Ο Ζαν Πολ Μπελμοντό [Jean-Paul Belmondo] γεννήθηκε στις 9 Απριλίου 1933 στο Νεϊγί-συρ-Σεν, βορειοδυτικά του Παρισιού μέσα σε καλλιτεχνική οικογένεια.
Ο πατέρας του, Πολ Μπελμοντό, ήταν γλύπτης με ιταλικές ρίζες και η μητέρα του ζωγράφος.
Ωστόσο, ο μικρός Μπελμοντό δεν είχε φανερώσει καμία καλλιτεχνική κλίση στα εφηβικά του χρόνια. Αντιθέτως, έδειξε από την αρχή κλίση στα αθλητικά. Δεν τα πήγαινε καλά στο σχολείο και το πάθος του σε αυτή την ηλικία ήταν το μποξ και το ποδόσφαιρο, ενώ μάλιστα έκανε και προπονήσεις μποξ.
Αποφάσισε έτσι να γίνει πυγμάχος και στη σύντομη καριέρα του στα ρινγκ ήταν μάλιστα αήττητος. Το ντεμπούτο του το έκανε το 1949 ρίχνοντας νοκ άουτ τον αντίπαλό του από τον πρώτο γύρο, αν και την επόμενη κιόλας χρονιά, συνειδητοποιώντας τις θυσίες που έπρεπε να κάνει για να γίνει επαγγελματίας, τα παράτησε.
Τότε στράφηκε στην υποκριτική και έγινε δεκτός στην Εθνική Σχολή Δραματικής Τέχνης του Παρισιού και αποφοιτώντας το 1956 βρήκε αμέσως δουλειά στο σινεμά.
Με ένα τσιγάρο μόνιμα στο στόμα του, ο Ζαν Πολ Μπελμοντό ξεκίνησε την καριέρα του το 1957 παίζοντας μερικά μικρορολάκια σε γαλλικές ταινίες της εποχής και βρέθηκε στην αντίπερα όχθη από τον υπερβολικά όμορφο Αλέν Ντελόν, με τους κριτικούς να χαρακτηρίζουν τον Μπελμοντό «γοητευτικά άσχημο» – αν και πολλές θαυμάστριές του και μη θα διαφωνούσαν με αυτό.
Εκτόξευση στη δόξα
Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος ήρθε το 1958 με το «Les copains du Dimanche» και μετά από διάφορες συνεργασίες, όπως με τον σκηνοθέτη Μαρκ Αλεγκρέ στο «Έγκλημα στην Πλας Πιγκάλ» (Sois belle et tais-toi, 1958) και το «Τελευταίο ραντεβού» (Un drôle de Dimanche, 1958), τον Μαρσέλ Καρνέ στους «Ζαβολιάρηδες» (Les tricheurs, 1958), αλλά και τον ρόλο του ως Ντ’ Αρτανιάν στην τηλεοπτική ταινία «Οι 3 σωματοφύλακες», ήρθε ο ρόλος που θα έκανε το όνομά του γνωστό σε μία ταινία που εκπροσωπούσε το «Νέο κύμα».
Το αναντίρρητο ταλέντο και η χαλαρή κινηματογραφική παρουσία του Ζαν Πολ Μπελμοντό έτυχαν της προσοχής του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, σε μια ευτυχή συγκυρία που θα απέδιδε σύντομα αριστουργήματα.
Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, που μέχρι τότε είχε σκηνοθετήσει τρεις μικρού μήκους ταινίες, σκηνοθέτησε το 1960 το πασίγνωστο «Με κομμένη την ανάσα» (À bout de soufflé), όπου ο Μπελμοντό πρωταγωνιστεί ως κακοποιός που προσπαθεί να ξεφύγει από την αστυνομία και βρίσκει καταφύγιο σε μία εφήμερη ερωτική σχέση με μία Αμερικανίδα.
Ο Μπελμοντό ενσάρκωσε τον χαρακτήρα του με μία ποιητική ελαφρότητα που κανείς Γάλλος ηθοποιός δεν είχε επιδείξει μέχρι τότε. Ο ρόλος του Μπελμοντό ως Μισέλ τον καθιέρωσε ως style-icon και παρόλο που οι ρόλοι που προηγήθηκαν ήταν λιγοστοί και ο Μπελμοντό βρισκόταν μόλις στην αρχή της καριέρας του, η ταινία αυτή τον καθιέρωσε ως «κλασικό».
