16.4 C
Athens
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Τζίνα Μιτάκη, η σοφή που νοστάλγησε να γίνει παιδί

Έδωσε όρκο να μην ξεπουλήσει τα τεκμήρια και τα κειμήλια της ζωής της. Πεθύμησε να μοιραστεί ζεστό ζυμωτό ψωμί με ρίγανη και λάδι. Λαχάνιασε ανεβαίνοντας ένα βουνό και είδε κάτω τη θάλασσα να απλώνεται, αγνή, καθαρή και πολύτιμη. Θυμήθηκε πώς είναι να πλέκεις σφιχτά τα χέρια αγκαλιάζοντας άλλους και κάνοντάς τους φίλους. Ονειρεύτηκε να σπείρει ελπίδες σε φρεσκοσκαμμένο χώμα. Πιάστηκε από σκίνα, κυπαρίσσια και ανθισμένα ρείκια. Ήρθε τετ-α-τετ με το πρόσωπο του δράματος. Διατήρησε τη διορατικότητά της και έκλεισε την ακριβή της γνώση στο μικρό σπίτι των προγόνων. Εκεί, πίσω από τα τείχη της εξοχής, ήρθαν οι ερωτήσεις να συναντηθούν και οι απαντήσεις να συμφωνήσουν. Στάθμισε τα δεδομένα, επέλεξε, ισορρόπησε.Tελικά μάλλον είμαστε οι επιλογές μας. Ακριβώς όπως το διατύπωσε ο Jean Paul Sartre. H Τζίνα Μιτάκη αποφάσισε να κάνει απλά πράγματα όχι τυχαία αλλά έχοντας επίγνωση της τεράστιας αξίας τους. Διεκδίκησε να κρατήσει ζωντανή την παιδικότητα και τη φαντασία της. Όλα ξεκίνησαν για να δοθεί μια διέξοδος. Ήταν μια διαδικασία αυτοπαρατήρησης, παρατήρησης του κόσμου, αλλά και επιστροφής σε μνήμες, βιώματα και διηγήσεις. Όλα ήταν η ξεχωριστή ματιά ενός ξεχωριστού ανθρώπου που κρατούσε ηθελημένα το πάθος και το DNA του σε αναστολή. Μια ιδεαλίστρια ή μια αγία είναι η Τζίνα Μιτάκη; Μια γυναίκα που ξενυχτά συζητώντας με μια κουκουβάγια, που παθιάζεται με τα παραμύθια, που νοσταλγεί το πάθος της δημιουργίας; Είναι εκείνη που δύσκολα συμβιβάζεται, που η αγνή καλοσύνη της μετατρέπεται σε μεγαλειώδη μεγαλοψυχία, η τρυφερότητά της δίνει τη θέση της στη γενναία περισυλλογή και η τάση της για επικοινωνία στο μοναχικό θάρρος. Είναι εκείνη που ξέρει πως, όταν λυγίζεις, έχεις δύο επιλογές: ή να πέσεις ή να σηκωθείς. Η Τζίνα επέλεξε να σηκωθεί, ίδιο θηρίο που βρυχάται, και να γράψει ένα ασύγκριτο βιβλίο, τις «Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια».

Διαβάστε τη συνέντευξη.

Το βιβλίο «Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια» κυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική.

* Γεννήθηκα στο Περιστέρι Αττικής, σε μια μαιευτική κλινική κοντά στις προσφυγικές παράγκες του Περιστερίου και μεγάλωσα σε μια γειτονιά στα «ορεινά» του Περιστερίου, την Κηπούπολη. Από την πλευρά του μπαμπά, κατάγομαι από το Φιόρο του Λεβάντε, από την πλευρά της μαμάς, από ένα χωριό της Μεσσήνης, την Αλλαγή. Οι αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία είναι πολλές και έντονες. Νομίζω πως είναι αδύνατον να αξιολογηθούν, να διαχωριστούν και να αναφερθούν σε μια συζήτηση όπως αυτή που κάνουμε τώρα. Πατάνε σε τρεις τόπους και δύο κόσμους. Στους δύο τόπους καταγωγής μου, τον τόπο που γεννήθηκα, μεγάλωσα και άρχισα να γερνάω και τους δύο εντελώς  διαφορετικούς κόσμους των οικογενειών των γονιών μου.

Ποια ήταν τα αναγνώσματα των παιδικών σου χρόνων;

* Συνήθως από τους συγγραφείς ακούμε -διαβάζουμε για βιβλιοθήκες – μαγικούς κόσμους- στους οποίους χάνονταν στα παιδικά τους χρόνια. Από μένα δεν θα ακούσετε κάτι τέτοιο. Ήρθα στον κόσμο από δυο γονείς οι οποίοι, παρά την επιθυμία και τις μαθησιακές δυνατότητές τους, φοίτησαν μόνο στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου. Μετά ρίχτηκαν στον αγώνα της επιβίωσης, έναν αγώνα πολύ σκληρό και το βιβλίο ήταν μια άπιαστη πολυτέλεια. Τα πρώτα εξωσχολικά βιβλία που ήρθαν στα χέρια μου, στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού σχολείου, ήταν τα Άπαντα του Διονυσίου Σολωμού και το «Όσοι ζωντανοί» του Ίωνος Δραγούμη και αυτό γιατί μου ανέθεσε ο δάσκαλός μου να κάνω από μία εργασία για το καθένα, στο πλαίσιο του μαθήματος των Νέων Ελληνικών. Αντί για αναγνώσματα όμως, είχα ακούσματα. Ακούσματα μαγικά. Παραμύθια σπάνια, μοναδικής ομορφιάς, φαντασίας και γλώσσας από τον παππού Θεόδωρο -πατέρα της μαμάς- και ιστορίες ζωής και καθημερινότητας των ανθρώπων, με τις λύπες, τις χαρές, τον αγώνα, τα παθήματά τους, από την άλλη πλευρά, από τους παππούδες και τα αδέλφια του μπαμπά. Δυστυχώς τα παραμύθια εκείνα δεν προνόησα να τα καταγράψω και όσο και αν προσπαθώ είναι αδύνατον να ανακαλέσω στη μνήμη μου κάτι περισσότερο από κάποιους τίτλους των παραμυθιών αυτών. Στη συνέχεια, ενήλικη πια, έπεσα με τα μούτρα στα βιβλία.

Σε ποια ηλικία άρχισες να γράφεις δικά σου κείμενα;

* Στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, σε κομματάκια χαρτί σκισμένο από τα σχολικά τετράδια και με μολύβι faber. Δεν ήταν ακριβώς κείμενα, ήταν κάποιες φράσεις -ούτε θυμάμαι πια σχετικά με τι- και τα οποία έκρυβα ανάμεσα στα κενά που είχαν οι τσιμεντόλιθοι ενός κοτετσιού που είχαμε στην άκρη ενός μικρού κηπάριου  στο σπίτι στην Κηπούπολη. Όταν γκρεμίστηκε το κοτέτσι, μαζί με τα μπάζα χάθηκαν και εκείνα τα χαρτάκια. Ενήλικη πια άρχισα να γράφω προσωπικά γεγονότα, σκέψεις, συναισθήματα, λύπες, θυμούς, φόβους, χαρές. Σελίδες και σελίδες χωμένες σε μαύρες σακούλες και οι σακούλες με τη σειρά τους στοιβαγμένες στο πατάρι. Ακόμα εκεί βρίσκονται. Προσωπικές καταγραφές χωρίς λογοτεχνικό ενδιαφέρον και αξία, αλλά και κάνα δυο απόπειρες για μυθιστόρημα, άτεχνες και αδέξιες από όσο θυμάμαι.     

Τι είναι το μυθιστόρημά σου, “Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια”; Πώς θα το περιέγραφες;

