Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Είδα στη «Φάμπρικα», στον Κεραμεικό, το θεατρικό έργο, με τίτλο «Ο Ζαν Ζενέ και οι Δούλες του». Ένα έργο βασισμένο στο εμβληματικό, αντιεξουσιαστικό και πάντα επίκαιρο έργο του Ζαν Ζενέ «Οι Δούλες».
Το έργο παρουσιάζεται σε θεατρική προσαρμογή κειμένων και σκηνοθεσία από τον δάσκαλο θεάτρου και σκηνοθέτη Σίμωνα Πάτροκλο.
Ο συγγραφέας «ζωντανεύει» επί σκηνής με έναν ευρηματικό μονόλογο της συγγραφέως – σεναριογράφου Ελένης Χριστοφοράτου δίνοντας το «παρών» σε κάθε στιγμή και προσυπογράφοντας τις πράξεις των δούλων.
Πρωτοτυπία της παράστασης η κατάθεση της ζωής του ίδιου του συγγραφέα, που βρήκε χώρο αγανακτισμένης έκφρασης στην τραγική ιστορία των αδελφών Παπέν. Με την παρουσία του συγγραφέα φωτίζονται πληρέστερα οι σχέσεις εξουσιαστή – εξουσιαζόμενου. Με βίαιο και απαισιόδοξο τρόπο αναδεικνύεται η κοινωνική σκληρότητα και η αδικία.
Το έργο
Οι αδελφές Παπέν κακοποιημένες από την οικογένειά τους, ζουν μέσα στην απόλυτη φτώχεια και βρίσκουν δουλειά σε αρχοντικό σπίτι, όπου η Κυρία πάσχει από κατάθλιψη και έχει δύο κόρες.
Όταν κάτι δεν πάει καλά το χρεώνει στις δούλες της, ενώ γίνονται για αυτή ο σάκος του μποξ. Μια κοινωνία που δεν μπορεί να διαχειριστεί την ανισότητά της, την παθογένειά της και που βέβαια αποδέκτες είναι πάντα οι ανίσχυροι.
Όπως νομοτελειακά συμβαίνει η δράση προκαλεί την αντίδραση, έτσι η βιαιοπραγία προκάλεσε το στυγερό έγκλημα. Μπορεί να υπήρχε μια ψυχική αστάθεια στις δύο αδελφές, αλλά αυτή οξύνθηκε στο εχθρικό και εκδικητικό περιβάλλον στο οποίο ήταν υποχρεωμένες να ζουν και απέκτησε διαστάσεις και μέγεθος γιγαντιαίο.
Οι «Δούλες» («Les Bonnes») το θεατρικό έργο του Ζαν Ζενέ, είναι γραμμένο το 1947 και εξετάζει τη δυναμική της εξουσίας, της υποταγής και της ψυχολογικής έντασης μεταξύ δύο γυναικών, της Σολάνζ κα της Κλαιρ, οι οποίες δουλεύουν ως υπηρέτριες στο σπίτι μιας Κυρίας.
Η πλοκή του έργου επικεντρώνεται στις ψυχολογικές και συναισθηματικές εντάσεις που προκύπτουν από τη σχέση τους με την Κυρία τους, η οποία είναι απούσα στο μεγαλύτερο μέρος της δράσης.
Οι δύο γυναίκες αναπαράγουν και απορροφούν τον ρόλο της Κυρίας τους, μέσω φαντασιώσεων και μιμήσεων, οι οποίες καταλήγουν να τις καταστρέφουν. Η έντονη επιθυμία τους για εξουσία και η δυσφορία που νιώθουν από την καταπίεση που βιώνουν στον ρόλο της υπηρέτριας, εκδηλώνονται σε φόνο και προδοσία, αποδεικνύοντας την τραγική φύση της ανθρώπινης ύπαρξης. Από την ώρα που δεν μπορούν να εκδικηθούν την Κυρία τους και ό,τι εκείνη αντιπροσωπεύει, είναι αναγκασμένες να στρέψουν προς τον εαυτό τους το μένος τους.
