Το 1973, μόλις δύο χρόνια πριν από το τέλος της ζωής του, ο Νίκος Καββαδίας ερωτεύτηκε παράφορα τη Θεανώ Σουνά.
Ήταν ένας έρωτας καταδικασμένος καθώς η Θεανώ Σουνά ήταν μια όμορφη φιλόλογος μόλις 25 ετών.
Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε τον Καββαδία να της γράφει ερωτικά γράμματα και να της αφιερώσει δύο από τα ωραιότερα ποιήματά του.
Το ερωτικό γράμμα:
Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο απόψε το Αιγαίο.
Το ίδιο κι εγώ.
Χθες δεν πρόλαβα να καθίσω στο τραπέζι κι ένα τηλέφωνο
με κατέβασε στο λιμάνι. Στις εφτά που σαλπάραμε, δεν
μπορούσα να περπατήσω από την κούραση. Η παρηγοριά μου
ήταν η «ώρα» σου. Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή
το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου.
Από δειλία και ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκινο σινιάλο της Ακυβερνησίας.
Είδα χθες, πολλές φορές την κοπέλα της πλώρης:
Τη λυσίκομη φιγούρα να σκοτεινιάζει, να θέλει να κλάψει.
Σα να ‘χε πιστέψει για πρώτη φορά ότι πέθανε, ο Μεγαλέξανδρος,
όμως το Καρχηδόνιο επίχρισμά του έμενε το ίδιο λαμπρό.
Με το αυτοκρατορικό κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός.
Βελούδο που σκεπάζει ιερὸ δισκοπότηρο.
Όστρακο ωκεάνιο αλμυρό. Κρασί βαθυκόκκινο που δίνει
δόξα στο κρύσταλλο. Πληγή απὸ κοπίδι κινέζικο.
Αστραπή. Βυσσινί ηλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα της πίστης μου.
Ανοιχτὸ σημάδι του έρωτά μου
Όνειρο και τροφή της παραφροσύνης μου
Σε αγκαλιάζω.
Κόλιας
Το ποίημα “Fata Morgana”
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.
Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Ενώ μόλις τρεις ημέρες πριν από τον θάνατό του της έγραψε και της αφιέρωσε το ποίημα “Πικρία”
Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.
Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.
Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι
τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.
Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφράντζα
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο
Τη μαχαιριά που μου ‘δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και “Σε πονάει με τη νοτιά;” –Όχι από αλλού πονάω.
Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη
Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι,
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.
Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.
Νίκος Καββαδίας (1910 – 1975)
Ήταν από τους ελάσσονες Έλληνες ποιητές, που παραμένει αρκετά δημοφιλής χάρις στο Θάνο Μικρούτσικο, που μελοποίησε ποιήματά του στον εμβληματικό του δίσκο «Σταυρός του Νότου». Στην ποίησή του Νίκου Καββαδία κυριαρχούν τα μοτίβα της φυγής, του εξωτισμού και του κοσμοπολιτισμού.
Ο ποιητής των «μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων» γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας. Ο πατέρας του, Χαρίλαος, είχε τη ρωσική υπηκοότητα και διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών – εξαγωγών. Η μητέρα του, Δωροθέα, ήταν κεφαλονίτικης καταγωγής. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του επέστρεψε στην Κεφαλονιά και το 1921 μετακόμισε στον Πειραιά, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο.
Το 1928 δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, αλλά την ίδια χρονιά αρρωσταίνει βαριά ο πατέρας του και αναγκάζεται να δουλέψει. Για μερικούς μήνες εργάζεται σε ναυτικό γραφείο, κρατώντας τα λογιστικά βιβλία, και τον επόμενο χρόνο, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα του, μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό.
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, αποτυπώνει στο χαρτί τις εικόνες από τα μέρη που επισκέπτεται, τη ναυτική ζωή, τους ναυτικούς και τις σχέσεις τους με την πατρίδα τους, τη θάλασσα και τις γυναίκες. Τον Ιούνιο του 1933 κυκλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Μαραμπού» και εισαγωγικό σημείωμα του Καίσαρα Εμμανουήλ. Το βιβλίο τυπώνεται σε 245 αντίτυπα, στο τυπογραφείο του περιοδικού «Ο Κύκλος», με έξοδα του ίδιου.
Το 1939 παίρνει το δίπλωμα ασυρματιστή, αν και αρχικά ήθελε να γίνει καπετάνιος. Ακολουθεί ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, πηγαίνει στρατιώτης στην Αλβανία και στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μένει ξέμπαρκος στην Αθήνα. Ξαναμπαρκάρει το 1944 και ταξιδεύει αδιάκοπα ως ασυρματιστής σ’ όλο τον κόσμο.
Τον Ιανουάριο του 1947 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Πούσι» κι επανεκδίδεται, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, το εξαντλημένο «Μαραμπού» από τον Θανάση Καραβία, ο οποίος το Μάρτιο του 1954 θα κυκλοφορήσει και τη «Βάρδια», το μοναδικό πεζό του Νίκου Καββαδία.
Από το τελευταίο ταξίδι του επέστρεψε το Δεκέμβριο του 1974 και αμέσως ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την έκδοση της τρίτης ποιητικής συλλογής του, την οποία όμως δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη. Πέθανε ξαφνικά στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, από εγκεφαλικό επεισόδιο. Στην ατζέντα του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο «Τραβέρσο», κάτι που δεν έγινε…
Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.
Τρία χρόνια μετά το θάνατό του, κάποια από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο, στο δίσκο «Σταυρός του Νότου». Μέσω αυτών των τραγουδιών, και άλλων που ακολούθησαν, ο Νίκος Καββαδίας έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό.
- Αρχική φωτογραφία: Hλίας X. Παπαδημητρακόπουλος
Στο Toυρκολίμανο, μεσημεράκι 17 Mαΐου 1974, Nίκος Kαββαδίας παρέα με τη Θεανώ Σουνά, στα δεξιά του, τη Nιόβη Παπαδημητρακοπούλου και τον Hλία Πετρόπουλο. (Πηγή Καθημερινή, 1999)