* Αυτό το βιβλίο δεν γράφτηκε συνειδητά για να γίνει βιβλίο. Δεν ξύπνησα ένα πρωί και είπα «θα γράψω αυτό το  βιβλίο». Ξεκίνησε σαν μια διέξοδος για μένα. Ήταν μια διαδικασία αυτοπαρατήρησης, παρατήρησης του κόσμου  σήμερα, αλλά και επιστροφής σε παρελθούσες καταστάσεις, μνήμες από βιώματα ή διηγήσεις, όλα όμως ιδωμένα μέσα από μια εντελώς διαφορετική ματιά. Όταν ξαφνικά σε μια νύχτα κάτω από κάποιες συγκυρίες αποφασίζεις να ανατρέψεις τη ζωή σου, όπως έκανα εγώ πριν από περίπου τριάμισι χρόνια, να φύγεις από την πόλη που γεννήθηκες και μεγάλωσες και έζησες σχεδόν μισό αιώνα και να βρεθείς στην επαρχία τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Μπορεί να αγαπούσα τον τόπο που βρίσκονται οι ρίζες μου, να είχα επαφή με αυτόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αλλά ήμουν παιδί της πόλης. Στην πόλη ήταν η ζωή μου, το σπίτι μου, οι φίλοι μου, το κοινωνικό μου περιβάλλον, τα ενδιαφέροντά μου. Η ζωή και στην επαρχία δεν είναι ιδανική, όπως νομίζουμε ή θέλουν να μας κάνουν να νομίζουμε. Υπάρχει το πλεονέκτημα της φύσης, της καθαρότητας του περιβάλλοντος, των χαλαρών ρυθμών, αλλά υπάρχουν πρακτικά προβλήματα, όπως απασχόληση, συγκοινωνίες, νερό, γιατροί. Υπάρχει και καχυποψία. Η εικόνα της χαμογελαστής αβίαστης καλημέρας και των ανοιχτών σπιτιών είναι εικόνα των βιβλίων και των ταινιών. Στην πραγματικότητα υπάρχει παρακολούθηση πίσω από κουρτίνες και γερτά παράθυρα, κουτσομπολιό, κοινωνική απομόνωση και για να γίνεις «δικός τους», έστω και αν είσαι κατά μία έννοια, θα περάσεις από σαράντα κύματα και αν γίνεις τελικά και, φυσικά, μοναξιά. Αν σε όλα αυτά προστεθούν και κάποια δικά σου προβλήματα, κυρίως πρακτικά, τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα. Ένας άνθρωπος ιδιαίτερα κοινωνικός και δραστήριος όπως εγώ τα βρίσκει μπαστούνια και ψάχνει διέξοδο.

Δεν είναι ρομαντικά να ζούμε στη φύση, όπως νομίζουμε;

* Είναι όμορφα και ρομαντικά να βρεθείς ένα Σαββατοκύριακο ή μια-δυο εβδομάδες απομονωνόμενος και αποκλεισμένος στη φύση, μα αν αυτό είναι η καθημερινότητά σου για ένα χρόνο, για δύο… δεν αντέχεται, εκτός και αν έχεις άλλα θέματα πιο περίπλοκα σαν προσωπικότητα. Πρακτικά λοιπόν θα γεμίσεις τη μέρα σου με διάφορα, όταν αρχίζει και νυχτώνει όμως; Τότε αναζητάς την επαφή με ανθρώπους, με φίλους και δεν την έχεις. Έτσι ξεκινάει αυτή η διαδικασία που είπα παραπάνω, έρχεσαι εκ των πραγμάτων περισσότερο σε επαφή με τον εαυτό σου αλλά και με στοιχεία ή πλάσματα του περιβάλλοντος που ποτέ πριν δεν θα φανταζόσουν πως θα μπορούσες, όπως η κουκουβάγια, που έρχεται να καλύψει την ανάγκη επικοινωνίας για ένα διάστημα έστω. Βρίσκεις δηλαδή εναλλακτικές που παλιότερα ή κάτω από άλλες συνθήκες θα σου φάνταζαν τουλάχιστον αστείες. Εκ των υστέρων λοιπόν και από την απόσταση που δημιουργείται όταν το γραπτό σου, το βιβλίο, φεύγει από σένα, μπορώ να πω πως μέσα από τις σελίδες του βλέπει κανείς πως ο άνθρωπος, αν θέλει, μπορεί σε δύσκολες στιγμές να βρει τρόπους να ξορκίσει τη μοναξιά του.

Από πού, κατά τη γνώμη σου, προέρχεται αυτή η προδιάθεσή σου να επινοείς πλάσματα και ιστορίες;

* Ίσως έχει να κάνει με το DNA. Ο παππούς Θεόδωρος, κάθε που διηγιόταν τα παραμύθια του, που δεν ξέρω αν κάπου τα είχε ακούσει ή τα είχε ο ίδιος επινοήσει, τα μετέτρεπε. Πρόσθετε πρόσωπα, γεγονότα, εικόνες. Από την άλλη και ο παππούς Σταμάτης, ο πατέρας του μπαμπά, λογοτέχνιζε και αυτός. Τον παππού Σταμάτη τον θυμάμαι σαν όνειρο μόνο, μα χρόνια μετά τον θάνατό του, μεγάλη πια, σε ένα ψαχούλεμα που έκανα σε ένα παλιό κομό στο σπίτι στη Ζάκυνθο, βρήκα χειρόγραφα ποιήματα με την υπογραφή του παππού Σταμάτη.

Από το βιβλίο σου φαίνεται πως σε παθιάζει η αφήγηση. Πιστεύεις πως η αφήγηση πρέπει να είναι καθαρή, χωρίς σχήματα και λογοτεχνικά στολίδια;

* Ναι, με παθιάζει η αφήγηση, είτε γίνεται προφορικά, είτε γραπτά. Όπως είπα, μεγάλωσα με την αφήγηση των παραμυθιών και των ιστοριών της καθημερινότητας των ανθρώπων. Η γλώσσα μας είναι πολύ πλούσια και πιστεύω πως δίνει τη δυνατότητα στον αφηγητή, ανάλογα με το τι επιδιώκει να προκαλέσει και να «αφήσει» η αφήγησή του στους αποδέκτες της, να την εμπλουτίσει με σχήματα και λογοτεχνικά στολίδια ή να τη δώσει λιτή και καθαρή.

Ποιες λεπτομέρειες της καθημερινότητας σε κεντρίζουν;

* Οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει πρόκληση για μένα και να κεντρίσει το ενδιαφέρον και τη φαντασία μου. Ένα πρόσωπο στο δρόμο, μια συζήτηση που θα «κρυφακούσω» στο καφέ, ή μια λέξη ή φράση που θα μου πει κάποιος, μια εικόνα καδραρισμένη σε ένα παράθυρο, τα αραδιασμένα υλικά για το μαγείρεμα στον πάγκο της κουζίνας μου, η φύση, ένα σπίτι, ένας ήχος.

Η λογοτεχνία μπορεί να θεωρηθεί επαναστατική πράξη;

* Αν η ερώτηση είναι για το αν η συγγραφή είναι επαναστατική πράξη, ναι είναι! Με τη συγγραφή εκθέτεις πολλές και άγνωστες πτυχές σου, ξεγυμνώνεσαι εντελώς, ακόμα και σε ανθρώπους πολύ κοντινούς σου. Από τα  σχόλια αναγνωστών του βιβλίου μου που «έγραψαν» πραγματικά μέσα μου, ήταν τα σχόλια ανθρώπων που με γνώριζαν ήδη. Φίλοι, παλιοί συνάδελφοι, συγγενείς που μου είπαν «τώρα σε γνωρίζουμε πραγματικά». Το να εκτεθείς λοιπόν, να θρυμματίσεις, την όποια εικόνα σου και να ξεγυμνωθείς είναι ένα είδος επανάστασης. Αν η ερώτηση έχει να κάνει με τη λογοτεχνία ως είδος καλλιτεχνικής έκφρασης πάλι η απάντηση είναι πως ναι είναι μια επαναστατική πράξη γιατί μέσα από τα λογοτεχνικά έργα μπορεί να σκεφτεί, να ξεβολευτεί και να αφυπνιστεί ο αναγνώστης.

Τι μπορεί να κάνει τους ανθρώπους τέρατα;

* Η έλλειψη συνείδησης, ο εγωκεντρισμός, η μιζέρια σε συνδυασμό με την απληστία και την τσιγκουνιά της ψυχής.

Κάποιες μνήμες επώδυνες είναι προτιμότερο να μετατρέπονται σε υλικό για δημιουργία, παρά να μένουν θαμμένες;

* Αναμφισβήτητα. Είναι ένας τρόπος για να αντιμετωπίσει κανείς όλα αυτά που από άμυνα, φόβο και αδυναμία, συνηθίζουμε να παραχώνουμε σε συρτάρια του μυαλού και της ψυχής μας. Όπως με τα συρτάρια στο σπίτι και όσα περιέχουν, αν μένουν κλειστά πιάνουν μούχλα, αν τα ανοίξουμε όμως στο φως και τον αέρα και αξιολογηθεί το περιεχόμενό τους και ανακυκλωθεί πιθανόν να προκύψουν νέα όμορφα και χρηστικά αντικείμενα. Έτσι και με τα συρτάρια της ψυχής, όσα μένουν εκεί θαμμένα γίνονται τοξικά, αν βγουν όμως στο φώς και τον αέρα μπορεί και να μετατραπούν σε μικρά θαυματάκια.

Αξίζει να εξιδανικεύουμε το παρελθόν;

* Ποτέ, σε καμία εποχή, ο κόσμος και η καθημερινότητα δεν ακούμπησαν το ιδανικό. Αξίζει όμως και είναι αναγκαίο, με αρωγό την αποστασιοποίηση που φέρνει ο χρόνος, να επεξεργαζόμαστε και να μαθαίνουμε από τα δύσκολα, τα λάθη και τα άσχημα του παρελθόντος και να κρατάμε τα όμορφα.

Το γράψιμο είναι αγάπη; Και η αγάπη είναι γράψιμο;

* Ναι, αυτά τα δύο είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αν δεν υπάρχει το ένα δεν μπορεί να υπάρξει το άλλο. Γράφεις για όσα  αγαπάς ή για να καταλήξεις σε όσα αγαπάς και αγαπάς φυσικά αυτή τη διαδικασία, της γραφής. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν πλέον η ζωή μου χωρίς τη γραφή.

Ποιο θεωρείς το κύριο χαρακτηριστικό της δύναμης του ανθρώπου;

* Τη συνείδηση και το ήθος.

Της αδυναμίας του;

* Την έλλειψη συνείδησης και ήθους και το ναρκισσισμό.

Πότε θαυμάζεις και τι θαυμάζεις;

* Θαυμάζω την ομορφιά και το μεγαλείο της φύσης. Θαυμάζω δημιουργίες των ανθρώπων. Δύσκολα, σχεδόν σπάνια, θαυμάζω πρόσωπα. Δεν έχω πρότυπα δηλαδή. Ψάχνω όμως, αναγνωρίζω, εκτιμώ και επιβραβεύω πτυχές της προσωπικότητας ανθρώπων και κυρίως την πρόθεση και την προσπάθειά τους να ανακαλύψουν, να ανασύρουν και να προβάλουν το «καλό» κομμάτι του εαυτού τους.

Υπάρχει κάτι σήμερα που να σε κάνει να ελπίζεις;

* Τα παιδιά!

Τι κάνει κάποιον συγγραφέα;

* Το δικό μου χέρι έπιασε το μολύβι όταν ήθελα, χρησιμοποιώντας τις λέξεις, να αποφορτιστώ από κάποια έντονη συναισθηματική κατάσταση, να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου, να πω σε κάποιον ό, τι ήθελα αλλά για κάποιους λόγους δεν μπορούσα ή δεν είχα το θάρρος. Να προστατεύσω γεγονότα και στιγμές από τη σκόνη της λήθης. Με το πέρασμα του χρόνου όμως βρήκα άλλους τρόπους να διαχειρίζομαι τις σκέψεις μου, τις έντονες συναισθηματικές καταστάσεις και  το θάρρος να λέω αυτό που θέλω όπου έπρεπε. Τότε ανακάλυψα πως η ανάγκη να σκαλίζω με το μολύβι, πάνω στο χαρτί, μικρά σκούρα σημαδάκια, που μεταμορφώνονταν σε λέξεις, παρέμενε. Ήταν οι ίδιες οι λέξεις πια που με χρησιμοποιούσαν και όχι εγώ αυτές. Τόσο που καμιά φορά σκέφτομαι πως οι πόνοι στα χέρια και τα δάχτυλά μου, δεν είναι από την αρθρίτιδά μου, αλλά είναι οι λέξεις που συσσωρεύονται εκεί στα δάχτυλα, ασφυκτιούν και ζητούν διέξοδο.

Τι αποτελεί πρόκληση για σένα και τι σε φοβίζει;

* Πρόκληση είναι η ίδια η ζωή και όσα περικλείει. Με φοβίζει ο πόνος και η ανημποριά που προκύπτει από την αρρώστια, ότι μπορεί να κάνει κακό στους ανθρώπους που αγαπώ, με φοβίζουν όλοι όσοι ερήμην μας τεμαχίζουν τη ζωή μας, τη συνθέτουν και την ξεπουλάνε στα μέτρα των συμφερόντων τους.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς;

* Είναι αρκετοί εκείνοι οι συγγραφείς των οποίων βιβλία έχουν ξεχωριστή θέση μέσα μου. Ενδεικτικά θα αναφέρω τους J.D. Salinger, Βίλχεμ Ράιχ, Φραντς Κάφκα, Πολ Σαρτρ, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Β. Γουλφ, Παπαδιαμάντη, Ξενόπουλο, Δ. Ρώμα, Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Καζαντζάκη, Σαμαράκη, Ιορδανίδου, Έλλη Αλεξίου, Καραγάτση, Μίσσιο, Ταχτσή, Δούκα, Άλκη Ζέη, Μάρω Τριανταφύλλου, Ελένη Πριοβόλου, Γιάννη Φιλιππίδη, Διονυσία Μούσουρα – Τσουκαλά και ένα πλήθος άλλους της ελληνικής αλλά και παγκόσμιας πεζογραφίας, για να μη μιλήσουμε και για την ποίηση βέβαια.

Πώς ονειρεύεσαι το μέλλον σου;

* Με ονειρεύομαι να ξαναγίνομαι παιδί μέσα από το ρόλο της γιαγιάς. Να κρατώ στη χούφτα μου ένα παιδικό χεράκι ή και δύο και να τους μαθαίνω τον κόσμο, να τους λέω και να τους γράφω παραμύθια, να κυλιέμαι μαζί τους στο χώμα, να σκαρφαλώνω σε δέντρα και κούνιες, να παίζω μαζί τους κρυφτό, κυνηγητό και κουτσό, να τρώμε ζυμωτό ψωμί με ζάχαρη και λάδι, να ζωγραφίζουμε με κραγιόνια τους τοίχους, να τραγουδάμε.

Υπάρχουν στιγμές που μπορεί να χάσεις το κουράγιο σου;

* Πολλές. Νομίζω πως είναι κάτι που συμβαίνει σε όλους και δεν θα μπορούσα να αποτελώ εξαίρεση. Αν συνυπολογίσει κανείς πως είμαι και παραπονιάρα και κυκλοθυμική και παρορμητική, μου συμβαίνει συχνά. Αλλά αφού αφεθώ να με διαλύσει η έλλειψή του, με ξαναμαζεύω κομματάκι κομματάκι και συνεχίζω από κει που με γονάτισε η έλλειψή του.

Ετοιμάζεις το επόμενο βιβλίο σου; Αν ναι, τι θέμα θα έχει;

* Ναι, ετοιμάζω το νέο βιβλίο. Αυτή τη φορά συνειδητά. Θα πω μόνο πως πρόκειται για μια μυθιστορία της οποίας τα κεντρικά πρόσωπα άντρες και γυναίκες είναι σύγχρονοι άνθρωποι, στο σύγχρονο κόσμο μας, που βιώνουν όλες τις ανατροπές προσωπικές και κοινωνικές, όσων μέχρι σήμερα θεωρούσαν – θεωρούσαμε αυτονόητα και που καλούνται να επαναπροσδιορίσουν και τη ζωή τους και τις αξίες τους, επιλέγοντας ο καθένας τα δικά του «όπλα» αλλά και την «πλευρά» του κόσμου που θα σταθούν.

Κατοικείς μόνιμα πια στη Ζάκυνθο, έχοντας εγκαταλείψει την Αθήνα. Ποια είναι η αγαπημένη ασχολία του ελεύθερου χρόνου σου στο νησί;

* Τόσες που ούτε ο χρόνος, ούτε οι σωματικές μου αντοχές είναι ποτέ αρκετά για αυτές. Η γραφή φυσικά, το διάβασμα, να φτιάχνω λιχουδιές στην κουζίνα, γλυκά κουταλιού, μαρμελάδες, σάλτσες, τουρσιά, λικέρ, ζύμες, να ανακαλύπτω παλιατζούρες, να τις επιδιορθώνω και να τις βάζω στο σπίτι, να πλέκω, να χαζεύω την ανατολή, τη δύση και τη θάλασσα. Να βολτάρω στη φύση και να γνωρίζω το νησί, να βγάζω φωτογραφίες. Θα ήθελα να ασχοληθώ με τα λαογραφικά – πολιτιστικά του νησιού μου, μια σειρά όμως προβλημάτων δεν μου το έχει επιτρέψει. Τελευταία προστέθηκε μια καινούργια ασχολία με την οποία είμαι τρελά ερωτευμένη. Το ραδιόφωνο. Το ραδιόφωνο που έτσι αλλιώς ήταν έρωτας, αλλά τώρα ασχολούμαι όχι σαν ακροάτρια μόνο αλλά και ως παραγωγός. Επιμελούμαι και παρουσιάζω στο radioourboys, ένα διαδικτυακό ραδιόφωνο (http://www.radio.ourboys.gr), μια εβδομαδιαία εκπομπή -κάθε Κυριακή βράδυ- που την ονόμασα «Παραμύθια για μεγάλα παιδιά». Μια εκπομπή ήχου και λόγου. Γράφω κάθε φορά ένα μικρό διήγημα που αφηγούμαι στους ακροατές συνοδευμένο με μουσικές που επιλέγω.

Είναι μεγαλύτερη η ευθύνη ενός ανθρώπου που γράφει, σε περιόδους κρίσης;

* Η λογοτεχνία είναι μια τέχνη που από τη φύση της είναι στρατευμένη, με τη διευρυμένη έννοια της στράτευσης και αυτό γιατί ο κάθε δημιουργός μέσα από το έργο του προβάλλει συνειδητά ή ασυνείδητα τις ιδέες του για τον κόσμο. Κάθε περίοδο ο συγγραφέας έχει ευθύνη για όσα θα κοινωνήσει στους αναγνώστες του. Ας σημειωθεί πως οι συγγραφείς και γενικά οι δημιουργοί γίνονται πρότυπα για μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων και ειδικά των νέων. Αυτό που ονομάζουμε κρίση δεν έχει να κάνει με την έκπτωση των οικονομικών αξιών μόνο, αλλά με την έκπτωση αξιών της ζωής και βέβαια η ευθύνη του συγγραφέα είναι ευθέως ανάλογη με το μέγεθος της έκπτωσης των αξιών. Μην ξεχνάμε πως στις εποχές της επίπλαστης ευμάρειάς μας, κυκλοφόρησαν αναγνώσματα, μυθιστορίες, που εμμέσως πλην σαφώς έδιναν οδηγίες πώς να «τυλίξεις» ένα σύντροφο – χορηγό, αν αυτά τα δύο μπορούν να συμβαδίσουν, ή το πώς να γίνεις ένας σύντροφος – χορηγός μιας «πλαστικής κούκλας – γυναίκας».    

Σαν αναγνώστρια, πώς ορίζεις ένα καλό βιβλίο;

* Το βιβλίο που θα μιλήσει στην ψυχή και τη συνείδησή μου, που θα με κάνει να σκεφτώ, να επαναπροσδιοριστώ και ενδεχομένως να ξεβολευτώ.

Ποια είναι η σχέση σου με τα ζώα; Έχεις κατοικίδιο;

* Ιδιαίτερη και αγαπησιάρικη. Δεν έχω κατοικίδιο. Έχω κατοικίδια. Γάτο και σκύλα που τα έφερα μαζί μου από την Αθήνα στη Ζάκυνθο. Καμιά δεκαριά αδέσποτα αλητάκια γατιά -που μου κάνουν λίγο δύσκολη τη ζωή με τις πονηριές τους -κοτόπουλα, κουνέλια, κατσικάκια, ένα παγόνι, που μας διάλεξε μόνο του ως οικογένεια αφού βρέθηκε ένα πρωί στην αυλή από το πουθενά και δεν ξανάφυγε από τότε, μια νεροχελώνα, σκαντζοχοιράκια, βατράχια, σαμιαμίδια, την κυρα-κουκουβάγια φυσικά που, όπως έχω πει, δεν είναι φανταστικό αλλά υπαρκτό πλάσμα, μια οικογένεια χελιδονιών που κάθε Άνοιξη έρχεται και φτιάχνει τη φωλιά της πάντα στο ίδιο σημείο, ένα ζευγάρι αηδόνια που όταν είναι η εποχή τους μου χαρίζουν απίστευτες μελωδίες από τον κυπαρισσώνα, ένα σμάρι πουλιά που έχουν στήσει τα σπιτικά τους  πάνω από το κεφάλι μου, μεταξύ κεραμιδιών και ταβανιού και όσα περιλαμβάνει το φυσικό περιβάλλον γύρω από ένα σπίτι στο βουνό. Το καθένα έχει το όνομά του και αν ήταν δυνατόν να με παρακολουθήσει κανείς μυστικά ή και φανερά στην καθημερινότητά μου θα κατέγραφε απίστευτους «διαλόγους» μαζί τους.

Ευχαριστώ πολύ.

* Και εγώ σας ευχαριστώ.

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -