Χειμερινό Ηλιοστάσιο (Διονύσια)
Τώρα που αργοπεθαίνει ο ήλιος
ξυπνάνε άγρια τα σώματα.
Κόμποι κρασί ρέουνε στα μέτωπα.
Βάκχες και Μαινάδες
ντύνονται κισσούς κι αμπέλια
χέρια αρπάζουνε κορμιά,
τα ραίνουν δυόσμο, ρίγανη, θυμάρι.
Η οδός, χαμός.
Φύτρώνουν στην άσφαλτο Σάτυροι.
Ποδοβολητά γειτόνων μες στο δρόμο –
ακούω τις οπλές τους.
Θύρσοι και πυρσοί στα χέρια,
αλαλαγμοί στον αέρα:
πομπή χαώδης κι άναρχη.
Σπάνε τσιμέντα όπου πατάς
για να βλαστήσει χώμα.
Κι ειν’ ο θεός μας σαν κι εμάς, μιαρός.
Φαλλικά τραγούδια,
φαλλοφόροι βωμολοχούν,
κοινωνούν πειράγματα
βαρούν ραβδιά στο δέρμα
για να ‘ρθει η αγρύπνια.
Καμένη σάρκα ζώου,
γυμνό το στήθος,
πεσμένοι μαστοί,
ξυπόλυτοι απόλιδες πολίτες,
χέρια μπλεγμένα άφοβα,
οίνος στην ανάσα –
θα σου το πω το μέλλον σου,
μόνο αν με μεθύσεις.
Δεν ξεμείναμε από ήλιο.
Έσυρε ο Διόνυσος να πιάσει,
τον άξονα της γης και να τον γείρει,
πάλι προς τη σωστή πλευρά.
* Ο Βασίλης Ευριπιώτης είναι βιολόγος και καθηγητής. Εκτός αυτού, του αρέσει και να γράφει πεζά και ποιήματα.