19.7 C
Athens
Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

Κριτική για την «Ελένη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Β. Παπαβασιλείου στην Επίδαυρο

Της Ζωής Σκότη
Φοιτήτριας Αγγλικής Λογοτεχνίας  στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, τρίτο έτος

 

Η «Ελένη» του Ευριπίδη θα μπορούσε άνετα να χαρακτηρισθεί ως μία τραγωδία ψευδαισθήσεων. Ή, ακόμη καλύτερα, μια τραγωδία «απάτη».
Υφαίνοντας την υπόθεση μέσα στις ιστορίες του Ηρόδοτου, ο Ευριπίδης μεταφέρει την Ελένη του στην Αίγυπτο, αποκαλύπτοντας ότι η Θεά Ήρα τη φυγάδευσε εκεί για να μην παντρευτεί τον Πάρη και ότι όλες οι μάχες που έγιναν στην Τροία, έγιναν για ένα θαμπό, ομιχλώδες είδωλο.
Το έργο γράφτηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, και συγκεκριμένα αμέσως μετά την πανωλεθρία της Σικελικής Εκστρατείας, δίνοντας βαρύτητα στα διαδραματιζόμενα γεγονότα και θέτοντας το ερώτημα, εάν αξίζει ένας πόλεμος για θαμπές αλήθειες και αδιευκρίνιστους σκοπούς.
Γνωρίζοντας το ιστορικό αυτό υπόβαθρο, καλούμαστε να αναρωτηθούμε ποιες αλήθειες κρύβονται μέσα στο κείμενο της Ελένης.
Τι είδους έργο είναι;
Ένα έργο στο οποίο βλέπουμε να πηγαίνει στην Τροία το πνεύμα της Ελένης, αλλά όχι το σώμα της.
Ένα έργο, το οποίο αποκαλύπτει και αποδομεί τον πιο γνωστό πόλεμο της Αρχαιότητας.
Ένα έργο που αποκαλύπτει ότι όλο αυτό το αίμα χύθηκε άδικα- για το τίποτα.
Είπαμε ότι η «Ελένη» είναι ένα έργο ψευδαισθήσεων. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, και η πλάνη αυτή εκθρονίζει και αντικαθιστά την πραγματικότητα. Κι ακόμη χειρότερα, επιφέρει μίαν ακολουθία γεγονότων, ως διαδοχικές συνέπειες.

Όπως είπε ο σκηνοθέτης, Βασίλης Παπαβασιλείου, «Όλοι οι πόλεμοι χρειάζονται τον εξωραϊσμό ενός προσχήματος για να πυροδοτηθούν. Είτε το επίδικο αντικείμενο λέγεται Τροία, είτε Σικελία, η κατακτητική μηχανή χρειάζεται πάντα “ένα πουκάμισο αδειανό”, “μιαν Ελένη” για να πάρει μπρος, ένα όνομα που βαφτίζεται κίνητρο».
Αν και η «Ελένη» είναι τραγωδία, στην παρουσίασή της αναδύεται το κωμικό στοιχείο, δημιουργώντας έναν προσεκτικά σκηνοθετημένο παραλογισμό με τον οποίο δεν μπορεί κανείς παρά να γελάσει.
Ο σκηνοθέτης τοποθετεί με μαεστρία την Ελένη του στα όρια της κωμωδίας, δίνοντάς μας μία παράσταση στην οποία τα μοιρολόγια έχουν μουσική συνοδεία και ο χορός αποτελείται από δεκατέσσερις κυρίες με τα μαγιό τους που ενώ κάνουν ηλιοθεραπεία, κουτσομπολεύουν την ηρωίδα και τις ατυχίες της. Αν και απόλυτα πιστός στο κείμενο, ο σκηνοθέτης επιτυγχάνει την τέλεια ελεγχόμενη αποδόμησή του.

Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς μπαίνοντας στο θέατρο είναι το πόσο μικροσκοπικά είναι τα πάντα. Το σκηνικό είναι μια μικρογραφία της Αιγύπτου, με τις πυραμίδες του, τις γήινες αποχρώσεις του πηλού και τα πλαστικά του φοινικόδεντρα.
Δίπλα τους, οι ηθοποιοί φαντάζουν τεράστιοι και κάπως υπερβολικά «αληθινοί» για τον μικρόκοσμο αυτόν: σαν πιόνια σε μια σκακιέρα όπου οι Θεοί παίζουν το παιχνίδι τους.

Επιπλέον, το όλο σκηνικό μετατρέπεται σε παγίδα, καθώς ο σκηνοθέτης έχει τοποθετήσει έναν ναό ακριβώς δίπλα στη θυμέλη, αναγκάζοντας τους ηθοποιούς του να κάνουν πιρουέτες για να την αποφύγουν. Σκοντάφτουν και χοροπηδούν, βρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια τους κάθε φορά που συνειδητοποιούν ότι παραλίγο να πατήσουν τον ιερό βωμό.
Η κωμικότητα της κατάστασης, εκτός από άκρως διασκεδαστική για τον θεατή, συνδέεται άρρηκτα με τον αποδομητικό χαρακτήρα του έργου. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, δεν αποδομεί μόνον τον χώρο και τον χρόνο του έργου με τη δισδιάστατη μικρόπολή του, αλλά και τη σύνθεση του έργου, φωτίζοντας χιουμοριστικά κάτι που για τον θεατή θεωρείται ιερό και οδηγώντας τον να αναρωτηθεί εάν αυτό που βλέπει είναι αληθινό, ή εάν είναι η αλήθεια αυτή που ξεγυμνώνεται και αμφισβητείται.

Μέσα από το σκηνικό, ξεπροβάλλουν οι ηθοποιοί, ενδεδυμένοι με λαμπερά, έντονα στο μάτι ενδύματα:

Η Έμιλυ Κολιανδρή ως Ελένη ξεχωρίζει αμέσως στο χρυσαφί σκηνικό, λαμπυρίζουσα σ΄ ένα ασημί φόρεμα και χιτώνα, δημιουργώντας την αντίθεση ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, θυμίζοντάς μας έντονα την άλλη Ελένη του ομιχλώδους ειδώλου.

Μία άυλη υπενθύμιση που εδραιώνεται από τους δίδυμους αδελφούς της – τον Νικόλα Μαραγκόπουλο και τον Ορέστη Παλιαδέλη – τους Διόσκουρους, ντυμένους στο τέλος του έργου με παρόμοια ασημί ενδυμασία, σε αντίθεση με τους μπρούτζινους – γήινους τόνους που φορούσε ο Γιώργος Καυκάς – Θεοκλύμενος, σε αρμονία με το σκηνικό.

Πέρα από τους χρωματικούς διαχωρισμούς του θέματος, βλέπουμε ένα Μενέλαο – τον Θέμη Πάνου – απογυμνωμένο από κάθε αξιοπρέπεια, να κυκλοφορεί με τα εσώρουχά του, και τον χορό να μην εκφράζει καμία θλίψη καθώς διασχίζει τη σκηνή με τους μπλε μανδύες- πετσέτες και τα αποκαλυπτικά ρετρό μαγιουδάκια.

Τα κοστούμια του Άγγελου Μεντή, μάς πείθουν ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται ή όπως θα ήταν αναμενόμενο κι είναι πραγματική απόλαυση να το διαπιστώνει κανείς, μέσα από την υπερβολή στις κινήσεις των ηθοποιών και τις έξοχες ερμηνείες τους.

Η Έμιλυ Κολιανδρή ξεχωρίζει στην παράσταση αυτή: με φυσικότητα, οργώνει αγέρωχα τη σκηνή, σηκώνοντας το πόδι πίσω σε μια κίνηση χαρακτηριστική και δίνει δύο εξαίρετες φωνητικές ερμηνείες.
Ενώ στην αρχή την παρακολουθούμε να παίζει τον ρόλο της στατικά, σαν να έχει αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα τα οποία περιγράφει, όσο προχωράει η πλοκή, τόσο «ξετυλίγεται» και εξελίσσεται στη στερεοτυπικά ερωτική Ελένη με έναν πρωτόγνωρο αέρα χαριτωμένης αφέλειας. Μιαν Ελένη που ξαπλώνεται επάνω στα ιερά μνημεία, που χορεύει έξαλλα για τον χαμό του άντρα της, που του δείχνει τα …απόκρυφά της για να τον πείσει ότι είναι αυτή. Είναι μια Ελένη που σπάει το καλούπι της ερωτικής, αλλά όχι χαζής γυναίκας. Έξυπνη, αλλά όχι υπολογίστρια, η Ελένη αυτή μας κερδίζει κάνοντας τα ίδια τολμηρά αστεία με τον Μενέλαο, καθώς οι δυο τους παραπατούν κωμικά στη σκηνή τραγουδώντας και χορεύοντας στο ρυθμό του παράδοξου που διακατέχει τις ζωές τους.

Εξίσου απολαυστικός, ο Θέμης Πάνου, ως Μενέλαος, αποδίδει ξεκαρδιστικά την παράνοια της όλης κατάστασης, με έκδηλο τον μέχρι δακρύων εκνευρισμό και τη σαστιμάρα του.
«Μα αφού την έκλεισα στη σπηλιά!», αναρωτιέται με απόγνωση, κλωτσώντας δεξιά αριστερά απ’ τα νεύρα του και σκορπώντας το γέλιο στο ακροατήριο. Ο Θέμης Πάνου μεταφέρει τον Μενέλαο σ΄ ένα άλλο επίπεδο, ενσωματώνοντας στον χαρακτήρα του το γελοίον της όλης υπόθεσης: πώς αντιδρά κανείς όταν συνειδητοποιεί ότι ολόκληρη η πολεμική του εκστρατεία ήταν ένα ψέμα, αν όχι με δάκρυα; Και μιας που τα δάκρυα τρέχουν στα μάτια μας ήδη, ο σκηνοθέτης αποφασίζει να τα μετατρέψει σε δάκρυα γέλιου.

Εκτός από τους δύο πρωταγωνιστές, απολαύσαμε δύο επίσης εξαιρετικές ερμηνείες: την Αγορίτσα Οικονόμου, ως Θεώνη και τον Γιώργο Καυκά, ως τον αδελφό της, τον Θεοκλύμενο. Η Θεώνη εμφανίζεται τυλιγμένη σ΄ ένα σύννεφο από μαύρους μανδύες με υποβλητικό φωτισμό, ακροβατώντας ανάμεσα στην υστερία και την αυταρχικότητα, καθώς μεταφέρει με ένα ρυθμικό ποταμό συνειδητότητας τα μηνύματα των Θεών, με τη ζωντανή ορχήστρα που ανταποκρίνεται μουσικά και να τονίζει τον λόγο της.
Ο Θεοκλύμενος ενδύεται τα καλά και τα κακά του ρόλου του, νιώθοντας έρμαιο και θύμα στο παιχνίδι των Θεών. Χάνει τη γυναίκα του κάτω απ’ τη μύτη του και για παρηγοριά, του δίνουν ένα ξυλάκι… μαλλί της γριάς. (Τόσο ο Θεοκλύμενος, όσο και οι στρατοί των Ελλήνων και των Τρώων, παρά τις γενναίες τους προσπάθειες κατέληξαν να κυνηγούν χίμαιρες και συννεφάκια από ζάχαρη).
Και οι δύο κέρδισαν επάξια θερμότατο χειροκρότημα.

Ο χορός και η ζωντανή μουσική ήταν δύο ακόμη απολαυστικά ανατρεπτικοί παράγοντες της παράστασης: ο χορός ήταν μία κουτσομπολίστικη ομάδα δήθεν φίλων και η ορχήστρα έγινε το μέσο χάρη στο οποίοι οι ηθοποιοί μπόρεσαν να γιορτάσουν αντί να μοιρολογήσουν.

Συνολικά, αυτό που είδαμε ήταν η πλήρης αποδόμηση της Ελένης. Σε κάθε επίπεδο και κάθε λεπτομέρεια του έργου, ένα είδος τελείως διαφορετικό από την πρωτότυπη τραγωδία. Με: ένα σκηνικό που μοιάζει παρωδία του πραγματικού κόσμου. Κοστούμια που φωτίζουν ή ταυτίζονται χρωματικά με τον παραλογισμό της κατάστασης. Ερμηνείες που θυμίζουν περισσότερο τον Βλάντιμιρ και τον Εστραγκόν στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», παρά αρχαία τραγωδία.

Όλα αυτά μαζί ενώνονται και δημιουργούν μιαν Ελένη που γελάει αβίαστα με την κατάστασή της, που κοιτάζοντας στον καθρέφτη βλέπει την αντανάκλασή της να την παρατηρεί. Μιαν Ελένη που τραγουδάει για να μην ουρλιάξει.

Η Ελένη του Βασίλη Παπαβασιλείου, αν και διαφοροποιείται με την αυτονομία της από το πρωτότυπο κείμενο, καταφέρνει να αιχμαλωτίσει και να αποδώσει το θέμα του πρωτότυπου και να μείνει πιστή στο κείμενο χάρη στην εξαιρετική μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα.

Πέτυχε μια αδιάλειπτη μετάβαση από το πρωτότυπο στο σύγχρονο, διατηρώντας το μήνυμα του έργου: Προσπάθησε όταν μάχεσαι, να μάχεσαι για τον σωστό λόγο. Κι ακόμη καλύτερα φρόντισε να διασφαλίσει ότι συντρέχει στ΄ αλήθεια λόγος να πολεμήσεις.

Η Ελένη της Τροίας μπορεί να είναι μια οπτασία, η παράσταση όμως του Βασίλη Παπαβασιλείου έχει υπόσταση, και τη θεμελιώδη πραγματικότητα του αρχαίου μύθου. Μια παράσταση που θα συζητιέται για καιρό.

***

Ταυτότητα παράστασης

«Ελένη»
Του Ευριπίδη
Από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος
Συντελεστές
Μετάφραση: Παντελής Μπουκάλας
Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου
Συνεργάτης σκηνοθέτης-Δραματουργία: Νικολέτα Φιλόσογλου
Σκηνικά – Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Χορογραφία: Δημήτρης Σωτηρίου
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Ενορχήστρωση – Μουσική διδασκαλία: Γιώργος Δούσος
Moυσική διδασκαλία: Χρύσα Τουμανίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα- Μαρία Ιακώβου
Βοηθός σκηνογράφου -ενδυματολόγου: Έλλη Ναλμπάντη
Βοηθός χορογράφου: Σοφία Παπανικάνδρου
Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη
Παίζουν: Έμιλυ Κολιανδρή (Ελένη), Θέμης Πάνου (Μενέλαος), Αγορίτσα Οικονόμου (Θεονόη), Γιώργος Καύκας (Θεοκλύμενος), Έφη Σταμούλη (Γερόντισσα), Δημήτρης Κολοβός (Αγγελιοφόρος Α’), Άγγελος Μπούρας (Αγγελιοφόρος Β’), Δημήτρης Μορφακίδης (Τεύκρος), Χρήστος Μαστρογιαννίδης (Θεράπων), Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ορέστης Παλιαδέλης (Διόσκουροι)
Χορός: Νεφέλη Ανθοπούλου, Σταυρούλα Αραμπατζόγλου, Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Ελένη Γιαννούση, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Νατάσα Δαλιάκα, Χρύσα Ζαφειριάδου, Σοφία Καλεμκερίδου, Αίγλη Κατσίκη, Άννα Κυριακίδου, Κατερίνα Πλεξίδα, Μαριάννα Πουρέγκα, Φωτεινή Τιμοθέου, Χρύσα Τουμανίδου
Μουσικοί επί σκηνής: Γιώργος Δούσος (φλάουτο, κλαρίνο, σαξόφωνο, καβάλ), Δάνης Κουμαρτζής (κοντραμπάσο), Θωμάς Κωστούλας (κρουστά), Παύλος Μέτσιος (τρομπέτα, ηλεκτρική κιθάρα), Χάρης Παπαθανασίου (βιολί), Μανώλης Σταματιάδης (πιάνο, ακορντεόν).

***

Οι επόμενες παραστάσεις:

Την Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου στο Υπαίθριο θέατρο ΕΗΜ – Φρόντζου – στα Γιάννενα, και

Την Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη – Βύρωνας

ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΣΑΣ ΕΔΩ ΜΕ ΕΝΑ «ΚΛΙΚ»

***

*Η μετάφραση της κριτικής από τα Αγγλικά στα ελληνικά έγινε από την κυρία Δώρα Τσούρη

*Ακολουθεί το κείμενο στα Αγγλικά.

*Οι φωτογραφίες είναι της © Ζωής Σκότη.

***

A Review of Euripides’ «Helen», as directed by Vasilis Papavasileiou at the Ancient Theater of Epidaurus

 

By Zoë Skoti
Third year English Literature student at the University of Glasgow

 

As far as plays go, Euripides’s Helen is one of illusions. Perhaps «deceptions» is a better word. Dovetailing off of a Herodotian theory, Euripides stages Helen in Egypt, where it is revealed that the real Helen has been hidden away by the goddess Hera to prevent her from marrying Paris – and that the armies in Troy have been fighting over a mist-made replica the entire time.

The play itself was written during the Peloponnesian War, and more specifically after the infamous Sicilian Expedition, thus adding a certain weight to the fictionalized events: a warning against fighting for a half-truth, or a cause different than the one presented.
So, with this in mind, what themes are hidden within Helen’s text?

What kind of play is it?
A play in which «Helen’s name went to Troy, but not her body».
A play in which one of the most famous mythologized wars is deconstructed and laid bare.
A play in which the thing so many lives were laid down for was nothing but air after all.

Helen, as mentioned prior, is a play of illusions, where nothing is as it seems but where that «nothing» gets taken at face value anyway, to the point of it nearly substituting the real thing – and, more worryingly, acting as a vehicle for other definitively real events to take place in turn.

In the words of director Vasilis Papavasileiou, «All battles need the embellishment of a pretext in order to be waged. Whether the casus belli is called Troy or Sicily, the war machine always needs an empty suit, a “Helen”, to ignite, a name to turn into a battle cry».
And though Helen may be officially classified as a tragedy, this message holds a certain kind of comedy within it too, an absurdity that one can’t help but laugh at – an absurdity that Papavasileiou decides to draw on in his staging.
Masterfully, he places Helen firmly in the realms of comedy, and gives us a performance in which moirologia are accompanied by a whole musical number, the chorus is comprised of 14 swimsuit-clad gossips who suntan while discussing the eponymous heroine’s misfortunes, and every aspect of the traditional text is both loyally adapted and yet thoroughly deconstructed as well.

Ironically, the first thing one notices upon entering the theater is how small everything is – the set is a miniature, building-block version of Egypt, complete with wine-cooler pyramids, plastic palm trees, and warm, desert tones. Given the grand scale of the actors in comparison, we already get a sense of the characters being «too large», and perhaps too real, for the world that contains them: people being forced into the box of «player» for the gods’ divine game.

The setting further emphasizes this entrapment by structuring a main temple right next to the thymele – and thus putting its actors in a precarious position to avoid stepping on it. We see the cast stumbling, jumping, and even swearing when they remember the sacred center is there.

This gag, as well as being entertaining to observe, ties back to the play’s central deconstruction: Papavasileiou deconstructs the setting of the text by turning it into a two dimensional toy town, and deconstructs the setting of the play by having what we as an audience traditionally regard as sacred being playfully mocked by those performing within it. In summary, either nothing is real, or that which is real gets stripped of its title and «questioned».

Past the setting, the actors appear to us clad in sparkling, eye-catching attire: Helen (Emily Koliandri) stands out in shimmering silver robes against her golden backdrop, helping both differentiate her as something Real amidst the pretense, while also paradoxically reminding us of the same mist and cloud her phantom self is made of.

This intangibility is followed up on with her twin brothers, the Dioskouri (Nikolas Maragopoulos and Orestis Paliadelis), who end the play dressed in similar silvery attire, and is opposed by Theoklimenos (Yorgos Kaukas) who appears dressed in a copper-colored suit that suits the setting he’s in. Past these color-themed thematics, we also find all dignity stripped from Menelaus (Themis Panou) as he appears in just his underpants, and all sorrow missing from the chorus as they flaunt themselves across the stage in blue robes (that double as towels!) and stripy retro swimsuits.
Either nothing is as it seems or nothing is as we expect in costume designer Aggelos Mentis’s work, and it is nothing short of a delight to watch the actors lean into it with their exaggerated motions and incredible deliveries.

Emily Koliandri especially comes through with flying colors this performance: with great physicality, she prances across the stage, kicking one leg back in what comes to be her signature move and singing her heart out in two distinct performances.
Though at first we watch her deliver her lines idly, as though distanced from the very events she describes, she «unravels» the more the plot goes on, granting us a Helen who, in addition to being as being as «sexy» as stereotyped, is also, in an unprecedented interpretation, remarkably goofy.
This is a Helen who drapes herself over sacred monuments, who breaks into dance when she thinks her husband is dead, who flashes him her more… private parts as a means of convincing him of who she is.
This is a Helen who breaks the mold as far as classic female characters go by being sexy, but not stupid; clever, but not calculating – a Helen who gets to win us over with the same corny jokes as her male counterpart Menelaus, as both of them are transformed almost into a set of clowns, stumbling in song and dance across the stage and highlighting the absurdity of their respective situations.

Of course, Menelaus does not fall short in his domain either – Themis Panou succeeds in crafting a hilarious performance, emphasizing the insanity of his situation with near-tears frustration and pure bafflement. «But I locked her [Helen] in the cave!» the actor proclaims, despairing, with a kick and a shove in a general direction – as an audience, we can’t help but laugh.
Panou gives us a Menelaus of another genre, an embodiment of the ridicule of the general plot: how else can one react after finding out his whole expedition was a lie if not with tears?
And since we are already crying, the director seems to say in turn, why not make them tears of laughter?

In addition to the protagonists, we witness truly incredible performances from Agoritsa Oikonomou as Theoni and Yorgos Kaukas as her brother Theoklimenos: the former appears in a flurry of black robes and low-lighting, wavering between hysteria and authority as she relays in a rap-like stream of consciousness the messages of the gods (here brilliantly interpreted as the music of the band itself), while the latter embodies the best and worst of his role, another victim of the gods’ play as Helen is stolen from right under his nose and all he receives in consolation is… a stick of cotton candy (and here we see a parallel drawn between Theoklimenos and the Trojan/Greek armies, where both are left holding nothing but «clouds» despite all their great efforts).

Both bring great merit to their role, and exit the stage to a round of well earned applause.
The chorus and live music are just another bonus to this performance, helping topple typical tragic genre conventions entirely by turning the first into a set of gossiping fake friends and the latter as a means by which the actors can celebrate that which is… not usually a cause for it (see: mirologia).

Ultimately, we see the deconstruction of Helen all across the board, all across the different fields it takes to put on a play: a genre entirely different from the original; a setting which in itself exists as a parody of real world; costumes which either highlight the situation’s absurdity or match it in turn;

Performances more fitting to Vladimir and Estragon from «Waiting for Godot» than for a classic Ancient Greek play. Together, they all bond to create a Helen that laughs helplessly at its own situation, that turns a mirror inward and is surprised when a reflection looks back. A Helen that breaks into song to keep from screaming.

Papavasileiou’s Helen exists entirely differently from the original, while still also somehow capturing all of the original’s themes and staying (thanks to the incredible work of Panteli Boukala) true to its text: a seamless transition between the genres, with a message that remains just as relevant as ever.

Be careful that you’re fighting for the right cause. Or rather, be careful that the cause exists at all.

In this play, Helen of Troy may be made of air, but Papavasileiou’s interpretation has substance – and like the original myth, it will surely be discussed for time to come.

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -