πρώτο κύμα του rock’n’roll, στο κίνημα των μπίτνικ στις ΗΠΑ, ακόμα και στον Τζέιμς Ντιν του κινηματογραφικού «Επαναστάτη χωρίς αιτία» που παίχτηκε ακριβώς την προηγούμενη χρονιά.
ΑΘΗΝΑ 2017
«Οργισμένα νιάτα»
Τζο Όσμπορν
Απόδοση – Δραματουργική Επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Κίρκη Καραλή
Μετάφραση – Έρευνα: Χρήστος Κεχαγιάς
Αναλυτική Προσέγγιση: Ανδροκλής Δεληολάνης
Σκηνικά: Άγγελος Μέντης
Κοστούμια: Απόστολος Μητρόπουλος
Φωτογραφίες: Μαριλένα Βαϊνανίδη
Επικοινωνία: Άντζυ Νομικού
Βοηθός Παραγωγής: Ειρήνη Βουρλάκου
Παραγωγή: ANDRODELY p.c.
***
Παρθενόπη Μπουζούρη (Έλενα Τσαρλς)
Σήφης Πολυζωίδης (Κλιφ Λιούις)
Χάρης Τζωρτζάκης (Τζίμι Πόρτερ)
Πέγκυ Τρικαλιώτη (Άλισον Πόρτερ)
***
Χρήσιμες πληροφορίες
Παραστάσεις
Πέμπτη 9 μ.μ. και Παρασκευή 6.30 μ.μ.
Τιμές εισιτηρίων: 14 ευρώ, 10 ευρώ μειωμένο
Ομαδικά εισιτήρια 6 – 20 ατόμων στα 12 ευρώ, κατόπιν τηλεφωνικής κράτησης
Διάρκεια παράστασης 100 λεπτά χωρίς διάλειμμα
Ώρες ταμείου 17:00 – 21:00
Προπώληση: www.viva.gr
***
Θέατρο OLVIO
Ιερά Οδός 67 και Φαλαισίας 7, Βοτανικός
Tηλέφωνο: 210-341.41.18
Πολύ κοντά στον Σταθμό Μετρό «Κεραμεικός»