Η Άλις Όσβαλντ επιχειρεί μια ανασκαφή της “Ιλιάδας”, μεταφράζει από το πρωτότυπο και δημιουργεί ένα “προφορικό νεκροταφείο”, ένα μεγάλο ποίημα-φόρο τιμής στους νεκρούς και των δύο στρατοπέδων του Τρωικού Πολέμου, υπενθυμίζοντας ότι μία από τις βασικές λειτουργίες του έπους, και όλης της λογοτεχνίας, είναι η διατήρηση της μνήμης.
Το Μνημείο Πεσόντων (2011) ξεκινάει με την ξερή καταγραφή, με κεφαλαία μάλιστα γράμματα, των ονομάτων εκείνων που σκοτώθηκαν στις ιλιαδικές μάχες: ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ / ΕΧΕΠΩΛΟΣ / ΕΛΕΦΗΝΩΡ / ΣΙΜΟΕΙΣΙΟΣ / ΛΕΥΚΟΣ / ΔΗΜΟΚΟΩΝ / ΔΙΩΡΗΣ / ΠΕΙΡΟΟΣ / ΦΗΓΕΑΣ / ΙΔΑΙΟΣ και συνεχίζει για οκτώ σελίδες, ένα μικρό νεκροταφείο νεκρών πολεμιστών.
***
“Ο πρώτος που πέθανε ήταν ο ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ
Άντρας ταγμένος βούτηξε με φούρια στο σκοτάδι
Με σαράντα μελανά καράβια ν’ αφήνουν πίσω τους τη γη
Άντρες σάλπαραν μαζί του από εκείνους τους γκρεμούς
που τους φωτίζουνε λουλούδια
Όπου το χορτάρι δίνει στα πάντα τροφή
Πύρασος Ίτων Πτελεός Ανδρών
Πέθανε στον αέρα πηδώντας για να φτάσει πρώτος
στην ακτή
Το σπίτι του έμεινε μισοχτισμένο
Πετάχτηκε η γυναίκα του γδέρνοντας τα μάγουλά της
Ο Ποδάρκης ο σε όλα λιγότερος αδελφός του
Πήρε το πόστο του αλλά αυτά έγιναν πριν πολύ καιρό
Βρίσκεται στη μαύρη γη χιλιάδες χρόνια τώρα”.
***
Το “προφορικό νεκροταφείο” της Όσβαλντ, το μνημείο που στήνει προς τιμήν όλων των κοινών, “αόρατων” ανθρώπων, υπενθυμίζει κάθε στιγμή πόσο σύντομο και απρόβλεπτο είναι το πέρασμά μας από αυτή τη ζωή, και κατ’ επέκταση, πόσο μοναδικό και πολύτιμο. Η -τολμηρή- απόφασή της να συμπυκνώσει την Ιλιάδα με αυτόν τον τρόπο αποκαλύπτει αναπάντεχα στον αναγνώστη κάτι από την πρωταρχική λειτουργία της λογοτεχνίας. Λέμε ιστορίες όχι μόνο για να εξηγήσουμε τα ανεξήγητα του κόσμου που μας περιβάλλει, όχι μόνο για να κατευνάσουμε το φόβο και να βρούμε παρηγοριά, αλλά και για να θυμόμαστε, όσα έγιναν και όσους πέρασαν πριν από μας, επειδή οι νεκροί πεθαίνουν πραγματικά μόνο όταν τους έχουν ξεχάσει όλοι. Δεν είναι τυχαίο ότι η εφημερίδα “Le Monde” επέλεξε να τιμήσει τα θύματα της τρομοκρατικής επίθεσης στο Bataclan δημιουργώντας ένα αντίστοιχο μνημείο: οι φωτογραφίες των 130 θυμάτων συνοδευόμενες από τα ονόματά τους και ένα συντομότατο κείμενο κάθε φορά, που υπενθύμιζε ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, πώς ζούσαν και τι ονειρεύονταν, πώς ακριβώς σκοτώθηκαν και ποιοι μένουν πίσω για να τους θυμούνται.
***
Περπατώντας στα χνάρια του ιλιαδικού κόσμου, νιώθοντας τη σκόνη και τη μεταλλική γεύση του αίματος, η Βρετανίδα Άλις Όσβαλντ στήνει ένα αριστουργηματικό ποιητικό μνημείο με άξονα τους αμνημόνευτους και ατραγούδιστους νεκρούς του έπους, το οποίο με ευστοχία αποκαλεί Μνημείο Πεσόντων.
Κυρίως, όμως, ανασυστήνει με τα ίδια ακριβώς εργαλεία ολόκληρο τον ομηρικό κόσμο, φτάνοντας μέχρι την απλή λεπτομέρεια της αίσθησης του θανάτου που είναι κυρίαρχη σε κάθε απτή παρομοίωση, σε κάθε κίνηση της φύσης, «όπως ένα μουρμούρισμα του ανέμου/ ξεκινά ένα ψιθύρισμα κυμάτων/ μια μακριά νότα δυναμώνει/ Το νερό αναπνέει στεναγμό βαθύ/ Σαν κυματισμό της γης/ Όταν ο δυτικός άνεμος περνάει μέσα από χωράφι/ Λαχταρώντας ψάχνοντας/ χωρίς να βρίσκει τίποτα/ Οι μίσχοι των καλαμποκιών τινάζουν τα πράσινα κεφάλια τους».
Η Άλις Όσβαλντ, για την οποία γράφτηκε ότι είναι ίσως η μεγαλύτερη εν ζωή ποιήτρια της Μεγάλης Βρετανίας, δανείζεται από την Ιλιάδα τις μινιμαλιστικές «βιογραφίες» των άσημων νεκρών και χτίζει με στίχους το μνημείο τους. «Ο ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ είναι νεκρός που λάτρευε το τρέξιμο/ Τώρα κάποιος πρέπει να το πει στον πατέρα του/ Εκείνον τον εξαντλημένο άντρα που ακουμπάει σ’ έναν τοίχο/ Περιμένοντας τον αγαπημένο του γιο».
Στη συνέχεια χρησιμοποιεί, ελεύθερα «μεταφρασμένη», την παραπάνω ιλιαδική παρομοίωση: «Όπως ένα λιοντάρι που οδηγεί τα μικρά του μέσα από το δάσος/ Και πέφτει σε μια ομάδα κυνηγών/ Και από το βλέμμα παίρνει δύναμη/ Σφίγγοντας όλο του το πρόσωπο σαν μια γροθιά/ Γύρω από τα πετράδια των ματιών του». Μια ελλειπτική «βιογραφία» κι ύστερα μια παρομοίωση, σε αντιφώνηση – παρομοίωση η οποία όμως επαναλαμβάνεται! Και με την επανάληψη το ποίημα γίνεται τραγούδι, γίνεται μοιρολόι. Η σύλληψη και η εκτέλεση είναι απλή και ιδιοφυής. Η πλοκή της Ιλιάδας μένει ολότελα απ’ έξω. Η ποιητική αφήγηση περιλαμβάνει αρχικά τους άσημους νεκρούς και τις δις επαναλαμβανόμενες παρομοιώσεις.
Ο ανώνυμος στρατιώτης αποκτά σάρκα και οστά τη στιγμή ακριβώς που χάνεται: «Όπως όταν ο θεός ρίχνει ένα αστέρι/ Και όλοι κοιτούν επάνω/ Να δουν αυτό το μαστίγιο από σπίθες/ Κι έπειτα πάει».
Η στιγμή του χαμού αναφλέγεται φωτίζοντας τη ζωή του νεκρού, τα λίγα εκείνα που χρειάζονται για να γίνει πρόσωπο. Κι ακολουθεί η παρομοίωση-θρήνος.
Η Όσβαλντ, που μετά τις αρχαιοελληνικές οξφορδιανές σπουδές της εργάστηκε ως κηπουρός και είναι μητέρα τριών παιδιών, σάρωσε τα μεγάλα βρετανικά βραβεία ποίησης. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την προφορικότητα, τη φωνή.
Απήγγειλε απέξω το «Μνημείο μεσόντων». Για τις ανάγκες άλλων ποιημάτων της ηχογραφεί τις ζωντανές κουβέντες των ανθρώπων. Η μεταφράστρια Μυρσίνη Γκανά διαμεσολαβεί αποτελεσματικά την εμπνευσμένη εργασία της. Το ποίημα έρχεται ενθαρρυντικά να συναντηθεί με τις αναζητήσεις της καινούργιας ελληνικής ποίησης στα θέματα της προφορικότητας, του πειραματισμού, της φωνητικής εκφοράς, με τον πήχη, οπωσδήποτε, ψηλά σηκωμένο άπό την Οσβαλντ.
Κατά ενδιαφέροντα τρόπο –για να γυρίσουμε στο ποίημα– ο Πάτροκλος συμπεριλαμβάνεται στο «Μνημείο» κι ας μην είναι ανώνυμος, ενώ το έργο κλείνει με έναν σταρ, τον Έκτορα (υπάρχει γυναίκα που να μπορεί να αντισταθεί, όχι στον Πάρι, αλλά στον Έκτορα;). Με αυτόν τελειώνουν οι «βιογραφίες». Και το ποίημα σβήνει με δώδεκα μη επαναλαμβανόμενες πλέον παρομοιώσεις, που αντηχούν ελεγειακά η μία μετά την άλλη.
«Όπως εκείνη τη στιγμή κίνησης αργής/ Όπου η γυναίκα ζυγίζει το μαλλί/ Τα καημένα τα χέρια της αράχνες/ Δουλεύουν όλη νύχτα κλώθοντας για τα παιδιά της μέλλον/ Κι έπειτα σταματά/ Χαϊδεύει τη ζυγαριά να ισορροπήσει».
***
Οι υπόλοιπες σελίδες του βιβλίου αφηγούνται, αναπαράγοντας ελεύθερα τις ομηρικές διατυπώσεις, τον τρόπο θανάτου καθενός από αυτούς τους επώνυμους νεκρούς:
Ο ΟΡΣΙΛΟΧΟΣ και ο ΚΡΗΘΩΝ δεν κρατιούνταν Είχαν ρηχά ανέκφραστα μάτια Που κοιτούσαν πάντοτε το λίκνισμα της θάλασσας Και ήταν εγγόνια ποταμού Του φημισμένου Αλφειού που τα μυώδη του ύδατα κυκλώνουνε τα χώματα της Πύλου Να τους κρατήσουν όμως δεν μπορούν τα μπράτσα αυτά τα μπλαβιασμένα Σαν μεγαλώσαν αρκετά Μπήκαν σ’ ένα καράβι σάλπαραν για την Τροία η ιστορία τους Τελειώνει εδώ στο μαύρο
***
Όπως τον Ιούνιο / Μια παπαρούνα που τη σφυροκοπά η βροχή / Γέρνει το κεφάλι της / Έτσι ακριβώς είναι / Όταν παραδίδεται ο λαιμός του ανθρώπου / Και ο χάλκινος κάλυκας του κράνους του / Γέρνει το κεφάλι του.
Όπως σημειώνει με εξαιρετική ακρίβεια η μεταφράστρια Μυρσίνη Γκανά στον πρόλογό της: «Ο λυρισμός των παρομοιώσεων, που άλλες φορές γλυκαίνει το τραγούδι του θανάτου και άλλες το δυναμώνει και το ενισχύει, φέρνει τη μοίρα του ανθρώπου σε αντιπαραβολή με αυτή όλων των άλλων φυσικών πλασμάτων, του ελαφιού, του λύκου, του λουλουδιού, των βράχων και των φύλλων, που ανανεώνονται, χάνονται και εμφανίζονται ξανά, όπως αυτοί οι στρατιώτες, εμείς, οι επόμενοι, που περνάμε σαν κομήτες και φωτίζουμε για μια στιγμή κάποιον ουρανό, για να αντικατασταθούμε στη συνέχεια από άλλους, μπορούμε όμως να ελπίζουμε ότι κάποιοι, χιλιάδες χρόνια αργότερα ίσως να διαβάσουν το όνομά μας και να μας θυμηθούν».
«Ο Ελεφήνωρ απ’ την Εύβοια που πρόσταζε σαράντα πλοία/ Γιος του Χαλκώδοντα για τη μητέρα του τίποτα δεν γνωρίζουμε/ Πέθανε σέρνοντας το πτώμα του Εχέπωλου/ Μια λάμψη, μια υποψία σάρκας φάνηκε κάτω από την ασπίδα καθώς έσκυψε/ Και τον χτύπησε ο Αγήνωρ τον ένατο χρόνο του πολέμου/ Είχε τα μαλλιά του μακριά»
***
Όπως μια σταγόνα από το χυμό του σύκου μες στο γάλα / μυστηριωδώς το πήζει / λες και μια σταγόνα λήθαργου πέφτει μες στον κουβά / και η γυναίκα που ανακατεύει / σταματά
Όπως το αναπόδραστο μάτι / του αετού από ψηλά / κάτω από την ακτίνα του οποίου / ο γρήγορος σαν τη σκιά λαγός δεν καταφέρνει να κρυφτεί / μπρούμυτα στο χώμα / ενός φυλλώδους δάσους / αυτό το περιφερόμενο μάτι ρίχνει ένα βλέμμα / και σκοτώνει.
***
«Όπως όταν ο θεός ρίχνει ένα αστέρι/ Και όλοι κοιτούν επάνω/ Να δουν αυτό το μαστίγιο από σπίθες/ Κι έπειτα πάει»
***
Γεννημένη το 1966, η πολυβραβευμένη και δημοφιλής Άλις Όσβαλντ κατοικεί σήμερα σε ένα προάστιο του Λονδίνου με την οικογένειά της και ζει από τη συγγραφή. Δεν δίστασε μετά τις φιλολογικές και θεατρικές σπουδές της να δουλέψει ακόμα και ως κηπουρός, καθώς ήθελε να κάνει κάτι που να απασχολεί το σώμα της έτσι ώστε το μυαλό της να μπορεί «να δουλεύει τα δικά του», όπως λέει η μεταφράστριά της. «Η σχέση της με την φύση αποτυπώνεται στα ποιήματά της, στο εφήμερο της ανθρώπινης ζωής. Για την Όσβαλντ οι άνθρωποι μοιάζουν με τα φύλλα, που πέφτουν, λιώνουν και στην θέση του έρχονται άλλα. Και γράφει με ύφος στακάτο που έχει μια πολύ μεγάλη δύναμη, χωρίς να χρησιμοποιεί εύκολα τον λυρισμό».
***
Άλις Όσβαλντ
«Μνημείο πεσόντων»
Εκδόσεις Μελάνι, 2018, μτφ. Μυρσίνη Γκανά, σελ. 104
- Διαβάστε επίσης:
Το «Μνημείο πεσόντων» της Άλις Όσβαλντ στην Οικία Κατακουζηνού