Η Παράσταση
Στην παράσταση ο σκηνοθέτης Σίμωνας Πάτροκλος εντάσσει ζωντανά τον συγγραφέα Ζαν Ζενέ, αυτόν τον Γάλλο μυθιστοριογράφο και δραματουργό, που από απόβλητος της κοινωνίας μετεξελίχθηκε σ’ έναν από τους κορυφαίους Γάλλους συγγραφείς του 20ού αιώνα και αναδείχτηκε σε ηγετική φυσιογνωμία του πρωτοποριακού θεάτρου, ιδιαίτερα του Θεάτρου του Παραλόγου.
Ο Ζενέ είναι οι Δούλες του και οι Δούλες είναι ο Ζενέ.
Η Χαρά Γκρέκα με μεγάλη δεξιοτεχνία και ευαισθησία, με το τσέλο της επί σκηνής συντονίζει μουσικά την παράσταση, δίνοντας τη σωστή σκοτεινή ατμόσφαιρα μιας διαταραχής.
Αυτό το «Θέατρο του Μίσους» επιχειρεί να αποσπάσει τη μέγιστη δραματική δύναμη από μια κοινωνική ή πολιτική κατάσταση, χωρίς απαραίτητα να υποστηρίζει τις πολιτικές κοινοτοπίες είτε της δεξιάς είτε της αριστεράς.
Στη σκηνή παρουσιάζεται ο συγγραφέας Ζενέ (Μανώλης Κεπέρης) λέγοντας ότι δεν έχει μάθει να γίνεται αρεστός στον καθένα.
Αυτοδηλώνεται λωποδύτης και ομοφυλόφιλος, ενώ οι δύο δούλες κάθονται πειθαρχημένες μπροστά του.
Τέσσερις γυναίκες, τού έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον καθώς δηλώνει, η Ιωάννα της Λωρραίνης, η Μαρία Αντουανέτα, η Μαντάμ Κιουρί και η μάνα του, που ήταν πόρνη και τον εγκατέλειψε καθώς το έσκασε με έναν διαρρήκτη.
Τον έστειλαν να μάθει το επάγγελμα του τυπογράφου, αλλά εκείνος το έσκασε και κατέληξε σε αναμορφωτήριο. Απέδρασε ακόμα και από τον στρατό και περιπλανήθηκε σε όλη την Ευρώπη, απένταρος, πουλώντας το κορμί του.
Μετά τις εμπειρίες του μέσα στη φυλακή δημοσίευσε το πρώτο του κείμενο σε ηλικία 32 ετών, την “Παναγία των λουλουδιών”, το πιο “εμπρηστικό” ίσως μυθιστόρημα του 20ού αιώνα.
Αποκτά την αναγνώριση της παρισινής κοινωνίας μετά τη γνωριμία του με τον Ζαν Κοκτώ, ο οποίος θα φροντίσει ώστε να εκδοθούν τα έργα του και θα τον βοηθήσει πολλές φορές να βγει από τη φυλακή. Ήταν πια ένας σεβάσμιος λογοτέχνης, που βόλταρε στη Μονμάρτη, ένας διανοούμενος.
Ωστόσο οι άνθρωποι είχαν μια απροθυμία να τον καλέσουν στο σπίτι τους και τα έργα του ανέδυαν μια δηλητηριώδη ομορφιά. Οι κριτικοί του φέρονταν με αυστηρότητα, μιλώντας για το άσεμνο έργο του και λέγοντας ότι όλες οι λέξεις που χρησιμοποιεί γράφονται μόνο για να σοκάρει. Στο θέατρό του δεν υπάρχουν πρόσωπα, αλλά η μεταφορά όλων όσων εκπροσωπούσαν.
Η ζωή του θα αλλάξει πάλι, πλάι στον Αμπντάλα Μπεντάγκα, τον 20χρονο ακροβάτη, τον πρώτο μουσουλμάνο εραστή του, στον οποίο θα αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι. Πληρώνει τους καλύτερους εκπαιδευτές, αναλαμβάνει ο ίδιος τη σκηνοθεσία του σόου του επάνω στο τεντωμένο σκοινί, τον πείθει να μην καταταγεί στο στρατό και ξεκινούν οι δυο τους περιοδείες.
