«Θα ‘ναι χειμώνας, θαρρώ, όταν έρθει./ Από την αφόρητη λευκότητα του δρόμου/ μια κουκίδα θα φανεί, τόσο μαύρη που τα μάτια θα θαμπώσουν, / και θα πλησιάζει για ώρα πολλή, πάρα πολλή/ αντισταθμίζοντας την απουσία του με τον ερχομό του, / και για ώρα πολλή, πάρα πολλή κουκίδα θα μείνει./ Ένας κόκκος σκόνης; Ένα κάψιμο στο μάτι; Χιόνι/ Τίποτα άλλο δεν θα υπάρχει, μόνο χιόνι, / για ώρα πολλή, πάρα πολλή, τίποτα άλλο, / κι αυτός το χιονισμένο πέπλο θα παραμερίζει, / μέγεθος θα αποκτά και τρεις διαστάσεις, / κι όλο και περισσότερο θα πλησιάζει…/ Αυτό είναι το όριο, δεν μπορεί να έρθει πιο κοντά. Μα αυτός συνεχίζει να πλησιάζει, / και τώρα είναι τόσο πελώριος που δεν μπορείς να τον μετρήσεις…».
«Αν υπάρχει κάτι που επιθυμείς, / θα υπάρχει κάτι για το οποίο μετανιώνεις./ Αν υπάρχει κάτι για το οποίο μετανιώνεις, / θα υπάρχει κάτι που θυμάσαι./ Αν υπάρχει κάτι που θυμάσαι, / δεν υπήρξε τίποτα για το οποίο να μετανιώνεις./ Αν δεν υπήρξε τίποτα για το οποίο να μετανιώνεις, / δεν υπήρξε τίποτα που να επιθυμείς».
«Ας αγγίξουμε ο ένας τον άλλο/ όσο έχουμε χέρια, / παλάμες, μπράτσα, αγκώνες…/ Χάριν της δυστυχίας ας αγαπηθούμε/ ας βασανιστούμε, ας τυραννιστούμε, / ας παραμορφωθούμε, ας ακρωτηριαστούμε, / για να θυμόμαστε καλύτερα, / για να χωρίσουμε με λιγότερο πόνο».
«Είμαστε πλούσιοι: δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε./ Είμαστε γέροι: δεν έχουμε πουθενά να τρέξουμε./ Θα αφρατέψουμε τα μαξιλάρια του παρελθόντος, / θα ανακατέψουμε τις στάχτες των ημερών που θα ‘ρθουν, / θα μιλήσουμε γι’ αυτά που μετρούν περισσότερο, / καθώς χάνεται το τεμπέλικο φως της μέρας./ Θα ενταφιάσουμε τους απέθαντους νεκρούς μας:/ θα σε θάψω, θα με θάψεις».
* Γεννημένη το 1963 στη Μόσχα, η Βέρα Πάβλοβα έχει εργαστεί ως ξεναγός στο Μουσείο Σαλιάπιν και επί δέκα χρόνια τραγουδούσε σε μια εκκλησιαστική χορωδία. Στίχους άρχισε να γράφει σε ηλικία 20 ετών. Τα παραπάνω ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό “Νιου Γιόρκερ”.