***
Γράφει η Ειρήνη Αϊβαλιώτου
-Να μπορούσε να ξαναγίνει
-Δεν μπορεί να ξαναγίνει
τίποτα δεν ξαναγίνεται ρε Λευτέρη
Θέατρο είναι, μεταξύ άλλων, και η διαχείριση συμβόλων. Η αρμονία της διαχείρισης των συμβόλων, με τη σειρά των σκέψεων και των συναισθημάτων που τις ακολουθούν, διαμορφώνουν πλεόνασμα δημιουργικών αναζητήσεων, προβληματισμών, συνειρμών και ζυμώσεων.
Το γάλα προϋποθέτει μια διαδικασία προσφοράς και ζήτησης μεταξύ της δυάδας μητέρας – παιδιού. Το γάλα είναι η τροφή που έχει δοκιμαστεί όσο καμία άλλη στην ανθρώπινη ιστορία, και μπαίνει στη ζωή μας από τη μαγική στιγμή της γέννησης.
Είναι η πρώτη γεύση και η μοναδική για τους πρώτους μήνες της ζωής μας. Ο συγγραφέας Βασίλης Κατσικονούρης δένει αυτή την τόσο πολύτιμη τροφή με τον επαναπατρισμό των Ελλήνων Ποντίων από τη Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα.
Για τους Έλληνες Ποντίους που ήρθαν στο ελληνικό κράτος τις δεκαετίες του 1960 και του 1970-80 το κοινωνικό περιθώριο ήταν ίσως πιο οδυνηρό από το οικονομικό. Η ελλαδική κοινωνία τις δεκαετίες αυτές ήταν εξαιρετικά επιφυλακτική με τους μετανάστες από τη Σοβιετική Ένωση, αγνοούσε την ιστορική πορεία τους και τους θεωρούσε άτομα με συγκεκριμένα πολιτικά φρονήματα.
Ο συνήθης χαρακτηρισμός για τους ομογενείς ήταν το «Ρώσοι». Ακόμη όμως και όταν αυτός ο χαρακτηρισμός δεν λεγόταν με σκοπό προσβολής, αλλά ως δηλωτικός προέλευσης, προκαλούσε και μέχρι τώρα προκαλεί δυσάρεστο συναίσθημα στο άτομο που ποτέ δεν αισθάνθηκε Ρώσος, ακόμη και αν είχε σοβιετική υπηκοότητα.
Το «Γάλα», το έργο – τομή του νεοελληνικού θεάτρου, παρουσιάζεται είκοσι χρόνια από τη συγγραφή του και δέκα μετά το τελευταίο του ανέβασμα στη σκηνή, στο θέατρο «Σταθμός».
Το γάλα στα ρωσικά λέγεται «μαλακό». Έτσι, παράξενα, μια άλλη ελληνική λέξη, σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, δίνει εκεί, στο ξένο χωράφι, πολύ πιο άμεσα και ανάγλυφα την αίσθηση του πράγματος, απ’ ότι η αντίστοιχη που το ονοματίζει στα ελληνικά. Γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση θέλουν να μιλήσουν «Το γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη και οι ήρωές του.
ΜΙα συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία
Μια μητέρα από την πρώην Σοβιετική Ένωση και οι δύο της γιοι συνθέτουν μια συγκλονιστική οικογενειακή ιστορία όπου φωτίζεται δεξιοτεχνικά από τον συγγραφέα ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων και οι ανησυχίες τους, όπως αυτές πηγάζουν μέσα από το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά κυρίως η αίσθηση που έχει κανείς πως όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται, όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει γιατί δέχεται την τροφή του. Αγαπιέται… Κι όταν αυτό δεν συμβαίνει, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας ανάμεσα σε δύο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.
Υπόθεση του έργου
Μια οικογένεια Ελληνοποντίων από την πρώην Σοβιετική Ένωση που ήρθε στην Ελλάδα, μαζί με πολλούς άλλους τη δεκαετία του 1990, ζει σε ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα στην Κυψέλη. Η οικογένεια αποτελείται από τη μητέρα, Ιρίνα ή Ρίνα, (45 χρονών) και από τους δυο γιους της, τον Αντώνη (25 χρονών) και τον Λευτέρη (23 χρονών), ενώ ο πατέρας είναι από χρόνια πεθαμένος.
Ο πρωτότοκος, ο Αντώνης (Δημήτρης Πασσάς) θέλει πάση θυσία και με οποιοδήποτε τίμημα να ενσωματωθεί στην καινούργια (ή στην ιστορική) πατρίδα του. Με αυτό το σκοπό, μιλάει μόνο Ελληνικά, προσπαθώντας να λησμονήσει τα Ρωσικά, τρώει μόνο ελληνικά φαγητά, δεν έχει κανένα μετανάστη φίλο του, προσεταιρίζεται τους Έλληνες, γίνεται αποδεκτός από αυτούς, και προσπαθεί να δρέψει τους καρπούς της ελληνοποίησής του.
Ο μικρότερος, ο Λευτέρης, (Μάνος Καρατζογιάννης) αρνείται να ενσωματωθεί στην Ελλάδα. Τραγουδάει ρωσικά τραγούδια, μιλάει στα ρωσικά, τρώει ρωσικά φαγητά και συνέχεια αναπολεί τον τρόπο ζωής τους στην Τιφλίδα. Η σχιζοφρένειά του λειτουργεί και αυτή σε ένα άλλο επίπεδο σαν άρνηση ενσωμάτωσης – αυτή τη φορά, στα πρότυπα και τις επιταγές της κοινωνίας.
Αυτές οι διαφορές των δύο αδερφών είναι η αιτία των αλλεπάλληλων καβγάδων που ταράζουν στα ξαφνικά την ηρεμία και τη γαλήνη του σπιτιού. Ο Αντώνης απαιτεί τρόπους συμπεριφοράς που ο Λευτέρης αρνείται… και η σύγκρουση επανέρχεται συνέχεια.
Στη μέση στέκεται η μάνα τους (Στέλλα Γκίκα). Η μάνα που στη συμπεριφορά της, ενσωματώνει και τις δυο εκ διαμέτρου αντίθετες θεάσεις της πραγματικότητας. Θέλει να ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία αλλά δεν εμπιστεύεται τους Έλληνες, θέλει να ξεχάσει το παρελθόν αλλά το αναπολεί συνέχεια, επαινεί τον Αντώνη για την αποφασιστικότητά του, αλλά προστατεύει τον Λευτέρη από τη ζωή στην Ελλάδα, και πολύ περισσότερο θέλει να θεραπευτεί ο γιος της, αλλά δεν θέλει να τον στείλει στο ψυχιατρείο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Αντώνης, έχοντας εδώ και καιρό αποφασίσει να διαγράψει το παρελθόν του στην Τιφλίδα και ταυτόχρονα να απομακρυνθεί από μια οικογενειακή ζωή που του είναι βάρος και ντροπή, βρίσκει δουλειά σε ένα βενζινάδικο μακριά από την Αθήνα, στη Λάρισα.
Εκεί συναντά στο πρόσωπο της Νατάσας (Ελένη Σακκά), της κόρης του ιδιοκτήτη του βενζινάδικου, τη μελλοντική σύζυγό του, αλλά και την ευκαιρία της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου. Έτσι επισκέπτεται την οικογένεια στην Αθήνα για να της ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα του γάμου. Επιπλέον, επειδή θα φέρει τη μέλλουσα σύζυγο, τη Νατάσα, να τους γνωρίσει, θέλει να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν την ήσυχη και κόσμια συμπεριφορά του Λευτέρη.
Πράγματι, η πρώτη συνάντηση είναι ενθαρρυντική, με τη Νατάσα (παραδόξως εδώ μια Ελληνίδα παίρνει ρώσικο όνομα) να αντιμετωπίζει τον Λευτέρη με συμπάθεια και φιλική διάθεση. Μάλιστα τις επόμενες ημέρες κάνουν παρέα και δένονται σιγά σιγά. Όμως η παρουσία της Νατάσας στο σπίτι μαζί με τον Λευτέρη και χωρίς την παρουσία κανενός άλλου, υποδαυλίζει τα ανοργάνωτα σεξουαλικά ένστικτα του νεαρού ο οποίος προχωρά σε σεξουαλική παρενόχληση και αναγκάζει την κοπέλα να δραπετεύσει από το σπίτι κλαίγοντας και τρέμοντας από τον φόβο της.
Αυτή η εξέλιξη των πραγμάτων θα σταθεί μοιραία για την πορεία της οικογένειας. Ο Αντώνης αρνείται οποιαδήποτε επαφή πλέον με τον Λευτέρη και τη μητέρα του, με αποτέλεσμα οι δυο τους να μείνουν μόνοι σε ένα σύμπαν που το γεμίζει η νοσταλγία για το παλιό και ο φόβος για το μέλλον.
Όταν η μητέρα πεθαίνει, ο Αντώνης αναλαμβάνει να επιλέξει τη μοίρα του αδερφού του, μην επιτρέποντας σε κανένα εμπόδιο να του καταστρέψει την πορεία που έχει δώσει στη ζωή του. Έτσι ο εγκλεισμός του Λευτέρη στο ψυχιατρείο είναι η μοναδική επιλογή.
Μελέτη της ψυχοσύνθεσης των μεταναστών
Η μετανάστευση είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει αρκετά τη σύγχρονη ελληνική θεατρογραφία, ωστόσο στο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στον ψυχικό κόσμο των ηρώων και όχι στη στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντί τους.
Η μελέτη της ψυχοσύνθεσης των μεταναστών έτσι όπως σκιαγραφείται στο «Γάλα», φαίνεται να συμπίπτει με θαυμαστή ακρίβεια και με τα συμπεράσματα επιστημονικών ερευνών που διεξήχθησαν ανάμεσα σε Ελληνοπόντιους μετανάστες τρίτης γενιάς. Οι έρευνες αντανακλούν και επιβεβαιώνουν τον ρεαλισμό της γραφής του Κατσικονούρη.
«Εθνική ταυτότητα»
…Το σημαντικότερο συμπέρασμα που προέκυψε από την έρευνα είναι πως οι νεαροί Ελληνοπόντιοι τρίτης γενιάς από την πρώην Σοβιετική Ένωση βρίσκονται ανάμεσα σε δύο πατρίδες, σε δύο εθνικές γλώσσες, σε δύο εθνικές ταυτότητες. Ο καθένας τους μέσα από τα προσωπικά του βιώματα έχει δημιουργήσει τη δική του «εθνική ταυτότητα»! Το κοινό σημείο όλων είναι πως αισθάνονται «εγκλωβισμένοι» ανάμεσα σε δύο κόσμους, ανάμεσα σε δύο χώρες, ανάμεσα σε δύο διαφορετικές πραγματικότητες, εκ των οποίων η μία συνεχίζει να βιώνεται πραγματικά, υλικά, ενώ η άλλη φαντασιακά, αλλά πλέον αντίστροφα σε σχέση με το παρελθόν, όσο δηλαδή διαβιούσαν στην πρώην ΕΣΣΔ…
Ο ξένος
Ανά τους αιώνες ο ξένος δεν έπαψε να αποτελεί ερέθισμα, και η παρουσία του ή η φαντασιακή εικόνα του να δίνει αφορμή για περιέργεια, φόβο, μίσος και περιφρόνηση.
Τη σκηνοθεσία – έχοντας στη διάθεσή τους μια εξαιρετική διανομή – υπογράφουν ο Μάνος Καρατζογιάννης με μακρά θητεία στο ελληνικό έργο και η Ερμίνα Κυριαζή, η οποία σκηνοθέτησε την περασμένη σεζόν και το πιο πρόσφατο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη, το «Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα».
Η παράσταση αφιερώνεται στη μνήμη του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη, που ήταν ο πρώτος ηθοποιός ο οποίος ερμήνευσε το ρόλο του Λευτέρη το 2006 στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου. Ο Κωνσταντίνος Παπαχρόνης σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στην Αθήνα το 2008.
Διαχρονική επιτυχία
Η εκπληκτική διαχρονική επιτυχία της «λαϊκής τραγωδίας» των Ρωσοπόντιων της Γεωργίας αρχίζοντας στο Εθνικό Θέατρο της σεζόν 2005/06 και 2006/07 και στη συνέχεια στο Θέατρο της Άννας Βαγενά, μια επιτυχία που κρατάει έως και σήμερα (2025) με δεκάδες παραστάσεις σε όλη τη χώρα (έκδοση 2006, 2007, 2011 κτλ., 2011 και κινηματογραφική ταινία κτλ.), οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Πρωτίστως στο ίδιο το έργο, με τη λιτή και βίαιη γραφή του, τη γνησιότητα των σκηνικών χαρακτήρων του και το ζωηρό και αριστουργηματικό διάλογο που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του από την αρχή μέχρι το τέλος.
Δύναμη και αυθεντικότητα
Ως έργο «Το γάλα» έχει μια δύναμη και μια αυθεντικότητα. Κατά κάποιον τρόπο, μέσα από τη συγκίνηση και την ένταση που προκαλεί, φέρνει τους ανθρώπους που το βλέπουν ή το διαβάζουν ενώπιον πραγμάτων που λίγο πολύ αποφεύγουμε να διαχειριστούμε. Θέματα που μας αφορούν άμεσα και δραστικά. Κυρίως επειδή ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο Λευτέρης, που τον υποδύεται απολύτως θαυμαστά και πειστικά ο Μάνος Καρατζογιάννης, θέτει ενώπιον όλων μας το αίτημα της αποδοχής και της αγάπης. Και αυτό είναι ένα αίτημα που το έχουμε οι πάντες, σχεδόν από την αρχή που ερχόμαστε στη ζωή, μέχρι που φεύγουμε. Το «Γάλα» είναι ένα έργο που φέρνει αυτό το θέμα μπροστά μας και σαφώς μας αφορά όλους. Πιθανόν εκεί να βρίσκει ο καθένας μας κάτι δικό του.
Η ψυχική ασθένεια
Όταν υπάρχουν οριακές αντιθέσεις και αντιφάσεις, τότε γεννιέται και το ριζικά νέο, όχι σε εποχές ψευδεπίγραφων πανηγυριών. Στην ελληνική κοινωνία, όσον αφορά το θέμα της ψυχικής ασθένειας υπάρχει μια μεγαλύτερη απο-ενοχοποίηση. Στην ψυχική ασθένεια, το πρώτο πρόβλημα είναι ο στιγματισμός του ατόμου, αλλά και του περιβάλλοντός του.
Το γεγονός αυτό έχει αρχίσει να σπάει σιγά σιγά, γιατί οι άνθρωποι που έχουν πρόβλημα μιλάνε πλέον ανοιχτά γι’ αυτό. Έχει γίνει ένα βήμα. Όσον αφορά την αποδοχή του διαφορετικού, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα σήμερα από την εποχή που είχε γραφτεί το έργο. Έχουν γίνει πολλά και σημαβτικά βήματα.
Η κατάσταση έχει μπερδευτεί πολύ ωστόσο, με την εργαλειοποίηση των μεταναστών και των προσφύγων. Έχει μπει πολύ πολιτικό παιχνίδι μέσα – και αυτό σαφώς κάνει τον κόσμο να είναι καχύποπτος. Σε απλό, ανθρώπινο επίπεδο, μετά και τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής, είδαμε πού μπορεί να οδηγήσει ο φόβος προς το ξένο. Οι απλοί άνθρωποι ωστόσο είμαστε σε θέση να δεχτούμε και να συνδράμουμε τον οποιοδήποτε ξένο έχει την ανάγκη μας.
Ανυπεράσπιστα πρόσωπα
Αν πρέπει να δώσουμε ένα χαρακτηρισμό για τους ήρωες του έργου, θα λέγαμε ότι είναι ανυπεράσπιστα πρόσωπα. Ο Λευτέρης είναι προσκολλημένος σε κάτι, σε ένα είδος αξίας ή μνήμης, από το οποίο δεν μπορεί να αποκολληθεί. Και αυτό φέρνει ένα κόστος που πρέπει να πληρώνει διαρκώς όλη η οικογένεια.
Είναι ευάλωτα άτομα, γι’ αυτό είναι ανυπεράσπιστα. Σε κάποιους μηχανισμούς κοινωνικούς, είτε εμφανείς είτε υποδόριους, σε επίπεδο συμπεριφοράς που τα οδηγεί στην εξόντωση. Αυτά τα άτομα δεν μπορούν να πληρώσουν το «ποσοστό λύπης» που απαιτείται για να ενταχθείς σε ένα σύνολο. Είναι σημαντικό να διαχειριστούν τη μοναξιά και τη λύπη ώστε να αναπτύξουν ψυχική ανθεκτικότητα.
Τι πάει λάθος με το ανθρώπινο γένος;
Η Μητέρα, ο Μεγάλος Αδελφός, η εύπορη Αρραβωνιαστικιά, οι οικογενειακοί δεσμοί, τα αρχέγονα ένστικτα, οι σύγχρονοι θεσμοί κι ακόμα περισσότερο οι ρόλοι που μας επιβάλλονται από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής μας είναι εμφανείς στο έργο.
Οι ήρωες κινούμενοι ανάμεσα στην ποιητικότητα και στον στυγνό ρεαλισμό, σε ένα δικό τους υπερβατικό αλλά και γνώριμο σύμπαν, κακοποιητικοί και κακοποιημένοι, μοιάζουν ανίκανοι να υπάρξουν μέσα σε αυτόν τον κόσμο, αφήνοντας ανοιχτό το πελώριο ερώτημα: Τι πάει λάθος με το ανθρώπινο γένος;
Μητρική ταυτότητα
Υπάρχουν αναπαραστάσεις της μητρικής ταυτότητας σε πεζογραφικά κείμενα των
Ταχτσή, Μάτεσι, Δημητρίου, Καρυστιάνη. Υπάρχει μια ιερή εικόνα· η Παναγία βρεφοκρατούσα και γαλακτοτροφούσα. Μ’ ένα αγόρι 18-20 ετών. Υπάρχει και το «εξωτικό» στοιχείο των αμετάφραστων ρωσικών αποσπασμάτων μέσα στο κείμενο, που, σύμφωνα με τον Βάλτερ Πούχνερ, λειτουργούν με εκείνη τη μεταμοντέρνα αινιγματικότητα που δημιουργεί ως έλλειψη πληροφόρησης το μυστήριο.
Υπάρχει επίσης ο αριστουργηματικός πίνακας «Ρωμαϊκή Ευσπλαχνία» (Caritas Romana – Roman Charity) του Καραβάτζο. Υπάρχει παρόμοια σκηνή στη νεοελληνική λογοτεχνία, στο αφήγημα “Αφροδίτη” του Παύλου Μάτεσι (1986).
Η αίσθηση και η γευστική μνήμη του μητρικού γάλατος
Με τον θηλασμό τα παιδιά δεν θηλάζουν μόνο γάλα. Θηλάζουν και αγάπη, στοργή, παρηγοριά, ασφάλεια, και αποκτούν έτσι δυνατό χαρακτήρα. Για την αίσθηση της τρυφερής μητρικής ασφάλειας θέλει να μιλήσει «Το γάλα». Την αίσθηση που έχει κανείς ότι όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται. Όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει. Όταν δέχεται την τροφή του. Όταν αγαπιέται… Κι όταν αυτό δεν συμβαίνει, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας ανάμεσα σε δύο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.
Και η Παναγία η βρεφοκρατούσα και γαλακτοτροφούσα θηλάζει το Θείο Βρέφος που θα γίνει ο σωτήρας του κόσμου. Ο Κατσικονούρης χειρίζεται, με τρόπο κάπως γκροτέσκο αλλά με πολύ σεβασμό, τον οποίο μεταδίδει και στο κοινό του, μια ιερή εικόνα, χριστιανική και παγανιστική, και ανακαλεί ένα βίωμα, το οποίο είναι πρωταρχικό και αξέχαστο για τον καθένα και μας γυρνάει στην αρχή της ζωής: στην αίσθηση και τη γεύση του μητρικού γάλατος.
Ο Λευτέρης, παρά το όνομά του, δεν ελευθερώνεται, ούτε με την ασθένειά του, ούτε με τα βάναυσα ξεσπάσματά του, ούτε με τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρική κλινική: η στέρησή του είναι διά βίου, πρωταρχική και δεν αναπληρώνεται με τίποτε. Η μητέρα του το γνωρίζει. Για το πρόβλημα του παιδιού της κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτε, μόνο η ίδια μπορεί να τον ανακουφίσει πρόσκαιρα, με πράξεις μιμητικές του θηλασμού και συμβολικές της μητρικής περιποίησης του βρέφους. Το μητρικό γάλα είναι ουσία της ίδιας της ζωής. Γιατί, τότε η οικογένεια είναι ζωντανή, ανθεί και καρποφορεί, όταν οι αρτηρίες της είναι ανοικτές και η αγάπη κυκλοφορεί ανεμπόδιστα, τρέφει, συντηρεί, γιατρεύει, παρηγορεί…
Η παράσταση είναι ευφυώς σκηνοθετημένη από τους Μάνο Καρατζογιάννη – Ερμίνα Κυριαζή. Με εκπληκτικό χιούμορ, με λεπτότητα, με πηγαία έμπνευση, με βαθύτατη και ουσιαστική πολιτική σκέψη και πολύ άνετη ροή διαλόγου.
Παρακολουθώντας την παράσταση νιώθεις σαν ο κόσμος να επανακτά την ανθρώπινή του διάσταση με τρόπο μαγικό. Η πολιτική διάσταση του έργου του Βασίλη Κατσικονούρη αποκαλύπτεται χωρίς να επιβάλλεται, δεδομένου ότι η ουσία των μηνυμάτων του δεν εξαντλείται στην πολιτική τους διάσταση. Νιώθεις σαν να είναι γραμμένη κάθε του αράδα με την αναπνοή του.
Θα είχαμε γλιτώσει από πολλά βάσανα αν είχαμε έρθει σε επαφή με ιστορίες σαν κι αυτή, ιστορίες που παρουσιάζουν βιώματα τα οποία θυμίζουν τα δικά μας, ιστορίες που μας παρουσιάζουν όπως είμαστε, με ακριβή τρόπο – ακόμα και όταν αντιμετωπίζουμε τα προσωπικά προβλήματά μας.
Πληροφορίες
Το Γάλα είναι μονόπρακτο θεατρικό έργο του συγγραφέα Βασίλη Κατσικονούρη που γράφτηκε το 2003, παραστάθηκε πρώτη φορά το 2006 και τυπώθηκε σε βιβλίο το 2011. Είναι το πέμπτο κατά σειρά θεατρικό έργο του Βασίλη Κατσικονούρη αλλά είναι το πρώτο -μέχρι στιγμής – που γνώρισε ευρεία αποδοχή και αναγνώριση τόσο από τους κριτικούς όσο και από το κοινό.
Το έργο παρουσιάστηκε από το Εθνικό θέατρο το 2006 για δυο συνεχόμενες θεατρικές σεζόν, και από τον θίασο της Άννας Βαγενά το 2007 και για πέντε συνεχόμενες χρονιές. Υπολογίζεται ότι το έργο το έχουν δει σε όλη την Ελλάδα περίπου 500.000 θεατές, γεγονός πρωτόγνωρο για τα ελληνικά θεατρικά δεδομένα.
Το 2011 έγινε και η κινηματογραφική μεταφορά του, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σιούγα και σενάριο του ίδιου του συγγραφέα. Η ταινία παρουσιάστηκε στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, Νύχτες Πρεμιέρας- ConnX.
Το έργο πραγματεύεται τις δυσκολίες της ζωής μιας οικογένειας επαναπατρισθέντων Ελληνοποντίων και το πολαπλό φορτίο που η οικογένεια αυτή κουβαλά: τη δυσκολία ενσωμάτωσης στην ελληνική κοινωνία, τη νοσταλγία για την πατρίδα των παιδικών χρόνων, τις οικονομικές – επαγγελματικές δυσκολίες και την αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας του νεότερου μέλους της.
Όπως έχει πει ο συγγραφέας, «…Το “Γάλα” είναι ένα έργο για τους αιώνια νοσταλγούς του αιώνιου. Ο ψυχικός πόνος σε αυτό το άλγος αναφέρεται. Στην εποχή μας, βέβαια, υπάρχουν ισχυρά αναλγητικά. Θα ήθελα τα έργα μου να λειτουργούν σαν ένα εξίσου ισχυρό αντίδοτο απέναντί τους. Να καταδεικνύουν την πάλη ανάμεσα σε αυτό το άλγος της μνήμης και το άγος της λήθης. Τα δυο αδέρφια συμβολίζουν και εκφράζουν αυτόν το διπλό ψυχικό πόνο: ο μεν Αντώνης το άγος της λήθης, ο δε Λευτέρης το άλγος της μνήμης.
Οι συντελεστές
Τις πτυχές και τους χυμούς του σπουδαίου αυτού του έργου ανέδειξαν με γνώση, ωριμότητα και βαθιά ευαισθησία οι δύο σκηνοθέτες, Μάνος Καρατζογιάννης – Ερμίνα Κυριαζή.
Όλοι οι συντελεστές (Σκηνικά – κοστούμια: Άγγελος Αγγελής, Μουσική: Νεοκλής Νεοφυτίδης, Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος) λειτούργησαν με ενσυναίσθηση και επαγγελματισμό και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της επιτυχίας της παράστασης.
Η παράσταση αναδεικνύει την ιστορία μιας διπλής εξορίας. Υφαίνοντας με μαεστρία συναισθήματα και αισθήσεις, η σκηνοθεσία ζωντανεύει μοναδικά την ανθρώπινη κατάσταση της αναζήτησης μνήμης και πατρίδας, αγάπης και ταυτότητας.
Ταυτότητα παράστασης
«Το Γάλα»
Του Βασίλη Κατσικονούρη
Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης – Ερμίνα Κυριαζή
Ερμηνεύουν: Στέλλα Γκίκα, Μάνος Καρατζογιάννης, Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Σακκά
Σκηνικά – κοστούμια: Άγγελος Αγγελής
Μουσική: Νεοκλής Νεοφυτίδης
Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Φίλιππος Παπαθεοδώρου
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή, Σπύρος Περδίου
Βίντεο προώθησης: Ηλίας Μόσχοβας
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο
*Η παράσταση «Το Γάλα» πραγματοποιήθηκε με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού