Επιμέλεια κειμένου: Ειρήνη Αϊβαλιώτου
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά, δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Ο οικουμενικός μας ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933) στο συμβολικό του ποίημα «Τα τείχη» περιγράφει πώς ο άνθρωπος, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, χάνει την ελευθερία του, τις επιλογές του και τίθεται υπό περιορισμό. Ο άνθρωπος πολλές φορές αισθάνεται ότι έχει απεριόριστη ελευθερία. Ζει, κινείται και πορεύεται έχοντας τη συναίσθηση ότι αυτός, ελεύθερα και ανεξέλεγκτα, αποφασίζει και οργανώνει τα πάντα. Αυτό μπορεί να είναι ψευδαίσθηση. Την ελευθερία μας την προασπίζουμε. Η κοινωνία υψώνει φραγμούς, θέτει περιορισμούς και ελέγχους κρατικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, κομματικούς, θρησκευτικούς. Αυτά είναι τα τείχη που τον φυλακίζουν και τον εγκλωβίζουν.
Το πιο γνωστό τείχος της πρόσφατης Ιστορίας και το πιο γνωστό σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου, το Τείχος του Βερολίνου, κατεδαφίστηκε στις 9 Νοεμβρίου του 1989, σφραγίζοντας με τρόπο εμβληματικό μία από τις πιο σημαντικές στιγμές στη σύγχρονη ευρωπαϊκή Ιστορία.
Κτίστηκε από την κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας για να αποτρέψει τους πολίτες της να αυτομολούν από την Ανατολή στη Δύση.
Μέχρι το 1961 οι Ανατολικογερμανοί μπορούσαν να κινηθούν ελεύθερα μεταξύ των δύο τμημάτων, ανατολικού – δυτικού. Αλλά η ελκυστική ζωή του δυτικού Βερολίνου έκανε τους Ανατολικούς να μετακομίζουν εκεί κατά περίπου 20.000 το μήνα.
Στις 12 Αυγούστου 1961 οι αρχές της Ανατολικής Γερμανίας αποφάσισαν να κλείσουν τα σύνορα γύρω από τους δυτικούς τομείς του Βερολίνου με σκοπό να σταματήσουν τη φυγή των κατοίκων.
Επισήμως ισχυρίστηκαν ότι το τείχος αποτελούσε μία αντικαπιταλιστική προστασία ως άμυνα της ανατολικής κατά της δυτικής επιθετικότητας.
Το πρωί της 13ης Αυγούστου τα συρματοπλέγματα ήταν εγκατεστημένα. Οι συγκοινωνίες είχαν κοπεί και όλα τα σπίτια στην ανατολική πλευρά των συνόρων εκκενώθηκαν και τα παράθυρά τους κτίστηκαν. Με το χρόνο τα συρματοπλέγματα αντικαταστάθηκαν από έναν τοίχο 3,6 μ.
Κατά μήκος του τείχους από την ανατολική πλευρά υπήρχε μία ζώνη ελεγχόμενη από τους φρουρούς, γνωστή και ως ζώνη θανάτου, με 302 παρατηρητήρια και 20 φυλάκια σε ένα συνολικό μήκος 115 μ.
Τους τελευταίους μήνες του 1989 η Σοβιετική Ένωση και όλα τα κομμουνιστικά καθεστώτα παρέπαιαν, με τις ηγεσίες τους να δείχνουν ανήμπορες να αντιστρέψουν την κατάσταση.
Στη Γερμανία ήδη από τις 4 Νοεμβρίου πλήθος κόσμου συγκεντρωνόταν κάθε βράδυ στο Τείχος απαιτώντας την κατεδάφισή του.
Στις 9 του μήνα ξεκινά η κατεδάφισή του με χιλιάδες πολιτών να βρίσκονται και στις δύο πλευρές, να πανηγυρίζουν, να κλαίνε και να αγκαλιάζονται.
Σήμερα, λίγα κομμάτια του Τείχους έχουν απομείνει αφού το μεγαλύτερο μέρος του έχει κατεδαφιστεί. Όλα τα κομμάτια έχουν υποστεί αλλοιώσεις, κυρίως από τουρίστες οι οποίοι αφαιρούσαν υλικό από το τείχος για να το κρατήσουν ως σουβενίρ ή να το πουλήσουν.
Μέχρι και σήμερα υπάρχουν καταστήματα σουβενίρ στο Βερολίνο τα οποία πουλάνε μικρά κομμάτια από το τείχος με ή χωρίς πιστοποιητικό αυθεντικότητας.
Το ανατολικό μέρος του τείχους είναι σήμερα καλυμμένο από γκράφιτι.
Το 1990, 118 καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο κλήθηκαν να διακοσμήσουν τα τμήματα του Τείχους που δεν είχαν καταστραφεί.
Το 2008, και ενόψει της επετείου των 20 ετών από την πτώση του Τείχους ένα χρόνο αργότερα, ξεκίνησε ένα πολυδάπανο σχέδιο για την αποκατάσταση των τοιχογραφιών αυτών, με τη συμμετοχή μάλιστα και πολλών από τους 118 καλλιτέχνες που δημιούργησαν τα έργα.
Μπορεί το Τείχος του Βερολίνου να έπεσε στις 9 Νοεμβρίου του 1989, όμως ήταν πολλοί οι κάτοικοί του που βρήκαν τον τρόπο να αποδράσουν από την Ανατολική Γερμανία με τρόπους που θα έκαναν και τον πιο ευφάνταστο σεναριογράφο να ζηλέψει την επινοητικότητά τους.
Ο πόθος για την ελευθερία λειτούργησε ως κίνητρο για την κατάστρωση σχεδίων διαφυγής τόσο ευρηματικών που ξεπερνούν κάθε φαντασία. Δέκα εκπληκτικές ιστορίες απόδρασης είναι οι παρακάτω:
1. Μέσω τρένου
Τέσσερις μήνες μετά την ανέγερση του Τείχους, ο νεαρός μηχανικός τρένων Χάρι Ντέτερλιγκ ανακάλυψε μια εγκαταλελειμμένη σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε τα προάστια του Ανατολικού Βερολίνου με το Δυτικό. Στις 5 Δεκεμβρίου του 1961 επιβιβάστηκε μαζί με την οικογένειά του και τους φίλους του σε μια αμαξοστοιχία, πήρε το τιμόνι και ανέπτυξε ιλιγγιώδη ταχύτητα, αφήνοντας εμβρόντητους τους φρουρούς των συνόρων. Την επόμενη μέρα οι Αρχές του ανατολικού Βερολίνου μπάζωσαν τη γραμμή.
2. Κλοπή τεθωρακισμένου
Ο στρατιώτης Βόλφγκανγκ Ένγκελς ήταν από τους στρατιώτες που βοήθησαν στην ανέγερση του Τείχους το 1961. Δύο χρόνια αργότερα σχεδίασε την απόδρασή του. Το σχέδιο δεν ήταν από τα πιο λαμπρά, αλλά όμως τα κατάφερε. Έκλεψε ένα τεθωρακισμένο και έπεσε με δύναμη πάνω στο Τείχος, χωρίς να καταφέρει να δημιουργήσει ρήγμα. Σκαρφάλωσε στην οροφή του τανκς και προσπάθησε να περάσει τα συρματοπλέγματα, αλλά μπερδεύτηκε ανάμεσά τους. Ευτυχώς γι’ αυτόν, οι θαμώνες ενός μπαρ της δυτικής πλευράς άκουσαν τη φασαρία και τον βοήθησαν να απελευθερωθεί και να περάσει στον δυτικό τομέα.
3. Με καμπριολέ
Ήταν η αγάπη που έσπρωξε τον Αυστριακό Χάνς Μάισνερ στην κατάστρωση ενός παράτολμου σχεδίου. Σε ένα από τα επαγγελματικά του ταξίδια γνώρισε και ερωτεύτηκε τη νεαρή Μάργκαρετ Τουρό, αλλά οι ανατολικογερμανικές Αρχές δεν της έδωσαν την άδεια να τον ακολουθήσει στην πατρίδα του και να τον παντρευτεί. Ο Μάισνερ νοίκιασε ένα κάμπριο, αφαίρεσε αέρα από τα λάστιχα για να φέρει το αμάξι όσο το δυνατό πιο κοντά στο έδαφος και έκρυψε τη Μάργκαρετ και τη μητέρα της στο πίσω μέρος. Όταν πλησίασε στο περίφημο σημείο ελέγχου «Τσάρλι», ανέπτυξε ταχύτητα και πέρασε εύκολα κάτω από την μπάρα.
4. Κολυμπώντας
Το 1966 ο 18χρονος Χέρτμουτ Ρίχτερ αποφάσισε να κολυμπήσει κατά μήκος του καναλιού Τέλτοφ, που ένωνε τις δύο πλευρές της πόλης. Κολύμπησε τέσσερις ώρες αποφεύγοντας τις περιπόλους και έφτασε εξαντλημένος στη δυτική πλευρά. Ξαναγύρισε στην Ανατολική Γερμανία με ψεύτικα χαρτιά και βοήθησε 30 άτομα να αποδράσουν. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 15 χρόνων, αλλά απελευθερώθηκε 4 χρόνια μετά.
5. Με στρώμα θαλάσσης
Ο Ίνγκο Μπέντκε ήταν ένας από τους συνοριακούς φρουρούς της ανατολικής πλευράς. Όταν αποφάσισε να αυτομολήσει, διέσχισε φράχτες, συρματοπλέγματα και ναρκοπέδια μαζί με ένα φίλο του. Όταν έφτασαν στις όχθες του Έλβα, έριξαν στο νερό το στρώμα και κωπηλάτησαν μέχρι τη δυτική πλευρά.
6. Με συρμάτινο σκοινί και τόξο
Ο αδερφός του Ίνγκο Μπέντκε, Χόλγκερ, έμεινε πίσω και αντιμετώπισε την οργή της Στάζι. Το 1983 αποφάσισε να δραπετεύσει και αυτός. Εκπαιδεύτηκε στην τοξοβολία και εντόπισε το πιο ψηλό κτήριο που δέσποζε δίπλα στο Τείχος. Αφού ανέβηκε στην οροφή, έριξε ένα βέλος που είχε στην άκρη του ένα συρμάτινο σκοινί. Ο αδελφός του, που τον περίμενε από την άλλη πλευρά, έδεσε το σκοινί στο αυτοκίνητο. Ο Χόλγκερ χρησιμοποίησε μια μεταλλική τροχαλία για να μην κάψει τα χέρια του και πέρασε αιωρούμενος πάνω από το Τείχος.
7. Χρησιμοποιώντας ψεύτικα σοβιετικά αεροπλάνα
Τα δύο φοβερά αδέρφια των προηγούμενων ιστοριών άφησαν πίσω τους τον τρίτο τους αδερφό, Έγκμπερτ. Για να τον απελευθερώσουν έμαθαν να πιλοτάρουν και έβαψαν δύο μικρά αεροπλάνα με τα διακριτικά του σοβιετικού στρατού. Πέταξαν ανενόχλητοι στον εναέριο χώρο της Ανατολικής Γερμανίας, προσγειώθηκαν, πήραν τον αδερφό τους και έφυγαν.
8. Με αερόστατο
Ο μηχανικός αεροσκαφών Χανς-Πέτερ Στρέλζικ εμπνεύστηκε την απόδρασή του από μια εκπομπή της ανατολικογερμανικής τηλεόρασης. Με τον συνάδελφό του Γκίντερ Βέτσελ έφτιαξαν τον μηχανισμό προώθησης, ενώ οι γυναίκες τους έφτιαξαν την αεροστατική σφαίρα με σεντόνια. Οι δύο οικογένειες κατάφεραν να αποδράσουν στις 16 Σεπτεμβρίου του 1979.
9. Με τεντωμένο σκοινί
Ο ισορροπιστής Χόρστ Κλάιν δεν μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμά του λόγω των πεποιθήσεών του. Σκαρφάλωσε σε έναν στύλο ηλεκτρικού και ισορρόπησε πάνω στο ηλεκτρικό σύρμα που, ευτυχώς, ανήκε σε μια γραμμή εκτός λειτουργίας. Φτάνοντας στο δυτικό Βερολίνο έπεσε και έσπασε τα χέρια του, αλλά είχε καταφέρει τον σκοπό του.
10. Μέσω τούνελ
Αρκετές εκατοντάδες πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας πέρασαν στο δυτικό Βερολίνο μέσω ενός τούνελ που βρισκόταν κάτω από το Τείχος. Το 1964, 57 ηλικιωμένοι πολίτες το διέσχισαν και πέρασαν στην απέναντι πλευρά. Από τότε ονομάστηκε «Τούνελ 57».
***
Το Τείχος του Βερολίνου (στα γερμανικά Berliner Mauer), «τείχος της ντροπής» για τους Γερμανούς της δύσης και επισήμως αποκαλούμενο από την ανατολικογερμανική κυβέρνηση ως «αντιφασιστικό τείχος προστασίας», ανεγέρθηκε στην καρδιά του Βερολίνου με αφετηρία το βράδυ μεταξύ της 12ης και της 13ης Αυγούστου του 1961 από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ), η οποία επιχείρησε με αυτό τον τρόπο να θέσει ένα τέλος στην ολοένα και αυξανόμενη φυγή των κατοίκων της προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ).
Το τείχος, συνιστώσα της εσωτερικής γερμανικής συνοριογραμμής, αποτελούσε ένα φυσικό σύνορο μεταξύ του Ανατολικού Βερολίνου και του Δυτικού Βερολίνου για διάστημα άνω των 28 ετών, ενώ αποτελούσε το σημαντικότερο σύμβολο μιας Ευρώπης διχοτομημένης από το λεγόμενο “σιδηρούν παραπέτασμα”.
Κάτι παραπάνω από ένα απλό τείχος, επρόκειτο για μια σύνθετη στρατιωτική κατασκευή η οποία περιείχε δύο τείχη ύψους 3,6 μέτρων με διάδρομο περιπολίας, 302 παρατηρητήρια και συστήματα συναγερμού, 14.000 φύλακες, 600 σκυλιά και καλωδιωτά πλέγματα. Ένας αδιευκρίνιστος αριθμός ατόμων υπήρξαν θύματα προσπαθειών διάβασης του τείχους. Ωστόσο, φαίνεται ότι οι Ανατολικογερμανοί συνοριοφύλακες και οι Σοβιετικοί στρατιώτες δεν δίσταζαν να πυροβολήσουν τους φυγάδες.
Η αποδυνάμωση της Σοβιετικής Ένωσης, η Περεστρόικα της οποίας ηγείτο ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, καθώς και το πείσμα των Ανατολικογερμανών οι οποίοι οργάνωσαν μεγάλες διαδηλώσεις, οδήγησαν στις 9 Νοεμβρίου 1989 στην πτώση του «τείχους της ντροπής», προκαλώντας τον μεγάλο θαυμασμό του «ελεύθερου κόσμου» και ανοίγοντας τον δρόμο για τη γερμανική επανένωση.
Σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένο, το Τείχος έχει αφήσει, ωστόσο, στην αστική πολεοδομική οργάνωση της γερμανικής πρωτεύουσας ανεπούλωτα σημάδια τα οποία παραμένουν ως σήμερα. Το Τείχος του Βερολίνου, σύμβολο του ιδεολογικού και πολιτικού χάσματος του Ψυχρού Πολέμου, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για αριθμό λογοτεχνικών βιβλίων και ταινιών. Σήμερα, αρκετά είναι τα μουσεία που το έχουν ως θέμα.
Από τα τέλη Ιουλίου του 1961 η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε ανήσυχα την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών γύρω από το θέμα του Δυτικού Βερολίνου.
Στις αρχές Ιουνίου το κλίμα των σχέσεων ανάμεσα στις υπερδυνάμεις ήταν θετικό. Ανεκτίμητης αξίας χαρακτήρισε τη συνάντησή του στη Βιέννη με το Σοβιετικό ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι. Μέγα και ενθαρρυντικό γεγονός τη χαρακτήρισε και ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ.
Κανείς δεν υποψιαζόταν τη ραγδαία επιδείνωση που θα ακολουθούσε, ούτε όταν αποκαλύφθηκε η επίδοση σοβιετικού υπομνήματος για το θέμα του Δυτικού Βερολίνου στο οποίο η Μόσχα απειλούσε με τη σύναψη χωριστής συνθήκης ειρήνης με τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και την προβολή εμποδίων στην ελεύθερη διακίνηση των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων προς το Δυτικό Βερολίνο, εάν οι Δυτικοί δεν υπέγραφαν συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία.
Η Δύση δεκαπέντε χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου καθυστερούσε εσκεμμένα στο θέμα αυτό. Ο λόγος γι’ αυτό ήταν ότι δεν ήθελε να αναγνωρίσει επίσημα την ύπαρξη της Ανατολικής Γερμανίας ως χωριστού κράτους.
Αν και σταδιακά η ένταση αυξανόταν στο διπλωματικό πεδίο, η κοινή γνώμη αιφνιδιάστηκε όταν στις 25 Ιουλίου ο πρόεδρος Κένεντι απηύθυνε από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως διάγγελμα προς τον αμερικανικό λαό σε δραματικούς τόνους: «Το Δυτικό Βερολίνο είναι κάτι περισσότερο από σύνδεσμος με τον ελεύθερο κόσμο, είναι φάρος ελπίδας πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα, είναι θυρίδα διαφυγής για τους πρόσφυγες».
Την επομένη ο Αμερικανός πρόεδρος ζήτησε από το Κογκρέσο εξουσιοδότηση για παράταση της στρατιωτικής θητείας κατά 12 μήνες και δυνατότητα επιστράτευσης 250.000 εφέδρων σε συνδυασμό με αύξηση των συμβατικών εξοπλισμών και άμεση αύξηση των στρατιωτικών κονδυλίων κατά 3,5 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η αγωνία έφτασε στο κατακόρυφο στις 5 Αυγούστου, όταν συναντήθηκαν στο Παρίσι οι υπουργοί Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Ντιν Ρασκ, της Γαλλίας Κουβ ντε Μιρβίλ, της Μεγάλης Βρετανίας λόρδος Χιουμ και, σε κάποια φάση, της Δυτικής Γερμανίας Χάινριχ φον Μπρεντάνο, οι οποίοι υιοθέτησαν κοινή γραμμή για την αντιμετώπιση της κρίσης του Δυτικού Βερολίνου, είτε δια διαπραγματεύσεων είτε δια πυρηνικού πολέμου.
Η Σοβιετική Ένωση αντέδρασε βίαια. Μιλώντας από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο δύο μέρες αργότερα ο Νικίτα Χρουστσόφ ήταν άκρως απειλητικός: «Διαθέτουμε τα αναγκαία στρατιωτικά μέσα για να μπορέσουμε, σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής επίθεσης, όχι μόνο να καταφέρουμε συντριπτικό πλήγμα κατά του εδάφους των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ταυτόχρονα να καταστήσουμε αβλαβείς τους συμμάχους του επιδρομέα και να καταστρέψουμε τις στρατιωτικές αμερικανικές βάσεις που είναι διεσπαρμένες σε όλο τον κόσμο».
Παράλληλα, διεξήχθησαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις μεταξύ των ηγετών των χωρών που ήταν μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας με αποτέλεσμα να απευθύνουν, όπως αποκάλυψε στις 14 Αυγούστου η “Πράβντα”, μήνυμα προς την κυβέρνηση και τη Βουλή της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας να αποκαταστήσουν στα σύνορα του Δυτικού Βερολίνου μια τάξη που να αποτελεί σταθερό φραγμό εναντίον των υπονομευτικών δραστηριοτήτων που έχουν στόχο τις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Τάξη η οποία θα εξασφαλίζει τον αποτελεσματικό έλεγχο και προστασία γύρω από ολόκληρο το Δυτικό Βερολίνο, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων του με το δημοκρατικό Βερολίνο.
Στις 12 Αυγούστου το υπουργικό συμβούλιο της Ανατολικής Γερμανίας υιοθέτησε πραγματικά σχετική απόφαση να κλείσουν τα σύνορα γύρω από τους δυτικούς τομείς του Βερολίνου. Την αυγή της 13ης Αυγούστου χιλιάδες άνδρες του στρατού και της πολιτοφυλακής του ανατολικογερμανικού καθεστώτος χώρισαν με αγκαθωτά συρματοπλέγματα τους δύο τομείς της πόλης, που μέχρι τότε επικοινωνούσαν ελεύθερα.
Μία εβδομάδα αργότερα τα συρματοπλέγματα άρχισαν να αντικαθίστανται από προκατασκευασμένα τμήματα τσιμεντένιων τοίχων. Έτσι δημιουργήθηκε το γνωστό Τείχος του Βερολίνου, που για τριάντα ολόκληρα χρόνια θα ήταν το σύμβολο της αποτυχίας ενός καθεστώτος. Κύριος λόγος της κατασκευής του ήταν όχι η προστασία από εξωτερική επιβουλή, αλλά ή αποτροπή μαζικής φυγής των κατοίκων του.
Θα αποτελούσε ταυτόχρονα το σύμβολο διαίρεσης της Ευρώπης, αλλά και δραματικό σύμβολο ελευθερίας, αφού πολλοί Ανατολικογερμανοί δολοφονήθηκαν από τους μεθοριακούς φρουρούς της Ανατολικής Γερμανίας, καθώς προσπαθούσαν να διαφύγουν στο Δυτικό Βερολίνο.
Κατά μήκος του τείχους από την ανατολική πλευρά υπήρχε μία ζώνη ελεγχόμενη από τους φρουρούς, γνωστή και ως ζώνη θανάτου, με 302 παρατηρητήρια και 20 φυλάκια σε ένα συνολικό μήκος 115 m. Οι φύλακες είχαν τη διαταγή να πυροβολούν όποιον προσπαθούσε να δραπετεύσει με αποτέλεσμα τα επόμενα χρόνια 192 άνθρωποι να σκοτωθούν στην προσπάθεια να καταφύγουν στη Δύση.
Οι Δυτικοί διαμαρτυρήθηκαν έντονα, αλλά καθώς τα περιοριστικά μέτρα αφορούσαν μόνο τους Ανατολικογερμανούς και οι Σοβιετικοί φρόντιζαν να μη θιχτούν τα δικαιώματα των δυτικών δυνάμεων, οι αντιδράσεις τους περιορίστηκαν σε προφορικά ή γραπτά διαβήματα.
Η ένταση αυξήθηκε κατακόρυφα όταν στις 31 Αυγούστου 1961 η Σοβιετική Ένωση προέβη σε δήλωση ότι θα επαναληφθούν οι δοκιμές πυρηνικών όπλων για να μπορεί να φτάσει το όπλο της τιμωρίας στην ίδια τη φωλιά του επιδρομέα.
Από την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισε μία πρωτοφανής σειρά 16 πυρηνικών σοβιετικών δοκιμών μέσα στο Σεπτέμβριο, η οποία κατέληξε στις 24 και 30 Οκτωβρίου σε δύο τρομοκρατικές δοκιμές υπερβομβών για την εποχή εκείνη, 30 και 50 μεγατόνων αντίστοιχα, που προκάλεσαν πανικό στη Δύση, καθώς οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν διέθεταν πυρηνικά όπλα τόσο μεγάλης ισχύος.
Μετά την επίσκεψη του Σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στη Δυτική Γερμανία το 1989, η Ουγγαρία άνοιξε τα σύνορά της με την Αυστρία. Αυτό επέτρεπε τους Ανατολικογερμανούς να διαφύγουν προς τη Δύση. Εν τω μεταξύ οι διαμαρτυρίες και οι πορείες κατά της κυβέρνησης πλήθαιναν και τελικά στις 9 Νοεμβρίου 1989 οι περιορισμοί για τη διέλευση των συνόρων τερματίστηκαν. Από τότε τα περισσότερα κομμάτια του Τείχους αποσυναρμολογήθηκαν. Το πιο διάσημο κομμάτι είναι μήκους 1.326 μέτρων, βρίσκεται κατά μήκος της Muhlenstrasse και είναι διακοσμημένο με 106 τοιχογραφίες.
Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε τη νύχτα της Πέμπτης 9 προς Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 1989, ύστερα από 28 χρόνια. Στην πτώση του συνέβαλλαν πολλοί παράγοντες. Ο σημαντικότερος ήταν η πολιτική του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Γκορμπατσόφ κατάργησε το Δόγμα Μπρέζνιεφ και επέτρεψε στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας να επιλέξουν ελεύθερα το δρόμο που θα ακολουθούσε κάθε μία στην εσωτερική και διεθνή πολιτική.
Εκμεταλλευόμενες τη νέα γραμμή, οι χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, η μία μετά την άλλη, άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορά τους προς τη Δύση, να καταλύουν τα κομμουνιστικά τους καθεστώτα και να εκλέγουν δημοκρατικές κυβερνήσεις.
Σήμερα, λίγα κομμάτια του Τείχους έχουν απομείνει αφού το μεγαλύτερο μέρος του έχει κατεδαφιστεί. Τρία τμήματα μένουν ακόμα όρθια: ένα μήκους 80 μέτρων τμήμα του «πρώτου Τείχους» στο σημείο που βρίσκονταν τα αρχηγεία της Γκεστάπο (ανάμεσα στο σημείο ελέγχου Τσάρλι και την πλατεία Ποτσντάμερ), ένα μακρύτερο τμήμα του δεύτερου τείχους, κατά μήκος του ποταμού Σπρέε, κοντά στη γέφυρα Oberbaumbrücke, γνωστό σήμερα ως East Side Gallery, και ένα τρίτο τμήμα στην Bernauer Straße το οποίο μετατράπηκε σε μνημείο το 1999. Ακόμη, κάποια άλλα μικρότερα τμήματα και λίγα φυλάκια βρίσκονται διασκορπισμένα στην πόλη του Βερολίνου.
Σε πολλά τουριστικά σημεία της πόλης, ο Δήμος έχει τοποθετήσει πέτρινες πλάκες κατά μήκος της διαδρομής του Τείχους και μεταλλικές επιγραφές που αναγράφουν: “Berliner Mauer 1961-1989”.
Τα σχέδια για την ανέγερση τείχους στο Βερολίνο ήταν ένα από τα πιο καλά κρυμμένα κρατικά μυστικά της ανατολικογερμανικής κυβέρνησης. Το τείχος χτίστηκε με εντολή της ηγεσίας του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (SED, το ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας) από οικοδόμους υπό την προστασία και την επιτήρηση της αστυνομίας και του στρατού, παρά τις διαβεβαιώσεις του Βάλτερ Ούλμπριχτ (Walter Ulbricht).
Σε μια διεθνή συνέντευξη Τύπου στο Ανατολικό Βερολίνο στις 15 Ιουνίου 1961 τέθηκε στον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας σχετική ερώτηση από τη Δυτικογερμανίδα δημοσιογράφο Ανναμαρί Ντόερ (Annamarie Doherr). Και εκείνος απάντησε:
«Την ερώτησή σας την αντιλαμβάνομαι ως εξής: υπάρχουν άνθρωποι στη Δυτική Γερμανία, που θέλουν να κινητοποιήσουμε τους οικοδόμους της πρωτεύουσας της ΛΔΓ για να χτίσουμε ένα τείχος. Δεν έχω ακούσει να υπάρχει τέτοια πρόθεση. Οι οικοδόμοι της πρωτεύουσας ασχολούνται ως επί το πλείστον με την ανέγερση κατοικιών και εκεί επιστρατεύουν όλες τους τις δυνάμεις. Κανείς δεν σκοπεύει να χτίσει τείχος!».
Έτσι, ο Ούλμπριχτ ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «τείχος» με αυτή την έννοια, δύο μήνες πριν χτιστεί πραγματικά.
Πληροφορίες για το σχεδιασμό «δραστικών μέτρων» με σκοπό τη στεγανοποίηση του Δυτικού Βερολίνου έφθαναν στις μυστικές υπηρεσίες των Δυτικών Συμμάχων, ωστόσο η συγκεκριμένη χρονική στιγμή και η έκταση των μέτρων τους εξέπληξαν. Καθώς ο αποκλεισμός δεν περιόριζε τα δικαιώματα πρόσβασής τους στο Δυτικό Βερολίνο, δεν μπορούσαν να επέμβουν.
Tο καθεστώς του Πάνκοβ
Σχετικές πληροφορίες έφθασαν και στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πληροφοριών (BND) της Δυτικής Γερμανίας ήδη από τα μέσα Ιουλίου. Μετά την επίσκεψη του Β. Ούλμπριχτ στον ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης Νικίτα Χρουστσόφ στο πλαίσιο της συνάντησης κορυφής των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη Μόσχα στις 3-5 Αυγούστου 1961, η δυτικογερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών καταγράφει στην εβδομαδιαία αναφορά της στις 9 Αυγούστου:
«Οι πληροφορίες που διαθέτουμε δείχνουν πως το καθεστώς του Πάνκοβ (Pankow) (ενν. η ανατολικογερμανική κυβέρνηση) επιδιώκει να εξασφαλίσει την έγκριση της Μόσχας για να θέσει σε εφαρμογή δραστικά μέτρα αποκλεισμού, που θα περιλάμβαναν κυρίως τη στεγανοποίηση των συνόρων ανάμεσα στους τομείς του Βερολίνου και τη διακοπή της κυκλοφορίας του προαστιακού σιδηροδρόμου και του μετρό στην πόλη. Περιμένουμε να δούμε πόσο κατάφερε να πείσει ο Ούλμπριχτ τη Μόσχα με αυτές του τις κρούσεις».
Πραγματικά, ο Ούλμπριχτ παρουσίασε την κατάσταση της χώρας του με τα πιο μελανά χρώματα και υπαινίχθηκε ότι αν δεν λαμβάνονταν μέτρα ενάντια στη φυγή του πληθυσμού, η ΛΔΓ θα ήταν πολύ σύντομα ανίκανη να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της απέναντι στη Σοβιετική Ένωση. Τελικά συμφωνήθηκε να χωριστούν με συρματόπλεγμα οι δύο τομείς του Βερολίνου και, αν δεν υπάρξουν αντιδράσεις από τη Δύση, να χτιστεί τελικά ένα τείχος.
Στην ανακοίνωση που συντάχθηκε μετά τη συνάντηση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και δημοσιεύτηκε την ημέρα της ανέγερσης του Τείχους, οι χώρες που έλαβαν μέρος εξέφραζαν την κοινή πρόθεσή τους «να κλείσουν τα σύνορα του Δυτικού Βερολίνου για τις ανατρεπτικές ενέργειες εναντίον των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική φύλαξη και τον έλεγχο γύρω από την περιοχή του Δυτικού Βερολίνου».
Στις 11 Αυγούστου κυρώθηκαν τα αποτελέσματα της συνδιάσκεψης της Μόσχας από τη Βουλή της ΛΔΓ και δόθηκε η εξουσιοδότηση στο Υπουργικό Συμβούλιο να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα. Το Υπουργικό Συμβούλιο της ΛΔΓ ενέκρινε στις 12 Αυγούστου την κινητοποίηση ένοπλων δυνάμεων για την κατάληψη των συνόρων προς το Δυτικό Βερολίνο και το στήσιμο οδοφραγμάτων.
Το Σάββατο 12 Αυγούστου έφτασε στη δυτικογερμανική Υπηρεσία Πληροφοριών η ακόλουθη αναφορά από το Ανατολικό Βερολίνο: «Στις 11 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη, στην οποία συμμετείχαν οι κομματικοί επίτροποι των εκδοτικών επιχειρήσεων του κόμματος και άλλοι κομματικοί παράγοντες στην Κεντρική Επιτροπή του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος. Σ’ αυτή διαπιστώθηκε μεταξύ άλλων… Η συνεχιζόμενη αύξηση του κύματος προσφύγων επιβάλλει την εφαρμογή μέτρων αποκλεισμού του ανατολικού τομέα του Βερολίνου και της Σοβιετικής Ζώνης Κατοχής τις επόμενες ημέρες και όχι, όπως πρόβλεπε αρχικά το σχέδιο, σε 14 μέρες. Ακριβής ημερομηνία δεν αναφέρθηκε»
Τη νύχτα από 12 προς 13 Αυγούστου 1961 μονάδες του Εθνικού Λαϊκού Στρατού, 5.000 συνοριοφύλακες, 5.000 αστυνομικοί και 4.500 μέλη των Εργατικών Ομάδων Μάχης άρχισαν να κλείνουν τους δρόμους και τις τροχιές των μέσων μεταφοράς προς το Δυτικό Βερολίνο. Οι σοβιετικές δυνάμεις παρέμεναν σε συναγερμό μάχης σταθμευμένες στις μεθοριακές διαβάσεις που προβλέπονταν για τους Συμμάχους.
Όλες οι συγκοινωνίες μεταξύ των δύο τομέων της πόλης διακόπηκαν. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1961 άρχισαν ωστόσο να κυκλοφορούν μερικές γραμμές του προαστιακού σιδηροδρόμου και του μετρό περνώντας από σήραγγες κάτω από ανατολικογερμανικό έδαφος, χωρίς όμως να σταματούν στους αποκαλούμενους πια «σταθμούς-φαντάσματα».
Ο Έριχ Χόνεκερ ήταν εκείνη την εποχή Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής για θέματα ασφαλείας και είχε την πολιτική ευθύνη του συνολικού σχεδιασμού και της ανέγερσης του τείχους για λογαριασμό της ηγεσίας του κόμματος. Τα μέσα ενημέρωσης εμφάνιζαν το Τείχος σαν κοινή επιχείρηση των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και σαν χρήση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, ενώ επαναλάμβαναν την αντιδυτική ρητορεία της συνάντησης των προηγούμενων ημερών.
Η επίσημη ανακοίνωση τελείωνε με μια επισήμανση που αποκάλυπτε όλη την υποκρισία και την αντιφατικότητα των προηγούμενων ρητορισμών: τα σύνορα δεν θα επιτρεπόταν πια να τα περνούν οι πολίτες της ΛΔΓ χωρίς ειδική άδεια.
Μόνον από τις ένοπλες μονάδες που διατέθηκαν για τη φύλαξη λιποτάκτησαν και διέφυγαν προς το Δυτικό Βερολίνο τις πρώτες μέρες 85 άνδρες, ενώ πέτυχαν 216 απόπειρες διαφυγής από τις συνολικά 400. Αξέχαστες θα μείνουν οι διάσημες εικόνες προσφύγων που κατέβαιναν με σεντόνια από τα παράθυρα των σπιτιών στους δρόμους που βρίσκονταν πάνω στα σύνορα. Αξέχαστος θα μείνει, επίσης, ο συνοριοφύλακας Κόνραντ Σούμαν που, ενώ ήταν σκοπός στην Μπέρναουερ-Στράσε, υπερπήδησε το συρματόπλεγμα κρατώντας το όπλο του και βρέθηκε στο Δυτικό Βερολίνο.
Την ίδια κιόλας ημέρα ο ομοσπονδιακός καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ κάλεσε από το ραδιόφωνο τον πληθυσμό να παραμείνει ήρεμος και ψύχραιμος, επικαλούμενος μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασης από κοινού με τους Συμμάχους, χωρίς όμως να γίνει πιο συγκεκριμένος. Δύο εβδομάδες πέρασαν πριν επισκεφθεί το Δυτικό Βερολίνο. Μόνο ο δήμαρχος και κυβερνήτης του Δυτικού Βερολίνου Βίλι Μπραντ διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά της περιχαράκωσης και της οριστικής διαίρεσης της πόλης, στους τρεις Δυτικούς διοικητές, στους οποίους και κατήγγειλε ότι η Ανατολική Γερμανία είχε καταλάβει πραξικοπηματικά το Ανατολικό Βερολίνο και είχε καταργήσει το καθεστώς της τετραμερούς κατοχής της πόλης και συνεπώς η ενέργεια αυτή αιτιολογούσε αντίποινα, δεν είχε όμως καμιά ουσιαστική δύναμη στα χέρια του.
Μάταια οι κάτοικοι του δυτικού τμήματος περίμεναν κάποια ένδειξη ότι οι ΗΠΑ θα τους βοηθούσαν όπως το 1948. Την ίδια κιόλας χρονιά τα δυτικογερμανικά κρατίδια ίδρυσαν την Κεντρική Δικαστική Υπηρεσία Τεκμηρίωσης (Zentrale Erfassungsstelle der Landesjustizverwaltungen) στο Ζάλτσγκίτερ (Salzgitter), για την καταγραφή των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο έδαφος της ΛΔΓ, εκφράζοντας έτσι τουλάχιστον συμβολικά τον αποτροπιασμό τους για το ανατολικογερμανικό καθεστώς.
Στις 16 Αυγούστου 1961 πραγματοποιήθηκε εκδήλωση διαμαρτυρίας με τη συμμετοχή του Βίλι Μπραντ και 300.000 Δυτικοβερολινέζων μπροστά από το δημαρχείο του Σένεμπεργκ (Schöneberg).
Αντιδράσεις
Οι αντιδράσεις των δυτικών συμμάχων ήταν αργές και οι ηγέτες τους βρίσκονταν σε διακοπές, τις οποίες δεν θεώρησαν αναγκαίο να διακόψουν. Είκοσι ώρες πέρασαν μέχρι την εμφάνιση στρατιωτικών περιπόλων στα σύνορα και 40 μέχρι την επίδοση διαμαρτυρίας στο σοβιετικό στρατιωτικό διοικητή του Βερολίνου. Εβδομήντα δύο ώρες χρειάστηκαν για να επιδοθούν επίσημες νότες διαμαρτυρίας σύμφωνα με τους διπλωματικούς τύπους στη Μόσχα.
Διαδόθηκαν φήμες πως οι Σοβιετικοί είχαν ενημερώσει από πριν τους δυτικούς συμμάχους και τους είχαν διαβεβαιώσει πως δεν θα θίξουν τα δικαιώματά τους στο Δυτικό Βερολίνο. Είναι αλήθεια ότι μετά την εμπειρία του εμπάργκο της πόλης και τα επανειλημμένα τελεσίγραφα του Χρουστσόφ, το 1958 και τον Ιούνιο του 1961, με τα οποία ζητούσε την αποστρατικοποίηση του Βερολίνου και την κήρυξή του σε ελεύθερη πόλη, οι δυτικοί σύμμαχοι ανησυχούσαν διαρκώς για το καθεστώς του Βερολίνου.
Ήδη στις 5 Αυγούστου είχε προκαλέσει σάλο ο γερουσιαστής Ουίλιαμ Φούλμπράιτ (William Fullbright), όταν αναρωτήθηκε γιατί οι Ανατολικογερμανοί δεν κλείνουν τα σύνορά τους, όπως έχουν δικαίωμα. Μπροστά στα απειλητικά αιτήματα του Χρουστσόφ για αποστρατικοποίηση του Βερολίνου, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι παραιτήθηκε από τα δικαιώματα που είχαν όλες οι νικήτριες δυνάμεις σε ολόκληρο το Βερολίνο, έθεσε τα όρια της ανοχής του στην εξασφάλιση της προσβασιμότητας και βιωσιμότητας του Δυτικού Βερολίνου και σχεδόν «υπέδειξε» τη λύση της διχοτόμησης της πόλης.
Οι Δυτικοί, λοιπόν, είδαν με ανακούφιση το γεγονός ότι με το τείχος παγιωνόταν το καθεστώς του Βερολίνου, «τσιμεντωνόταν» με όλη τη σημασία της λέξης. Ο Κένεντι δήλωσε: «Δεν είναι και πολύ ωραία λύση, είναι όμως χίλιες φορές καλύτερη από τον πόλεμο».
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλαν (Harold MacMillan) δήλωσε: «Οι Ανατολικογερμανοί σταματούν το κύμα προσφύγων και οχυρώνονται πίσω από ένα ακόμα πιο αδιαπέραστο Σιδηρούν Παραπέτασμα. Σ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτα παράνομο».
Στις 22 Φεβρουαρίου του 1962, ο υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Ρόμπερτ Κένεντι, έχοντας μαζί του τον δήμαρχο της πόλης και μετέπειτα Δυτικογερμανό καγκελάριο Βίλι Μπραντ, επισκέφτηκε το Τείχος του Βερολίνου, το οποίο και παρατήρησε ανεβασμένος σε μία εξέδρα στην πλατεία Πότσνταμ του Δυτικού Βερολίνου.
Ο Κένεντι τουλάχιστον παρέμεινε αμετακίνητος στη διατήρηση της προσβασιμότητας και βιωσιμότητας του Δυτικού Βερολίνου. Για να επιβεβαιώσει ότι οι προσβάσεις προς την πόλη έμειναν ανοιχτές, έστειλε 1.500 στρατιώτες μέσω της οδού τράνζιτ που τη συνέδεε με τη Δυτική Γερμανία περνώντας από ανατολικογερμανικό έδαφος, καθώς επίσης και τον αντιπρόεδρο Λίντον Τζόνσον (Lyndon B. Johnson), που έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Δυτικοβερολινέζους.
Η αξίωση του ηγέτη της ΛΔΓ Βάλτερ Ούλμπριχτ, να ελέγχει η αστυνομία του τους αξιωματικούς και το πολιτικό προσωπικό των συμμάχων, απορρίφθηκε κατηγορηματικότατα από τους Αμερικανούς. Στο τέλος αναγκάστηκε και ο ίδιος ο διοικητής των Σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Γερμανία να επέμβει κατευναστικά στους κομματικούς παράγοντες της ΛΔΓ γι’ αυτό το θέμα.
Οι Δυτικοί αξιοποίησαν το γεγονός προπαγανδιστικά για να καταδικάσουν το Τείχος του αίσχους και τη βαρβαρότητα του ανατολικού κόσμου. Ο ίδιος ο πρόεδρος Κένεντι θα εκφωνήσει μπροστά του την περίφημη ομιλία του, στην οποία σε άπταιστα γερμανικά, δήλωνε πως και ο ίδιος ήταν ένας Βερολινέζος («ich bin ein Berliner»).
Η διαιρεμένη χώρα
Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου δεν μπορούσαν πλέον να εισέρχονται ελεύθερα στην Ανατολική Γερμανία ήδη από την 1η Ιουνίου 1952. Ύστερα από επίπονες διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε τελικά, το 1963, μια ρύθμιση, που επέτρεπε σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Δυτικοβερολινέζους να επισκέπτονται συγγενείς τους στις ανατολικές συνοικίες της πόλης τα Χριστούγεννα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, με την πολιτική προσέγγισης της ΟΔΓ και της ΛΔΓ που ακολούθησαν ο Βίλι Μπραντ και ο Έριχ Χόνεκερ, έγιναν λιγότερο αδιαπέραστα τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες. Η Ανατολική Γερμανία παρείχε ταξιδιωτικές διευκολύνσεις κυρίως σε «μη παραγωγικές» ομάδες του πληθυσμού, όπως οι συνταξιούχοι, και επέτρεπε σε Δυτικογερμανούς κατοίκους παραμεθόριων περιοχών να πραγματοποιούν απλές επισκέψεις.
Η ΛΔΓ εξαρτούσε την ευρύτερη ελευθερία διακίνησης από την αναγνώριση της υπόστασής της ως κυρίαρχου και ανεξάρτητου κράτους και απαιτούσε την έκδοση των πολιτών της που ταξίδευαν προς τη Δυτική Γερμανία και δεν επέστρεφαν. Η ΟΔΓ όμως δεν ήθελε να ικανοποιήσει αυτούς τους όρους σύμφωνα και με σχετικές προβλέψεις του συντάγματός της.
Η ανατολικογερμανική προπαγάνδα αποκαλούσε το τείχος και τις εγκαταστάσεις του «αντιφασιστικό προστατευτικό φράγμα», το οποίο είχε σκοπό να προφυλάξει τη ΛΔΓ από τη «εγκατάλειψη, τη διάβρωση, την κατασκοπεία, τη δολιοφθορά, το λαθρεμπόριο, το ξεπούλημα και την επιθετικότητα» της Δύσης. Στην πραγματικότητα τα αμυντικά έργα στρέφονταν κυρίως κατά των ίδιων της των πολιτών.
Τα θύματα
Στα 28 χρόνια της ύπαρξής του τουλάχιστον 86 άνθρωποι βρήκαν το θάνατο στο τείχος στην προσπάθειά τους να διαφύγουν. Τις πρώτες θανάσιμες βολές δέχτηκε στις 24 Αυγούστου 1961, έντεκα μέρες μετά το κλείσιμο των συνόρων, ο εικοσιτετράχρονος Γκύντερ Λίτφιν (Günter Litfin), που πυροβολήθηκε από αστυνομικούς στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού Φρίντριχστράσε κατά την απόπειρά του να διαφύγει.
Στις 17 Αυγούστου του 1962, ένα 18χρονο αγόρι, ο Πέτερ Φέχτερ, γαζώθηκε από τα αυτόματα των Ανατολικογερμανών μεθοριακών φρουρών, καθώς προσπαθούσε να πηδήσει πάνω από το Τείχος, μαζί με ένα φίλο του. Το σώμα του έπεσε μπροστά στο Τείχος και έμεινε εκεί, αιμόφυρτο, σπαράσσοντας, βγάζοντας απελπισμένες κραυγές για βοήθεια, επί μία περίπου ώρα, χωρίς οι Ανατολικογερμανοί στρατιώτες να τον βοηθούν. Όταν πια τον πήραν, ήταν νεκρός.
Τις επόμενες μέρες αγανακτισμένοι Δυτικοβερολινέζοι διαδηλωτές λιθοβόλησαν σοβιετικά στρατιωτικά λεωφορεία που διέρχονταν από τον δυτικό τομέα της πόλης. Με συνολικά 40 πυροβολισμούς σκοτώθηκαν το 1966 δύο παιδιά ηλικίας 10 και 13 ετών. Το τελευταίο θανάσιμο συμβάν, κατά το οποίο πέθανε από αιμορραγία ο Κρις Γκέφροϊ (Chris Gueffroy), σημειώθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1989.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, 75.000 άνθρωποι σύρθηκαν στα δικαστήρια της ΛΔΓ με την κατηγορία της «εγκατάλειψης της χώρας». Το αδίκημα τιμωρούνταν με ποινές κάθειρξης μέχρι και οκτώ χρόνων, σύμφωνα με την παράγραφο 213 του Ποινικού Κώδικα της Ανατολικής Γερμανίας. Όποιος κατά την απόπειρα έφερε όπλο ή προκαλούσε καταστροφές των συνοριακών εγκαταστάσεων, καθώς και όσοι προσπαθούσαν να διαφύγουν ενώ υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις ή γενικά σε θέσεις που διαχειρίζονταν κρατικά μυστικά, γλίτωναν σπάνια με κάθειρξη μικρότερη των πέντε χρόνων. Όποιος μάλιστα υποβοηθούσε άλλους στην «εγκατάλειψη της χώρας», μπορούσε να τιμωρηθεί με ισόβια.
Σε επεισόδια στο τείχος έχασαν τη ζωή τους και συνοριοφύλακες. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή του στρατιώτη Ράινχολντ Χουν (Reinhold Huhn), που πυροβολήθηκε από ένα βοηθό σε κάποια απόπειρα διαφυγής. Αυτά τα συμβάντα τα εκμεταλλεύονταν οι υπεύθυνοι της κρατικής προπαγάνδας για να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων την ανέγερση του τείχους.
Η πορεία προς την πτώση
Το Τείχος του Βερολίνου έπεσε τη νύχτα της Πέμπτης 9 προς Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 1989, ύστερα από 28 χρόνια. Στην πτώση του συνέβαλαν πολλοί παράγοντες. Ο σημαντικότερος ήταν η πολιτική του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Γκορμπατσόφ κατάργησε το Δόγμα Μπρέζνιεφ και επέτρεψε στις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας να επιλέξουν ελεύθερα το δρόμο που θα ακολουθούσε κάθε μία στην εσωτερική και διεθνή πολιτική. Εκμεταλλευόμενες τη νέα γραμμή, οι χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, η μία μετά την άλλη, άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορά τους προς τη Δύση, να καταλύουν τα κομμουνιστικά τους καθεστώτα και να εκλέγουν δημοκρατικές κυβερνήσεις.
Λόγω της αντίδρασης του γηραιού και υπερσυντηρητικού ηγέτη της ΛΔΓ Έριχ Χόνεκερ, η Ανατολική Γερμανία δεν συμμετείχε σ’ αυτές τις εξελίξεις. Οι διαδηλώσεις με αιτήματα τον εκδημοκρατισμό και την ελευθερία διακίνησης προς το εξωτερικό εντείνονταν. Με το άνοιγμα των συνόρων άλλων σοσιαλιστικών χωρών προς τη Δύση, το νέο κύμα εγκατάλειψης της χώρας προς τη Δυτική Γερμανία διοχετεύτηκε μέσα από τρίτες χώρες προκαλώντας διπλωματικούς τριγμούς μεταξύ των κυβερνήσεων των χωρών αυτών και της Ανατολικής Γερμανίας.
Χιλιάδες Ανατολικογερμανοί πολίτες κατέφυγαν στις δυτικογερμανικές πρεσβείες της Πράγας και της Βαρσοβίας και πέτυχαν τελικά να τους επιτραπεί η είσοδος στη Δυτική Γερμανία. Άλλοι διέφευγαν μέσω Ουγγαρίας προς την Αυστρία, μετά το άνοιγμα των ουγγροαυστριακών συνόρων στις 2 Μαΐου 1989, και από ’κει στη Δυτική Γερμανία. Ως «αντάλλαγμα» για το άνοιγμα των συνόρων της με την Αυστρία, η Ουγγαρία έλαβε δάνειο ύψους 500 εκατομμυρίων μάρκων από τη δυτικογερμανική κυβέρνηση Κολ.
Με την ελπίδα να διασώσει το καθεστώς, το ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας προσπάθησε να δώσει λύση στην εκρηκτική εσωτερική και εξωτερική κατάσταση με την αντικατάσταση του Χόνεκερ από τον Έγκον Κρεντς στις 17 Οκτωβρίου 1989 και την εξαγγελία αόριστων μέτρων εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης. Η βίαιη απαγόρευση της διακίνησης προς το εξωτερικό ήταν όμως το μόνο μέσο που διέθετε το ολοκληρωτικό καθεστώς,για να κρατήσει τους πολίτες του στη χώρα. Ειδικά οι Ανατολικογερμανοί είχαν ένα κράτος δυτικού τύπου δίπλα στη χώρα τους, το οποίο λόγω της εθνικής συγγένειας και της ισχυρής οικονομίας του ήταν πολύ πιο ισχυρός πόλος έλξης απ’ όσο γενικά η Δύση για τους πολίτες άλλων κομμουνιστικών χωρών.
Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών δεν επιδίωκε το μόνιμο εκπατρισμό και την εγκατάλειψη της χώρας του. Διεκδικούσε τον εκδημοκρατισμό της και την ελευθερία να πραγματοποιεί ιδιωτικές επισκέψεις ή σύντομα ταξίδια στη Δυτική Γερμανία και τις άλλες χώρες της Δύσης. Αλλά και η οικονομία της ΛΔΓ δεν θα μπορούσε να επιβιώσει παρά μόνο με κλειστά σύνορα, καθώς δεν θα άντεχε τον ανταγωνισμό με τη Δύση. Το άνοιγμα των συνόρων της ΛΔΓ θα σήμαινε το τέλος του κομμουνισμού σε γερμανικό έδαφος, όπως άλλωστε έδειξαν και οι κατοπινές εξελίξεις.
Τα γεγονότα της 9ης Νοεμβρίου
Μπροστά σ’ αυτά τα διλήμματα, η νέα ηγεσία φάνηκε ανίκανη να χειριστεί την κατάσταση. Σύντομα επικράτησε σύγχυση, καθώς οι διαδηλώσεις γίνονταν ολοένα και πιο μαζικές και δυναμικές, ενώ οι ανατολικές χώρες, τις οποίες κατέκλυζαν οι πρόσφυγες για να περάσουν στη Δυτική Γερμανία, καλούσαν με τελεσίγραφα τη ΛΔΓ να δώσει λύση και απειλούσαν να κλείσουν τα σύνορά τους με αυτή.
Στις 6 Νοεμβρίου 1989 η κυβέρνηση δημοσιοποίησε ένα σχέδιο ταξιδιωτικού νόμου, το οποίο ήταν πολύ κατώτερο των προσδοκιών του κόσμου και τελικά φούντωσε ακόμα περισσότερο τις αντιδράσεις αντί να τις κατευνάσει. Την ίδια μέρα κατέβηκαν μόνο στη Λειψία 500.000 άνθρωποι σε διαδήλωση.
Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου 1989 συνεδρίασε με εντολή του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος μια επιτροπή αξιωματικών των Υπουργείων Εσωτερικών και Κρατικής Ασφάλειας για να προτείνει λύσεις και να σχεδιάσει μια έκτακτη ρύθμιση, που θα έθετε αμέσως σε εφαρμογή τα ουσιαστικότερα μέτρα του σχεδίου ταξιδιωτικού νόμου. Η πρόταση που υπέβαλαν στο Πολιτικό Γραφείο ήταν να επιτραπούν τόσο η μόνιμη μετεγκατάσταση, που δημιουργούσε το πρόβλημα με τους πρόσφυγες στις τρίτες χώρες, όσο και τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Διαφορετικά θα εξωθούνταν στη μετανάστευση πολλοί που ήθελαν μόνο να επισκέπτονται συγγενείς τους στη Δυτική Γερμανία.
Η επιτροπή των αξιωματικών πρότεινε να δίνονται οι άδειες και για τα δύο από τις αρμόδιες υπηρεσίες έπειτα από αίτηση των ενδιαφερομένων, χωρίς διατυπώσεις. Με αυτές τις προτάσεις ήταν αναμενόμενο ότι θα ξεσηκωνόταν ένα πρωτόγνωρο κύμα μόνιμης και προσωρινής εξόδου από τη χώρα, η πίεση όμως θα διοχετευόταν στις αρμόδιες υπηρεσίες, όχι στα σύνορα, και θα μπορούσε να ελεγχθεί.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας το Πολιτικό Γραφείο ενέκρινε το σχέδιο ταξιδιωτικών ρυθμίσεων της επιτροπής και το έθεσε σε κυκλοφορία στα συναρμόδια υπουργεία μέσω της υπηρεσιακής οδού για να γίνουν έλεγχοι και προτάσεις εντός της ημέρας. Σύμφωνα με την πάγια τακτική, η μη έκφραση αντιρρήσεων ως μια ορισμένη ώρα ισοδυναμούσε με έγκριση του σχεδίου από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η ώρα 4:00 το πρωί της 10ης Νοεμβρίου ορίστηκε για να δοθεί η απόφαση στον Τύπο.
Μέχρι το απόγευμα τα Υπουργεία Εσωτερικών, Κρατικής Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ελέγχουν το σχέδιο ρύθμισης. Τα δύο πρώτα Υπουργεία εγκρίνουν τις ρυθμίσεις που αφορούν στη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό, εκφράζουν όμως αντιρρήσεις και προτείνουν χρονικούς περιορισμούς για τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ζίγκφριντ Βίτενμπεκ (Siegfried Wittenbeck) απορρίπτει εντελώς τη ρύθμιση για λογαριασμό του απόντος Υπουργού Χανς Χέρμαν Χέρτλε (Hans-Herman Hertle), καθώς εντοπίζει τυπικά και τεχνικά προβλήματα στο σχέδιο που του υποβλήθηκε.
Η κυβέρνηση όμως στην Ανατολική Γερμανία δεν ήταν παρά ο εκτελεστής των αποφάσεων του κόμματος και η κυκλοφορία των νομοσχεδίων στα υπουργεία δεν ήταν παρά μια γραφειοκρατική ρουτίνα. Έτσι, ενώ τα υπουργεία επεξεργάζονται τη ρύθμιση και διαπιστώνουν προβλήματα, το σχέδιο φθάνει στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος στις 15:00 και καταλήγει στα χέρια του Γενικού Γραμματέα Έγκον Κρεντς. Ο Κρεντς δεν γνωρίζει τις αντιρρήσεις των συναρμόδιων υπουργείων και δεν προσέχει ότι η ρύθμιση προορίζεται να δοθεί την άλλη μέρα στον Τύπο. Χωρίς να πολυασχοληθεί, τη δίνει μαζί με ένα σχετικό δελτίο Τύπου στο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος Γκίντερ Σαμπόφσκι (Günter Schabowski), που ετοιμαζόταν εκείνη την ώρα να δώσει συνέντευξη Τύπου στους Ανατολικογερμανούς και τους ξένους δημοσιογράφους.
Η συνέντευξη πραγματοποιείται στο Διεθνές Κέντρο Τύπου του Ανατολικού Βερολίνου και μεταδίδεται ζωντανά από την τηλεόραση της Ανατολικής Γερμανίας. Αρχίζει στις 18:00, πριν προλάβει ο Σαμπόφσκι να μελετήσει το σημείωμα που πήρε από τον Κρεντς.
Προς το τέλος της συνέντευξης, στις 18:57, ο Σαμπόφσκι αναφέρει εν παρόδω ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε μια νέα ταξιδιωτική ρύθμιση, η οποία όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα νομοσχέδιο υπό επεξεργασία, για το οποίο μάλιστα τα συναρμόδια υπουργεία είχαν αντιρρήσεις. Εμφανώς αμήχανος και ψάχνοντας τα χαρτιά του διαβάζει δυνατά το σημείωμα παρουσία δημοσιογράφων στη ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση:
«Αιτήσεις για σύντομα ιδιωτικά ταξίδια προς το εξωτερικό μπορούν να κατατίθενται χωρίς την επίκληση προϋποθέσεων (λόγοι ταξιδιού, συγγενικές σχέσεις). Οι άδειες θα δίνονται με σύντομες διαδικασίες. Στις υπεύθυνες υπηρεσίες δημοτολογίων και έκδοσης διαβατηρίων της ΛΔΓ έχει δοθεί εντολή να εκδίδουν βίζες άμεσα, χωρίς πια να απαιτούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις για μόνιμο εκπατρισμό. Η μόνιμη έξοδος από τη χώρα μπορεί να πραγματοποιείται από οποιοδήποτε μεθοριακό σημείο διέλευσης προς την ΟΔΓ».
Η ρύθμιση, όπως είχε αντιληφθεί ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ήταν συγκεχυμένη και τυπικά παράνομη. Συγχέονται τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια με τη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό και αγνοούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνταν τόσα χρόνια από το δίκαιο της ΛΔΓ και ήταν ακόμα σε ισχύ. Επίσης αφήνει την εντύπωση ότι για τα σύντομα ταξίδια δεν απαιτείται διαβατήριο ή άλλες διατυπώσεις. Θα δινόταν λοιπόν η άδεια για μια επίσκεψη στο Δυτικό Βερολίνο στα σύνορα; Σήμαινε αυτό πως οι πύλες του τείχους θα ήταν στο εξής ανοιχτές; Και κυρίως, ήταν ανοιχτές από εκείνη τη στιγμή; Σύμφωνα με τις προθέσεις των συντακτών του σχεδίου ρύθμισης και του κόμματος η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα έπρεπε να ήταν αρνητική.
Όμως στην ερώτηση του δημοσιογράφου Ρικάρντο Έρμαν από το ιταλικό πρακτορείο ANSA «πότε τίθεται σε εφαρμογή αυτή η ρύθμιση», ο Σαμπόφσκι απαντά φυλλομετρώντας τα χαρτιά του: «Αυτή η ρύθμιση τίθεται σε εφαρμογή… απ’ όσο ξέρω… αμέσως τίθεται σε εφαρμογή, χωρίς καθυστέρηση».
Μια συγκεχυμένη αναφορά του αμήχανου Σαμπόφσκι γίνεται το τηλεοπτικό γεγονός του αιώνα. Τα δυτικά πρακτορεία ειδήσεων μέσα σε λίγα λεπτά και η ανατολικογερμανική τηλεόραση αργότερα αναμεταδίδουν τη συνέντευξη και τα νέα αγνοώντας ή ξεκαθαρίζοντας με δική τους πρωτοβουλία τις ασάφειες και συνοψίζοντας την είδηση στο γεγονός ότι το τείχος άνοιξε.
Οι Ανατολικοβερολινέζοι ακούν τις ειδήσεις από το Δυτικό Βερολίνο, βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλο στους δρόμους και κατευθύνονται προς το τείχος. Εκεί συναντούν τους έκπληκτους συνοριοφύλακες και το προσωπικό ελέγχου διαβατηρίων, που δεν είχαν ιδέα για τη νέα ρύθμιση και είχαν τόσα χρόνια εκπαιδευτεί να θεωρούν το τείχος ιερό και απαραβίαστο. Αρχικά καλούν τον κόσμο να φύγει και να απευθυνθεί την επόμενη μέρα στις υπηρεσίες έκδοσης διαβατηρίων. Το πλήθος όμως αυξάνεται συνεχώς και αρχίζει να χάνει την υπομονή του.
Μπροστά στον κίνδυνο να λιντσαριστούν από τις μάζες το προσωπικό του μεθοριακού φυλακίου Μπόρνχόλμερ Στράσε (Bornholmer Straße) ανοίγει τις πύλες στις 23:00. Σύντομα ακολουθούν και άλλα φυλάκια. Οι εικόνες που μεταδίδονται από την τηλεόραση ενθαρρύνουν και άλλους Ανατολικοβερολινέζους να κατέβουν στο τείχος πεζοί ή με αυτοκίνητα και να δοκιμάσουν μια βόλτα στο Δυτικό Βερολίνο. Μέχρι το πρωί της 10ης Νοεμβρίου όλες οι πύλες του τείχους έχουν ανοίξει διάπλατα και οι πολίτες τις περνούν χωρίς κανένα έλεγχο.
Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου δέχτηκαν τους πολίτες της ΛΔΓ με ενθουσιασμό. Οι πιο πολλές μπιραρίες στην περιοχή του τείχους πρόσφεραν δωρεάν μπίρα, τα αυτοκίνητα άρχισαν να κορνάρουν και άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι αγκαλιάζονταν. Μέσα στην ευφορία της βραδιάς σκαρφάλωναν στο τείχος και Δυτικοβερολινέζοι, ενώ άλλοι περνούσαν από την απροσπέλαστη ως τότε Πύλη του Βραδεμβούργου. Μόλις έγινε γνωστό ότι άνοιξε το τείχος, η δυτικογερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή στη Βόννη διέκοψε τη συνεδρίαση, που αφορούσε στη συζήτηση του προϋπολογισμού. Μερικοί βουλευτές τραγούδησαν αυθόρμητα τον Εθνικό Ύμνο.
Η επανόρθωση του λάθους από την πλευρά του κράτους ήταν αδύνατη χωρίς τη χρήση βίας. Αν και έγιναν τέτοιες σκέψεις στα ηγετικά κλιμάκια της κυβέρνησης και του κόμματος, τελικά επικράτησε η σύνεση και η αποδοχή των τετελεσμένων. Είναι εξάλλου αμφίβολο αν οι δυνάμεις ασφαλείας θα εκτελούσαν τέτοιες εντολές. Από τη Μόσχα πάντως, αντίθετα με ό,τι συνέβη ίδια την Ανατολική Γερμανία το 1953, στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968, δεν επρόκειτο να δοθεί κάλυψη σε βίαιες ενέργειες. Ήδη από τον Αύγουστο του 1989 οι σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις στο έδαφος της ΛΔΓ είχαν λάβει την εντολή να μην αναμειχθούν και να παραμείνουν στα στρατόπεδά τους.
Μουσείο
Δεκαπέντε χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, το 2004, ένα ιδιωτικό μουσείο ανακατασκεύασε ένα τμήμα του Τείχους, μήκους 200 μέτρων, κοντά στο σημείο ελέγχου Τσάρλι, όχι όμως πάνω στα ίχνη του αρχικού Τείχους. Για να τιμήσουν όσους πέθαναν προσπαθώντας να περάσουν στο Δυτικό Βερολίνο ύψωσαν 1.000 λευκούς σταυρούς. Το μνημείο διατηρήθηκε μέχρι τον Ιούλιο του 2005.
***
Το τείχος του Βερολίνου, το οποίο γκρεμίστηκε πριν από 26 χρόνια ακριβώς, συγκαταλέγεται ανάμεσα, σύμφωνα με το εκτενές αφιέρωμα του RT, στα πιο ισχυρά σύμβολα του 20ου αιώνα. Αλλά πόσα γνωρίζουμε σχετικά με το τείχος που χώριζε τη σημαντικότερη πόλη της Γερμανίας σε Ανατολικό και Δυτικό μπλοκ;
*Περισσότεροι από 3 εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί κατάφεραν να διαφύγουν προς τη Δυτική Γερμανία μεταξύ 1945 και 1961, οι περισσότεροι μέσω Βερολίνου, την ώρα που η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) σταδιακά ενίσχυε όλο και περισσότερο τα σύνορά της και αντίστοιχα περιόριζε τις μετακινήσεις των πολιτών της. Ο αριθμός των φυγάδων αντιστοιχεί στο ένα πέμπτο του τότε πληθυσμού της ΛΔΓ. Ήταν οι νεότεροι, οι πιο δυναμικοί και άνηκαν στην καλύτερα μορφωμένη τάξη της κοινωνίας της Ανατολικής Γερμανίας.
Η Μόσχα ήταν δυσαρεστημένη με αυτό το φαινόμενο φυγής, και ο Σοβιετικός ηγέτης Γιούρι Αντρόποβ επέκρινε δριμύτατα την ηγεσία της ΛΔΓ επειδή αδυνατούσε “να μιλήσει τη γλώσσα των διανοούμενων”.
*50.000 Βερολινέζοι – γνωστοί ως Graenzgenger – διέσχιζαν καθημερινά το τείχος για να εργαστούν στη Δύση, λαμβάνοντας μεγαλύτερες αποδοχές, ενώ ζούσαν σε εργατικές κατοικίες, και δεν συνέβαλλαν στην Ανατολική οικονομία. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Χάρη στη δυνατότητα που είχε η Δυτική Γερμανία να εμπορεύεται ένα ευρύτερο φάσμα καταναλωτικών αγαθών, δημιουργήθηκε μια διαφορά κατά τέσσερις με έξι φορές της νομισματικής αξίας του ανατολικού μάρκου με το δυτικό νόμισμα. Αλλά καθώς η σοσιαλιστική οικονομία επιδοτούσε σκόπιμα βασικά καταναλωτικά αγαθά στην Ανατολική Γερμανία, σε συνδυασμό με τη δύναμη του δυτικού νομίσματος, η διαφορά στις τιμές βασικών καταναλωτικών προϊόντων ήταν ακόμη πιο αισθητή. Αυτό οδήγησε τους Graenzgenger να ανταλλάσσουν τα χρήματά τους στην μαύρη αγορά και όχι μόνο αυτοί αλλά και οι Δυτικοί Βερολινέζοι, εύκολα να αγοράζουν εξευτελιστικά φθηνά ανατολικά προϊόντα, εφόσον βεβαίως δεν σκόπευαν να αγοράσουν παπούτσια Αdidas, ή αυτοκίνητα Volkswagen.
*Το τείχος του Βερολίνου χώριζε την πόλη και ιδεολογικά. Η σύγκριση ήταν εκπληκτική και ενδεικτική των πλεονεκτημάτων και των αδυναμιών του κάθε καθεστώτος. Η ίδια η ύπαρξη μιας πόλης πιο επιθυμητής και ευημερούσας, ένα βήμα από την ανατολικογερμανική ηγεσία προβόκαρε την αποτελεσματικότητά της. Ένα ιδεολογικό πλαίσιο ήταν απαραίτητο για να τεκμηριώσει τις διαφορές. Το Τείχος του Βερολίνου ονομάστηκε από το Ανατολικό μπλοκ ως ο Αντιφασιστικός Αμυντικός Προμαχώνας, με στόχο την αποτροπή εισόδου στο Βερολίνο εχθρικών στοιχείων. Τελικά όμως, κρατούσαν τους Ανατολικούς από το να διαφύγουν στη Δύση.
*Από την άλλη πλευρά, ο Γουίλιαμ Μπραντ, δήμαρχος του Βερολίνου και στη συνέχεια καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, βάφτισε την οχυρωματική κατασκευή το “Τείχος της Ντροπής”. Ο όρος γρήγορα υιοθετήθηκε από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης.
*Ενώ οι παγκόσμιες δυνάμεις ήταν μπλεγμένες ανάμεσα σε μυριάδες γεωστρατηγικές διαπραγματεύσεις και τελεσίγραφα σχετικά με το μέλλον της Γερμανίας, και ειδικότερα για το καθεστώς του Βερολίνου, το τείχος σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε σιωπηρά και ταχύτατα, με έγραφα που τεκμηριώνουν πως τα ακριβή αρχιτεκτονικά σχέδια ανακοινώθηκαν στα ανώτερα στελέχη του ΛΔΓ λιγότερο από μία βδομάδα προτού ξεκινήσουν οι εργασίες κατασκευής.
*Παρατίθενται τα συνοπτικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ιστορικό Τείχος, λίγο προτού γκρεμιστεί το 1989:
Συνολική περίμετρος – 155 χμ.
Ηλεκτρική περίφραξη: 127,5 χμ.
Φυλάκια επιτήρησης: 302
Στρατιώτες σε επιφυλακή: 11.000
*Στην πραγματικότητα, το Τείχος δεν χτίστηκε ως μια ενιαία προ-σχεδιασμένη δομή, αλλά από μια σειρά τεσσάρων διαφορετικών τοίχων, ξεκινώντας με δύο συρματοπλέγματα, και στη συνέχεια με δύο τοίχους από μπετόν.
*Μέσα στο Τείχος, κατά ειρωνικό τρόπο, είχε απομείνει μια εκκλησία του 19ου αιώνα, ο ναός της “Συμφιλίωσης”. Το ποίμνιο του ναού ήταν κυρίως Δυτικογερμανοί και όταν ο ναός κατέληξε να βρίσκεται στην αθεϊστική ανατολική πλευρά, μόνον οι στρατιώτες έμειναν να τον επισκέπτονται. Έτσι, το 1985, η στρατιωτική ηγεσία αποφάσισε να κατεδαφίσει το θρησκευτικό μνημείο με τη χρήση δυναμίτιδας, καθώς έκριναν πως εμπόδιζε την ορατότητα στα παρακείμενα φυλάκια.
Μετά την πτώση του Τείχους, ένα νέο, μοντέρνο κτήριο κτίστηκε στην παλιά τοποθεσία, η οποία έχει γίνει ένα από τα ορόσημα του επανενωμένου Βερολίνου.
*Συνολικά, περίπου 5.000 άνθρωποι πιστεύεται ότι διέφυγαν μέσω του Τείχους του Βερολίνου κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του, ενώ επιχείρησαν να διαφύγουν περίπου 10.000 ακόμη. Επί χρόνια, ιστορίες για τολμηρές αποδράσεις έγιναν το αγαπημένο θέμα των Δυτικών Μέσων Ενημέρωσης. Η ευρηματικότητα ορισμένων περιπτώσεων έκανε πραγματικά το γύρο του κόσμου.
Μέσα σε λίγες ώρες από το άνοιγμα του Τείχους, καθώς και καθ’ όλο το επόμενο έτος, ακτιβιστές κατά του τείχους εμφανίζονταν με σφυριά και καλέμια προσπαθώντας να εξαφανίσουν το κομμάτι της μαύρης ιστορίας που τους στοίχειωνε. Η πτώση του Τείχους έσπασε το μισητό οχυρωματικό σύμβολο σε δεκάδες χιλιάδες κομμάτια τα οποία κατέληξαν στην προσωπική συλλογή ανθρώπων που θέλησαν να κρατήσουν “ένα κομμάτι ιστορίας”.
***
Την 9η Νοεμβρίου 2019 συμπληρώνονται τρεις δεκαετίες από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Όμως πώς ήταν η ζωή στην άλλοτε χωρισμένη στα δύο πόλη; Αυτό ακριβώς παρουσιάζει ο καλλιτέχνης Γιαντεγκάρ Ασίσι στην έκθεσή του «Το Τείχος», η οποία φιλοξενείται στο πιο διάσημο συνοριακό πέρασμα: στο Checkpoint Charlie.
Η πανοραμική έκθεση παρουσιάζει καθημερινές σκηνές από τη δεκαετία του ’80 δίπλα στο Τείχος. Πρόκειται για φωτογραφίες από τη συνοικία Κρόιτσμπεργκ στο Δυτικό Βερολίνο. Παιδιά να παίζουν στους δρόμους, άνθρωποι να περπατάνε, οι πανκς της εποχής να καπνίζουν στις γωνίες… Πίσω από τη νεκρή ζώνη, στα ανατολικά, διακρίνονται τα ρημαγμένα σπίτια και η σημαία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας με το σφυρί και τον διαβήτη μέσα σε ένα στεφάνι από στάχυα.
Ο Ασίσι γεννήθηκε στην Ανατολική Γερμανία, αλλά από το 1978 ζούσε στο Δυτικό Βερολίνο. Όπως λέει, το Τείχος ήταν απλά ένα κομμάτι της πόλης.
«Η ζωή ήταν κανονική και συχνά σκέφτομαι αυτήν την κανονικότητα. Αναρωτιέμαι αν είμαι κακός, επειδή δεν είχα προσέξει το Τείχος. Πηγαίναμε σε εστιατόρια δίπλα στο Τείχος, διασκεδάζαμε δίπλα στο Τείχος. Είχα ένα φίλο που ζούσε σε δρόμο ακριβώς δίπλα στο Τείχος και ακόμη θυμάμαι πώς ανακάτευα τον καφέ μου και κοιτούσα από το παράθυρο στο Τείχος και μετά γυρνούσα από την άλλη και μιλούσαμε για διάφορα πράγματα. Δεν έβλεπες πια το Τείχος», αναφέρει ο καλλιτέχνης.
Η εγκατάσταση εμφανίζει μια φθινοπωρινή ημέρα πάνω σε 900 τετραγωνικά μέτρα. Η μόνιμη έκθεση του Ασίσι φιλοξενείται σε ένα ειδικά δομημένο κτήριο κοντά στο Checkpoint Charlie και είναι γεμάτη με φωτογραφίες διαφόρων σύγχρονων μαρτυριών.
Οι εκδηλώσεις στη γερμανική πρωτεύουσα θα κορυφωθούν με μια μεγάλη συναυλία στην Πύλη του Βρανδεμβούργου το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου.
Ο τελευταίος Σοβιετικός ηγέτης Μιχάηλ Γκορμπατσόφ, 30 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, προειδοποιεί ότι δεν πρέπει να δημιουργηθεί ένα νέο, πραγματικό ή αόρατο τείχος μεταξύ Ρωσίας και Δύσης.
Ο Μιχαήλ Γορμπατσόφ, σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Reuters με αφορμή την επικείμενη επέτειο από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου, κατηγορεί την Ουάσιγκτον, η οποία υπήρξε πρώην αντίπαλος στην εποχή του «Ψυχρού Πολέμου», θεωρώντας την υπεύθυνη για την καταστροφή του συστήματος ελέγχου των πυρηνικών εξοπλισμών το οποίο εγγυάται την ασφάλεια στον κόσμο.
Ο ηλικίας σήμερα 88 ετών Γκορμπατσόφ διαδραμάτισε έναν από τους πλέον σημαντικούς ρόλους στα γεγονότα που οδήγησαν στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου και σήμαναν το τέλος του «Ψυχρού Πολέμου».
Ο Γκορμπατσόφ ανακοίνωσε την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όπου η Μόσχα κυριαρχούσε επί δεκαετίες και κατέστησε σαφές ότι δεν θα επέμβει στις εσωτερικές υποθέσεις της τότε Λαοκρατικής Δημοκρατικής Γερμανίας.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ εγγυήθηκε τότε ότι τα σοβιετικά στρατεύματα που βρίσκονταν στην Ανατολική Γερμανία θα παρέμεναν στους στρατώνες, ενώ στη συνέχεια συμφώνησε στην επανένωση της Γερμανίας.
Το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου του 1989 οι Ανατολικογερμανοί μεθοριακοί φρουροί άνοιξαν τα σημεία ελέγχου στο Τείχος του Βερολίνου, το οποίο είχε ανεγερθεί το 1961 και οι κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου άρχισαν να φεύγουν προς το Δυτικό Βερολίνο.
Τρεις δεκαετίες μετά την πτώση του Τείχους ο Γκορμπατσόφ λέει ότι τον ανησυχεί η άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα οι σχέσεις Ανατολής και Δύσης και ιδιαίτερα η απουσία διαλόγου μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας στο ζήτημα των πυρηνικών όπλων. Ως παράδειγμα αναφέρει την απόφαση της Ουάσιγκτον να αποχωρήσει από τη συμφωνία INF την οποία υπέγραψε το 1987 με τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρίγκαν, λέγοντας ότι η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποχωρήσει από την INF δεν είναι ένδειξη «μεγάλης σκέψης».
Ωστόσο παρά την κριτική που ασκεί στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, ο Γκορμπατσόφ τάσσεται κατά της δημιουργίας πραγματικών ή αόρατων τειχών, παρόμοιων με το Τείχος του Βερολίνου για να επισημοποιηθούν οι διαφωνίες μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
«Το οποιοδήποτε τείχος, συνιστά απόπειρα αποστασιοποίησης από το πραγματικό πρόβλημα, χωρίς να το λύνεις. Γι’ αυτό τον λόγο είμαι κατά των τειχών. Και στην Ευρώπη κατά των διαχωριστικών γραμμών και όποιων ‘παραπετασμάτων’» λέει ο Γκορμπατσόφ.
«Όσο επικίνδυνη κι αν είναι η σημερινή κατάσταση, δεν θεωρώ ότι είναι επανάληψη του ‘Ψυχρού Πολέμου’. Μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης δεν υπάρχει ιδεολογική αντιπαράθεση, υπάρχουν όμως στενοί οικονομικοί δεσμοί, ελευθερία στις μετακινήσεις, στην επικοινωνία, πολιτιστική προσέγγιση… Γι’ αυτόν τον λόγο ένας νέος ‘Ψυχρός Πόλεμος’ μπορεί να αποτραπεί, είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό», λέει ο Γκορμπατσόφ.
Η Ιστορία κινήθηκε με «απίστευτη ταχύτητα»
Ο Γκορμπατσόφ, ο οποίος ηγήθηκε της Σοβιετικής Ένωσης από το 1985 έως το 1991, κατά το παρελθόν πραγματοποιούσε πολλά ταξίδια στο εξωτερικό και έμενε όταν είχε ελεύθερο χρόνο το σπίτι που είχε στη Γερμανία. Σήμερα ζει στη Ρωσία, από την οποία δεν έφυγε ποτέ. Πάντα επιδίωκε να τον θυμούνται οι Ρώσοι, παρότι στη Δύση είναι πιο δημοφιλής απ’ όσο είναι στη χώρα του. Στη Ρωσία πολλοί του ασκούν κριτική, θεωρώντας ότι εκείνος ήταν ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης κατά την κατάρρευσή της, μετά την οποία βίωσε μια τεράστια οικονομική κρίση.
Ο Γκορμπατσόφ σπάνια εμφανίζεται δημόσια, αλλά μερικοί στο Κρεμλίνο, μέχρι σήμερα ακούνε τη γνώμη του λόγω της μεγάλης πείρας που έχει στα ζητήματα διευθέτησης των σχέσεων με την Ουάσιγκτον. Όταν τον περασμένο Νοέμβριο επισκέφτηκε έναν κινηματόγραφο της Μόσχας για να δει το ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, υποβασταζόταν για να περπατήσει.
Ο Μιχαήλ Γορμπατσόφ, αναφερόμενος στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την ένωση της Γερμανίας, ομολογεί ότι η ταχύτητα των εξελίξεων εκείνη την περίοδο είχε εκπλήξει τον ίδιο αλλά και άλλους παγκόσμιους ηγέτες.
«Η ίδια η Ιστορία, αίφνης κινήθηκε προς τα εμπρός με απίστευτη επιτάχυνση. Στις πόλεις της Ανατολικής Γερμανίας μάζες ανθρώπων βγήκαν στις πλατείες και διατράνωναν τη θέλησή τους… Είχε γίνει σαφές ότι όλα βαίνουν προς την επανένωση πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο περίμενε κανείς», λέει ο Γκορμπατσόφ και προσθέτει: «Στην επικράτεια της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας εκείνη την περίοδο υπήρχαν 380.000 δικοί μας στρατιώτες. Πήραν εντολή να παραμείνουν στους στρατώνες. Μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία ολοκληρώθηκε χωρίς αιματοχυσία, ολοκληρώθηκε ειρηνικά. Νομίζω ότι σ’ αυτό συνίσταται και η δική μου συνεισφορά».
Το ντοκιμαντέρ «Το Τείχος»
Ο καλλιτέχνης Jürgen Böttcher βίωσε την πτώση του τείχους και δημιούργησε το ντοκιμαντέρ «Το Τείχος» το 1990.
Όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στη Γερμανία ανακοίνωσε στις 9 Νοεμβρίου 1989 την ελεύθερη διακίνηση όλων των πολιτών της Ανατολικής Γερμανίας (DDR), σήμανε άθελά του το τελευταίο κεφάλαιο στην ιστορία της γερμανικής διχοτόμησης: το ίδιο βράδυ, Γερμανοί από την Ανατολική και την Δυτική Γερμανία βρίσκονται αγκαλιασμένοι.
Στο ντοκιμαντέρ «Το Τείχος» (1990, 99 λεπτά, Γερμανία), ο καλλιτέχνης και σκηνοθέτης Jürgen Böttcher επεξεργάζεται τις προσωπικές του εντυπώσεις από τις τελευταίες μέρες του τείχους του Βερολίνου.
Πρόκειται για μια παραστατική ταινία, εν μέρει πειραματική, για το Τείχος του Βερολίνου στο κέντρο της πόλης, γύρω από την πλατεία Potsdamer Platz και την Πύλη του Βραδεμβούργου. Μια ταινία για τις τελευταίες μέρες του Τείχους, όταν επικρατούσε μια αίσθηση αποσυναρμολόγησης. Οι γραφικές εικόνες και το ηχητικό κολλάζ προκαλούν έντονους συνειρμούς. Πρόσωπα και σκηνές από τις στιγμές του γεγονότος συμπληρώνονται από προβολές ιστορικών σκηνών στα ερείπια αυτής της απάνθρωπης κατασκευής.
- Πηγές πληροφοριών: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, Σαν Σήμερα, Ρόιτερ, ημερήσιος Τύπος