Η ιστορία τους όμως δεν είχε αίσιο τέλος. Έπειτα από έναν σοβαρό τραυματισμό του Αμπντάλα, ο Ζενέ τον εγκαταλείπει. Ο Αμπντάλα αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και ο Ζενέ έπεσε σε βαριά κατάθλιψη. Άρχισε να αναρωτιέται γιατί να μη φύγει από αυτόν τον κόσμο, αφού είναι παρείσακτος και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.
Έγραψε το έργο «Ισορροπιστές» για να τιμήσει τον Αμπντάλα, με τον οποίο διατηρούσε θερμή φιλία. Ο κλέφτης αγιοποιήθηκε. Οι μοναχικοί άνθρωποι μένουν πάντα μόνοι και θέλει για κάποιον να κοιτά τη μοναξιά του κατάματα. Με τα λόγια αυτά μπαίνουν στη σκηνή οι δυο δούλες. Ο Ζενέ έγραψε τις «Δούλες» τότε ως καταγγελία για τις συνθήκες των απόκληρων, των ανθρώπων, που ήταν και είναι πάντοτε από κάτω.
Βασικό μοτίβο του έργου είναι το «παιχνίδι» μέχρι τέλους, με τους ρόλους. Να εναλλάσσονται ανάμεσα στις δύο αδελφές, οι οποίες ασφυκτιούν μέσα στη μιζέρια και την προσωπική τους φυλακή, μισώντας, αλλά και αγαπώντας ταυτόχρονα την Κυρία του πλούσιου σπιτιού, όπου εργάζονται ως υπηρετικό προσωπικό. Στόχος τους η διαφυγή ,που αναζητούν, με στόχο μια ελεύθερη και αληθινή ζωή, τα σχέδιά τους για τη δολοφονία της Κυρίας γυρίζουν εναντίον τους.
Η Κλαίρη (Ντομένικα Ρέγκου) μαζί με την επί σκηνής αδερφή της, τη Σολάνζ (Μέμη Αναστασοπούλου), σχεδιάζουν να εξοντώσουν την Κυρία τους (Χάρις Συμεωνίδου) με σκοπό να λυτρωθούν, όμως η κατάσταση ξεφεύγει εκτός ορίων.
Είναι κορίτσια πληγωμένα που κυοφορούν παιδικά αθεράπευτα τραύματα, που δεν είναι μόνο προσωπικά, αλλά κυρίως κοινωνικά. Το δωμάτιο είναι το κελί των δύο αδελφών, μέσα στο οποίο μοιράζονται το μίσος και στην αγάπη, στον θαυμασμό και στον φθόνο για την Κυρία. Η Κλαίρη είναι ένα πλάσμα πολύ καταπιεσμένο.
Καταδυναστεύεται, όχι μόνο από την Κυρία της και το περιβάλλον, αλλά και από την ίδια της την αδερφή. Αυτό που της λείπει, αυτό που είναι η κυρίαρχη επιθυμία της είναι να λυτρωθεί, ενώ η Σολάνζ θέλει και την εξουσία. Αισθάνεται να πνίγεται, θέλει να ελευθερωθεί με κάθε τρόπο, ακόμα και φτάνοντας στα άκρα, όπως προκύπτει από το τέλος του έργου. Βγαίνει όμως και λίγο στο φως, σε αντίθεση με τη σκοτεινή αδερφή της, αλλά οι συνθήκες δεν την αφήνουν να ανθίσει.
Το “παιχνίδι” γίνεται ένα με την πραγματικότητα και οι ρόλοι περιπλέκονται τόσο πολύ, σε βαθμό που οι άνθρωποι να χάνονται μέσα σε αυτούς και να μην ξέρουν το ποιοι είναι, απόρροια και της δίψας τους για να γίνουν κάποιοι άλλοι. Σε αυτό το σημείο, στην αναζήτηση της ταυτότητας και στην εύρεση του “εγώ” τους, υπάρχουν οι απεγνωσμένες ενέργειες των πρωταγωνιστών, που προσπαθούν μέσα από τον παραλογισμό να νοηματοδοτήσουν τις ίδιες τις υπάρξεις τους.
Η παρουσία της Κυρίας τους (Χάρις Συμεωνίδου) είναι καθοριστική. Εκείνη πανέμορφη. Κομψή, αριστοκράτισσα, με τα γαλλικά της και τους καλούς τρόπους της κάνει πιο έντονη την αντίθεση με τις δύο λαϊκές κοπέλες, που με τις εκφράσεις του προσώπου τους και με τις κινήσεις τους δείχνουν τη δυσαρέσκειά τους και βέβαια το απροσπέλαστο αδιέξοδό τους.
Οι ήχοι, το τηλέφωνο, το ξυπνητήρι εγκαλούν σε μια σκληρή πραγματικότητα. Οργανώνουν να δηλητηριάσουν την Κυρία και κλαίνε σαν ανήλικα, ανώριμα κοριτσάκια. Άρρωστα απωθημένα μιας ζωής που τις έχει ευνουχίσει όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και σεξουαλικά και ψυχικά. Όσο εξελίσσεται το έργο ο Ζενέ γράφει το έργο τονίζοντας ότι οι εμπειρίες του αποκρυσταλλώνονται στη γραφή του.
Τα ρούχα της Κυρίας είναι φετίχ, το ίδιο και η παρουσία του άνδρα ένα ανικανοποίητο απωθημένο. Περνούν εύκολα από το τραγούδι «Je ne veux pas travailler», στο να λυπούνται την όμορφη Κυρία τους που έρχεται ένα συντρίμμι έτοιμη να σωριαστεί. Χαστουκίζει τη Σολάνζ ενώ τους λέει ότι είναι πολύ τυχερές γιατί δεν έχουν κανέναν στον κόσμο, ενώ εκείνη είναι συγκλονισμένη με αυτή τη δίκη και φυλάκιση που βρήκε τον Κύριό τους και αυτή πρέπει σαν ερωμένη του να σηκώσει το βάρος αυτό και να τον στηρίξει.
Από τη μια τις θεωρεί κόρες της και τους δίνει τα ρούχα της και την άλλη στιγμή τις σπρώχνει, τις χαστουκίζει. Είναι αγέρωχη, χειριστική και αδυσώπητη. Διακρίνει ότι η Κλαίρη είχε κάπως βαφτεί και την τρομοκρατεί, της λέει ότι γίνεται μικρός αρλεκίνος. Το ρολόι, τα ρούχα, το μακιγιάζ, όλα είναι εναντίον τους, προδίδουν τις κινήσεις τους.
Όταν πια η Κυρία φεύγει να συναντήσει τον Κύριο, είναι μονόδρομος ό,τι θα συμβεί. Η πληγή έχει μαζέψει πολύ πύον και τώρα θα πρέπει να παροχετευτεί και αυτό συμβαίνει. Ό,τι κάνουν το κάνουν μαζί με τον Ζενέ. Μαζί έπεσαν στην παγίδα και έχασαν το παιχνίδι. Ο Ζενέ τους λέει ότι «αυτές πάλευαν να ξεκολλήσετε από τη γη και τώρα απελευθερώθηκαν».
Όλοι οι ηθοποιοί ερμήνευσαν με σωστό τρόπο τον ρόλο τους δίνοντας τη διάσταση του φαινομένου των οργισμένων και καταπατημένων ανθρώπων γύρω μας, έτσι όπως ήθελε ο σκηνοθέτης Σίμωνας Πάτροκλος.
Μεγάλη η διχάλα ανάμεσα στην Κυρία (Χάρις Συμεωνίδου) και τις δύο δούλες Κλαίρη (Ντομένικα Ρέγκου) και Σολάνζ (Μέμη Αναστασοπούλου), που σκιαγραφούνται με προσωπική κατάθεση του Ζενέ (Μανώλης Κεπέρης).
Ένα σπουδαίο έργο που θα θέλαμε να μην ήταν αληθινό, όμως καθώς φαίνεται είναι διαχρονικό μιας και η απόσταση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων δείχνει να μεγαλώνει με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
***
«Ο Ζαν Ζενέ και οι Δούλες του» από τον Σίμωνα Πάτροκλο στη «Φάμπρικα»