Την είδα, για πρώτη φορά, στις 25 Νοεμβρίου 1980, στο Θέατρο Βεάκη, στην οδό Στουρνάρη, που τότε στέγαζε τη δεύτερη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης. Ήταν η Παυλίνα, στο έργο του Πολωνού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Ταντέους Ρούζεβιτς «Λευκός γάμος», σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη και σκηνικά – κοστούμια του Βασίλη Φωτόπουλου.
Στις 13 Φεβρουαρίου του 1988, τη χάρηκα ως Κάριν Τιμ όταν η Μπέττυ Αρβανίτη με «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ» (σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη, σκηνικά Αθανάσιου Σουντουλίδη) είχε ανοίξει την αυλαία του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας.
Μετά την παρακολούθησα όταν μέσα στη μουτζούρα, στα χώματα και στις λάσπες «έχτιζε» από το «μηδέν» με τον Μιχάλη Μητρούση το «Χυτήριο». Εκεί την απόλαυσα ως Νανά στο έργο «Επικίνδυνες μαγειρικές» του Ανδρέα Στάικου, σε σκηνοθεσία Αθανασίας Καραγιαννοπούλου και σκηνικά Απόστολου Βέττα.
* Πάντα τη χαιρόμουνα σε κάθε της εμφάνιση. Το ίδιο και φέτος. Στη σειρά 4, στο κάθισμα 6, στο θέατρο «Χυτήριο» και πάλι, τη γνώρισα ως Μαρία, μια γυναίκα που «διανυκτερεύει», στο θεατρικό μονόλογο «Μωρό μου» σε δικό της κείμενο. Μια γυναίκα που μετράει τη ζωή της. Δεν περιμένει τίποτα. Νοσταλγεί, σαρκάζει, αυτοσαρκάζεται. Λέει πως δεν θυμώνει πια. Τζογάρει στον έρωτα. Είναι μια γυναίκα που έζησε, απόλαυσε, σημάδεψε και σημαδεύτηκε. Μια γυναίκα σε συνεχή αναζήτηση. Είμαστε στον Ιούνιο. Στη γιορτή του Κλήδονα. Η κυρία Μαρία εδώ. Με θέα την Ακρόπολη. Εδώ. Πιστή στο νυχτερινό της ραντεβού, αργά το βράδυ, μέχρι κοντά στο ξημέρωμα. Εδώ πάντα καταλήγει, ύστερα από πολύωρο περπάτημα στους δρόμους της Αθήνας.
Εδώ, στη δική της πρωτεύουσα.
Μιλάει:
«Κυρία Μαρία γιατί δεν πας σπίτι; Ξέμεινες! Ρουφιάνα της νύχτας!
Εσύ και τα τσιγάρα σου
Εσύ κι οι μουσικές σου
Για να παρατηρείς
Για να σαρκάζεις
Για να περιφέρεσαι γύρω απ’ την ιστορία σου
Για να νοσταλγείς
Για να λες πως δεν θυμώνεις πια
Για να τζογάρεις στον έρωτα
Για να αναζητάς την αγάπη
Κυρία Μαρία των γηπέδων, κλέψε μια γαρδένια. Βαλ’ την στο στήθος σου. Σου πάει.
Καλό σου ξημέρωμα».
Ο χρόνος που διαρκεί ο λόγος της κυρίας Μαρίας είναι πραγματικός. Από αργά το βράδυ μέχρι τις 6 το πρωί, όταν ακριβώς έρχεται το πρώτο φως, στις 24 Ιουνίου του 2016.
* Όπως γράφει ο ποιητής, αρθρογράφος και συγγραφέας Θανάσης Νιάρχος: «Αν κάτι είναι εξαιρετικά εντυπωσιακό στον θεατρικό μονόλογο της Ρουμπίνης Βασιλακοπούλου “Μωρό μου”, δεν είναι η γλώσσα ή η υπόθεση του μονολόγου ή ακόμη και η ταύτισή τους. Είναι κυρίως ο εσωτερικός ρυθμός της ίδιας της ηρωίδας, της Μαρίας, που αποκαλύπτει πως το ακατέργαστο, το σπασμωδικό και το παραληρηματικό αποκτούν το στοιχείο μιας ενιαίας και συγκλονιστικής έκφρασης, σε περίπτωση που ο ρυθμός οικοδομηθεί με τα γνήσια υλικά ενός πρωτογενούς αισθήματος». Και ο κ. Νιάρχος καταλήγει: «Μωρό μου για πάντα λοιπόν»…
* Επίσης, η συγγραφέας Ελένη Πριοβόλου επισημαίνει: «Δύσκολο εγχείρημα. Η ηρωίδα – ρόλος αφηγείται τον εαυτό της. Βγάζει τα άδηλα και τα κρύφιά της. Θα μπορούσε να παρασυρθεί σε άκρατο συναισθηματισμό και υποκειμενικότητα. Όμως η Ρουμπίνη, μυημένη στη θεατρική πράξη καταφέρνει να αφαιρέσει κάθε περιττό και να αφήσει αποσταγμένη την ουσία. Πρόκειται για κείμενο ερωτικό και πολιτικό συνάμα, καθώς ο έρωτας, εκτός των άλλων, αποτελεί μια πράξη πολιτική. Είναι η αναζήτηση της ελευθερίας που δεν προσφέρεται, αλλά κατακτιέται». Και η Ελένη Πριοβόλου κλείνει λέγοντας: «Ο μονόλογος είναι ένα δύσκολο θεατρικό είδος. Τόσο στο να γραφεί όσο και στο να αποδοθεί επί σκηνής. Ο ηθοποιός αναμετριέται με το ίδιο του το ταλέντο. Όμως η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου έχει αναμετρηθεί και στο παρελθόν με τη δυσκολία του είδους και αποδείχτηκε μια σπουδαία περσόνα του θεάτρου».
* Ο σκηνοθέτης της παράστασης Κωνσταντίνος Χατζής υπογραμμίζει: «Θεωρώ σημαντική στιγμή όταν μια τόσο καλή ηθοποιός αποφασίζει να γράψει ένα έργο για το θέατρο. Η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου μόνη στη σκηνή, με τη δαιμόνια υποκριτική ευφυΐα της, αρθρώνει το παρελθόν μιας γυναίκας και όλα είναι σαν να συμβαίνουν τώρα. Ό, τι πέρασε, ό, τι υπήρξε, γίνεται στο τώρα. Όλα γίνονται παρόν».
* Τα καθίσματα στο «Χυτήριο» σχηματίζουν ένα «Π» και στο κέντρο, ανάμεσά τους η σκηνή. Ένα μικρό υπερυψωμένο παταράκι και στο πίσω μέρος του μια διαφανής καρέκλα από ακρυλικό (σκηνικά: Θανάσης Καλογιάννης). Η μουσική, τα τραγούδια και οι εξωτερικοί ήχοι των αυτοκινήτων που περνούν από την Ιερά Οδό, δένουν μαγικά και δημιουργούν την κατάλληλη συνθήκη ώστε και η ηθοποιός και οι θεατές να βιώνουν το χώρο ενός πολυσύχναστου δρόμου. Η πρωταγωνίστρια περπατώντας νωχελικά από τα δεξιά της σκηνής σε ένα ξύλινο διάδρομο, σαν γέφυρα, φτάνει στο κέντρο και κάθεται στην καρέκλα. Ανάβει τσιγάρο και αρχίζει ο μαραθώνιος δρόμος της που μοιάζει αρκετά με αγώνα ταχύτητας. Οι ηχητικές επιλογές και ο φωτισμός (Κωνσταντίνος Χατζής) δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για να ξεδιπλωθεί το κείμενο και να απολαύσουμε τη διήγηση της Μαρίας. Τα κοστούμια (Γιώργος Ασημακόπουλος) βάζουν τον θεατή αμέσως στο κλίμα της παράστασης. Πρόκειται για μια μοναδική αυτοπροσωπογραφία, πότε ασπρόμαυρη, πότε έγχρωμη. Κάποιες στιγμές με τρυφερές μελωδίες, κάποιες άλλες με ρυθμούς έντονους. Ακόμη και αν δεν ακούς τη Βασιλακοπούλου αλλά μόνο τη βλέπεις μπορείς να καταλάβεις τι λέει απλώς από τις εκφράσεις του προσώπου και από τις κινήσεις του σώματος. Πρόκειται για ένα μάθημα άψογου μονολόγου. Η επιτυχία της ασφαλώς δεν οφείλεται μόνο στην εμπειρία τόσων χρόνων στη σκηνή. Το άρτιο αποτέλεσμα στηρίζεται αποκλειστικά και στην ψυχή και στο πάθος της ηθοποιού. Δύο στοιχεία που ήταν στη φαρέτρα της από την πρώτη μέρα που ανέβηκε στο παλκοσένικο. Τώρα όμως ήταν η κατάλληλη στιγμή να γίνει το πάντρεμα του κειμένου της με την ερμηνεία της, ώστε εμείς οι θεατές να καταγράψουμε αυτό τον ρόλο και αυτό το έργο στα κορυφαία της χρονιάς.
Τυχερός ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Χατζής που πήρε στα χέρια του την ιστορία της Μαρίας και έπλασε με επιδεξιότητα την ηρωίδα του αξιοποιώντας στο έπακρο τα εκφραστικά μέσα και την ερμηνευτική δεινότητα της Ρουμπίνης Βασιλακοπούλου.
Πληροφορίες για την παράσταση
«Μωρό μου»
Κείμενο/Ερμηνεία: Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου
Σκηνοθεσία – Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Χατζής
Σκηνική εγκατάσταση: Θανάσης Καλογιάννης
Κοστούμι: Γιώργος Ασημακόπουλος
Κατασκευή κοστουμιού: Λαμπρινή Νάνου, Ηλιάνα Γκοτζαρίδη
Κοστούμι φωτογράφισης:
Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου, Λαμπρινή Νάνου
Μακιγιάζ: Ρούλα Λιανού
Φωτογραφίες-Βίντεο: Χάρης Γερμανίδης
Η «Στεφανοθήκη» είναι έργο του Άγγελου Παπαδημητρίου
* Κοστούμι αφίσας: Made bride by Antonea
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη, μέχρι και την Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017.
Ώρα έναρξης 9 μ.μ.
Διάρκεια παράστασης: 60 λεπτά
Χωρίς διάλειμμα
Εισιτήριο: Γενική είσοδος 12 ευρώ.
Άνεργοι, πολύτεκνοι, συνταξιούχοι, φοιτητικό, με την επίδειξη των απαραίτητων δικαιολογητικών, είσοδος 7 ευρώ.
Στο «Χυτήριο»
Ιερά Οδός 44, Κεραμεικός
Τηλέφωνο κρατήσεων: 210 – 341.23.13 από 5 έως και 10 μ.μ.
* Το τρέιλερ της παράστασης
https://youtu.be/MULVm2oII7U?list=PLu7tauux-ECeaQLuJltayS65IQcEBcrPT&t=4
(*) H Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν». Εκπαιδεύτηκε στον κλασικό και μοντέρνο χορό και συνεργάστηκε στο Θέατρο Τέχνης επί μία δεκαετία, όπου πρωταγωνίστησε σε ρόλους κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, Γιώργου Λαζάνη, Μίμη Κουγιουμτζή κ.λπ. Σκηνοθετήθηκε επίσης σε πρωταγωνιστικούς ρόλους από τους Ρούλα Πατεράκη, Μίνω Βολανάκη, Σωτήρη Χατζάκη, Νικαίτη Κοντούρη, Κωστή Τσώνο, Αθανασία Καραγιαννοπούλου, Κωνσταντίνο Χατζή. Έχει παίξει και στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Διδάσκει υποκριτική και κινησιολογία σε δραματικές σχολές.