22.9 C
Athens
Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

Το ελληνικό καλοκαίρι του Αλμπέρ Καμί

Πιθανόν ο μόνος συγγραφέας της σύγχρονης Ευρώπης που είχε μια καθαρή αίσθηση του φωτός και του καλοκαιριού και μιαν «ηλιακή» φιλοσοφία (την οποία ο Ελύτης ονόμασε «ηλιακή μεταφυσική») να ήταν ο Αλμπέρ Καμί.

Το 1959 ο Καμί έρχεται στην Ελλάδα για τρίτη φορά. Αποφασίζει να ταξιδέψει στο ελληνικά νησιά με το σκάφος του φίλου του Michel Gallimard. Παίρνει μαζί του ένα νεαρό Έλληνα ζωγράφο, τον Μάριο Πράσινο, στον οποίο ζητά να ζωγραφίζει κάθε ελληνικό νησί το οποίο επισκέπτονται, ενώ ο ίδιος γράφει συνεχώς κάτω από τον λευκό ήλιο του ελληνικού καλοκαιριού. Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής του.

Σίγρι, καλοκαίρι του 1959. Ο Αλμπέρ Καμί με τη μικρή Κατερίνα.

Ένα πρωί ο Καμί φτάνει στη Λέσβο. Ερωτεύεται το νησί με την πρώτη ματιά και αποτυπώνει τα συναισθήματά του σε ένα γράμμα που στέλνει στον φίλο του Άγγελο Κατακουζηνό:

«Άγγελε, φίλε μου. Ανακάλυψα το μέρος στο οποίο θέλω να ζήσω. Πρόκειται για ένα πανέμορφο νησί, σχεδόν αρσενικό θα έλεγα. Θέλω να ζήσω εκεί, δίπλα στη θάλασσα, ατενίζοντας τα κύματα του Αιγαίου, αυτά τα κύματα που κουβαλούν επάνω τους τα αρώματα της πατρίδας μου, της Αλγερίας. Έχω ήδη εντοπίσει ένα μικρό σπίτι κοντά στη θάλασσα από το οποίο θα μπορώ να αποχαιρετώ τον ήλιο που δύει πάνω από το Αιγαίο, και ίσως έτσι καταφέρω να συνηθίσω την ιδέα του αποχωρισμού. Μπορώ να με φανταστώ πάνω σε μία μικρή βάρκα, να ταξιδεύω σαν τρελός μέσα στα κύματα. Όμως αγαπητέ μου φίλε, δεν με μάγεψε μόνο η ομορφιά του νησιού, αλλά και η ομορφιά των κατοίκων του. Θαυμάζω αυτούς τους ανθρώπους που από μακριά φαίνονται στεγνοί, όπως τα δέντρα της ελιάς που καλλιεργούν, αλλά αν τους παρατηρήσεις από κοντά είναι γεμάτοι πλούσιους φυσικούς χυμούς, και λάμπουν, όπως λάμπει το ασήμι στα φύλλα των ελαιόδεντρων».

Αλμπέρ Καμί: Στη μέση του χειμώνα, ανακάλυψα τελικά ότι μέσα μου υπάρχει ένα αόρατο καλοκαίρι…

Ο Αλμπέρ Καμί έφτασε στη Μυτιλήνη με προτροπή του φίλου του και καθηγητή Ψυχιατρικής Άγγελου Κατακουζηνού. Ο τελευταίος, με την ιδιότητα του προέδρου της Ελληνογαλλικής Πολιτιστικής Ένωσης, είχε προσκαλέσει τον Γάλλο διανοητή τον Απρίλιο του 1955, για να μιλήσει σε συμπόσιο για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού (το κείμενο εκδόθηκε πρόσφατα από το Ίδρυμα Κατακουζηνού και τις εκδόσεις “Πατάκη”).

Τα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τον Ιούνιο του ’59, ο Καμί δέθηκε με την Ελλάδα και τους ανθρώπους της. Στη Λέσβο, πατρίδα του Κατακουζηνού, θα πήγαινε για να ολοκληρώσει ένα θεατρικό έργο. Και στο βιβλίο της Λητώς Κατακουζηνού «Συντροφιά με τον Albert Camus» (έκδοση του Ιδρύματος Κατακουζηνού) ξετυλίγεται το κουβάρι του κεραυνοβόλου έρωτα του Καμί με το Σίγρι.