Το «Με κομμένη την ανάσα» εκτόξευσε τη φήμη του Γκοντάρ και του Μπελμοντό στα ύψη και εγκαινίασε με αριστουργηματικό τρόπο τη νέα σχολή κινηματογραφικής σκέψης που θα έμενε γνωστή ως Nouvelle Vague (Νέο Κύμα). Το γαλλικό σινεμά είχε βρει την απάντησή του στον Αμερικανό Τζέιμς Ντιν.
Την ίδια χρονιά, ο Μπελμοντό έπαιξε στο φιλμ του Βιτόριο ντε Σίκα «Η ατιμασμένη» (La ciociara, 1960), η οποία επέκτεινε τη φήμη του σε παγκόσμιο βεληνεκές.
Συνέχισε με Γκοντάρ, Ζαν-Πιέρ Μελβίλ, Φιλίπ Ντε Μπροκά.
Μακριά πια από τις σκηνοθετικές οδηγίες των σκηνοθετών του Νέου Κύματος, ο Μπελμοντό γύριζε με καταιγιστικούς ρυθμούς τη μία ταινία πίσω από την άλλη και στη φιλμογραφία του προστέθηκαν γκανγκστερικές ταινίες, μαύρες κωμωδίες, ανάλαφρες κομεντί, θρίλερ έχοντας κάνει πλέον σαφή στροφή προς το εμπορικό σινεμά.
Το 1970 ήταν και πάλι συμπρωταγωνιστής με τον Αλέν Ντελόν στο γκανγκστερικό Μπορσαλίνο (Borsalino) του Ζακ Ντερέ.
Το 1971 βρέθηκε στην Ελλάδα μαζί με τον Ομάρ Σαρίφ για τα γυρίσματα της ταινίας «Οι διαρρήκτες» (Le casse, 1971) του Ανρί Βερνέιγ [38].
Το 1974 έπαιξε στη δραματική ταινία «Στραβίνσκι…» του Αλέν Ρενέ. Η εμπορική αποτυχία αυτής της τελευταίας του ταινίας, έκανε τον Μπελμοντό να δείχνει απρόθυμος πλέον να συνεργαστεί με σκηνοθέτες του «Νέου Κύματος» και να αναζητά περισσότερο τις εμπορικές ταινίες, ξανά.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο Ζαν Πολ Μπελμοντό ήταν πια ένας σπουδαίος δραματικός και πολύπειρος ηθοποιός, ανεβαίνοντας ολοένα και πιο συχνά στο θεατρικό σανίδι. Το 1987 κέρδισε βραβείο Σεζάρ καλύτερου ηθοποιού για την ταινία «Ο κυνηγός της περιπέτειας» (Itinéraire d’un enfant gâté).
Τη δεκαετία του 1990 οι κομεντί όπως το «Désiré» (1996) και το «Ανάμεσα σε δυο μπαμπάδες» (1 chance sur 2, 1998) όπου συνάντησε ξανά τον Αλέν Ντελόν, συνεχίστηκαν, αλλά ταυτόχρονα έκανε και πιο δημιουργικές δουλειές.
Τώρα ήταν αρκετά επιλεκτικός στους ρόλους του, αν και την καριέρα του ανέκοψε το εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη το 2001 και του στέρησε την ικανότητα της απρόσκοπτης ομιλίας.
Στο σινεμά επέστρεψε ως ζωντανός θρύλος έπειτα από διάστημα εφτά ετών με τον «Άνθρωπο και τον σκύλο του» (Un homme et son chien, 2008), ερμηνεύοντας έναν άνθρωπο άστεγο και ηλικιωμένο που περιπλανιέται στο Παρίσι με τον σκύλο του.
Το 2011, ο «άσχημος γόης» του γαλλικού κινηματογράφου τιμήθηκε στις Κάνες με ειδικό Χρυσό Φοίνικα για την 53χρονη προσφορά του στην έβδομη τέχνη.
Έφυγε από τη ζωή στο αγαπημένο του Παρίσι στις 6 Σεπτεμβρίου 2021, σε ηλικία 88 ετών.
Πηγή: Wikipedia