«Δεν είχαμε δικαίωμα να ζητήσουμε εξηγήσεις για τίποτα, ο κόσμος ήταν αμαρτία, τελεία και παύλα· γι’ αυτό στις προσευχές μας, τόσο πριν αρχίσει η δουλειά όσο και το βράδυ, πάντα λέγαμε μερικά πάτερ ημών για τους αμαρτωλούς πελάτες μας που μας ευεργετούσαν με τις δουλειές τους για να μπορούμε εμείς να τρώμε και να σώνουμε τις ψυχές μας. Φυσικά, εκείνη η επιμονή πάνω στο ίδιο θέμα είχε καταφέρει να μας πείσει πως ήμασταν τα πιο τυχερά και ευτυχή πλάσματα. Γι’ αυτό το λόγο δεν μας πέρασε από το μυαλό ποτέ ούτε να διαμαρτυρηθούμε ούτε ν’ απαιτήσουμε δικαιοσύνη. Οι δικές μας οι ζωές δεν είχαν μέλλον και η μοναδική μας φιλοδοξία ήταν να περάσουμε από το μοναστήρι κατευθείαν στον Παράδεισο χωρίς ν’ ακουμπήσουμε τον κόσμο. Στον Παράδεισο μας περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες και ουράνιες ψαλμωδίες, οι άγιοι, οι άγγελοι, οι αρχάγγελοι και τα χερουβείμ, που θα μας οδηγούσαν μέσ’ από τα σύννεφα στους αιώνες των αιώνων προς τη Βασιλεία του θεού και της Παναγίας Παρθένας. Ο μοναδικός μας εχθρός ήταν ο Διάβολος. Για το Διάβολο τα ξέραμε όλα, ξέραμε περισσότερα για το Διάβολο παρά για το Θεό».
To 1969 η ζωγράφος Έμμα Ρέγιες έστειλε στον φίλο της ιστορικό Χερμάν Αρσινιέγας την πρώτη από τις είκοσι τρεις επιστολές που περιγράφουν τις σκληρές συνθήκες μέσα στις οποίες κύλησε η παιδική της ηλικία. Ο φίλος της συγκλονίστηκε από τις επώδυνες αυτές αναμνήσεις κι αποφάσισε να δείξει τα κείμενα στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος ενθάρρυνε τη Ρέγιες να συνεχίσει το γράψιμο. Η αλληλογραφία κράτησε ως το 1997· σ’ αυτό το διάστημα, ο Αρσινιέγας κατάφερε να πάρει την έγκριση της Έμμα Ρέγιες για να εκδώσει τις επιστολές μετά τον θάνατό της.
Με μια γραφή που ξεχωρίζει για την εντιμότητα και την απουσία κάθε επιτήδευσης, η Ρέγιες αφηγείται τις αντιξοότητες των παιδικών της χρόνων στην Κολομβία στις αρχές του 20oύ αιώνα, όταν την εγκατέλειψαν μαζί με την αδερφή της σ’ ένα μοναστήρι. Με ευφυΐα ενηλίκου και ματιά κοριτσιού, καταφέρνει να μεταδώσει με ακρίβεια στον αναγνώστη τα συναισθήματά της.
Μια ρεαλιστική και εμπνευσμένη περιγραφή του πώς κάποιος μπορεί να αναδυθεί από άθλιες συνθήκες και να ξεχωρίσει.
Kirkus Reviews
Οι αναγνώστες, καθώς διαβάζουμε τις Αναμνήσεις δι’ Αλληλογραφίας, επίσης μεγαλώνουμε απότομα, όπως η Έμμα Ρέγιες, και χαμογελάμε.
El Paίs
Ένα καταπληκτικό κείμενο που, περισσότερο από ποτέ, είναι η ίδια η ζωή.
ABC Cultural
«Αν ο Ρίλκε έλεγε πως η πατρίδα του ανθρώπου είναι η παιδική του ηλικία, εκείνη της Έμμα Ρέγιες είναι μια αιώνια πατρίδα για όποιον τη διαβάζει. Αυτή η παιδική ηλικία είναι πλέον δική μας, μας ανήκει για πάντα.»
«ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Αγαπημένε μου Χερμάν,
αν είναι αλήθεια πως υπάρχουν γεγονότα της παιδικής μας ηλικίας που μας σημαδεύουν για όλη μας τη ζωή, τότε θα πρέπει να πω ότι εκείνη η περίφημη άμαξα, που μας απόκοψε για πάντα από τη ζωή στο δωμάτιο της γειτονιάς του Σαν Κριστόμπαλ (προστάτη των ταξιδευτών), ήταν το ξεκίνημα μιας ζωής που θα σημαδευόταν και θα έπαιρνε μαθήματα από τη δριμύτητα των σκληρών δρόμων της Αμερικής κι αργότερα από τους μυθικούς δρόμους της Ευρώπης». Σελ. 37
«….κι εκείνες τις μέρες μάθαμε τι ήταν η βαθιά μοναξιά και η απουσία κάθε τρυφερότητας. Κάναμε τρομερές προσπάθειες για να καταλάβουμε αυτό που στη σύγχρονη γλώσσα ονομάζουμε απόλυτη έλλειψη επικοινωνίας». Σελ. 105
«Τρεις μέρες κράτησε η πυρκαγιά, ολόκληρο το κάτω μέρος του χωριού έγινε στάχτη. Οι νεκροί και οι τραυματίες, τόσο από τη φωτιά όσο κι από το ποδοπάτημα των ταύρων, ξεπέρασαν τους εκατό· για πολλές μέρες ο ουρανός ήταν γκρίζος, σχεδόν μαύρος, κι η μυρωδιά της πυρκαγιάς είχε ποτίσει όλα τα σπίτια κι όλα τα δωμάτια, την ένιωθες στα ρούχα σου, στο φαγητό, στο νερό. Εγώ θα θυμάμαι εκείνη τη φωτιά ως το πιο όμορφο κι εκπληκτικό θέαμα της παιδικής μου ηλικίας. Για πολύ καιρό πίστευα πως η πυρκαγιά ήταν κομμάτι της γιορτής προς τιμήν του κυβερνήτη». Παρίσι, Οκτώβριος/69 Σελ. 64
«…νομίζω πως εκείνη τη στιγμή έμαθα μεμιάς τι είναι η αδικία και πως ένα παιδί τεσσάρων ετών μπορεί να νιώθει την επιθυμία να μη θέλει πια τη ζωή και να ζητάει ν’ ανοίξει η γη να το καταπιεί. Εκείνη η μέρα θα μείνει το δίχως άλλο στη μνήμη μου ως η πιο σκληρή της ζωής μου». Σελ. 68
«Έλεγε πως οι πόλεις, όπως και οι άνθρωποι, είχαν η καθεμιά ένα όνομα και μας έμαθε τα ονόματα των πιο σημαντικών πόλεων της Κολομβίας. Τις Πέμπτες μας μάθαινε πατριδογνωσία. Μας μίλησε για έναν κύριο που λεγόταν Σιμόν Μπολίβαρ και πως ήταν ο πατέρας του έθνους μας. Μας έμαθε να τραγουδάμε ένα στίχο για τον Μπολίβαρ που έλεγε: «Εκατό χρόνια εκείνος ο απέραντα θλιμμένος ήρωας πέθαινε δίπλα στη θάλασσα. Ο Μπολίβαρ είναι ο πατέρας μας, είναι η πατρίδα μας, είναι το έθνος μας»… Η εθνική σημαία ήταν τρία κομμάτια ύφασμα ραμμένα μαζί, ένα κίτρινο, ένα μπλε κι ένα κόκκινο, το κίτρινο συμβόλιζε τον χρυσό και τα πλούτη της γης μας· το μπλε, το νερό των ωκεανών που κυκλώνουν τη χώρα μας· και το κόκκινο, το αίμα που έχυσαν οι ήρωές μας στα πεδία των μαχών». Σελ. 157-158
«Αυτή, λοιπόν, είναι η ιστορία μιας κακοδαιμονίας». Σελ. 14
«Το κεφάλι μου είναι σαν δωμάτιο γεμάτο με παλιά πράγματα όπου δεν ξέρει κανείς πια τι υπάρχει και σε τι κατάσταση βρίσκεται». Σελ. 119
«…κι όταν έκλεισα πίσω μου τη χοντρή, βαριά πόρτα, ανάσανα έναν αέρα που δεν μύριζε μοναστήρι κι ο κρύος άνεμος μου έδωσε την εντύπωση πως είχε βγει πίσω από την πόρτα για να με τρομάξει, αλλά τώρα πια ήταν αργά για όλα… Πριν ξεκινήσω για τον κόσμο, κατάλαβα πως είχε περάσει πια πολύς καιρός από τότε που ήμουνα κοριτσάκι». Σελ. 206-207
EMMA REYES
Αναμνήσεις δι’ αλληλογραφίας
Μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου
Εκδόσεις Ίκαρος
H Έμμα Ρέγιες έστειλε την πρώτη της επιστολή το 1969, στον φίλο της Χερμάν Αρσινέγιας. Ακολούθησαν ακόμη 22 επιστολές στις οποίες περιγράφει γεγονότα της ζωής της, περιστατικά και εμπειρίες που βίωσε ως παιδί. Οι παραπάνω επιστολές βρίσκονται στο σύνολό τους στο βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος, με τίτλο «Αναμνήσεις δι’ Αλληλογραφίας» το οποίο και διαβάζεται απνευστί.