Ταξιδεύει στη Μυτιλήνη με τον εκδότη του, Μισέλ Γκαλιμάρ. Κι όταν φτάνοντας στο νησί οι απλοί άνθρωποι συντρέχουν τους δύο ξένους (ο Γκαλιμάρ έχει αισθανθεί μια ξαφνική αδιαθεσία), ο Καμί μένει άναυδος από τη ζεστασιά και τη φιλοξενία των ντόπιων. «Αργότερα, όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και τον μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στον βυθό. Εδώ θέλω να ’ρθω να ζήσω και να εργαστώ -είπα σε κάποια στιγμή-, να, εκεί, πάνω στη θάλασσα, σ’ αυτό το απόμερο σπιτάκι».

Το πάθος για το ξεχασμένο Σίγρι όλο και ζωήρευε. Ακόμα περισσότερο, όταν ήρθε ο χειμώνας: «Εκεί θα πάω να ζήσω, Άγγελε, στο νησί σου. Όμως, στα δυτικά, στο γραφικό ψαροχώρι, ’κει που ο βράχος είναι γυμνός, κομμένος λες με μαχαίρι. Ποιος ξέρει… ίσως για πάντα… Θα στέκω εκεί στην άκρη του γιαλού και θ’ αγναντεύω τη θάλασσα», γράφει στον Άγγελο Κατακουζηνό. Αλλά το «για πάντα» του Καμί θα αποδειχθεί απελπιστικά λίγο.

Τη Δευτέρα 4 Ιανουαρίου του 1960 θα πεθάνει ακαριαία σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Αυτός που φοβόταν μια ζωή τα αυτοκίνητα. Και, μάλιστα, στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μισέλ Γκαλιμάρ, με το πλεούμενο του οποίου είχε ταξιδέψει στο Σίγρι. Για πρώτη και τελευταία φορά.

Ο Αλμπέρ Καμί στην πρώτη του επίσκεψη το 1955 στην Ελλάδα.

Το καλοκαίρι (απόσπασμα) – Αλμπέρ Καμί

[…] Και μόνοι με τον ορίζοντα. Τα κύματα έρχονται απ’ την αόρατη Ανατολή, ένα ένα, υπομονετικά. Φτάνουνε μέχρις εμάς και πάλι υπομονετικά φεύγουν προς την άγνωστη Δύση, ένα ένα. Ατέλειωτη πορεία που δεν άρχισε ούτε τελείωσε ποτέ… Ποτάμια μικρά και μεγάλα περνούν, η θάλασσα περνά και μένει. Έτσι θα ‘πρεπε ν’ αγαπώ, πιστά και φευγαλέα. Σμίγω με τη θάλασσα.

[…] Μερικές νύχτες που η γλυκύτητά τους παρατείνεται, ναι, μπορούμε άφοβα να πεθάνουμε τότε, ξέροντας πως τούτες οι νύχτες θα ξανάρθουν ύστερα από μας πάνω στη γη και στη θάλασσα. Απέραντη θάλασσα, πάντα οργωμένη, πάντα παρθένα, η θρησκεία μου μαζί με τη νύχτα! Μας πλένει και μας χορταίνει στα στείρα αυλάκια της, μας ελευθερώνει και μας κρατάει ορθούς. Σε κάθε κύμα μια υπόσχεση, πάντα η ίδια. Τι λέει το κύμα; Αν θα ‘πρεπε να πεθάνω περιστοιχισμένος από κρύα βουνά, αγνοημένος από τον κόσμο, δίχως την αγάπη των δικών μου, εξουθενωμένος τέλος, η θάλασσα, την ύστατη στιγμή, θα γέμιζε το κελί μου, θα ερχόταν να με συγκρατήσει πάνω από το είναι μου και να με βοηθήσει να πεθάνω χωρίς μίσος.

[…] Ο χώρος και η σιωπή σμίγουν και γίνονται βάρος στην καρδιά. Μια ξαφνική αγάπη, ένα μεγάλο έργο, μια αποφασιστική πράξη, μια σκέψη που μεταμορφώνει προκαλούν σε ορισμένες στιγμές την ίδια ανυπόφορη αγωνία, ανάμεικτη μ’ ακαταμάχητα θέλγητρα. Γλυκιά υπαρξιακή αγωνία, εξαίσιο άγγιγμα ενός κινδύνου που δεν ξέρουμε τ’ όνομά του, το ότι ζω σημαίνει άραγε πως τρέχω προς το χαμό μου; Ας τρέξουμε πάλι χωρίς ανάπαυλα προς το χαμό μας. Είχα πάντα την αίσθηση πως ζούσα στο πέλαγος, σε κίνδυνο, στην καρδιά μιας μεγαλόπρεπης ευτυχίας.

 

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -