Γράφει η Ειρήνη Αϊβαλιώτου
Mέσα από όλα τα σκαμπανεβάσματα της ζωής, όλα τα δυσάρεστα που περνάμε, όλες τις φρίκες, όλους τους πολέμους, όλους τους θανάτους, όλη τη σκληρότητα, υπάρχει ακόμα κάτι που μας κάνει να θέλουμε να ξυπνήσουμε το επόμενο πρωί και να συνεχίσουμε τις ζωές μας – να ονειρευτούμε, να ερωτευτούμε, να δημιουργήσουμε, να συνεχίσουμε να υπάρχουμε σαν άνθρωποι. Κι αυτό το κάτι είναι η τέχνη, για να γίνω πιο συγκεκριμένη, το καλό θέατρο. Θέατρο σαν κι αυτό που παρακολουθήσαμε στην παράσταση των «Βακχών» του Θάνου Παπακωνσταντίνου.
O Θάνος Παπακωνσταντίνου μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας σεμνός και περήφανος ποιητής του θεάτρου μας όχι μόνο για το αποτύπωμα του έργου, του ταλέντου και της διανοίας του, αλλά και για την ξεχωριστή και σπάνια προσωπικότητα του δημιουργού.
Το παλιό με το καινούργιο
Στις «Βάκχες» του Θάνου Παπακωνσταντίνου θαυμάσαμε τη δημιουργική ανάμειξη και συγχώνευση του παλιού με το καινούργιο, της παράδοσης με τη νέα πραγματικότητα, την εικόνα του ανθρώπου που δημιουργεί το μέλλον του από τα συντρίμμια του παρελθόντος. Σαφώς όλα αυτά είναι στοιχεία που σφραγίζουν το έργο του Ευριπίδη.
Πολλά αυτά που θα μπορούσαμε να γράψουμε γι’ αυτήν την τραγωδία η οποία από πολλούς θεωρείται η κορυφαία από αυτές τουλάχιστον που έχουν διασωθεί.
Η λατρεία του Διονύσου
Οι «Βάκχες» γράφτηκαν το 407 π.Χ., όταν ο Ευριπίδης βρισκόταν στην Πέλλα, στην αυλή του βασιλιά Αρχέλαου και σκηνοθετήθηκαν από το γιο του το 405 π.Χ. στην Αθήνα. Είναι η τραγωδία στην οποία συνυπάρχουν και συνδυάζονται ο μύθος και η ιστορική πραγματικότητα. Το έργο παρουσιάζει τη λατρεία του Διονύσου, από την οποία γεννήθηκε το αρχαίο ελληνικό δράμα. Συναντιούνται το τραγικό, το δραματικό και το θεατρικό στοιχείο. Αποτελεί το μοναδικό έργο της αρχαίας δραματουργίας, όπου ο Διόνυσος πρωταγωνιστεί ως ανθρωποποιημένος θεός και ως μια νέα δύναμη σκοπεύει να επιβάλει τη δική του λατρεία.
Ο Διόνυσος, γιος του Δία και της Σεμέλης, της κόρης του Κάδμου, βασιλιά της Θήβας, μετά από πολλές περιπλανήσεις στην Ασία, όπου έχει ήδη εδραιώσει τη λατρεία του, έρχεται να την επιβάλει και στην Ελλάδα ξεκινώντας από τη γενέτειρά του, τη Θήβα, ακολουθούμενος από βάρβαρες γυναίκες που αποτελούν το θίασό του. Στη Θήβα αμφισβητείται η θεϊκή του υπόσταση και στην πόλη ισχυρίζονται ότι η Σεμέλη φόρτωσε στον Δία κάποιο από τα αμαρτήματά της. Ο Διόνυσος με ανθρώπινη μορφή εξιστορεί το ιστορικό και τις περιπέτειές του. Ερχόμενος στη Θήβα οιστρηλάτησε τις αδερφές της μάνας του αλλά και όλο το γυναικείο πληθυσμό της πόλης και αυτές ως Μαινάδες μαζί με τις Βάκχες, τις ακόλουθές του, περιπλανώνται στον Κιθαιρώνα όπου σε κατάσταση μανίας και χωρίς λογική χορεύουν και συμβιώνουν αρμονικά(;) με τη φύση. Στη Θήβα βασιλεύει τώρα ο Πενθέας που διακρίνεται για τις αντιβακχικές του προθέσεις.
Ύβρις
Ο μάντης Τειρεσίας, έρχεται και συναντά τον Κάδμο, ο οποίος είναι και αυτός οπαδός του Διόνυσου. Του ζητάει να βγουν στα βουνά για να δοξάσουν το θεό. Εκείνη την ώρα καταφθάνει ο νέος βασιλιάς Πενθέας, που έλειπε από την πόλη και άκουσε «για τις γυναίκες που πήραν τα βουνά… Όσες από αυτές μπόρεσε τις συνέλαβε και οργανώνεται για να φέρει πίσω και τις υπόλοιπες ώστε «να υπηρετήσουν τους άντρες τους», όπως λέει. Θεωρεί τον Διόνυσο μάγο που του αξίζει η τιμωρία. Βλέπει στολισμένους βακχικά τον Τειρεσία και τον παππού του και τους περιγελά. Θεωρεί υπεύθυνο τον Τειρεσία, όμως για το χορό τα λόγια του συνιστούν ύβρη. Ο Πενθέας δεν πείθεται για τις προθέσεις του Διόνυσου και δίνει εντολή να καταστρέψουν όλα του τα σύνεργα, να συλλάβουν τον «θηλύμορφον ξένον» και να τον φέρουν δέσμιο μπροστά του. Ένας δούλος φέρνει το Διόνυσο προς το παλάτι αλλά στο δρόμο εκείνος με ένα θαύμα απελευθερώνεται από τα δεσμά.
Ακολουθεί η ανάκριση στην οποία ο Διόνυσος απαντά πρόθυμα αλλά εξοργίζει τον Πενθέα που τον στέλνει να χορεύει στα σκοτάδια της φυλακής. Ο Διόνυσος όμως δραπετεύει, καταστρέφει τα ανάκτορα με σεισμό και εξευτελίζει τον Πενθέα, που τον συναντά μπροστά στο παλάτι. Εκείνη την ώρα έρχεται τρέχοντας ο αγγελιαφόρος από τον Κιθαιρώνα. Μαζί με άλλους έβοσκε το κοπάδι και βρέθηκε αντιμέτωπος με το θέαμα των μαινάδων που έκαναν πράξεις ασυνήθιστες και τρομερές και διαπιστώνει ότι «όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν χωρίς το χέρι κάποιου θεού». Προτείνει στον Πενθέα να δεχθεί το Διόνυσο ως νέο θεό, αλλά αυτός αρνείται και προετοιμάζεται για να φέρει πίσω τις γυναίκες. Ο Διόνυσος προσπαθεί να τον αποτρέψει, όμως η διήγηση του βοσκού έχει εξάψει την περιέργεια του Πενθέα που πείθεται από το Διόνυσο να μεταμφιεστεί ο ίδιος σε Μαινάδα και να ανέβει στην κορυφή ενός έλατου με σκοπό να κατασκοπεύσει τις Θηβαίες γυναίκες στον Κιθαιρώνα προκειμένου να αποκτήσει ιδία άποψη.
Φρίκη και συμπάθεια
Ένας δεύτερος αγγελιοφόρος έρχεται και ανακοινώνει ότι ο Πενθέας τελικά καταξεσκίστηκε με μανία από τη μητέρα του η οποία έβγαζε αφρούς από το στόμα έχοντας χάσει τα λογικά της. Μαζί της συμμετείχαν και οι άλλες μαινάδες. Η ωμή περιγραφή προκαλεί φρίκη και συμπάθεια για τον κακότυχο Πενθέα. Στη σκηνή εμφανίζεται η Αγαύη που κρατάει πάνω σε θύρσο το κεφάλι του σκοτωμένου θριαμβολογώντας. Η Αγαύη τελικά σιγά σιγά συνέρχεται συνειδητοποιώντας την τραγική πραγματικότητα. Ακολουθεί διάλογος Αγαύης και Κάδμου που δεν είναι ολοκληρωμένος.
Στην έξοδο ο Διόνυσος, με θεϊκή επιβλητικότητα εξορίζει την Αγαύη και τις αδερφές της. Τέλος στον Κάδμο και τη γυναίκα του Αρμονία υπόσχεται ανάπαυση στο νησί των Μακάρων…
Καθοριστικές στιγμές της σπουδαίας τραγωδίας
Κάθε εποχή δημιουργεί τις δικές της εικόνες, τραγούδια, θαύματα. Και τις δικές της τραγωδίες. Με κατανόηση, έμπνευση και μεγαλείο, ο σκηνοθέτης Θάνος Παπακωνσταντίνου καταγράφει καθοριστικές στιγμές της σπουδαίας τραγωδίας που αλλάζουν τους ήρωές της, τους ωριμάζουν και τους βοηθάνε να προχωρήσουν στο δύσκολο δρόμο της ζωής με μεγαλύτερη αισιοδοξία και πίστη στην έμφυτη καλοσύνη που υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους.
Μια νέα θρησκευτική εμπειρία
Αντίθετα από τις περισσότερες αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, οι «Βάκχες» έχουν για θέμα ένα ιστορικό γεγονός—την εισαγωγή μιας νέας θρησκείας στην Ελλάδα. Όταν έγραφε ο Ευριπίδης την τραγωδία, το γεγονός ανήκε πια στο απώτερο παρελθόν, και μόνο η θύμησή του επιζούσε, σε μυθική μορφή. Η νέα θρησκεία είχε από καιρό εγκλιματισθεί και είχε γίνει αποδεκτή σαν μέρος της ελληνικής ζωής. Αλλά έμενε πάντα η έκφραση μιας θρησκευτικής στάσης και η ανάμνηση μιας θρησκευτικής εμπειρίας διαφορετικής από οτιδήποτε ανήκε στη λατρεία των πατροπαράδοτων Ολυμπίων θεών και οι δυνάμεις που είχαν απελευθερωθεί και ενσαρκωθεί από την αρχική κίνηση δρούσαν ακόμα με άλλες μορφές στην Αθήνα του Ευριπίδη.
Αν πρόκειται να κατανοήσουμε αυτό το έργο, πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε μερικά πράγματα σχετικά με τη διονυσιακή θρησκεία—την έννοια ορισμένων από τις ιεροτελεστίες της, τη σημασία μερικών από τους μύθους της και τα σχήματα που είχε πάρει στον καιρό του Ευριπίδη. Οι διαφωνίες των κριτικών του 19ου αιώνα θα έπρεπε να μας προειδοποιήσουν ότι, αν προσπαθήσουμε να συλλάβουμε τη σκέψη του ποιητή με μια κατά μέτωπον επίθεση, παραβλέποντας το υπόστρωμα της εποχής του, θα βρεθούμε στο έλεος των προκαταλήψεων— είτε των δικών μας είτε των άλλων.
Οι συντελεστές
Με τα εξαίσια σκηνικά της Νίκης Ψυχογιού και τους ξεχωριστούς φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλα (σταθερές συνεργάτιδες του Θάνου Παπακωνσταντίνου και οι δύο) διαμορφώθηκε στην παράσταση ένα περιβάλλον αισιόδοξο, εξωστρεφές και δυναμικό, ένα περιβάλλον ελληνικού εξωτισμού. Το ελληνικό εξωτικό άλλωστε είναι η προφανής απόδειξη ότι οι Έλληνες ήταν πάντοτε μοντέρνοι.
Τόσο ο φωτισμός στην παράσταση του Θάνου Παπακωνσταντίνου, όσο και ο Λόγος (που χαρακτηρίζεται από τον ήχο) διέθεταν τονικότητα, αρμονία, συχνότητα, χροιά, με άλλα λόγια «χρώμα», το δικό τους χρώμα.
Τον γοητευτικό κόσμο του χρώματος, όπως τούτος παρουσιάζεται στον άνθρωπο από την ίδια τη φύση, αλλά και όπως τροποποιείται κι εμπλουτίζεται από την ανθρώπινη συνείδηση (διάνοια και αίσθημα) μέσω της τέχνης, είχε ως αντικείμενο η εξαιρετική μελέτη της Νίκης Ψυχογιού στα σκηνικά και τα κοστούμια.
Η χροιά, η αρμονία, ο τόνος χαρακτήριζαν τόσο τα χρώματα, όσο και τους ήχους. Επομένως, ακόμα και στη μουσική του Δημήτρη Σκύλλα ενυπήρχε το χρώμα. Χρώμα στη σωστή του θέση, «θέση που την ξέρει μονάχα ο Θεός κι ο Μιρό».
Οι ερμηνείες
Συμμετρία, δύναμη χαρακτήρα και κοινή ενέργεια υπήρχε μεταξύ των δύο εκ διαμέτρου αντίθετων χαρακτήρων του έργου, του Διόνυσου και του Πενθέα – Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Διόνυσος), Αργύρης Πανταζάρας (Πενθέας). Ένα από τα βασικά δίπολα που παρουσιάζονται στο έργο και που διαχρονικά απασχολούν την ανθρώπινη σκέψη. Θεός σκοτεινός και εκδικητικός ο Διόνυσος, βασιλιάς αυστηρός και ηθικός ο Πενθέας. Και οι δύο σπουδαίοι ηθοποιοί μας εμβάθυναν στους ρόλους τους, τους ένιωσαν τόσο ώστε να φλογίζουν τα σωθικά τους και δικαίωσαν τους ήρωές τους.
Από την εμπειρία μου ως θεατρόφιλη, έχω να πω πως είναι μερικές ηθοποιοί που έχουν κάτι. Μια αύρα μοναδική και αιθέρια, μια δύναμη μαγική που -ακόμη κι αν τις κοιτάζεις από την τελευταία σειρά ενός κατάμεστου θεάτρου- αντιλαμβάνεσαι ότι πηγάζει από μέσα τους. Μία από αυτές είναι η Αλεξία Καλτσίκη. Μια μεθυστική ανάμειξη κάλλους και τρόμου ήταν η είσοδός της στην ορχήστρα της Επιδαύρου γιατί ως Αγαύη υπήρξε ιδεώδης.
Η Αλεξία Καλτσίκη είναι μια μεγάλη τραγωδός της νεότερης γενιάς, είναι μια ηθοποιός με εκπληκτική προσωπικότητα και σκηνική ένταση. Ο ρόλος τής έδωσε την ευκαιρία να αγγίξει όλες τις χορδές του ανθρώπινου πάθους με κορυφαία τη στιγμή του μητρικού θρήνου στην οποία μεγαλούργησε. Της αξίζει ένα γενναιόδωρο μπράβο!
Αναπόσπαστο μέρος του έργου ο Χορός, που λαμβάνει τακτικά κύριο ρόλο και κάνει το έργο να κυλά. Αξιοσημείωτες υπήρξαν οι μεταπτώσεις του από τον διονυσιακό οίστρο στη σωφροσύνη και στην εγκράτεια. Τον αποτελούσαν οι ικανότατες Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Στελλίνα Βογιατζή, Χρυσιάννα Καραμέρη, Ελένη Κουτσιούμπα, Μαρία Κωνσταντά, Κλεοπάτρα Μάρκου, Ελένη Μολέσκη, Ειρήνη Μπούνταλη, Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, Ιοκάστη-Αγαύη Παπανικολάου, Θάλεια Σταματέλου, Δανάη Τίκου.
Εντυπωσιακή η Μαριάννα Δημητρίου (Τειρεσίας) σε ένα μεταίχμιο πρόζας και χορού. Ο Θέμης Πάνου (Κάδμος) έδειξε με μεγαλοπρέπεια την ευαισθησία του και την καυστικότητά του. Οι Γιάννης Κόραβος, Διονύσης Πιφέας, Φώτης Στρατηγός (Αγγελιαφόροι) συμπλήρωσαν την εξαιρετική διανομή δημιουργώντας ζωντανούς και πολυδιάστατους χαρακτήρες.
Η παράσταση
Η ενέργεια όλων των ηθοποιών ξεχείλιζε και το υποκριτικό παιχνίδι εξελισσόταν αβίαστα. Με εξαιρετικές φωνές και κίνηση δημιουργούσαν ένα μοναδικό, μοντέρνο θέαμα με άρτιο αποτέλεσμα, που θέτει προβληματισμούς, ενώ απελευθερώνει, μέσα από τις θεατρικές και εικαστικές του προτάσεις. Μία παράσταση με την κλασικά διαχρονική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, καινοτόμα και εναλλακτική στα σύγχρονα δεδομένα τού θεάτρου, με τη δική της, ιδιαίτερη, αυθεντική και ανεμπόδιστη ταυτότητα από τον εμπειρότατο Θάνο Παπακωνσταντίνου στην οποία συνέβαλαν όλοι οι άξιοι συνεργάτες του. Θα ήταν σοβαρή παράλειψη αν δεν τους αναφέρω όλους ονομαστικά. Δραματουργική Επεξεργασία: Ιωάννα Ρεμεδιάκη / Σκηνικά – Κοστούμια: Νίκη Ψυχογιού / Πρωτότυπη Μουσική: Δημήτρης Σκύλλας / Χορογραφία: Νάντη Γώγουλου / Σχεδιασμός Φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα / Mουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου – Δημήτρης Σκύλλας / Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια / Βοηθός Σκηνοθέτη: Φάνης Σακελλαρίου / Β´ Βοηθός Σκηνοθέτη: Παντελής Μπακατσέλος / Βοηθός Σκηνογράφου: Γιάννης Σέτζας / B΄ Βοηθός Σκηνογράφου: Ζωή Κελέση / Βοηθός Ενδυματολόγου: Πηνελόπη Χάνσεν / Β’ Βοηθός Ενδυματολόγου: Ερνέστα Χατζηλεμονίδου / Βοηθός Φωτίστριας: Ιφιγένεια Γιαννιού / Σχεδιασμός κομμώσεων: Κωνσταντίνος Κολιούσης / Σχεδιασμός μακιγιάζ: Olga Faleichyk/ Κατασκευή κεφαλιού Πενθέα: Roger Fischer και οι Μουσικοί επί σκηνής: Θοδωρής Βαζάκας, Μαρία Δελή, Αλέξανδρος Ιωάννου, Γιάννης Καΐκης.
Μια παράσταση που άξιζε το χειροκρότημά μας, μια παράσταση που μας γέννησε συναισθήματα, από εκείνα που διατηρούνται ανεξίτηλα χαραγμένα στους αποδέκτες των μηνυμάτων της.
•Έπαιξαν οι ηθοποιοί: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Διόνυσος), Μαριάννα Δημητρίου (Τειρεσίας), Αλεξία Καλτσίκη (Αγαύη), Θέμης Πάνου (Κάδμος), Αργύρης Πανταζάρας (Πενθέας), Γιάννης Κόραβος, Διονύσης Πιφέας, Φώτης Στρατηγός (Αγγελιαφόροι)
•Χορός: Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Στελλίνα Βογιατζή, Χρυσιάννα Καραμέρη, Ελένη Κουτσιούμπα, Μαρία Κωνσταντά, Κλεοπάτρα Μάρκου, Ελένη Μολέσκη, Ειρήνη Μπούνταλη, Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, Ιοκάστη-Αγαύη Παπανικολάου, Θάλεια Σταματέλου, Δανάη Τίκου
•Μουσικοί: Θοδωρής Βαζάκας, Μαρία Δελή, Αλέξανδρος Ιωάννου, Γιάννης Καΐκης