Καλοκαίριασε. Είπαμε να πάμε στην θάλασσα να ξεπλύνουμε από πάνω μας το καυσαέριο. Αυτό δεν το είπαμε. Αυτό κρυφά το ελπίζουμε και οι δυο.
Εγώ και εσύ. Τώρα γίναμε δυο. Ποτέ δεν σου άρεσε ο ενικός όταν μίλαγα για μένα. Έλεγα ας πούμε «θα πάω» και με διόρθωνες. Έλεγες «θα πάμε».
Εσύ οδηγάς. Ακέραιος. Εγώ στο πίσω κάθισμα. Σου χαϊδεύω το σβέρκο. Είπες σου αρέσει. Και εγώ δε φοβάμαι. Καιρό τώρα φοβόμουν, μέχρι που πρόσφατα κατάλαβα πως η λύση είναι απλά να κάνω αυτό που σου αρέσει. Είναι καλύτερα έτσι. Είσαι πιο ήρεμος. Το σπίτι ολόκληρο είναι πιο ήρεμο. Τα πιάτα μένουν στην θέση τους, οι καρέκλες όρθιες και εγώ μένω καθαρή. Το δέρμα μου δηλαδή μένει καθαρό.
Έχει κίνηση η Εθνική αλλά δείχνεις ήρεμος. Όταν πάμε στην θάλασσα είσαι πάντα χαρούμενος. Η μουσική στο ραδιόφωνο παίζει δυνατά. Εγώ κοιτάω από το παράθυρο σαν χαμένη. Σε ενοχλεί. Τραγουδάς για να με επαναφέρεις πίσω στο αυτοκίνητο.
Η φωνή σου μου υπενθυμίζει πως είσαι κοντά. Υπογραμμίζεις αδιάκοπα την παρουσία σου. Καπνίζεις. Μου ζητάς πότε πότε αναπτήρα. Δεν θυμάσαι πού τον αφήνεις κάθε φορά που ανάβεις τσιγάρο. Καπνίζεις νευρικά. Το κόλλησα κι εγώ από σένα. Καπνίζω λες και με κυνηγούν. Σβήνω βιαστικά το τσιγάρο στο τασάκι σαν να φοβάμαι μην πάρουν τα αποτσίγαρα φωτιά. Βαθιά εισπνοή. Ακούω το χαρτί να καίγεται. Το τασάκι του αυτοκινήτου ξεχειλίζει αποτσίγαρα. Τα κοιτώ. Τα μετρώ. Προσπαθώ να τα χωρίσω σε δυο ομάδες. Τα δικά σου είναι πιο πολλά από τα δικά μου. Σχεδόν διπλάσια. Πάντα με νικάς.
Φτάνουμε στην παραλία της Επανομής. Οι πολύχρωμες ομπρέλες συμπυκνωμένα καρφωμένες στην άμμο. Προσπερνάμε οικογένειες, γυμνασμένους που πίνουν φραπέ, ανακατεύουν τον ξεραμένο από την ζέστη αφρό, μεγαλόσωμες κυρίες που διαβάζουν κουτσομπολίστικα περιοδικά, ιδρωμένα σώματα που γυαλίζουν στον ήλιο, ανθρώπινο λίπος, παιδιά με ρακέτες, παιδιά με μπρατσάκια, παιδιά με κουβαδάκια. Πολλά παιδιά. Τα μετράω κι αυτά. Είναι περισσότερα από όσο ήλπιζα. Ξέρω πως θα σε θυμώσουν. Το καταλαβαίνω γιατί άρχισες να περπατάς γρήγορα. Αυτό το νευρικό περπάτημα που προσπαθεί να αφήσει πίσω του τους λουόμενους, το πλήθος, τον κόσμο ολόκληρο. Αυτά τα πόδια που βουλιάζουν στην άμμο, η ανάσα που επιταχύνει, το πρόσωπό σου που ιδρώνει. Τα ξέρω όλα αυτά, τα νιώθω, ακούω την αναπνοή σου πριν να λαχανιάσεις. Μυρίζω τον ιδρώτα σου πριν βγει από τους πόρους του δέρματός σου, και ξέρω πως δεν θα ησυχάσεις αν δεν βρεις την πιο απομονωμένη γωνιά της παραλίας. Εκεί σου αρέσει, εκεί που φοβάμαι περισσότερο, μακριά από τον κόσμο.
Σταματάς να πάρεις καφέ. Σε ενοχλεί, η τιμή, το γκαρσόνι που είναι αργό, ο τρόπος που στέκομαι. Βρίζεις μέσα από τα δόντια σου. «Κοίτα» λες, «κοίτα. Είναι καφές αυτό; Σφουγγάρι ο αφρός».
Σε λίγο κάθεσαι στην σκιά. Καθρεφτίζομαι στα γυαλιά ηλίου σου. Ανάβεις τσιγάρο. Στρέφω το βλέμμα προς την θάλασσα. Οι λαμαρίνες από το βουλιαγμένο πλοίο τσακώνονται με τα κύματα. Χρόνια τώρα η αλμύρα σιγοτρώει τη λαμαρίνα. Το πλοίο πάντα στην ίδια θέση εγκλωβισμένο κι αταξίδευτο. Και τι κέρδισε σε αυτή τη μάχη η θάλασσα; Εκατοντάδες κόκκους σκουριάς…
– Λέω να βουτήξω.
– Δε θα με περιμένεις;
Πρέπει πάντα να περιμένω. Να συντονίζομαι μαζί σου. Να γίνουμε σιαμαίοι. Αυτή η ψυχαναγκαστική χορογραφία της σχέσης μας. Να τρώμε, να κοιμόμαστε, να πλένουμε τα δόντια μας, να βλέπουμε τους φίλους μας μαζί. Μαζί. Μια κοινή μάζα.
Βουτάω τελικά, μόνη. Θα την πληρώσω αργότερα αυτήν την ανεξαρτησία.
Επιπλέω για λίγο ανάσκελα. Το αλάτι διαλύεται μέσα στα αφτιά μου. Η ανάσα μου ακούγεται σαν μέσα από μάσκα οξυγόνου. Νιώθω σαν να επέστρεψα στην κοιλιά της μάνας μου, ελεύθερη και ασφαλής στο υδάτινο περιβάλλον.
Βγαίνω από το νερό. Σκουπίζομαι γρήγορα με την πετσέτα και ντύνομαι. Πρέπει να κρύψω τις μελανιές. Από τον ήλιο, έχω ευαίσθητη επιδερμίδα βλέπεις. Δεν με κοιτάς. Οι γραμμές στο πρόσωπό σου αυστηρές. Είναι τόσο έντονες που καθιστούν αόρατο οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό του προσώπου σου. Ένα πρόσωπο χωρίς μάτια και χείλη, μόνο με γραμμές. Αυστηρές, μονότονες ευθείες.
Μου ζητάς νερό. Θυμώνεις που ζεστάθηκε το μπουκάλι. Ψάχνω να βρω τη σακούλα με τα φρούτα. Με βρίζεις που την ξέχασα στο αυτοκίνητο. Προσφέρομαι να πάω να την φέρω. Ωρύεσαι. Τα μάτια σου κόκκινα. Νιώθω ασφαλής σε δημόσιο περιβάλλον, δεν μπορούν βέβαια να μας δουν, αν φωνάξω όμως θα μας ακούσουν.
Περπατώ πίσω στο αυτοκίνητο. Ανοίγω το πορτ-μπαγκάζ. Πιάνω την σακούλα, καίει. Τα ροδάκινα μυρίζουν ξινίλα. Παίρνω βαθιά αναπνοή.
Ένα αυτοκίνητο σταματάει δίπλα μου. Δυο νεαροί, χαχανίζουν. Μουσική στη διαπασών. Ο ένας από τους δυο με κοιτάει. Μου χαμογελάει πριν στρέψω αλλού το βλέμμα. Το γκάζι στο τέρμα, ξαφνική επιτάχυνση, τα λάστιχα στριγγλίζουν πάνω στον τσιμεντένιο δρόμο. Είναι αυτός ο ήχος της σιωπής μου;
Το «αν» γεννιέται στη σκέψη μου. Το ακολουθώ πριν προλάβει να επικρατήσει η λογική. Βάζω το κλειδί στη μίζα. Τώρα και τα δικά μου λάστιχα αφήνουν μαύρα αποτυπώματα στο τσιμέντο.
Σε δέκα λεπτά έχω φτάσει στο Πλαγιάρι. Σε δεκαπέντε ανάβεις το δεύτερο τσιγάρο. Τσαλακώνεις το πακέτο και το πετάς με δύναμη προς την θάλασσα. Η δύναμή σου δεν φτάνει το νερό. Προσγειώνεται λίγο πριν από τη γραμμή που αφήνει το κύμα όταν σκάει. Σε είκοσι λεπτά, τρίτο τσιγάρο. Με έχεις ήδη βρίσει δυο φορές. Πουτάνα και μαλακισμένη. Τώρα δεν σου φτάνω μόνο εγώ. Βρίζεις, τον κόσμο, Χριστούς και Παναγίες. Στο μισάωρο έχεις σηκωθεί. Κλοτσάς την ψάθα που μπερδεύεται στα πόδια σου. Φεύγεις χωρίς παντόφλες. Η άμμος σου καίει τα πόδια ενόσω περπατάς. Σκέφτηκες ήδη μια φορά πως με πιάνεις από τα μαλλιά και χτυπάς το κεφάλι μου στο τζάμι του αυτοκινήτου. Στην δεύτερη σου σκέψη είμαι στο πάτωμα και κλοτσάς την κοιλιά μου, μέχρι να σου πω χίλια συγγνώμη και να σταματήσεις. Μόνο που τώρα είμαι πολύ μακριά και τα πόδια σου δε με φτάνουν.
Στην θέση του πάρκιγκ το αυτοκίνητο λείπει. Ένα ξινό χαμόγελο απορίας. «Κάτι θα της συνέβη της ηλίθιας», συμπεραίνεις. Με παίρνεις τηλέφωνο. Το «πού είσαι» το ρωτάς για να κερδίσεις χρόνο. Όποια και να είναι η απάντησή μου η επόμενη λέξη σου θα είναι βρισιά. Άχρηστη ή ανίκανη το λιγότερο. Μπορεί απλά και να μη βρίσεις, να πεις, τσακίσου κι έλα πίσω. Όταν διατάζεις δεν βρίζεις.
Μόνο που δεν περιμένεις πως θα σου πω «έφυγα, πάω σπίτι». Η απάντησή μου σε κάνει να χάσεις τα λόγια σου για λίγο. Το κλείνω. Μια ανάσα ακόμα για μένα. Να πάρω δύναμη.
Δάκρυα ελευθερώνονται από τα μάτια μου. Να σπας τα δεσμά και να μην μπορείς να διαχειριστείς την ελευθερία. Πού θα πάω; Τι θα κάνω; Δυναμώνω την ένταση της μουσικής. Ακούω ό, τι θέλω, ό, τι τόσο καιρό σχολιάζεις και ειρωνεύεσαι. Τα χαζορομαντικά τραγούδια που άκουγε κι η μάνα μου ή τα ρηχά τα ελαφρολαϊκά.
Τα μάτια κοκκινίζουν και δεν είμαι σίγουρη αν είναι τα δάκρυα ή οι εικόνες γεμάτες από αίμα που κατακλύζουν το μυαλό μου. Μαχαίρι. Πώς να πρωτοτυπήσω; Δεν θέλω να σκεφτώ πολύ. Θέλω τα πράγματα να είναι απλά. Να μπεις μέσα στο σπίτι βιαστικός και να ορμήξω επάνω σου. Το πρόσωπό σου θα ήθελα να καρφώσω αλλά δεν γίνεται. Πολλά τα κόκαλα θα δυσκολευτώ. Λέω να ξεκινήσω από το στομάχι. Όχι την πλάτη. Μπροστά, για να σε βλέπω να πονάς.
Ο περιπτεράς στη Λεωφόρο του Όχι μου δίνει τα τσιγάρα πριν τα ζητήσω. Ένα δικό σου ένα δικό μου.
«Δεν θέλω τα Άσσος», του διευκρινίζω. Πληρώνω. Μου χαμογελάει. Το ξέρω αυτό το χαμόγελο. Το έχουν όλοι στην γειτονιά. Όλοι ξέρουν, όλοι μας έχουν ακούσει, ακόμα και η σχεδόν κουφή γριά στον τρίτο. Εκείνοι πάντα θα ξέρουν καλύτερα από μας τι συμβαίνει.
“Ο Νίκος; Σοβαρό παιδί, εξυπηρετικότατος στην Τράπεζα, για να φωνάζει κάτι θα του έκανε αυτή δε μπορεί. Αυτός είναι το καλύτερο παιδί. Κι αν της έδωσε και καμία, πάνω στα νεύρα του το παιδί δεν κρατήθηκε…”.
Τους ξέρω όλους. Τον περιπτερά, τη γειτόνισσα ή την κουφή γριά στον τρίτο. Ξέρω τι λένε κι ας μην τα λένε μπροστά μου.
Επιστρέφεις τέσσερις ώρες μετά. Έχω ανοίξει την μπαλκονόπορτα να μπαίνει δροσερός αέρας. Σε περιμένω σε μια πολυθρόνα βλέποντας τηλεόραση. Απορείς με το θράσος μου. Με πλησιάζεις αργά. Ξέρω πως σε λίγο θα βρεθώ στα πλακάκια. Εσύ θα με χτυπάς, εγώ θα κλαίω. Θα βγάζω κάτι βραχνούς ήχους και το στόμα μου θα στέκει μισάνοιχτο. Το σάλιο μου θα ανακατεύεται στα μαλλιά μου. Μετά θα πεις «Συγγνώμη αλλά εσύ φταις. Εσύ με ανάγκασες.» Πάντα εγώ σε αναγκάζω.
Έτσι είπα σήμερα να μην σε αναγκάσω. Να μην σε ξαναφέρω σε δύσκολη θέση. Κι όπως ορμάς κατά πάνω μου για να με χτυπήσεις σ’ αγκαλιάζω σφιχτά. Τα χάνεις για λίγο. Έχεις συνηθίσει να κουλουριάζομαι στο πάτωμα ή στο κρεβάτι και να με χτυπάς ανενόχλητος. Αλλά η αγκαλιά; Τι σόι αντίδραση είναι αυτή; Προσπαθείς να με τραβήξεις από τα μαλλιά για να με ξεκολλήσεις από πάνω σου. Σε σφίγγω με όλη μου την δύναμη. Επιμένεις. Είναι μικρό το μαχαίρι που διάλεξα. Δεν καταλαβαίνεις το πρώτο χτύπημα, νομίζεις απλά πως σε δάγκωσα βαθιά.
Στην πλάτη τελικά, δεν είδα το πρόσωπό σου. Καθώς βγάζω το μαχαίρι για να σε ξαναχτυπήσω νιώθεις πως κάτι διαφορετικό συμβαίνει αυτήν την φορά.
Με τόσους τρόπους σε είχα σκοτώσει μέσα στο μυαλό μου. Τη μια σε πατούσα με το αυτοκίνητο, την άλλη σε έπνιγα την ώρα που κοιμόσουν ή σου κάρφωνα το ανοιχτήρι στο λαιμό. Σήμερα, κοινότοπη όπως με έλεγες, διάλεξα το μαχαίρι των φρούτων. Παλιό. Το είχαμε βρει ξεχασμένο στο συρτάρι της κουζίνας όταν νοικιάσαμε το διαμέρισμα. Τελευταία δεν έκοβε καλά. Πάντα όταν το διάλεγα για να κόψω τις πατάτες, βλαστημούσα την ώρα και τη στιγμή.
Σκέφτομαι, τόσες φορές σχεδίασα να σε σκοτώσω, κι ούτε μια δεν σκέφτηκα απλά να φύγω και να σε παρατήσω.
Σκουπίζω τα χέρια μου με την μπλούζα σου. Σιχαίνομαι που έμειναν τα μάτια σου ανοικτά να κοιτούν φοβισμένα. Μα είναι παράξενο. Το πρόσωπό σου δεν είναι πια μόνο γραμμές. Έχει και μάτια! Τώρα βρήκες να δείξεις αδυναμία; Τώρα είναι πολύ αργά.
Πιάνω το ακουστικό. Ένα, μηδέν, μηδέν. Εξηγώ απλοϊκά. Εγώ, εσύ, ένας νεκρός. Μάντεψε ποιος. Να, που μια φορά κέρδισα κι εγώ σε κάτι.
«Ξενοκράτους, δώδεκα», τους λέω. Ερχόμαστε αμέσως, απαντούν.
Ξέρω δεν θα αργήσουν, το τμήμα είναι λίγο πιο κάτω στην Σοφοκλέους. Βγαίνω από την πολυκατοικία. Κάθομαι στα σκαλάκια, κάτω από την λεμονιά, και τους περιμένω. Έχει ζέστη μα πάντα δροσίζει το απογευματάκι. Στο τέρμα του δρόμου ο ήλιος δύει κι είναι λες και χύθηκε ο ήλιος στην άσφαλτο.
Προλαβαίνω άραγε να κάνω ένα τσιγάρο;