Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
«Είδα στο θέατρο «104» την Ομάδα Contratiempo που παρουσιάζει το αριστούργημα του Σάμουελ Μπέκετ, «Το τέλος του παιχνιδιού».
Οι κεντρικοί ήρωες βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα κλειστοφοβικό δωμάτιο, μια αποθήκη με σκουπίδια, ενώ έξω πρέπει να έχει γίνει μια πυρηνική καταστροφή. Δύο σκουπιδοτενεκέδες- βαρέλια, μια αναπηρική πολυθρόνα τα μοναδικά αντικείμενα του «ψυχρού» αυτού χώρου. Ψηλά, δύο παράθυρα το ένα δίπλα στο άλλο, το δεξί βλέπει τη στεριά και το αριστερό τη θάλασσα και αποτελούν τη μόνη επαφή με τον έξω κόσμο.
Έναν κόσμο, που όπως πιστεύουν οι ήρωες, φαίνεται να έχει καταστραφεί από μια καθολική καταστροφή. Ο Χαμ και ο υπηρέτης του Κλοβ νομίζουν ότι είναι οι τελευταίοι επιζώντες και ζουν σε αυτό το καταφύγιο, ενώ περιμένουν τον λυτρωτικό θάνατο.
Ο Χαμ είναι αυταρχικός και εγωιστής. Θεωρεί ότι δεν μπορεί να υπάρχει κάποιος με μεγαλύτερη δυστυχία από τη δική του. Κάποτε είχε δύναμη, πλούτο και εξουσία αλλά αρνήθηκε να βοηθήσει όσους τον είχαν ανάγκη.
Ακόμη και τώρα, τυφλός και καθηλωμένος στην αναπηρική πολυθρόνα ασκεί την τυραννία του στον Κλοβ – ο μόνος που μπορεί να περπατήσει, αλλά δεν μπορεί να καθίσει – και στους γερασμένους γονείς του, που τους έχει κυριολεκτικά πεταμένους στους σκουπιδοτενεκέδες, αφότου χάσανε τα πόδια τους σ’ ένα ατύχημα.
Ο Χαμ θεωρεί τον εαυτό του βασιλιά. Ρωτά τον Κλοβ αν σκέφτηκε ποτέ εκεί που κοιμόταν να του αφαιρούσε τα γυαλιά για να δει τα μάτια του και του υπόσχεται κάποτε να του τα δείξει.
Τον φωνάζει, του σφυρίζει, τον καλεί με κελεύσματα να έρθει κοντά του, κάθε που νιώθει μόνος και όλο τονίζει ότι πρέπει να τελειώσει πια αυτό το βασανιστήριο.
Ο Χαμ βασανίζει τον Κλοβ, λέγοντάς του ότι θα του δίνει λίγο παξιμάδι ίσα ίσα να μην πεθάνει. Θα τον κρατά οριακά στη ζωή. Ο Χαμ βρίσκεται στην καρέκλα (κυρίαρχος, άρχουσα τάξη), ενώ ο Κλοβ (που δεν μπορεί να καθίσει) είναι ο υπηρέτης του (εργατική τάξη). Η σχέση τους δεν είναι ισότιμη· ο Χαμ διατάζει, ο Κλοβ υπακούει, ακόμη και αν φαίνεται να θέλει να φύγει.
Η αδυναμία τους να «τελειώσουν» το παιχνίδι μπορεί να ερμηνευτεί ως ανικανότητα του καπιταλιστικού συστήματος να καταρρεύσει από μόνο του. Οι δυο τους δεν συνεργάζονται, ζουν σε ένα περιβάλλον μαρασμού και δεν ξέρουν πώς να βάλουν τέλος, γεγονός ότι δεν υπάρχει ούτε μια ικμάδα ελπίδας μπροστά.
Ο Χαμ όλο λέει «Το σπίτι μου», «ο σκύλος μου», «το βασίλειό μου» εκφράσεις, που χρησιμοποιεί για να υπενθυμίσει στον εαυτό του και στους άλλους ότι αυτός εξουσιάζει. Αν και είναι παράλυτος, ο νους του λειτουργεί πλήρως, ενώ ο Κλοβ έχει σπαστικές αντιδράσεις και αδυναμία σκέψης και κρίσης. Αυτή η δυαδικότητα δημιουργεί έντονη ένταση.
Ο Κλοβ, που μπορεί να είναι και γιος του Χαμ, κάποτε τον αγαπούσε, τώρα όμως τον μισεί. Έχει κουραστεί να τον υπηρετεί, αλλά εξακολουθεί να το κάνει, από ανασφάλεια και φόβο.
Του πηγαίνει τα αντικείμενα, που του ζητά, κουβαλάει τη σκάλα για να δει έξω από τα παράθυρα, μετακινεί την πολυθρόνα του Χαμ, ανοίγει τους σκουπιδοτενεκέδες να δει τι κάνουν ο Ναγκ και η Νελ κι όταν εκτελέσει όλες τις εντολές, αποσύρεται στην 3×3 κουζίνα του, άλλη μια κλειστοφοβική φυλακή, όπου διασώζεται από τη φλυαρία του Χαμ και περιμένει και αυτός το τέλος, τον θάνατο ή τη δύναμη να εγκαταλείψει τον Χαμ. Λέει ότι έχει δουλειά και κυνηγά ζωύφια.
Ο Κλοβ θέλει να αφήσει τον Χαμ από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Η μοναξιά όμως τους ενώνει μοιραία. Ο Κλοβ κινείται και βλέπει, σε αντίθεση με τον Χαμ, που ούτε βλέπει, ούτε κινείται. Από την άλλη το σπίτι του Χαμ είναι ένα καταφύγιο, όπου ο Κλοβ βρίσκει ακόμη στέγη και λίγο φαΐ.
Είναι όμως και ο ένας η προέκταση του άλλου, ο Κλοβ μπορεί να είναι ο απόγονος του Χαμ και για τον Κλοβ ο Χαμ αποτελεί τη ρίζα του, την προέλευσή του. Ενσαρκώνουν διαφορετικές όψεις του ίδιου ανθρώπινου προβλήματος. Επίσης δεν έχουν βεβαιότητα για την ύπαρξή τους, για την πραγματικότητα, ή για τον χρόνο. Όλα τα δίπολα (κίνηση / στάση, λόγος / σιωπή, εξουσία/εξάρτηση, πνεύμα / σώμα) παρουσιάζονται ως αδιέξοδα, σα να δείχνει ο Μπέκετ ότι τίποτα δεν είναι απόλυτο και όλα συνυπάρχουν χωρίς λύση.
Οι ήρωες στο «Τέλος του Παιχνιδιού», έχουν την ανάγκη του Άλλου αλλά και ταυτόχρονα μισούν την παρουσία του. Χρειάζονται έναν μάρτυρα για το δράμα που ζουν αλλά και κάποιον για να τους ακούει και, στην καλύτερη περίπτωση, να τους αποκρίνεται. Ο Χαμ «ξυπνά» τον πατέρα του, του τάζει λουκούμι, για να βγει από τον κάδο του και να του διηγηθεί για χιλιοστή φορά την ίδια ιστορία, που δεν μπορεί να τελειώσει και επαναλαμβάνει εσαεί.
Η παράσταση
Ο σκηνοθέτης Θωμάς Θάνος επιχείρησε μια δυναμική ανάγνωση του έργου πάνω στη μετάφραση του Κώστα Σκαλιόρα. Ο λόγος με ροή, το ίδιο και η παράνοια της σύγχρονης παράνοιας και αποξένωσης του ανθρώπου.
Το έργο έχει επίσης θεωρηθεί ως η απεικόνιση του χάσματος των γενεών. Ο Ναγκ (Νικόλας Αλεξίου) και η Νελ (Ανδρομάχη Μακρίδου) χαρακτήρες πεταμένοι στον κάλαθο των αχρήστων συμβολίζουν την παλιά, παρακμάζουσα αστική τάξη ή το απομεινάρι μιας προηγούμενης κοινωνικής δομής που απορρίπτεται.
Ο Χαμ (Σωτήρης Τσακομίδης) εξάλλου αποδίδει στον Ναγκ πολλές ευθύνες για την κατάστασή του. Όλο λέει στον Κλοβ ότι πρέπει να τελειώνουνε με αυτό το «σχήμα» και εννοεί τη ζωή και το ίδιο το καταφύγιο. Θα τον κρατά ίσα ίσα στη ζωή με λίγο παξιμάδι, μόνο για να τον έχει για παρέα.
Ο Κλοβ (Γιώργος Αντωνόπουλος) είναι αγαθός. Ο Ναγκ που ο Χαμ χαρακτηρίζει καταραμένο γεννήτορα, ζητά επίμονα τον χυλό του και εκείνος τον χώνει στον τενεκέ. Δεν υπάρχει πια η φύση, ζητά κάθε τόσο το παυσίπονό του, το παραισθησιογόνο φάρμακό του και όλο αναρωτιέται τι κακό έχει κάνει αυτός, για να περνά τόση δυστυχία και όπως κάθε εγωπαθής θεωρεί ότι αυτός έχει τη χειρότερη μοίρα.
Όλο συμπεριφέρεται άσχημα στον Κλοβ και κάθε τόσο του ζητά συγγνώμη. Όμως όταν δεν υπάρχει θεός δεν υπάρχει και συγχώρεση.
Η Νελ ζει τον δικό της ευνουχισμό, δεν μπορεί καν να φτάσει το Ναγκ, δεν μπορεί να τον φιλήσει καν. Ζουν όλοι σε έναν τάφο. Όλοι παίζουν το ίδιο θέατρο κάθε μέρα. Η ρουτίνα αυτή οδηγεί στον θάνατο. Η απόλυτη μοναξιά, η κατάρρευση του λόγου, η αίσθηση του καθενός ότι είναι ένας κόκκος άμμου.
Ζουν την απόλυτη κατάθλιψη και ο Χαμ με ύφος βρικόλακα αναζητά ένα αυτί για να ακούσει την ιστορία του. Ασκεί μια μεγαλοπρεπή δυναστεία. Απέλπιδα προσπάθεια να βρει κάποιον να τον ακούσει. Ανάβει την πίπα του και καίγεται από την ανάγκη του να μιλήσει σε κάποιον, ενώ υποχρεώνει τους γύρω του να παίξουν τον ρόλο τους.
Εξαιρετικός ο Σωτήρης Τσακομίδης, σαν τον βασιλιά Ληρ με το «σκήπτρο» στο χέρι και το μεταλλαγμένο σκυλί του αγκαλιά εκλιπαρεί δυο τρυφερές κουβέντες για να έχει στην καρδιά του τώρα που αποχωρεί από τη ζωή. Η γη έσβησε παρόλο που ουδέποτε ήταν φωτισμένη.
Μαζί του ο εξαιρετικός, ο τραγικός αυτός ήρωας, ο Κλοβ (Γιώργος Αντωνόπουλος) άλλοτε κωμικός, άλλοτε αξιοθρήνητος και απόλυτα ελεγμένος.
Τέσσερις χαρακτήρες, ο Χαμ, ο Κλοβ, ο Ναγκ και η Νελ, παγιδευμένοι σε μια αέναη πραγματικότητα μέσα σε ένα περιβάλλον απομόνωσης αναζητούν «Το τέλος του Παιχνιδιού», δηλαδή το θάνατο, ενώ ταυτόχρονα διστάζουν να δώσουν αυτό το τέλος.
Ο θεατής, ερχόμενος σε επαφή με «Το τέλος του παιχνιδιού», θα αναζητήσει τα προσωπικά του υπαρξιακά όρια καθώς το έργο τον αγγίζει σε πυρηνικό επίπεδο.
Το έργο τελειώνει με τον Κλοβ ακίνητο στην άκρη της σκηνής, ντυμένος για να φύγει, κρατώντας μια βαλίτσα, με παλτό και γυαλιά ηλίου, σε στάση αναμονής. Ο Χαμ μένει μόνος του στο κέντρο της σκηνής. Καμία δράση δεν ολοκληρώνεται.
Ούτε ο Χαμ πεθαίνει ούτε ο Κλοβ φεύγει. Το έργο σταματά, δεν τελειώνει. Προφανής η αδυναμία εξόδου από τον κύκλο εξουσίας και υποταγής (Χαμ – Κλοβ), δεν υπάρχει κάθαρση, λύση, αλλαγή ή ανατροπή.
Φαίνεται ότι οι ανθρώπινες δομές (εξουσίας, σχέσεων, ταυτότητας) είναι τόσο βαθιά ριζωμένες, που ούτε ο πόνος ούτε η βούληση αρκούν για να τις σπάσουν. Και οι τέσσερις ηθοποιοί το υπηρετούν αυτό, αλλά είναι ξεχωριστή η ερμηνεία του Σωτήρη Τσακομίδη και του Γιώργου Αντωνόπουλου, που έκανε κιόλας και τη μελέτη των καίριων φωτισμών.
Με το τέλος το αδιέξοδο παγιώνεται. Το προλεταριάτο δεν τολμά να εξεγερθεί και μένει στάσιμο, προβληματισμένο και αδύναμο. Το τέλος επήλθε, η επανάσταση ωστόσο δεν ήρθε ποτέ. Κενό αδυσώπητο, άηχο, άπραγο, αόρατο. Το χειρότερο, όλα δείχνουν μηχανιστικά να εξυπηρετούν έναν φαύλο κύκλο.
Μια παράσταση ενός μεγάλου κειμένου με τη σκηνοθετική άποψη του Θωμά Θάνου, με εξαιρετικές ερμηνείες και βαθύ προβληματισμό».
***
«Το Τέλος του Παιχνιδιού» του Μπέκετ από τον Θωμά Θάνο και τον Σωτήρη Τσακομίδη στο «104»