18.2 C
Athens
Σάββατο 11 Μαΐου 2024

Νίκος Ζερβός. Aσυμβίβαστος και νεανικός, έχει “λύσσα κακιά” με κάθε ανίκανη εξουσία

Του Παναγιώτη Μήλα
[email protected]

Έκλεισε 40 χρόνια στο χώρο του ελληνικού κινηματογράφου και πάντα είχε το δικό του κοινό, τη δική του δύναμη και το -κυριότερο- τη δική του αμετακίνητη άποψη, ίσως και λόγω καταγωγής. Άνθρωπος που δεν μπήκε ποτέ σε καλούπια και δεν προσπάθησε ποτέ να γίνει αρεστός σε κυκλώματα. Βλέπετε πάντα έλεγε και λέει τη γνώμη του χωρίς να στρογγυλεύει τις αιχμηρές γωνιές. Ίσως να ενοχλεί το γεγονός ότι δεν σπούδασε σινεμά ποτέ και πουθενά. Σπούδασε μόνο κοινωνιολογία, αλλά πήρε μαθήματα για τη μεγάλη οθόνη μέσα στις σκοτεινές αίθουσες και δίπλα σε μεγάλους δημιουργούς του ελληνικού κινηματογράφου. Ο Νίκος Ζερβός μας λέει ότι νιώθει εξόριστος από ένα χώρο κινηματογραφικό όπου επικρατούν τα συμφέροντα, ενώ παράλληλα δίνει τη μάχη του «κόντρα σε αυτούς που έχουν μπλοκάρει το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου» και κάνει τις δικές του προτάσεις. Δεν διστάζει να μιλήσει με ονόματα είτε για τους κριτικούς του κινηματογράφου, είτε για τους πολιτικούς. Μάλιστα έχει “λύσσα κακιά” για κάθε μορφής ανίκανη εξουσία. Ας παρακολουθήσουμε όμως τη συνέντευξη μαζί του, η οποία πραγματοποιήθηκε μετ’ εμποδίων σε έναν αγαπημένο του χώρο. Μετ’ εμποδίων μιας και οι θαυμαστές και οι θαυμάστριες μόλις τον αναγνώριζαν ήθελαν να του μιλήσουν έστω και για λίγο και να τον ρωτήσουν για τη νέα του ταινία που είναι ήδη έτοιμη.
Θα κάνουμε τη συνέντευξη χρησιμοποιώντας λέξεις από το λεξιλόγιο του κινηματογράφου.

Διαβάστε τη συνέντευξη.

Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Νίκου Ζερβού.

Αρχίζουμε με τη λέξη generic.

* Generic είναι οι τίτλοι αρχής.

Ναι, σε αυτούς τους τίτλους αρχής, ήθελα να μου πείτε δύο λόγια για την οικογένειά σας και την καταγωγή σας.

* Η μητέρα και ο πατέρας είναι από την Κεφαλονιά. Η μητέρα από το Αργοστόλι, ο δε πατέρας από τη Σάμη. Άρα είμαι βέρος Κεφαλονίτης. Δεν έχω ζήσει δυστυχώς στο νησί, έχω πάει λίγο, έχω και κάτι κτήματα εκεί, αλλά μου είχαν περάσει σαν γονείς την αγάπη γι’ αυτόν τον τόπο και για την ιστορία του και για την Κεφαλονιά γενικότερα. Ο πατέρας μου ήταν πολιτικός μηχανικός.

Δεν ήταν πάντως κινηματογραφιστής, για να πω ότι ήταν στο DNA σας η μετέπειτα εξέλιξή σας.

* Όχι, όχι…

Μετά έχω τη λέξη flashback. Θέλω εδώ κάποιες αναμνήσεις χαρακτηριστικές παιδικές ή εφηβικές που μπορεί να σας οδήγησαν στη δουλειά που κάνετε σήμερα.

* Παιδική ή εφηβική. Στην παιδική ζωή του σχολείου, είχαμε μια κάμερα. Δεν υπήρχαν τα βίντεο τότε, υπήρχαν οι κάμερες των 8 mm, με τις οποίες τραβάγαμε φιλμάκια. Δηλαδή έστηνα εγώ τους μαθητές του σχολείου. Πήγαινα στη Σχολή Μωραΐτη. Εκεί κάναμε σκετσάκια κανονικά. Δηλαδή μπορώ να πω ότι η πρώτη μου ταινία είναι με τους μαθητές της σχολής οι οποίοι σήμερα είναι ο ένας αρχιτέκτονας, ο άλλος εφοπλιστής, ο άλλος επιχειρηματίας γιατί ο Μωραΐτης ήταν περισσότερο αστικό, μεγαλοαστικό περιβάλλον. Την ταινία αυτή την έχω και σήμερα. Λοιπόν η πρώτη μου εξάσκηση ήταν εκεί με τους συμμαθητές μου, οι οποίοι μπορώ να πω ότι με βοηθούσανε και πάρα πολύ. Στη συνέχεια άρχισα να μαθαίνω πώς θα κάνω κινηματογράφο. Όταν άρχισα να κάνω κοπάνες από το σχολείο πήγαινα, εν αντιθέσει με άλλα παιδιά που πήγαιναν να πιουν καφέ στο Blue Bell στο Ψυχικό, εγώ πήγαινα Αθήνα. Κατέβαινα και έμπαινα σ’ αυτά τα σινεμά των δύο έργων τότε, στο «Μόντιαλ» στην Πανεπιστημίου, στο «Αλάσκα», στο «Ροζικλαίρ», στο «Κοτοπούλη», που έπαιζε πότε δύο έργα και πότε κανονικά. Επίσης στο «Ρεξ» ξημεροβραδιαζόμουνα αντί να πηγαίνω στο σχολείο. Όχι κάθε μέρα βέβαια, να μην υπερβάλλω. Μόνο στις κοπάνες που κάνει ένας μαθητής. Έμπαινα στις 10 το πρωί μέσα κι έβγαινα το μεσημέρι, έχοντας συνήθως δει δύο έργα. Έτσι η πρώτη μου, αν θέλετε, παιδεία να το πούμε, εμπειρία να το πούμε, ήταν αυτές οι ταινίες που συνήθως ήταν γκανγκστερικά, αμερικάνικα, Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ και γουέστερν. Έχω πήξει στο γουέστερν πιτσιρικάς. Από αυτά τα σινεμά έχουν μείνει τώρα δύο – τρία μόνο, το «Κοσμοπολίτ» και μερικά άλλα που όμως τώρα παίζουν πορνό. Τότε δεν ήταν το πορνό της μόδας και βάζανε περισσότερο περιπέτεια και ξύλο. Κόλλησα στο σινεμά επί Εντί Κονσταντίν, που υποδυόταν τον Λέμι Κόσιον και μου έγινε μια μονομανία μπορώ να πω, τόσο πολύ. Άρχισα να κυνηγάω τις ταινίες του, να τις βλέπω σε όλα τα σινεμά τα περιφερειακά. Μάλιστα έφτανα μέχρι τον Πειραιά για να τις δω. Θα σας πω γιατί το αναφέρω. Έχω λόγο που το αναφέρω αυτό. Κάποτε λοιπόν είδα και την ταινία «Alphaville», έχοντας δει μόνο ως τότε περιπέτειες. Καμία σχέση με κουλτούρα μέχρι 17 χρονών παιδί. Βλέποντας το «Alphaville» του Ζαν Λικ Γκοντάρ – που έμελλε να είναι η επόμενη εμμονή μου – παραξενεύτηκα πάρα πολύ. Έτσι μέσω του Έντι Κονσταντίν έμαθα τον Γκοντάρ. Ξαναείδα αυτή την ταινία, μία, δύο, πέντε φορές για να την καταλάβω. Σαν παιδί, γιατί ήμουν παιδί τότε, το ‘67-‘68, πρέπει να καταλάβετε, με παραξένεψε πάρα πολύ, γιατί είδα έναν άγνωστο κόσμο, έναν κόσμο και κοινωνικά και κινηματογραφικά. Έτσι άρχισα να βλέπω τις ταινίες του Γκοντάρ, χωρίς να κάνω τον έξυπνο, στην αρχή δεν καταλάβαινα τίποτα. Έλεγα: «Τι λέει αυτός ο άνθρωπος;». Σιγά σιγά, μπήκα στο νόημα και τον λάτρεψα αυτόν τον άνθρωπο, τον Γκοντάρ. Αυτό ήταν το ουσιαστικό μου μάθημα στον κινηματογράφο δηλαδή. Χωρίς να πάω σχολή ή κάπου αλλού, μέσω του Έντι Κονσταντίν μπήκα στο χώρο πιο σοβαρά. Δεν ξέρω αν πρέπει να το ονομάσουμε κουλτούρα, αυτή η λέξη έχει ταλαιπωρηθεί, ενώ κουλτούρα κανονικά σημαίνει μόρφωση. Εγώ έμαθα έτσι κινηματογράφο. Κι εκείνη την εποχή, στα 18 μου, σπούδαζα κοινωνιολογία – ψυχολογία στο Deree College. Τότε το Deree λεγόταν Pierce College, τώρα λέγεται Deree College. Δεν σπούδασα δηλαδή στο σινεμά ποτέ και πουθενά. Απλώς έβλεπα ταινίες, και βεβαίως σπούδασα κοινωνιολογία και ψυχολογία που την τέλειωσα. Δεν έχω τελειώσει καμία σχετική σχολή, είμαι αυτοδίδακτος. Βρήκα την πρώτη μου δουλειά στην «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, μια πάρα πολύ σημαντική ταινία για εμένα, από τις σημαντικότερες. Δούλεψα εκεί ως δεύτερος, τρίτος βοηθός, μόνο για να μάθω. Δηλαδή χτύπαγα κλακέτα στην ουσία και προσπαθούσα να καταλάβω λίγο τι γίνεται. Η εμπειρία για ένα παιδί που ήταν από ένα αστικό σπίτι, πώς να το πω τώρα, δεν θέλω να πω τη λέξη μεγαλοαστικό, γιατί δεν ήμασταν πάμπλουτοι, όταν όμως πας στου Μωραΐτη χαρακτηρίζεσαι μεγαλοαστικός. Ως ένα παιδί λοιπόν με αστικές καταβολές, όταν μπήκα στο χώρο αυτό της κινηματογραφικής «Ευδοκίας», με εντυπωσίασε πάρα πολύ. Ο Αλέξης Δαμιανός σαν άνθρωπος μου φέρθηκε πάρα πολύ καλά. Παραπάνω από πατέρας. Μου έμαθε, μου έδειξε, με φιλοξένησε στο σπίτι του, παρακολούθησα πρόβες πάρα πολλές, γιατί ήταν των προβών ο Δαμιανός. Κάνω μια παρένθεση και λέω πως εκεί δούλεψαν ερασιτέχνες γιατί και ο Γιώργος Κουτούζης που κάνει τον λοχία Μπάσκο, ήταν οικοδόμος στη ζωή του και η Μαρία Βασιλείου, που πήρε το πρώτο βραβείο γυναικείου ρόλου, δεν ήταν επαγγελματίες ηθοποιοί. Γνωριστήκαμε, κάναμε πρόβες μαζί, όλοι μαζί, ήταν μια εμπειρία συγκλονιστική. Και ο πρώτος βοηθός σκηνοθέτη μου έμαθε πάρα πολλά τεχνικά, λέγεται Λάκης Παπαστάθης, αξιόλογος σκηνοθέτης, με πολύ ωραίες ταινίες. Η τελευταία του είναι του 2001 «Το πρώτον της ζωής του ταξείδιον» του Γεωργίου Βιζυηνού. Κάπως έτσι περιγράφω το πώς μπήκα στο χώρο του κινηματογράφου, στην αρχή βλέποντας ταινίες, ανακαλύπτοντας τον Γκοντάρ, μέσω του Έντι Κονσταντίν, μετά με τον Δαμιανό και ύστερα από αυτό, μια μικρή εμπειρία στην Φίνος Φιλμ, αλλά πολύ μικρή εμπειρία, ήμουν τρίτος βοηθός, σαν εμπειρία τεχνική περισσότερο. Στον Νίκο Φώσκολο και στον Γιάννη Δαλιανίδη.

Με αυτά που είπατε με φέρνετε στην ερώτηση που έχει τη λέξη «γκρο πλαν» και θα ήθελα τώρα να εστιάσετε περισσότερο σε κάποιους δασκάλους.

* Δάσκαλος θεωρείται ο Δαμιανός, γιατί ουσιαστικά ήταν η πρώτη σοβαρή ταινία στην οποία βρέθηκα. Με άλλη έννοια δάσκαλος είναι κι αυτός που βλέπεις πολλές ταινίες του, ο Γκοντάρ κι ο Τριφό. Είχα μανία ακόμη και με τον Σαμπρόλ, τον Ρομέρ, τον Ριβέτ, με κέρδισε το νέο κύμα δηλαδή. Τότε αυτοί δεν ήταν μεγάλοι ηθοποιοί, ούτε σε ηλικία ούτε σε όνομα, το όνομα το έκαναν σιγά σιγά. Τότε ήταν κάτι σαν επανάσταση στο σινεμά, γι’ αυτό κι ονομάστηκε νέο κύμα. Η nouvelle vague, η γαλλική, εγώ τη λάτρεψα. Έχω δει όλες τις ταινίες τους. Ειδικά του Γκοντάρ αλλά και των άλλων και μετά άρχισα να βλέπω Ζακ Τατί και Πιέρ Ετέξ. Μετά γυρίζω πάλι στο αμερικάνικο σινεμά. Δηλαδή ενώ πρωτοξεκίνησα με έργα που είναι γκανγκστερικά, εμείς τα λέμε λίγο B-movies αυτά, φτηνιάρικα όχι όμως κακά, μετά ξαναγύρισα πάλι στο αμερικάνικο σινεμά, ανακαλύπτοντας τον Τζον Κασσαβέτη και πολλούς άλλους βέβαια του αμερικάνικου κινηματογράφου. Επίσης ήθελα να πω για το free cinema δύο λέξεις. Την εποχή του Γκοντάρ πάλι, ανακάλυψα τους «Beatles». Εντάξει, σαν πιτσιρικάς μου άρεσαν οι «Beatles», είναι πολύ φυσικό. Έκαναν δύο ταινίες με τον Ρίτσαρντ Λέστερ, έναν Άγγλο σκηνοθέτη, ο οποίος ήταν επίσης ένας δάσκαλος, αν λέγεται έτσι. Δεν έκανε βέβαια μόνο τις ταινίες των «Beatles» αλλά εγώ κόλλησα πάλι μαζί του κι έβλεπα τις ταινίες του, όπως το «Νακ και Πώς να το Αποκτήσετε», θυμάμαι έναν τίτλο τώρα. Ήμασταν πιτσιρικάδες τότε. Δάσκαλος με την άμεση έννοια, να το προχωρήσω λίγο παραπέρα, εκτός του Δαμιανού, δάσκαλός μου μπορεί να θεωρηθεί ο Κώστας Φέρρης, αξιόλογος άνθρωπος και σκηνοθέτης, με βοήθησε πολύ στην πρώτη μου ταινία που ήταν ο «Εξόριστος στην Κεντρική Λεωφόρο». Διάλεξα εγώ το θέμα. Αυτή ήταν η πρώτη ταινία που έκανα μόνος μου. Είχα κάνει και μια άλλη με τον Θανάση Ρεντζή, το «Μαύρο + Άσπρο» αλλά εκείνη περισσότερο ήταν του Ρεντζή. Εγώ ήμουν πιτσιρικάς 22 χρονών και ψαχνόμουν. Για τον Φέρρη, τον οποίο εγώ επέλεξα να παίξει και να γράψουμε μαζί το σενάριο στον «Εξόριστο», μπορώ να πω ότι έκανε έναν ειδικό ρόλο, περίεργο. Ο Φέρρης και με μάθαινε, γιατί βεβαίως θέλεις να μάθεις σε εκείνη τη δύσκολη εποχή, και με σεβόταν με έναν περίεργο τρόπο, τον οποίο εγώ δεν τον έχω ξαναζήσει ποτέ. Δηλαδή δεν ήθελε ποτέ να μου επιβάλει τη γνώμη του ενώ ήξερε πολύ καλύτερα από εμένα. Μου έλεγε «θα σε αφήσω να κάνεις και λάθη και όλα». Απλά κάναμε το σενάριο, αυτό που ονομάζεται rewriting, εγώ είχα ένα λίγο πρωτόλειο σενάριο πάνω στην ιδέα που βγήκε ο «Εξόριστος στην Κεντρική Λεωφόρο», που για πολλούς είναι και η καλύτερή μου ταινία. Αυτό είναι όλο. Ο Φέρρης ήταν πολύ χρήσιμος και σαν σεναριογράφος, και σαν ηθοποιός και σαν μοντέρ. Βοήθησε πάρα πολύ χωρίς ανακατευτεί καθόλου στη σκηνοθεσία. Μάλιστα οι κακές γλώσσες έλεγαν μετά ότι μου έκανε την ταινία ο Φέρρης. Και κατά σύμπτωση, βγήκε τώρα ο Φέρρης, τώρα αυτές τις μέρες, επειδή ήμασταν μαζί στο «Άστυ» και βλέπαμε τη «Φόνισσα», και είπε: «Επιτέλους να φύγει αυτή η παρεξήγηση, δεν του έκανα την ταινία, βεβαίως είχα μεγαλύτερη εμπειρία», μάλιστα είπε κάτι υπερβολικό, «του έκανα λέει ένα είδος βοηθού», καθ’ υπερβολή, δεν ήταν βοηθός μου φυσικά. Αλλά αυτόν τον θεωρώ τον αξιολογότερο άνθρωπο από αυτούς που δούλεψα έως σήμερα, μαζί με τον Δαμιανό φυσικά.

Πολύ ωραία. Πιάσαμε λίγο και κάτι που δεν το ήξερα εγώ, και στην επόμενη ερώτηση είχα τον τίτλο «Άσπρο + Μαύρο» κι έγραφα τι σας πρόσφερε αυτή η πρώτη σας ταινία;

* Με τον Θανάση τον Ρεντζή, μπορώ να το απαντήσω. Παρέα λοιπόν με τον Ρεντζή, που είναι πολύ καλός σκηνοθέτης, ο οποίος μετά ασχολήθηκε μόνο με πειραματικό, με experimental cinema, γι’ αυτό και δεν ακούστηκε μετά. Κάπου χάθηκε, μάλλον κακώς λέω ότι χάθηκε, απλώς ασχολήθηκε με το πειραματικό και τώρα διδάσκει, από ό, τι ξέρω, στις σχολές. Ήταν δικό του σενάριο. Δεν ήταν δικό μου και στους τίτλους βάλαμε συν-σκηνοθεσία. Η αλήθεια είναι ότι πιο πολύ ήταν του Ρεντζή η ταινία. Αλλά ήταν η πρώτη μου γερή εμπειρία. Μπήκα στο χώρο, έβαλα χρήματα, όσα είχα για να την κάνω, λίγα για τότε, πολύ λίγα. Όλη η ταινία μου φαίνεται πως γυρίστηκε με 200.000 δραχμές, θεωρείται πάρα πολύ λίγο, ρεκόρ δηλαδή κι ήταν μια αντιχουντική ταινία. Τη γυρίσαμε μέσα στην επταετία, λίγο πριν πέσει η Χούντα και είχαμε πλάνα που θεωρήθηκαν προφητικά. Στο Πολυτεχνείο δηλαδή με στρατιωτικούς μέσα, πολύ πριν γίνει η εξέγερση γι’ αυτό και η ταινία από πολλούς θεωρήθηκε προφητική. Πρωταγωνιστούσε ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος, μετέπειτα σκηνοθέτης και καλός σκηνοθέτης. Άρα την αναφέρω σαν εμπειρία μου, αλλά όχι ως δικιά μου.

Πάμε στο «Σουβλίστε τους»;

* Η οποία είναι η τρίτη μου ταινία.

Και είναι ταινία του ’80. Για ποιους θα το λέγατε αυτό σήμερα;

* Και τότε και σήμερα εννοούσαμε την εξουσία, αναφερόμενοι στην όποια εξουσία. Το «Σουβλίστε τους» δεν πάει αναγκαστικά στην κυβέρνηση αλλά σε ανθρώπους που μας εξουσιάζουν, μας καταπιέζουν, μας κλέβουν την ελευθερία. Μην ξεχνάτε ότι τότε ήμουν παιδί, βέβαια, κι αλλιώς σκεφτόταν ένα παιδί, αλλιώς σκέφτομαι τώρα. Γι’ αυτό κι η ταινία θεωρείτο αναρχίζουσα, όχι αναρχική, έχει σημασία μεγάλη αυτό. Και σαν στυλ και σαν γραφή και σαν περιεχόμενο. Τρεις τύποι, οι οποίοι ζουν ανάποδα, κλέβουν για να ζήσουν, επιτίθενται στην κοινωνία και, στο τέλος, οι μισοί τρελαίνονται. Θεωρήθηκε μια τολμηρή ταινία για τότε, απόδειξη του ότι θεωρήθηκε τολμηρή, είναι ότι είναι η μόνη μου ταινία, την οποία δεν έχει προβάλει ποτέ η τηλεόραση, κανένα κανάλι. Τη θεωρούν πάντα ακραία, σαν περιεχόμενο, και ενοχλεί ακόμα. Τώρα το να καταφέρνεις να ενοχλεί μια ταινία σου ακόμα είναι μάλλον δύσκολο…

Είναι όμως πολύ σημαντικό.

* Εγώ έχω φτιάξει πολλές ενοχλητικές ταινίες. Στο «Σουβλίστε τους» συνεργάστηκα με τον Δημήτρη Πουλικάκο ο οποίος έμελλε να είναι δίπλα μου πολλές άλλες φορές. Κάναμε και το σενάριο μαζί σ’ αυτή την ταινία. Ο Πουλικάκος, εγώ και η Θέκλα Τσελεμπή. Ήταν μια ομαδική ταινία. Σκηνοθεσία εγώ βέβαια, αλλά σενάριο όλοι μαζί ρίχναμε ιδέες, αυτοσχεδιαστική ταινία με έναν καμβά. Είχαμε ένα βασικό κορμό τους τρεις φίλοι που ζουν λίγο αντίστροφα από τους καθώς πρέπει και πάνω σε αυτό το πλαίσιο παρακολουθούσαμε τις περιπέτειες μιας παρέας.

Μετά ακολουθεί ο τίτλος «Στη σκιά του Λέμι Κόσιον» και σαν υπότιτλος το ποιους άλλους θαυμάζετε στο διεθνές σινεμά. Βέβαια μιλήσατε λίγο πριν γι’ αυτούς, αν θέλετε όμως να προσθέσετε κάτι άλλο…

* Το έχω ήδη πει, αλλά να πω εδώ κάτι για την ταινία. Πρόκειται για μια αγαπημένη μου ταινία αν και είναι από τις ελάχιστες που δεν πήγαν καλά, εμπορικά. Αυτό έγινε επειδή είχε πολύ κακή διανομή. Την έβγαλε δηλαδή το Κέντρο Κινηματογράφου, σε ένα μόνο σινεμά, στο «Τριανόν». Βέβαια δεν είναι μόνο ότι δεν ήταν εμπορική ταινία, ήμουν και εγώ σε μια διένεξη με τον παραγωγό, έγιναν πολλά και διάφορα τέλος πάντων. Αλλά εγώ τη θεωρώ αγαπημένη μου ταινία. Σαν σινεφίλ θρίλερ είναι που αναφέρεται στον Γκοντάρ και στον Έντι Κονσταντίν. Έχει πλάνα από Γκοντάρ και πλάνα από Έντι Κονσταντίν. Κεντρικός ήρωας είναι ο Λάκης Κομνηνός, ένας ντετέκτιβ ο οποίος λατρεύει τον Έντι Κονσταντίν κι είναι έγκλειστος στο σπίτι του όλη μέρα βλέποντας ταινίες του. Εν τω μεταξύ μπλέκει πάλι με την ενεργό δράση όταν του αφήνουν έναν πτώμα στην πόρτα και αρχίζει να ψάχνει. Επαναλαμβάνω, αγαπημένη μου ταινία αλλά δεν πήγε καλά στη διανομή. Η διανομή, μιας και δόθηκε η ευκαιρία να το πω, είναι το πιο δύσκολο μιας ταινίας, είναι πάρα πολύ εύκολο να φτιάξεις μια ταινία, αλλά η διανομή είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Πρέπει να μπεις στα καλούπια των διανομέων, αν πουλάει, αν δεν πουλάει, σε όλα τα καλούπια. Δεν το λέω μόνο γι’ αυτή την ταινία, το λέω για όλες τις ταινίες. Αυτή όμως η ταινία είχε κακή τύχη γενικότερα, για τον τρόπο που βγήκε σε ένα σινεμά μόνο. Αλλά την αγαπάω, δηλαδή όσο αγαπάω τον «Εξόριστο» ως προσωπική μου ταινία αγαπάω κι αυτή, μιας και με ρωτήσατε.

Ο επόμενος τίτλος είναι οι «Τηλεκανίβαλοι»…

* Η οποία είναι και η πρώτη μου εμπορική επιτυχία.

Σήμερα υπάρχουν τηλεκανίβαλοι;

* Σήμερα δεν υπάρχουν; Εγώ νομίζω είναι προφητική η ταινία άθελά της. Είμαστε γεμάτοι τηλεκανίβαλους σήμερα. Αν εξετάσουμε λίγο τον τίτλο μάλλον προφητεία είναι θα μπορούσα να πω μια λέξη λίγο λαϊκίστικη, για αυτή την ξεφτίλα που βλέπουμε στην τηλεόραση, που είναι απερίγραπτη. Τα πρωινά, τα μεσημεριανά και τα βραδινά, μην αδικήσουμε τα βραδινά δηλαδή. Αν δεις εκπομπή πολιτικού λόγου το βράδυ, νομίζεις ότι λένε ηλιθιότητες επίτηδες. Λένε τα μεγαλύτερα κλισέ, τις μεγαλύτερες κοινοτοπίες, τις μεγαλύτερες βλακείες με το πιο σοβαροφανές ύφος. Για μένα είναι χειρότερες εκπομπές οι βραδινές. Ακόμη κι αυτές που ευαγγελίζονται την ποιοτική ανατροπή έναντι των άλλων. Τουλάχιστον οι μεσημεριανές, είναι κουτσομπολιό. Κουτσομπολιό παράγουνε, αυτό σου δείχνουνε. Άρα τηλεκανίβαλοι υπάρχουν σήμερα, ζωντανοί, ζουν δίπλα μας και ζουν μέσα στην τηλεόραση. Απλώς τότε, ήταν αφορμή να σατιρίσω την ΕΡΤ, δεν υπήρχε ιδιωτική τηλεόραση. Έτσι σαν σάτιρα της ΕΡΤ έβαλα τον τίτλο «Τηλεκανίβαλοι», που επαναλαμβάνω, ήταν και η πρώτη μου εμπορική επιτυχία. Ούτε θυμάμαι πόσα εισιτήρια έκοψε. Πάλι Δημήτρης Πουλικάκος εδώ και ο Κωνσταντίνος Τζούμας, αλλά και η Άννα Ανδριανού και ο Βλάσης Μπονάτσος και η Σοφία Αλιμπέρτη. Μαζί στο σενάριο ήταν και ο Σάκης Μπουλάς, που δυστυχώς έφυγε πρόωρα.

Ο Γιάννης Ζουγανέλης;

* Αμέσως μετά ήρθε ο Ζουγανέλης στο «Πατήρ, Θρησκεία, Οικογένεια». Και πριν με ρωτήσετε κάνω μόνος μου μια παρένθεση και λέω ότι με τον Ζουγανέλη κάναμε μια τεράστια επιτυχία τότε στην τηλεόραση, που λεγόταν «Κουφώματα». Θεωρήθηκε ένα ιδιόρρυθμο, σουρεαλιστικό, χιούμορ για την εποχή, λογοπαίγνιο ήταν περισσότερο, δηλαδή παίζαμε με λέξεις και εικόνες και βέβαια συναντήσαμε μια αρκετά σφοδρή αντίδραση από τους τηλεκριτικούς. Άρεσε όμως πολύ στον κόσμο. Ακόμα αρέσει. Απόδειξη ότι το you tube είναι γεμάτο. Και οι νέοι το ανακαλύπτουν τώρα. Το θεωρώ από τις πιο επιτυχημένες μου δουλειές, χωρίς σενάρια. Ό, τι μας κατέβαινε κάναμε και έπαιζε και ο Τζόνυ Βαβούρας, κυρίως του Ζουγανέλη είναι η ιστορία ενώ πολλά σκετς είναι του Βαβούρα.

Πάω πάλι στην ταινία «Εξόριστος στην Κεντρική Λεωφόρο». Θέλω να ρωτήσω αν σας έκαναν κάποιοι, κάποτε να νιώσετε εξόριστος;

* Βεβαίως, αρκετές φορές. Μα δεν είναι τυχαίος ο τίτλος. Πολλές φορές έχω νιώσει εξόριστος από την ίδια την δουλειά μου, ή εξόριστος από την κοινωνία, ή απομονωμένος. Κατά μια έννοια, έχω περάσει φάσεις πολύ κακές στη ζωή μου, που είχα απομονωθεί, που είχα ανάγκη να απομονωθώ, όχι αναγκαστικά, εδώ όταν πήγαινα κάπου, ξέρω εγώ στη Σαρωνίδα και καθόμουν μήνες μόνος μου, τα έχω κάνει αυτά, ή σε κάποιο χωριό… Αλλά το ξεπέρναγα. Ως τώρα τουλάχιστον εδώ είμαι, δόξα σοι ο Θεός. Αλλά ναι, έχω περάσει στιγμές δύσκολες και μόνος μου και εξόριστος. Μα και τώρα νιώθω εξόριστος, από έναν χώρο κινηματογραφικό που επικρατούν τα συμφέροντα, θα το πω κι αν θέλετε μην το βάλετε. Σήμερα γίνεται ένας καβγάς, για το ποιος θα μπει διευθυντής του Κέντρου Κινηματογράφου. Είναι μια θέση πολύ σοβαρή και προτάθηκε, αν θέλετε, ο φίλος μου και συνάδελφός μου, ο Χάρης ο Παπαδόπουλος, πρόεδρος του σωματείου σκηνοθετών, στο οποίο επί τη ευκαιρία να θυμίσω ότι είμαι και μέλος στο διοικητικό του συμβούλιο. Το τι αντίδραση έχει συναντήσει ο άνθρωπος, ανοίξτε το facebook να το δείτε. Από ανθρώπους, οι οποίοι θα χάσουν τα συμφεροντάκια τους και θα χάσουν τα λεφτά που λυμαίνεται τώρα το Κέντρο το οποίο έχει ένα κακό: Δίνει χρήματα. Και εμένα μου έχει δώσει, θα ήμουν δε αχάριστος αν το κατηγορούσα, αλλά δυστυχώς έχει και μια ομάδα ανθρώπων που το λυμαίνονται χρόνια. Τους έχω βάλει έναν τίτλο και τους έχει πειράξει πάρα πολύ, τους έχω ονομάσει ψευτοαριστερούς. Δεν είναι καν αριστεροί αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι με κάποιο τρόπο το μπλόκαραν το Κέντρο. Τώρα λοιπόν, νιώθουν ότι θα χάσουν, αν μπει ο Παπαδόπουλος και γι’ αυτό τον πολεμάνε ανελέητα. Ε, πώς να μη νιώθω εξόριστος από τον χώρο;

Αυτή η επιλογή για τον διευθυντή του Κέντρου από ποιον θα γίνει;

* Ο νόμος λέει ότι το διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου προτείνει έναν πρόεδρο και η πρόταση πάει στον υπουργό Πολιτισμού κι αυτός είναι σχεδόν υποχρεωμένος να το εγκρίνει, και λέω σχεδόν, γιατί αν υπάρχει σφοδρή αντίρρηση μπορεί να το ανατρέψει. Ως τώρα δεν το έχει ανατρέψει, αλλά ούτε το έχει δεχτεί .

Η πρόταση έχει γίνει πάντως επίσημα;

* Βεβαίως, έχει περάσει νομότυπα στον υπουργό Πολιτισμού, τον κύριο Κωνσταντίνο Τασούλα, ο οποίος δεν απαντάει. Δεν είπε όχι, μπορεί να απαντήσει στο τέλος ναι, αλλά είναι μια πολεμική άδικη για εμένα, για έναν άνθρωπο, επαναλαμβάνω, για τον Χάρη Παπαδόπουλο, ο οποίος έχει δουλέψει πολύ για τον κινηματογράφο, ως πρόεδρος δέκατη συνεχόμενη χρόνια, ίσως και παραπάνω. Τόσα πολλά χρόνια, σημαίνει ότι έχεις φάει τη μισή σου ζωή. Εγώ δεν είμαι συνδικαλιστής, απλώς συμμετέχω τα τελευταία χρόνια, επειδή με επέλεξαν. Το είπα σαν παράδειγμα, για το ότι μπορείς να νιώσεις εξόριστος στον ίδιο σου τον χώρο. Όταν βλέπεις όλη αυτή τη φαγωμάρα που υπάρχει, δεν ξέρω πώς να το πω, αφού υπάρχει ένας φόβος να μη χάσουμε τα λεφτά και τα κεκτημένα τόσων χρόνων.

Νομίζω δε ότι αυτά τα λεφτά πρέπει να είναι από τη μεταπολίτευση και μετά, γιατί πριν οι ταινίες έβγαιναν κυρίως από τους παραγωγούς;

* Ναι, συμφωνώ απολύτως. Και κάποια στιγμή το Κέντρο έχει κάνει και καλά, αλλά δυστυχώς ελέγχθηκε πολύ από έναν χώρο ψευτοπροοδευτικό. Αυτός ο ψευτοπροοδευτισμός το μπλόκαρε. Μάλιστα το έχω πει χιουμοριστικά ότι για να πάρεις λεφτά από το Κέντρο έπρεπε να είσαι αντάρτης ή να φέρεσαι σαν αντάρτης ή να έχεις ταινίες με αντάρτες. Δεν είναι ψέμα αυτό, είναι αλήθεια. Πήγαινα σε αυτό το φεστιβάλ που δεν πάω πια, πήγαινα κάποτε και τότε έπρεπε να έχεις αριστερή ταινία. Αν είχες αριστερή ταινία μα και σαχλαμάρα να ήταν, έπαιρνες βραβείο. Είναι τραγικό δηλαδή, με εξαιρέσεις βέβαια. Με εξαίρεση τον Νικολαΐδη, τον Τάσσιο και τον Φέρρη. Οι υπόλοιποι όμως ήταν όλοι αυτού του χώρου κι έπρεπε να δώσεις τις εξετάσεις σου ότι είσαι προοδευτικός. Τώρα μπορεί να σας φαίνεται λίγο αστείο με αυτόν τον καιρό που περνάμε αλλά τότε δεν ήταν αστεία. Ένιωθες πολύ άσχημα και πολύ απ’ έξω. Όλα αυτά δίνουν απάντηση στο ερώτημά σας για το «εξόριστος». Κι εκεί ένιωσα πολύ εξόριστος και δυσκολεύτηκα να συμβιβαστώ ή και να μπορέσω κι εγώ να βρω τρόπο να παίρνω χρήματα. Πήρα βεβαίως δεν είμαι παραπονούμενος, έχω πάρει επιδοτήσεις.

Πάμε στον «Δράκουλα» του ’83 και θέλω να ρωτήσω τι ρόλο έπαιξε αυτή η ταινία στην καριέρα σας.

* Πολύ μεγάλο. Το μεγαλύτερο ρόλο έπαιξε ίσως. Γιατί πρώτον με έκανε πιο γνωστό, δεύτερον κατά πολλούς θεωρείται cult αν και αυτή η λέξη cult έχει δεινοπαθήσει. Την έχουν χρησιμοποιήσει για τις ταινίες του Γκουσγκούνη, για πορνό, δεν είναι αυτό το cult. Θα φέρω ένα παράδειγμα, γιατί η λέξη είναι πολυσυζητημένη. Θεωρώ cult το «Horror Freak Show», το «Frankenstein Junior» του Μελ Μπρουκς. Αυτά είναι cult κι άλλα τέτοια, κατά τη δική μου άποψη βέβαια. Είναι άλλοι συνάδελφοι που θεωρούν πως είναι cult οτιδήποτε το παράδοξο και το παραξενιάρικο. Όμως δεν είναι έτσι γιατί στο παραξενιάρικο μπορείς να βάλεις και κάκιστες ταινίες και trash ταινίες, αυτή είναι η άλλη λέξη. Trash, σκουπίδια, είναι οι άλλες ταινίες, τα έχουν κάνει ένα, τα έχουν κάνει αχταρμά. Ο cult, κατά πολλούς «Δράκουλας», με βοήθησε πάρα πολύ, γιατί πρώτα πρώτα ακούστηκε, συζητήθηκε, λοιδορήθηκε από τους κριτικούς, αλλά έφτιαξα μια ταινία, όπου μερικοί λένε ότι δεν έχει ξαναγίνει, τόσο παράδοξη ταινία και εύστοχη σάτιρα. Είναι μια σάτιρα στην πολιτική της εποχής.

Οι κριτικοί βέβαια θυμάμαι ότι κατηγορούσαν και τον Βέγγο παλιά, δεν ήθελαν ούτε το όνομά του να ακούσουν. Από ένα σημείο και μετά τον είδαν ως θεό.

* Αυτό που λέτε είναι σωστό. Αλλά για να τα βάλουμε στη θέση τους, όχι όλοι ακριβώς, γιατί είναι μια ευκαιρία να κάνω μια εξαίρεση εδώ. Με εξαίρεση λοιπόν τη Ροζίτα Σώκου, που ήταν η πιο σωστή κριτικός, η γυναίκα βέβαια τώρα σταμάτησε να γράφει. Εξαίρεση επίσης είναι ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης και αργότερα ο Νίνος Φενέκ Μικελίδης, παρόλο που αρχικά ο Μικελίδης ήταν λίγο μεταξύ κουλτούρας και μη κουλτούρας… Αυτή η περιβόητη ψευδοκουλτούρα μας ταλαιπώρησε χρόνια όλους μας γιατί υπήρχε μια ομάδα κριτικών που ήθελε να επιβάλει αυτό το στυλ το οποίο έκανε κακό στον κινηματογράφο γενικότερα. Να προσθέσω στο σημείο αυτό για τον Τιμογιαννάκη πως ξέρει καλά κινηματογράφο, είναι δε ο μόνος που χτυπήθηκε, να πω συγκρούστηκε, με τη στενή ομάδα των κριτικών που υποστήριζαν μόνο τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Δεν μ’ αρέσει που το λέω αυτό, γιατί ο Αγγελόπουλος είναι αξιόλογος δεν λέω, στο είδος του είναι αξιόλογος, αλλά υπήρχε μια υπέρμετρη στήριξη, μόνο του στυλ Αγγελόπουλου. Ήταν λάθος, βεβαίως έχει αξία ο άνθρωπος, κι έχει αξία γιατί έφερε έναν κινηματογράφο στην Ελλάδα που δεν υπήρχε, αλλά δεν μου πάει το είδος του κι είναι δικαίωμά μου να μη μου πάει. Παρ’ όλα αυτά αναγνωρίζω την αξία του και το πείσμα του. Κι είχα στενοχωρηθεί με τον τόσο άδοξο θάνατό του, για ένα πλάνο. Αν και μπορεί να μην είναι άδοξος, μπορεί να πει κανείς και το αντίθετο κάνοντας λογοπαίγνιο, μπορεί να είναι και ένδοξος αφού πέθανε κάνοντας πλάνο, μπορεί να ήταν και το όνειρό του αυτό, ποιος ξέρει. Ιδιόρρυθμος άνθρωπος. Είχαμε μιλήσει αρκετές φορές παρόλο που ήξερε ότι δεν μου άρεσαν οι ταινίες του, και τον θεωρώ έναν αξιόλογο δημιουργό, απλώς εμένα δεν μου πάει αυτό το αργό στυλ με τα συμβολικά.

Εγώ είχα σταματήσει στην «Αναπαράσταση».

* Ήταν σαφέστατα η καλύτερή του ταινία. Είναι από τις κορυφαίες του ελληνικού σινεμά. Μπορεί νέος να ήμουν πιο φανατισμένος έναντι των ταινιών του, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Τον παραδέχομαι πάντως και το πείσμα του παραδέχομαι. Είχε ένα πείσμα να κάνει αυτό που θέλει όπως το θέλει.

Δύσκολο πράγμα.

* Πολύ δύσκολο και τα κατάφερε φυσικά. Δεν έφταιγε ο Αγγελόπουλος, οι κριτικοί έφταιγαν επειδή τον εξυμνούσαν παραπάνω από ό, τι έπρεπε, αγνοώντας αξιόλογους σκηνοθέτες σαν τον Φέρρη και τον Νικολαΐδη. Εκεί ήταν το λάθος τους. Κατά τα άλλα βεβαίως ο Αγγελόπουλος είναι η ιστορία του ελληνικού σινεμά.

Τελευταία ερώτηση με αφορμή τους τίτλους των ταινιών σας που έχουν και πιο προσωπικό χαρακτήρα: «Γυναίκες δηλητήριο». Είναι πράγματι έτσι οι γυναίκες;

* Κατά τη γνώμη μου είναι χειρότερες από δηλητήριο. Διέπουν τις ζωές μας. Μας κάνουν ό, τι θέλουν, μας κάνουν τούμπες άμα θέλουν, και εγώ πιστεύω ότι οι γυναίκες είναι και καταστροφικές για τις ζωές μας. Ακούγεται ίσως ότι είμαι μισογύνης, παραδόξως δεν είμαι.

Τι άλλο μπορούμε να πούμε για το «Γυναίκες Δηλητήριο»;

* Πρόκειται για μια ταινία την οποία θεωρώ επίσης αξιόλογη, εμπορική ταινία με την καλή έννοια, ξέρετε αυτό που λέγαμε πριν. Αυτή η γενιά όλη χτύπαγε το εμπορικό. Αυτή η κριτική όλη, άκουγε εμπορικό, στυλ Βέγγου, και πάθαινε ανατριχίλα. Είναι λάθος αυτό. Δηλαδή αρνήθηκαν έναν ολόκληρο κινηματογράφο πριν. Βεβαίως έχει και κακές ταινίες αλλά έχει και καλές ταινίες, δεν μπορείς να τον αρνείσαι ολόκληρο. Οπότε οι «Γυναίκες δηλητήριο» επανέφεραν λίγο τότε τον νορμάλ αφηγηματικό λόγο, ήταν μια νορμάλ ταινία. Έκανε εισιτήρια, πήγε πολύ καλά, τη γυρίσαμε με τη Σπέντζος Φιλμ και άλλους συνεργάτες, το σενάριο ήταν του Χάρη του Ρώμα και της Άννας Χατζησοφιά -πριν κάνουν τα τηλεοπτικά τους σουξέ- στο οποίο έκανα μερικές παρεμβάσεις. Στους τίτλους γράφει με αφηγηματικές παρεμβάσεις του Νίκου Ζερβού, είχα παρέμβει κι εγώ σε ένα σημείο. Αξιόλογο σενάριο και των δύο και το χρωστάω στους ανθρώπους, κι ένα πολύ καλό καστ από τους Σπύρο Παπαδόπουλο, Νάντια Μουρούζη, Ηλία Λογοθέτη (πάρα πολύ καλό ηθοποιό), Βαλέρια Χριστοδουλίδου. Είχε μια χημεία το καστ. Έπαιζε επίσης η Αθηνά Τσιλύρα, ο Άλκης Παναγιωτίδης αλλά και ο Κώστας Ρηγόπουλος με τον Βλάση Μπονάτσο. Ο Ανδρέας Βουτσινάς έκανε ένα γκεσταριλίκι. Επίσης ο Χάρρυ Κλυνν, σημαντική εμφάνιση στην εισαγωγή όπου σατιρίζαμε και τον κινηματογράφο, κάνει τον πρόεδρο του Κέντρου Κινηματογράφου, ένα από τα καλύτερά του, γιατί αυτοσχεδίασε ο Χάρρυ Κλυνν. Θεωρώ λοιπόν ότι αυτή ήταν μια σημαντική ταινία δεν έχει σημασία αν με εκφράζει προσωπικά, ήταν σημαντική στο είδος της κι από ό, τι φαίνεται είναι κι από τις λίγες μου ταινίες που πήρε καλή κριτική από όλους, εκεί δεν είχα εχθρούς, περιέργως…

Ωραία προχωράμε, λοιπόν.

* Να πω για τους κριτικούς κάτι πριν φύγω από εδώ; Ο ένας είναι πολύ φανατισμένος, ο Δημήτρης Δανίκας. Είχε ένα φανατισμό εναντίον μου και όσων δεν ήταν του γούστου του. Τώρα μιλάμε με τον Δανίκα, λέμε γεια σου τι κάνεις, τότε μας έβριζε όμως, υπήρχε ένα θάψιμο άγριο και όταν δούλευε στον «Ριζοσπάστη» αλλά και μετά όταν πήγε στα «Νέα». Παρ’ όλα αυτά δεν έχω κάτι εναντίον του. Ένας φανατισμένος άνθρωπος είναι, έπαιξε ένα ρόλο τότε στο σινεμά αρνητικό.

Ας πάμε τώρα στη λέξη reperaz και θα ήθελα να μου πείτε με αυτό το «πέρασμα» τα καλά και τα άσχημα σημεία σήμερα στον πολιτισμό.

* Δεν είμαι σε θέση να το απαντήσω αυτό, δεν θέλω να πω κάτι που δεν ξέρω.

Συνεχίζουμε τότε με τη λέξη panoramik, με αυτή την κίνηση ποια θετικά και ποια αρνητικά σας εντυπωσιάζουν στον χώρο του κινηματογράφου, τον ελληνικό και τον διεθνή;

* Πανοραμίκ είναι όταν η κάμερα κινείται από αριστερά προς τα δεξιά παρατηρώντας και καταγράφοντας το καθετί. Να το γενικεύσω, για το ελληνικό σινεμά. Το αρνητικό το είπα ήδη για μια ομάδα κριτικών που έθαψε τον ελληνικό κινηματογράφο συλλήβδην, μέγα λάθος, διότι επαναλαμβάνω πως υπάρχουν καλές και κακές ταινίες, όπως και στο νέο σινεμά υπάρχουν καλές και κακές ταινίες. Θέλω να πω ότι υπήρχε μια γενίκευση τότε, κάθε καινούργιο στο φεστιβάλ ήταν αριστούργημα, κάθε παλιό για πέταμα. Τραγικό λάθος. Μέσα στις καινούργιες τάσεις του φεστιβάλ υπήρχαν και κάκιστες ταινίες, οι οποίες δεν βλέπονταν μάλιστα. Άσε που μερικές βραβεύτηκαν κιόλας. Αλλά στις παλιές ταινίες, έχουμε δει κι αριστουργήματα, αναφέρω αν θέλετε και δυο τρεις: Τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου, πρόκειται για αριστούργημα του ελληνικού σινεμά, τη «Μαγική Πόλη» και πάλι του Κούνδουρου, ο οποίος μου αρέσει πολύ. Επίσης παλιότερες ταινίες του Θανάση Βέγγου, αυτές που σκηνοθέτησε ο Ντίνος Κατσουρίδης, είναι αξιόλογες ταινίες. Δεν πρέπει μια ταινία να είναι διανοουμενίστικη για να μου αρέσει, λαϊκές ταινίες του Βέγγου αλλά με αξία, σε αυτό είναι κι άλλες. Από νέες ταινίες, μου αρέσουν του Νίκου Νικολαΐδη, μου αρέσει η «Ρεβάνς» του Νίκου Βεργίτση, τις βλέπω πολύ καλές ταινίες αλλά είναι άλλο το παλιό άλλο το νέο. Εκεί διαφωνώ σ’ αυτή την ισοπέδωση που έγινε, όλες οι παλιές κακές, όλες οι νέες καλές, το οποίο ήταν λάθος, μέγα λάθος και ψέμα.

Και τώρα η λέξη slow motion. Σε ποιους τομείς χωλαίνει η Ελλάδα;

* Χωλαίνει πολιτικά, είναι φανερό, δεν χρειάζεται να το πω εγώ αυτό, δεν περιμένει κανείς εμένα να πω ότι χωλαίνει πολιτικά. Ο τρόπος που λειτουργεί η Βουλή και όλοι οι πολιτικοί μας.

Ας πάμε τώρα στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Ποια προσόντα πρέπει να έχει αυτός ο ηγέτης που θα ήθελε να καθίσει σε αυτή την καρέκλα;

* Πρέπει να έχει τα απαραίτητα και ιδιαίτερα προσόντα.

Κάνοντας εσείς αυτή τη δουλειά και κινητοποιώντας όλο αυτόν τον κόσμο μπροστά και πίσω από τις κάμερες ποια προσόντα θα θεωρούσατε απαραίτητα;

* Κυρίως το ταλέντο του συντονισμού, η μεγαλύτερη ικανότητα είναι να συντονίζεις έναν ετερόκλητο κόσμο. Ο ετερόκλητος κόσμος που καλείσαι να συντονίσεις περιλαμβάνει από τον σεναριογράφο που θα σου δώσει το σενάριο και θα το κουμαντάρεις με έναν τρόπο, μέχρι τον ηλεκτρολόγο, μέχρι το βοηθό, μέχρι τους ηθοποιούς. Αυτό λέγεται κουμαντάρω έναν χώρο. Η δυσκολότερη για εμένα ικανότητα που πρέπει να έχει ένας σκηνοθέτης, πώς να το πούμε, γιατί δεν το είπα καλά τώρα, δεν λέγεται δύσκολη ικανότητα, η δυσκολότερη ιδιότητα, είναι αυτό: Το να μπορείς να συντονίζεις έναν ετερόκλητο κόσμο και στο γύρισμα ειδικά να τους κάνεις να λειτουργούν σωστά μεταξύ τους. Υπάρχουν γυρίσματα ας πούμε που είναι μπάχαλο, άρα λοιπόν ο συντονισμός είναι η μοναδική λύση.

Και στην πολιτική; Χρειάζεται αυτή η ίδια ικανότητα;

* Εδώ ακόμη πιο πολύ. Θέλετε για την πολιτική να πω κάτι; Φοβάμαι πολύ αυτή τη δύναμη που ανεβαίνει, τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί αν ο ΣΥΡΙΖΑ βγει, θα είναι το μπάχαλο του αιώνος. Να το εξηγήσω και λίγο. Θα συμβεί αυτό, γιατί δεν θα μπορούν να εφαρμόσουν λέξη από ό, τι λένε τώρα. Δυστυχώς όμως θα εκλεγούν…

Τώρα έχω τη λέξη «στοπ». Σε ποιους θα λέγατε το στοπ;

* Στοπ σε όσους δεν έχουν πολιτικό πρόγραμμα. Στοπ σε όσους πετάνε συνεχώς κοτσάνες και από το βήμα της Βουλής και από την τηλεόραση και από το ραδιόφωνο.

Το αντίθετο είναι το go, στη γλώσσα τη δικιά σας;

* Στο σινεμά δεν λέμε go. Λέμε moter, που θα πει «αρχίζει το πλάνο».

Οπότε σε ποιους θα δίνατε αυτό το σύνθημα και με ποιους θα θέλατε να προχωρήσετε μαζί;

* Αυτό είναι μια δύσκολη ερώτηση στην οποία αδυνατώ να απαντήσω αν θέλετε γράψτε το κι έτσι, αδυνατώ να απαντήσω.

Μετά βάζω τη λέξη «μοντάζ». Τι θα κόβατε ως άχρηστο από τον χώρο του σινεμά;

* Το είπα σχεδόν. Να προσθέσω όμως εδώ ότι το μοντάζ είναι το κρισιμότερο σημείο μιας ταινίας πέρα από το γύρισμα, εκεί φτιάχνεται η ταινία, στο γύρισμα μαζεύεις υλικό ενώ στο μοντάζ η ταινία παίρνει τη μορφή της. Έτσι και στην πολιτική χρειάζεται ένα καλό μοντάζ που δεν το έχει. Έχει κακό μοντέρ η πολιτική.

Στις τελευταίες ερωτήσεις έχω το «βάθος πεδίου». Εδώ τι βλέπετε για το μέλλον, τι περιμένετε;

* Αυτή είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση. Θα ήμουν μελλοντολόγος αν απαντούσα. Θα έλεγα όμως ότι τα βλέπω λίγο μαύρα, όταν οι τράπεζες ελέγχουν τα πάντα, γιατί είμαστε όργανα των τραπεζών αυτή τη στιγμή. Βλέπουμε μάλιστα μεγάλους πολιτικούς άντρες που κυβέρνησαν τη χώρα να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των τραπεζών. Πρόκειται για πληρωμένους οικονομικούς δολοφόνους.

Μετά πάω λίγο πριν από το τέλος πάλι με τη λέξη generic. Για τους τίτλους τέλους αυτή τη φορά. Ποιες συμβουλές θα δίνατε σε κάποιο νέο που θέλει ασχοληθεί με το σινεμά;

* Χιουμοριστικά η πρώτη συμβουλή θα ήταν: Να μην ασχοληθεί. Καλά θα κάνει να μην ασχοληθεί. Ειδικά εάν σκοπεύει να το κάνει για να βιοποριστεί να μην ασχοληθεί, κι αυτό το λέω σοβαρά. Είναι πολύ ασταθής δουλειά, δεν μπορείς να βιοποριστείς εκτός κι αν κάνεις μόνο τηλεόραση και σειρές. Σε έναν νέο που θα το κάνει για να βιοποριστεί θα έλεγα να μην το κάνει, εκτός κι αν κάνει αυτά τα άθλια σίριαλ που βλέπουμε. Τα σίριαλ μπορώ να τα ισοπεδώσω εδώ και να πω ότι είναι αθλιότητες με ελάχιστες εξαιρέσεις. Αν με ρωτάγατε για τα σημερινά σίριαλ μόνο ένα μπορώ να εξαιρέσω, ένα που λέγεται «Εκδρομή», μια ομάδα ανθρώπων που έχει χαθεί σε ένα βουνό, όλα τα άλλα είναι απίστευτα άθλια και είναι φτιαγμένα από ερασιτέχνες και λυπάμαι που παίρνει η μπάλα και γνωστούς μου και φίλους μου εδώ πέρα. Οπότε σε έναν νέο, θα έλεγα αν το όνειρό του είναι το σινεμά να μην κάνει τηλεόραση, γιατί θα αναγκαστεί να κάνει αυτές τις μπούρδες, το μπούρδες είναι άσχημη λέξη αλλά χαρακτηριστική. Πρόκειται περί μπουρδών περί αθλίων σίριαλ που εκφράζουν την αμορφωσιά αυτών που τα φτιάχνουν. Οπότε ο νέος να μην το κάνει αυτό, αν θέλει να κάνει σινεμά όπως κάναμε εμείς την καλή εποχή που ήμασταν νέοι, να περιμένει ότι θα πουλήσει και τα σπίτια του και τα αυτοκίνητά του και το κορμί του, αν θέλετε να κάνουμε χιούμορ, θα πουλήσει τα πάντα για να τα κάνει γιατί σινεμά δεν γίνεται εύκολα. Ούτε βιοπορίζεσαι από το σινεμά, από την τηλεόραση ναι, βιοπορίζεσαι κυρίως γιατί λες βλακείες. Να το σημειώσω γιατί το έχω άχτι, τα σίριαλ των παλιότερων ιδιωτικών καναλιών δεν βλέπονται. Είναι για πνευματικά καθυστερημένους. Για ηλίθιους είναι, απευθύνονται σε ηλίθιους, με εξαίρεση έναν – δύο.

Η προτελευταία ερώτηση, έχει σχέση με την καινούργια σας ταινία. Η λέξη είναι «κλακέτα» για το «Λύσσα κακιά». Θέλω να μας πείτε γι’ αυτή την ταινία.

* Καταρχάς βγαίνει τον Ιανουάριο. Θα δούμε βέβαια, γιατί η διανομή -όπως είπα πριν- είναι δύσκολη. Η εταιρεία διανομής λέγεται Filmboy pictures, μια νέα εταιρεία, ενός νέου ανθρώπου. Η ταινία είναι νεανική, απευθύνεται σε νέα παιδιά και ασχολείται με παιδιά που σπουδάζουν σε σχολή ηθοποιών. Η καθημερινότητά τους, τα προβλήματά τους, οι σπουδές τους, τα ερωτικά τους μαζί με λίγο χιούμορ και αρκετή μουσική. Εγώ θα το ονόμαζα ένα μεγάλο βίντεο κλιπ.

Η μουσική είναι από τραγούδια που είναι γνωστά;

* Όχι βέβαια. Ο Παντελής Αμπαζής έγραψε κομμάτια για την ταινία, το ένα είναι μάλιστα μια διασκευή του Τσιτσάνη το «Cherchez la femme», που το έκανε ροκ. Και τα υπόλοιπα είναι δικά του, με δικούς του στίχους, ένα νέο παιδί, πολύ αξιόλογο είναι ο Παντελής. Αυτή την ταινία την έκανα κατ’ εξαίρεση. Δεν είναι δικό μου σενάριο, είναι δύο κοριτσιών που δεν πολυθέλουν να λέμε τα ονόματά τους, οπότε μην τα πούμε καθόλου. Πάντως δεν είναι δικό μου σενάριο, είναι μια προσπάθεια να δω πώς συμπεριφέρεται ένα τμήμα της νεολαίας που σπουδάζει ηθοποιός ή άλλα παρεμφερή επαγγέλματα σήμερα. Δεν είναι καθόλου πολιτική ταινία και έκρινα ότι σε μια εποχή τέτοιας πολιτικής έντασης ή κάνεις μια ακραία πολιτική ταινία που τα σκίζεις όλα ή κάνεις μια απολιτίκ. Κι ίσως είναι η πρώτη φορά που κάνω τόσο απολιτίκ ταινία. Ο Γιώργος Καραμίχος, αξιόλογος ηθοποιός, που ήρθε από την Αμερική να παίξει, είναι και καλό παιδί και καλός ηθοποιός. Από τους άλλους ηθοποιούς θα αναφέρω τον Τάκη Χρυσικάκο, με τον οποίο είχα συνεργαστεί κα παλαιότερα στο «Θηριοτροφείο». Η Βίκυ Κουλιανού ήταν για μένα μια έκπληξη γιατί είναι μοντέλο κι όχι ηθοποιός η γυναίκα αλλά έχει σπουδάσει και ηθοποιός και είναι πολύ καλή και κωμική στην ταινία. Από εκεί και πέρα θα αναφέρω τη Ζωή Ζέρβα και τα νέα παιδιά Όλγα Θανασιά, Στέλλα Γιαμπουρά, Μαρία Τζιβάνη, Σταύρο Κανελλίδη, Μαρλέν Σαΐτη, Κώστα Φραγκολιά, Λορέντζο Καρριέρε. Guest star ο Γιάννης Ζουγανέλης. Παίζουν ακόμη οι Τζώνυ Θεοδωρίδης και Αναστάσης Κολοβός. Παραγωγός είναι ο Δημήτρης Γαλανόπουλος. Διευθυντής φωτογραφίας ο Δημήτρης Αποστόλου, ενώ μοντάζ έκανε ο Γιάννης Παρασκευόπουλος.

Η τελευταία ερώτηση έχει σχέση με το catisart.gr: Αγαπάτε τα ζώα και τι σχέση έχετε με αυτά;

* Έχω μεγάλη σχέση. Έχω τον γάτο τον μαλλιαρό, είναι ένας όμορφος γάτος με πολύ χνούδι, τον οποίο αναγκάστηκα να κουρέψω τελευταία, για λόγους υγείας. Λέγεται Mπούμπης, η ράτσα λέγεται μέιν κουν, είναι μια σπάνια ράτσα γάτου, ούτε εγώ το ήξερα, το έμαθα μετά. Έχω μια λατρεία, είμαστε δεμένοι, ζω μαζί του, είναι σαν να συζείς με έναν άνθρωπο αν το αγαπήσεις, έχει τις ανάγκες του, το φαγητάκι του, πάω στο κομπιούτερ με παρενοχλεί να μη δουλεύω… Γι’ αυτό τον λατρεύω επειδή δεν θέλει να κουράζομαι.

Τελειώσαμε εδώ. Σας ευχαριστώ πολύ και εύχομαι να έχει επιτυχία η ταινία σας!

* Κι εγώ σας ευχαριστώ!

Φωτογραφίες: Την ώρα του γυρίσματος, με τον Κώστα Καρρά, την Άννα Ανδριανού, τον Σάκη Μπουλά, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον Γιάννη Γιοκαρίνη. Επίσης με τον Τάκη Χρυσικάκο στην τελευταία του ταινία, τη «Λύσσα κακιά», της οποίας βλέπουμε και την αφίσα. Από τις φωτογραφίες δεν θα μπορούσε να λείψει ο φοβερός Μπούμπης…

 

 

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -