Ο κόσμος παρακολουθεί σοκαρισμένος τις εξελίξεις στην Notre Dame, ωστόσο ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο συγγραφέας του ομώνυμου μυθιστορήματος, είχε περιγράψει την καταστροφή πριν από 188 χρόνια.
Το Παρίσι είναι συγκλονισμένο από την καταστροφή της Παναγίας των Παρισίων, ωστόσο προκαλεί ανατριχίλα το γεγονός πως ο Βίκτορ Ουγκό είχε περιγράψει τη σκηνή το 1831.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, το οποίο είναι ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Όλα τα βλέμματα στράφηκαν στο πιο ψηλό μέρος της εκκλησίας. Αυτό που έβλεπαν ήταν κάτι συγκλονιστικό. Μια μεγάλη φλόγα υψωνόταν ανάμεσα στους δύο πύργους με ανεμοστρόβιλους και σπινθήρες, μια τεράστια και ανεξέλεγκτη φλόγα η οποία πότε φαινόταν και πότε χανόταν από τον πυκνό καπνό».
***
“Φανταστείτε… Αλλά όχι! Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς εκείνη την τετράγωνη μύτη που θύμιζε ρύγχος, εκείνο το απαίσιο ξεδοντιασμένο στόμα, το μοναδικό στρογγυλό μάτι που κρυβόταν κάτω από μια κοκκινωπή τούφα πουήταν φρύδι, το δόντι που ξεπεταγόταν από τ’ αποκρουστικά χείλη σα δόντρι κάπρου… Όχι! Τέτοια ασχήμια δεν μπορεί να περιγραφτεί. Όπως δεν μπορεί να περιγραφτεί και η έκφραση που είχε εκείνο το πρόσωπο. Ένα μίγμα πονηριάς, σαστιμάρας και θλίψης… Είναι ο Κουασιμόδος: φώναξαν. Είναι ο κωδωνοκρούστης της Παναγίας! Το στοιχειό της μεγάλης εκκλησίας!”.
***
Η αλήθεια είναι ότι το δημοφιλές αυτό έργο γράφηκε με έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο εκ μέρους του συγγραφέα: ο Ουγκώ αισθανόταν πως όφειλε να περάσει προς το κοινό της εποχής του ένα σαφές μήνυμα. Αυτό θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: η μεγάλη τέχνη του παρελθόντος, η τέχνη της γοτθικής αρχιτεκτονικής, έχει περιπέσει σε μαρασμό και απαξίωση. Κορυφαία κτίσματα που είχαν σημαδέψει τη φυσιογνωμία της γαλλικής πρωτεύουσας επί σειρά αιώνων, ξηλώνονταν, κατεδαφίζονταν, λησμονούνταν.
Για τον Ουγκώ, αυτό ήταν ανεπίτρεπτο και μέσα από την Παναγία των Παρισίων θέλησε να αναδείξει το κάλλος και τη μοναδική αισθητική του gothic πνεύματος, όπως αυτό εκφράστηκε μέσα από την αρχιτεκτονική: πράγματι, ο ίδιος ο καθεδρικός δεν είναι απλώς ένα παθητικό, ουδέτερο φόντο αλλά πρωταγωνιστής. Πρέπει μάλιστα να υπάρχουν λίγες σκηνές οι οποίες δεν διαδραματίζονται έξω, μέσα ή στην οροφή του μεγαλοπρεπούς αυτού ναού. Και, βέβαια, ο Ουγκώ τοποθετεί τη δράση του μυθιστορήματος σε μια εποχή ακμής του γοτθικού πνεύματος, τον 15ο αιώνα. Ο ίδιος έγραψε το έργο στα 1829-30 (εκδόθηκε την αμέσως επόμενη χρονιά), λίγα χρόνια αφότου εξέδωσε ένα μανιφέστο με τον ενδεικτικό τίτλο “Πόλεμος στους κατεδαφιστές”. Δεν είναι τυχαίο ότι ο καθεδρικός καθεαυτός είχε στα χρόνια του Ουγκώ περιπέσει σε μαρασμό και έργα αναπαλαίωσης και αναστήλωσης θα έπρεπε να γίνουν το συντομότερο δυνατόν εάν ήταν να διασωθεί το μνημείο.
Η μεσαιωνική Γαλλία, λοιπόν, τόπος και χρόνος μιας ομορφιάς χαμένης για πάντα, κατά τον ρομαντικό Ουγκώ, γίνεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, το θέατρο ενός δράματος που περιλαμβάνει πολύ πάθος, χαμηλό αλλά και υψηλό, αγνό πάθος· πολύ φθόνο και μοχθηρία, εγωισμό και ανιδιοτέλεια· αίμα και πόνο, σωματικό και ψυχικό. Η γλυκιά, αθώα μα την ίδια στιγμή έντονα σεξουαλική Εσμεράλδα αποτελεί εμμονή μιας σειράς ανδρών διαφορετικών κοινωνικών τάξεων, τη γνήσια, αληθινή αγάπη όμως ο Ουγκώ την εντοπίζει στον κωδωνοκρούστη της μεγαλόπρεπης εκκλησίας, στον δύσμορφο, γεμάτο υστερήσεις Κουασιμόδο, στο απόλυτο τίποτα δηλαδή. Και αυτό το τίποτα γίνεται το άπαν, εν τέλει.
***
Η Παναγία των Παρισίων, με την απίστευτη δημοτικότητά της, οδήγησε όχι μόνο στην αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για τη γοτθική αρχιτεκτονική (ο Ουγκώ πέτυχε το σκοπό του: ο καθεδρικός έτυχε έκτοτε ξεχωριστής φροντίδας), άνοιξε όμως και δρόμους για τα μεγάλα, λιγότερο ρομαντικά και περισσότερο ρεαλιστικά, κοινωνικά μυθιστορήματα-τοιχογραφίες του 19ου αιώνα, τόσο στη Γαλλία (Μπαλζάκ, Φλομπέρ) όσο και στην Αγγλία (Ντίκενς). Υπό μία έννοια, στέκει ως σήμερα όπως και ο εμβληματικός ναός του τίτλου: σαν μνημείο – της τέχνης της αφήγησης.
***
«Η Παναγία των Παρισίων» είναι ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα στον κόσμο αριστουργήματα του Ουγκώ και από τα κορυφαία έργα της ρομαντικής πεζογραφίας. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1831 και προκάλεσε από τότε συγκλονιστική εντύπωση. Η υπόθεση του βιβλίου είναι συναρπαστική, με γρήγορη και δραματική εξέλιξη, που σαγηνεύει τον αναγνώστη και τον κρατά διαρκώς σε εγρήγορση. Οι κύριοι ήρωές του, η Εσμεράλδα, ο Κουασιμόδος, η «χτισμένη» καλόγρια, ο Κλαύδιος Φρόλλο, ο άτυχος ποιητής Γκρεγκουάρ, ο βασιλιάς της Αυλής των Θαυμάτων, έχουν ιχνογραφηθεί από τη φλογερή και συνάμα χαριτωμένη πένα του Ουγκώ με εξαίσιες πινελιές. Άλλα απ’ αυτά τα πρόσωπα απωθούν με την αποκρουστικότητά τους. Άλλα θέλγουν με τον ωραίο και αγνό ψυχικό τους κόσμο. Όλα, πάντως, είναι μορφές που μένουν στη μνήμη για για πάντα.
Στο απόσπασμα περιγράφεται με κωμικοτραγικό τρόπο το αδύνατο της υπεράσπισης ενός κατηγορουμένου όταν ο δικαστής είναι προκατειλημμένος εναντίον του:
“-Τ’ όνομά σου;
Αλλά να που του τύχαινε τώρα μια περίπτωση που δεν την είχε προβλέψει ο νόμος: ένας κουφός να ανακρίνει έναν άλλον κουφό.
Ο Κουασιμόδος, που τίποτα δεν τον βοηθούσε να μαντέψει την ερώτηση που του είχαν απευθύνει, εξακολουθούσε να κοιτάζει σταθερά τον δικαστή και δεν αποκρίθηκε τίποτα. Ο δικαστής, κουφός κι αυτός, που τίποτα δεν τον βοηθούσε να μαντέψει την κουφαμάρα του κατηγορουμένου, πίστεψε πως εκείνος του είχε απαντήσει, όπως έκαναν συνήθως όλοι οι κατηγορούμενοι, κι εξακολούθησε να ανακρίνει με τη μηχανική και χαυνωμένη απάθειά του:
-Πολύ καλά. Ηλικία;
Ο Κουασιμόδος δεν απάντησε ούτε σ’ αυτή την ερώτηση. Ο δικαστής νόμισε πάλι ότι είχε πάρει απάντηση και συνέχισε:
-Και τώρα πες μου το επάγγελμά σου.
Πάντα η ίδια σιωπή. Στο μεταξύ, σιγανοί ψίθυροι είχαν αρχίσει στο ακροατήριο, που αλληλοκοιτάζονταν με απορία.
-Αρκεί, συνέχισε ο μακάριος δικαστής, πιστεύοντας ότι ο κατηγορούμενος είχε ολοκληρώσει την τρίτη του απάντηση.
Κατηγορείσαι ενώπιον του δικαστηρίου, πρώτον, για διατάραξη της νυχτερινής ησυχίας, δεύτερον για ατιμωτική βιαιοπραγία εις βάρος γυναικός ελευθερίων ηθών, τρίτον για αντίσταση και ανυπακοή στους τοξοβόλους της φρουράς του βασιλιά και αφέντη μας. Απολογήσου για όλα αυτά. Εσύ, γραμματέα, κατέγραψες όσα είπε ο κατηγορούμενος ως τώρα;
Σ’ αυτή τη στενόχωρη ερώτηση ακούστηκε ένα ξέσπασμα γέλιου που ξεκίνησε από τον γραμματέα κι έφτασε ως το ακροατήριο, ένα γέλιο τόσο ξέφρενο, τόσο τρελό, τόσο μεταδοτικό, τόσο καθολικό, που ακόμη και οι δύο κουφοί το αντιλήφθηκαν. Ο Κουασιμόδος στράφηκε ορθώνοντας επιτιμητικά την καμπούρα του, ενώ ο κύριος Φλοριάν, κατάπληκτος, και νομίζοντας τελικά ότι οι θεατές γελούσαν επειδή ο κατηγορούμενος είχε δώσει κάποια θρασύτατη απάντηση –και αυτή του την εντύπωση την ενίσχυε το σήκωμα των ώμων του Κουασιμόδου-, του είπε αγανακτισμένος:
-Θα έπρεπε να σε κρεμάσουν για την απάντησή σου, ηλίθιε! Ξέρεις σε ποιον μιλάς;”.
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ»
Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μετάφραση: Ε. Καλκάνη
***
Ο Βίκτωρ Ουγκώ γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1802 και πέθανε στις 22 Μαΐου 1885. Κύρια έργα του Βίκτωρ Ουγκώ «Οι Άθλιοι» και η «Παναγία των Παρισίων», για τα οποία είναι γνωστός σ’ όλο τον κόσμο. Από πολύ νωρίς ξεκίνησε να γράφει ποιήματα και να μεταφράζει κλασικούς Λατίνους ποιητές όπως ο Βιργίλιος. Η πρώιμη φιλοδοξία του τον έσπρωξε να γράψει σε ηλικία μόλις 14 ετών σε μία εφημερίδα της εποχής: «Je veux être Chateaubriand ou rien» (Επιθυμώ να γίνω ή Σατωβριάνδος ή τίποτα).
Στα 1817 βραβεύτηκε από τη Γαλλική Ακαδημία για κάποιο ποίημά του και το 1819 βραβεύτηκε από τα Ανθεστήρια της Τουλούζης (Académie des Jeux floraux de Toulouse). Ο Σατωβριάνδος αποκάλεσε τον Ουγκώ «εξαιρετική φυσιογνωμία», προφητεύοντας έτσι το μεγάλο μέλλον του νεαρού συγγραφέα. Αυτά τα γεγονότα έπεισαν τον πατέρα του να τον αφήσει να αφιερωθεί στη λογοτεχνία παρά τα σχέδιά του να φοιτήσει ο γιος του στην Πολυτεχνική Σχολή. Λίγο καιρό αργότερα θα εγκαταλείψει και τις σπουδές του στη Νομική Σχολή. Άλλωστε τα βραβεία ποιήσεως που κέρδισε, του έδωσαν θάρρος να συνεχίσει.
Οι Άθλιοι, σαγήνευσαν τα λαϊκά στρώματα, θεωρήθηκαν ως το πρώτο μοντέρνο μυθιστόρημα και χαρακτηρίστηκαν σαν κοινωνικό ευαγγέλιο των ηθικών και πολιτικών αρετών και φραγγέλιο των κακιών της τότε αστικής κοινωνίας. Σε αυτό το έργο, το οποίο δουλεύει περίπου από το 1828, ο Βίκτωρ Ουγκώ αποτυπώνει μισό αιώνα γαλλικής ιστορίας. Αποτελεί μία επική τοιχογραφία των μεγάλων γεγονότων της Γαλλίας συνδυαζόμενων με την ιστόρηση ενός μεγάλου έρωτα. Ο Ουγκώ χρησιμοποίησε μερικές από τις δικές του περιπέτειες στην κατασκευή του πλαισίου αυτού. Η ζωή του Μάριου στην πανσιόν Γκορμπό δεν είναι παρά η ίδια η ζωή του Ουγκώ στην οδό Ντι Ντραγκόν!
Το βιβλίο δεν ενθουσίασε τον κύκλο των διανοουμένων κριτικών, ενώ περιελήφθη από τον Πάπα Πίο ΙΔ’ στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων. Εν τούτοις, το έργο αυτό εξάπλωσε σε όλο τον κόσμο τη φήμη του Βίκτωρ Ουγκώ. «Οι σελίδες του αποτελούν λυρικές εποποιΐες πρωτογενούς φύσεως» έγραψε ο μεγάλος ποιητής Κωστής Παλαμάς. Η έκδοση του βιβλίου σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία στα εκδοτικά χρονικά. Μία επιτυχία που κανένα άλλο βιβλίο, εκτός από την Αγία Γραφή δεν γνώρισε.
Αν και εκτός Γαλλίας είναι γνωστός κυρίως για τα μυθιστορήματα Η Παναγία των Παρισίων και Οι Άθλιοι, στη χώρα του διακρίνεται πρώτιστα για τη συνεισφορά του ως ρομαντικός ποιητής. Ο στίχος του Βίκτωρ Ουγκώ έχει συγκριθεί με τα έργα του Σαίξπηρ, του Δάντη και του Ομήρου και έχει επηρεάσει διαμετρικά αντίθετους ποιητές όπως ο Κάρολος Μπωντλαίρ, ο Άλφρεντ Λορντ Τέννυσον και ο Ουόλτ Ουίτμαν. Η τεχνική δεξιοτεχνία του Ουγκώ, ο υφολογικός πειραματισμός, η ραγδαία κλιμάκωση των συναισθημάτων, η ποικιλία και η καθολικότητα των θεμάτων του όχι μόνο τον καθιέρωσαν ως ηγέτη της γαλλικής ρομαντικής σχολής αλλά και ως προπομπό της σύγχρονης ποίησης.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ έφερε μια νέα αίσθηση της ομορφιάς των λέξεων, επέκτεινε τους λυρικούς πόρους του γαλλικού στίχου και ενδυνάμωσε τον αλεξανδρινό στίχο με εντυπωσιακά μετρικά διασκελίσματα και τοποθετήσεις της τομής του στίχου. Η παραγωγή του ήταν απέραντη και η ποικιλομορφία της ακόμα καταπλήσσει. Ακόμα έσπασε την παράδοση, όπου η ποιητική γλώσσα θεωρούνταν ως μια εξειδικευμένη μορφή γλώσσας μεταξύ των διάφορων άλλων τεχνικών γλωσσών. Η ποίηση ήταν, για αυτόν, τόσο ελεύθερη και κυρίαρχη όσο οι ίδιοι οι άνθρωποι.
***
«Ύστερα από λίγα λεπτά ο Κουασιμόδος περιέφερε το γεμάτο αγωνία βλέμμα του στον κόσμο κι επανέλαβε με ακόμη πιο σπαρακτική κραυγή:
-Νερό!
Κι όλοι ξανάβαλαν τα γέλια. Τότε ο Ρομπέν Πουσπέν του πέταξε στα μούτρα ένα σφουγγάρι που το είχε μουσκέψει στο βούρκο.
-Πιες αυτό εδώ! φώναξε. Έλα, πιάσ’ το, βρομιάρη κουφέ! Στο χρωστάω.
Ταυτόχρονα μια γυναίκα του έριξε μια πέτρα που τον βρήκε στο κεφάλι.
-Άρπα την! Για να μάθεις να μας ξυπνάς τη νύχτα με τα αναθεματισμένα τα καμπανάκια σου, ούρλιαξε.
-Νερό! επανέλαβε τρίτη φορά ο Κουασιμόδος ασθμαίνοντας.
Την ίδια στιγμή είδε το πλήθος να παραμερίζει. Μια κοπέλα με αλλόκοτη φορεσιά και με ένα ντέφι στο χέρι πρόβαλε μέσα από τον κόσμο. Τη συνόδευε ένα μικρό, κάτασπρο κατσικάκι με χρυσωμένα κερατάκια.
Το μοναδικό μάτι του Κουασιμόδου άστραψε.
Είδε τη γυφτοπούλα που ο ίδιος είχε προσπαθήσει να απαγάγει την περασμένη νύχτα και που γι’ αυτήν είχε την αόριστη εντύπωση ότι τον τιμωρούσαν τώρα. Βέβαια, αυτό δεν ήταν αλήθεια, αφού η καταδίκη του οφειλόταν απλώς στην κακοτυχία του ότι αφενός ήταν κουφός και αφετέρου τον είχε δικάσει ένας κουφός. Όμως ήταν σίγουρος ότι το κορίτσι είχε έρθει για να τον εκδικηθεί με τη σειρά του και να του δώσει ένα ακόμη χτύπημα όπως όλοι οι άλλοι.
Η κοπέλα πλησίασε αμίλητη τον κατάδικο, που στριφογύριζε μάταια για να της ξεφύγει, και τραβώντας ένα παγούρι από τη ζώνη της το έφερε απαλά στα κατάξερα χείλη του.
Και τότε, απ’ αυτό το ως τώρα ολόστεγνο και πυρωμένο μάτι είδαν ένα χοντρό δάκρυ να κυλά αργά σε όλο το κακάσχημο και παραμορφωμένο από τις συσπάσεις πρόσωπό του. Ίσως ήταν το πρώτο δάκρυ που είχε χύσει ποτέ ο άμοιρος.»
Η υπόθεση
Η υπόθεση του μάλλον επικού αυτού δράματος παρά μυθιστορήματος παρουσιάζει ως ηρωίδα την τσιγγάνα Εσμεράλδα να χορεύει στο προαύλιο του ναού της “Παναγίας των Παρισίων” όταν προκαλεί την προσοχή του αρχιδιακόνου Κλαύδιου Φρολό, που φλεγόμενος από την επιθυμία να την κατακτήσει, προσπαθεί να την απαγάγει δια του κωδωνοκρούστη Καζιμόντο (σε ελληνική μετάφραση Κουασιμόδου), ενός τερατώδη κακάσχημου αλλά ρωμαλέου ανθρώπου. Η Εσμεράλδα κατορθώνει να αποφύγει την απαγωγή χάρις στην επέμβαση κάποιας ομάδας στρατιωτών υπό τον αξιωματικό Φοίβο Ντε Σατοπέρ, τον οποίο και συναντά λίγες μέρες μετά. Ο αρχηγός των τσιγγάνων σκοπεύει να κρεμάσει τον Φοίβο εκτός αν μία τσιγγάνα προσφερθεί να τον παντρευτεί, κάτι που κάνει η Εσμεράλδα, αλλά ο Φοίβος αρνείται. Κατόπιν όμως την ερωτεύεται. Αργότερα εμφανίζεται ο Αρχιδιάκονος που με μικρό εγχειρίδιο μαχαιρώνει το Φοίβο όταν τον βλέπει μαζί με την Εσμεράλδα και στη συνέχεια κατηγορεί ως φονιά την Εσμεράλδα. Αυτή προ του κινδύνου να θανατωθεί τελικά προτιμά το θάνατο παρά να παραδοθεί στις ορέξεις του ιερωμένου. Η Εσμεράλδα οδηγείται πρό της πύλης του Ναού όπου τότε επεμβαίνει ο Κουασιμόδος, που και αυτός την αγαπά με πάθος, και καταφέρνει και την εισάγει στο εσωτερικό του Ναού. Ο Φρολό καταφέρνει να την πάρει ξανά, καθώς ο Κουασιμόδος ήταν απασχολημένος σε μια επίθεση από τους τσιγγάνους, που δεν καταλαβαίνει ότι ήρθαν για να σώσουν την Εσμεράλδα. Ο Φρολό της προσφέρει ξανά την επιλογή να γίνει δικιά του, αλλά εκείνη διαλέγει το θάνατο. Ο Φρολό την αφήνει στην Paquette la Chantefleurie, η οποία είχε χάσει το παιδί της και θεωρούσε ότι το απήγαγαν τσιγγάνοι, την κλείνει στο κάστρο. Εκεί ανακαλύπτει ότι η Εσμεράλδα είναι το χαμένο της παιδί. Δεν μπορεί να την προστατέψει, και οδηγείται στην κρεμάλα, ενώ ο Κουασιμόδος που γυρνώντας δεν την είχε βρει, τελικά τη βλέπει να πεθαίνει από το κωδονοστάσι, όπου και Φρολό παρακολουθούσε την εκτέλεση. Τον κατακρημνίζει ενώ θρηνεί το μόνο πράγμα που είχε αγαπήσει ποτέ του. Μετά χάνεται, και μόνον ύστερα από χρόνια όταν ανακαλύπτονται στο νεκροταφείο το μέρος που είχε ταφεί η Εσμεράλδα, βρήκαν το σκελετό του να αγκαλιάσει αυτόν της Εσμεράλδας.