Οι επιστολές περιγράφουν εξαιρετικά σκληρές εμπειρίες. Τα παιδικά χρόνια της Έμμα Ρέγιες σημαδεύτηκαν από την εγκατάλειψη, τη μοναξιά και όσα συναισθήματα ακόμη μπορούν να περιγράψουν τη ζωή ενός κοριτσιού που μεγάλωσε σε ένα μοναστήρι μαζί με την αδερφή της, χωρίς γονείς και χωρίς κανένα άλλο οικείο πρόσωπο. Η αφήγηση της Έμμα Ρέγιες κάνει τον αναγνώστη να νιώσει πως οι επιστολές δεν γράφτηκαν από έναν ενήλικα παρά από τα χέρια ενός παιδιού, με όλη την παιδική του αφέλεια, ειλικρίνεια και συναισθηματισμό. Και αυτό είναι το πιο συγκλονιστικό στοιχείο, μόλις καταφέρει να ξεπεράσει ο αναγνώστης την αγριότητα με την οποία μεγάλωσε αυτό το κορίτσι. Η γραφή της δεν κρύβει θυμό, όπως θα περίμενε κανείς, ούτε αγανάκτηση ούτε αυτολύπηση. Είναι μία γραφή γεμάτη αυθορμητισμό και ειλικρίνεια, μια γραφή που αρκείται στο να περιγράψει τι συνέβη τότε και όχι να χρωματίσει ή να στιγματίσει.
Όσο διαβάζει κανείς τις επιστολές νιώθει πως η Έμμα Ρέγιες μεγαλώνει. Το μικρό κορίτσι γεμάτο φόβο και απορία, μεγαλώνει. Και όσο μεγαλώνει, αλλάζει. Και αυτή η αλλαγή είναι φανερή στο τρόπο που αντικρίζει την πραγματικότητα και στο πως την κατανοεί. Και παρότι το βλέμμα παραμένει πάντοτε παιδικό και οι μνήμες αναλλοίωτες, το κορίτσι που ακούει στο όνομα Έμμα κατορθώνει να κερδίσει λίγο από το θάρρος των ενηλίκων και να αναζητήσει το δρόμο του.
«Η συγγραφέας γράφει όταν είναι πια ενήλικη, όμως εκείνη που μιλάει μέσ’ απ’ αυτές τις αράδες είναι το κοριτσάκι που υπήρξε. Ποτέ δεν γράφει σαν μεγάλη, ποτέ δεν συμπληρώνει τα συναισθήματα που περιγράφει με όσα γνωρίζει όταν γράφει, βλέπει πάντα με τα μάτια της στιγμής που συνέβησαν τα πράγματα». Αυτά γράφει ο Κολομβιανός εκδότης και δημοσιογράφος Καμίλο Χιμένες για το συγκλονιστικό βιβλίο της Έμμα Ρέγιες.
Η Κολομβιανή ζωγράφος Έμμα Ρέγιες (1919–2003) έγινε γνωστή στο Παρίσι τη δεκαετία του ‘60, υπήρξε σύζυγος του γλύπτη Μποτέρο πριν παντρευτεί τον Ζαν Περομάτ, τον γιατρό που την κουράρησε στο πλοίο που την έφερε στην Ευρώπη, εξέθεσε σε διάφορες πόλεις του κόσμου, συγχρωτίστηκε με καλλιτέχνες όπως ο Ντιέγκο Ριβέρα και διανοούμενους όπως η Έλσα Μοράντε και ο Αλμπέρτο Μοράβια, έγινε προστάτιδα των Κολομβιανών ζωγράφων που την αποκαλούσαν μεγάλη μαμά τους. Πριν απ’ όλα αυτά όμως μεγάλωσε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, αγράμματη, σε ένα καμαράκι ενός σκουπιδότοπου στην Μπογκοτά χωρίς παράθυρα και νερό, γνώρισε απίστευτη σκληρότητα από την κηδεμόνα της, αγνοούσε το νόημα των λέξεων μαμά και μπαμπάς, μεγάλωσε σε μοναστήρι μέχρι που δραπέτευσε και έκανε οτοστόπ αρχίζοντας το ταξίδι της στον κόσμο.
Η διήγηση των παιδικών της χρόνων, ακριβής, αστεία, τρομακτική, ειρωνική, όπως συμβαίνει συχνά με τις παρατηρήσεις των παιδιών, σε κάνει κατά στιγμές να χαμογελάς ενώ έχουν προηγηθεί τα πιο σκληρά γεγονότα, συγκλόνισε τον φίλο της ιστορικό Χερμάν Αρσινιέγας όταν του έστειλε την πρώτη από τις επιστολές που περιλαμβάνει το βιβλίο, το 1969.