***
Γράφει ο Παναγιώτης Μήλας
Στη χρυσή εποχή της εφημερίδας «Έθνος» (στη δεκαετία του ’80), είχα τη μοναδική ευκαιρία να συνεργαστώ με τον Βασίλη Ραφαηλίδη. Το διανοητή, που κρατούσε τη στήλη της κριτικής κινηματογράφου. Στο «Έθνος της Κυριακής» είχε μια σελίδα με θέματα γενικού ενδιαφέροντος (ιστορικά, πολιτικά, κοινωνικά) και εγώ έκανα την εικονογράφηση με κάποιο σκίτσο.
Πολλές φορές όταν συζητούσαμε μου μιλούσε για κινηματογράφο. Εκείνη την εποχή, με αφορμή την προβολή της ταινίας «Ο Μελισσοκόμος» (1986) του ζήτησα να μου πει τη γνώμη του για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Έλαμψε το πρόσωπό του μόλις του το ζήτησα και χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε τη… διάλεξη. Κατάφερε να με κάνει θαυμαστή του Αγγελόπουλου. Σήμερα, βέβαια, λίγα θυμάμαι από όσα μου είπε τότε, όμως στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Ταξίδι στο μύθο» (εκδόσεις “Αιγόκερως”, 2003) βρήκα την “περίληψη” εκείνης της κουβέντας.
Έγραφε: “Όταν ένας φίλος καλείται να μιλήσει για έναν άλλο φίλο και ένας κριτικός καλείται να μιλήσει για έναν κινηματογραφιστή και τυχαίνει αυτοί οι δύο να είναι φίλοι, το πράγμα γίνεται εξ υπαρχής ύποπτο μεροληψίας, εκτός κι αν αυτός ο φίλος είναι ο Αγγελόπουλος, οπότε δεν μπαίνει πρόβλημα, βέβαια, καχυποψίας τέτοιας. Γιατί ό, τι και να κάνει ο φίλος δεν θα ήταν δυνατόν να τον κολακεύσει, γιατί ήδη το γεγονός καθεαυτό υπάρχει, η ποιότητα καθεαυτή υπάρχει, δεν θα τη βάλω εγώ, δε θα τη βάλει ο άλλος, δεν θα τη βάλουν οι λόγοι. Οπωσδήποτε η δουλειά του κριτικού φίλου γίνεται πάρα πολύ πιο εύκολη, όταν μιλάει για έναν άνθρωπο της ποιότητας και της αξίας του Αγγελόπουλου, διότι απλούστατα δεν είναι υποχρεωμένος να στριμωχτεί για να σοφιστεί πράγματα, για να τον αναδείξει…”.
***
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γεννήθηκε την Κυριακή 14 Ιανουαρίου 1934, στα Σέρβια της Κοζάνης και έφυγε από τη ζωή νικημένος από τον καρκίνο την Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου του 2000, στην Αθήνα.
***
Από το «Έθνος της Κυριακής» απολύθηκε το 1998 επειδή με τα κείμενά του υποστήριζε τις απόψεις της Μαλβίνας Κάραλη, η οποία τότε έκανε σκληρή κριτική στον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη. Φυσικά αν τότε ήταν διευθυντής της εφημερίδας ο Αλέκος Φιλιππόπουλος δεν θα είχε τολμήσει κανείς να φέρει αντίρρηση στα γραπτά του Ραφαηλίδη…
***
Άλλα σημαντικά που έγραψε ο Βασίλης Ραφαηλίδης.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ: Ας μάθουμε επιτέλους να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους και να μην παραποιούμε την ιστορία μας. Ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, αγάπησε το Μεταξά. Όπως και οι Ιταλοί που αγάπησαν το Μουσολίνι, όπως και οι Γερμανοί που αγάπησαν το Χίτλερ, όπως και οι Ισπανοί που αγάπησαν το Φράνκο. Ο φασισμός είναι λαϊκισμός- και κάθε λαϊκισμός είναι φασισμός κατά βάσιν και κατ’ ουσίαν. Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς. Όχι για αστούς, ούτε για προλετάριους… Ο χάλιας μικροαστός πάντα έχει ανάγκη από έναν σούπερ πατέρα του έθνους, που να τον προστατεύει απ’ τους παμφάγους καπιταλιστές, αλλά και από τους κομμουνιστές που απειλούν το όνειρό του για ένα πέρασμα στην “ανώτερη τάξη”.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ: Οι αρχαίοι Έλληνες μεγαλούργησαν χάρη στην ανεκτικότητα τους, απέναντι σε όλους αυτούς που έρχονταν και εγκαθίστανται στις Ελληνικές πόλεις. Που ήταν Ελληνικές γιατί ανάπτυξαν ένα πολιτισμό, που ονομάστηκε Ελληνικός, από τον τόπο όπου εμφανίστηκε και όχι από την ποιότητα της ράτσας των αυτοχθόνων. Η Ελλάδα ήταν πάντα μια χοάνη συγκερασμού, εθνοτήτων και λαοτητων, ένα τέλειο χωνευτήρι λαών και τούτο χάρη στην θέση της, στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου εμφανιστήκαν όλοι οι σπουδαίοι πολιτισμοί που συγκεράστηκαν στον Ελληνικό. Πριν κάθε τι, η Ελλάδα είναι μια πολιτιστική παγκόσμια έννοια. Όχι όμως θεωρία “ανωτέρας φυλής και περιουσίου έθνους”.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ: Ο τσοπάνος κάθεται και σκαλίζει την γκλίτσα του, όχι για να την κάνει σταθερότερη, αλλά ομορφότερη. Τούτο το «περιττό» που προστίθεται στο αναγκαίο, είναι η τέχνη. Όλοι, ακόμα κι οι πρωτόγονοι, θα ‘θελαν τα πράγματα που χρησιμοποιούν, εκτός από χρήσιμα, να είναι και ωραία.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Το ΚΚΕ ήταν και παραμένει ένα κόμμα τυπικά “ελληνοχριστιανικό” και ως εκ τούτου εξόχως λαϊκίστικο. Συντηρεί την ελπίδα για μια “καλύτερη ζωή” εδώ στη γη, ερήμην κάθε ιστορικής και φιλοσοφικής συνιστώσας, ερήμην του μαρξισμού, ερήμην της θεωρίας, ερήμην των πάντων εν τέλει. Το ίδιο ακριβώς κάνει και ο χριστιανισμός: Προσφέρει ελπίδα στους απελπισμένους. Και μαζί με το ΚΚΕ παίζει βασικό ρόλο στον περιορισμό των αυτοκτονιών”.
ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ: Ήταν μια καλή μητέρα για όλους εμάς του κομμουνιστές του κόσμου όλου, που την αγαπήσαμε, άλλοι από κομματικό καθήκον, άλλοι από ηθική υποχρέωση και άλλοι από κεκτημένη ταχύτητα εξαιτίας της αγάπης μας για τον Μαρξ. Έπρεπε να σκοτώσουμε τη μάνα μας όσο ήταν ακόμη νέα και αναμάρτητη […] Δυστυχώς, τη σκοτώσαμε όταν έγινε 74 ετών και είχε πολύ αμαρτήσει.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ: “Η δικτατορία της εκκλησίας είναι απόλυτη, διαρκής και σιωπηλή. Δεν θα απαλλαγούμε ποτέ από αυτήν, παρά να αλλάξει μια νοοτροπία σιγά σιγά ύστερα από 5, 6,10 αιώνες. Η εκκλησία ως ίδρυμα, ποτέ μα ποτέ δεν έπαιξε σοβαρό ρόλο στο έθνος των Ελλήνων. Η εκκλησία, η πίστη του ανθρώπου στον εαυτό του έπαιξε έναν κολοσσιαίο ρόλο. Όταν μιλούμε λοιπόν για τον ρόλο της εκκλησίας στην Ελλάδα, εννοούμε πάντα αυτό τον δεύτερο. Η σχέση του πιστού με την πίστη του. Εθνικοποιήσατε τον Θεό, λέτε ο Θεός των Ελλήνων, αν είναι δυνατόν.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ: Ήταν ένας μάλλον αυστηρός και μάλλον αυταρχικός κυβερνήτης, δεν θα έλεγα ούτε καν πρωθυπουργός, κυβερνήτης, με αυταρχικές δικτατορικές τάσεις, με μια απέχθεια για την κουλτούρα, άκρως επιδεικτική: είχε αποπέμψει τους λογοτέχνες όταν είχαν ζητήσει σύνταξη, με το σκεπτικό πως πρέπει να κάνουν καμιά δουλειά. Τι δουλειά είναι αυτή, δεν είναι δουλειά αυτή, δεν είναι επάγγελμα αυτό, για σοβαρούς ανθρώπους. Η κουλτούρα του τον καιρό εκείνο, είχε ένα επίπεδο κάτω του μηδενός. Ίσως στο Παρίσι κάτι είδε και κάτι κατάλαβε… γύρισε σίγουρα κάπως διαφορετικός. Λίγο περίεργα, γαλλοαραβικά, γαλλοβλάχικα, αλλά οπωσδήποτε κάτι έμαθε στο Παρίσι.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΟ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟ: Παρουσιάζονται εθνικά υπερήφανοι ακόμη και αυτοί που δεν είχαν καμία επαφή με το έργο του Αγγελόπουλου ή τον κυνηγούσαν ή τον δίωκαν. Όλοι ξαφνικά είναι εθνικά υπερήφανοι. Ακόμη και ο Έβερτ, ο οποίος χαρακτήρισε αντεθνική την ταινία του, «Κυνηγοί», προκαλώντας προσκόμματα στην παραγωγή και την κυκλοφορία της, έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα. Επιπλέον και ο Στεφανόπουλος που είναι άμοιρος παντελώς του σινεμά, και της τέχνης εν γένει, υπερήφανος και αυτός…