Το Χάρλεμ είναι μια γειτονιά στο βόρειο τμήμα του δημοτικού διαμερίσματος Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Οριοθετείται κατά προσέγγιση από τη λεωφόρο Φρέντερικ Ντάγκλας, τη Λεωφόρο Αγίου Νικολάου και το πάρκο Μόρνινγκσάιντ στα δυτικά, τον ποταμό Xάρλεμ και την 155η οδό στα βόρεια, την Πέμπτη Λεωφόρο στα ανατολικά και την 110η οδό στα νότια. Είναι μέρος του μεγαλύτερου Χάρλεμ, μιας περιοχής που περιλαμβάνει αρκετές άλλες γειτονιές και εκτείνεται δυτικά στον ποταμό Χάντσον, βόρεια στην 155η οδό, ανατολικά μέχρι τον Ανατολικό ποταμό και νότια στην 96η οδό.
Είναι η χαρακτηριστικότερη αφροαμερικανική γειτονιά της Νέας Υόρκης, η καρδιά της υπέροχης «μαύρης» μουσικής. Γνώρισε μεγάλες δόξες τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 όταν εμβληματικές καλλιτεχνικές μορφές, όπως η Billie Holiday και ο James Baldwin, έδιναν τις παραστάσεις τους στο περίφημο Apollo Theater ξεσηκώνοντας τα πλήθη. Εκείνη την εποχή ήταν, που εκατοντάδες εκκολαπτόμενοι καλλιτέχνες τραγουδώντας, χορεύοντας ή απλά παίζοντας μουσική, προσπαθούσαν να σαγηνεύσουν τους δεκάδες ατζέντες, που συνωστίζονταν κάθε βράδυ στα τοπικά clubs, με σκοπό να κερδίσουν την πολυπόθητη καταξίωση.
Οι εποχές όμως μετά τον πόλεμο άλλαξαν, το ίδιο και η γειτονιά. Τα φυλετικά μίση διογκώθηκαν, η πολιτεία αδιαφόρησε και μοιραία το Harlem περιθωριοποιήθηκε. Τα μουσικά ταλέντα βέβαια ποτέ δεν έλειψαν και το Apollo Theater πάντα έδινε ευκαιρίες στους πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες, με ειδικά αφιερωμένες σε αυτούς βραδιές, αλλά ο υπόλοιπος κόσμος παγιδευμένος σε ρατσιστικά μίση απέφευγε συστηματικά την περιοχή.
Τα τελευταία χρόνια όμως, χάρη κυρίως στην κινητοποίηση της τοπικής κοινότητας, η κατάσταση στο Χάρλεμ άλλαξε και μάλιστα ραγδαία. Η εγκληματικότητα είναι πλέον ασήμαντη, δεκάδες καινούργια clubs άνοιξαν κι ο κόσμος απολαμβάνει σε αυτά τη μουσική μαγεία της jazz του R&B και του hip hop. Μη διστάσετε λοιπόν, αν βρεθείτε εκεί, πάρτε το τρένο προς τα βόρεια κατεβείτε στον θρυλικό σταθμό της 125th Street και ζήστε κι εσείς στον συναρπαστικό κόσμο του Harlem.
Γνωστό για τα ζεστά τζαζ κλαμπ, τα εστιατόρια με soul φαγητό και την αφρο-αμερικανική κληρονομιά του, το Χάρλεμ προσελκύει πλήθος ντόπιων και επισκεπτών. Μοντέρνα εστιατόρια, κομψά κλαμπ και μοντέρνα μπαρ συνθέτουν τη ζωντανή νυχτερινή σκηνή. Η περιοχή συνδυάζει παραδοσιακά κτήρια του 19ου αιώνα με μοντέρνους ουρανοξύστες. Ο κεντρικός δρόμος του, η 125th Street, φιλοξενεί το θρυλικό θέατρο Apollo, καθώς και αλυσίδες καταστημάτων και εστιατορίων.
Σε μια πόλη όπως η Νέα Υόρκη, οι γειτονιές που παραμένουν αμετάβλητες, παρά το κύμα των αναπλάσεων που τα παρασύρει όλα, σπανίζουν. Το ανατολικό ή ισπανικό Χάρλεμ είναι ένα από αυτά τα μοναδικά μέρη, το οποίο έχει καταφέρει να διαχειριστεί την εισροή νέων κατοίκων, χωρίς να χάσει την αίσθηση της κοινότητας, η οποία παραμένει αυθεντική. Αν και πολλά έχουν αλλάξει από το 1986, τότε που ο Keith Haring ζωγράφισε το περίφημο έργο του «Crack is Wack», μια τοιχογραφία που κοσμεί τη διασταύρωση της 128ης οδού και της 2ης λεωφόρου, η ενέργεια, η ποικιλομορφία και η αυθεντικότητα του «El Barrio», της «Γειτονιάς», παραμένει.
Η γειτονιά είναι μία από τις πλέον πολιτισμικά πλούσιες και οικείες της Νέας Υόρκης, από τα παντοπωλεία μέχρι τα μέρη για ποτό, που προσελκύουν τους ανήσυχους τουρίστες. Περπατήστε σ’ αυτήν και ρουφήξτε την ατμόσφαιρα.
Προτού ουσιαστικά γίνει η έδρα των Πορτορικάνων, η εν λόγω γειτονιά ήταν ιταλική και σ’ αυτήν μάλιστα βρίσκουμε και μία από τις πρώτες ιταλικές εκκλησίες της πόλης, στη γωνία της 116ης οδού με την Pleasant. Πλαισιωμένη πλέον από κτήρια, η αφιερωμένη στην Παναγία εκκλησία έχει διατηρήσει την αρχική της ομορφιά, ειδικά μετά την ανακαίνιση του εσωτερικού της.
Από το 1920 ως το τέλος της Ποτοαπαγόρευσης (1933), το Χάρλεμ αποτέλεσε μια αυτόνομη μαύρη κοινότητα που ζούσε και ανέπνεε στους ήχους της τζαζ: Η τζαζ πλανιόταν παντού στον αέρα και επηρέασε δραστικά τη μόδα, τη λογοτεχνία και τις τέχνες, που άνθισαν σε κάθε νέγρικη γειτονιά των είκοσι πέντε οικοδομικών μπλοκ της. Η νεοϋορκέζικη αυτή συνοικία, με τα καφετί πέτρινα σπίτια του 19ου αιώνα και τα φτηνά διαμερίσματα των εργατικών οικοδομικών μπλοκ, είναι ο τόπος όπου βρήκε στέγη ένα μεγάλο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης προς τον Βορρά του έγχρωμου πληθυσμού που ερχόταν ταλαιπωρημένο από τον σκληρό ρατσιστικό Νότο, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκεί δημιουργήθηκε μια περίκλειστη κοινωνία (γκέτο) που είχε τη δική της ταξική δομή. Μαύροι ιδιοκτήτες ακινήτων και επιχειρηματίες έκαναν δουλειές μεταξύ τους και είχαν τοπική κοινωνική και πολιτική ζωή.
Το 1921 η εφημερίδα Independent γράφει: «Το Χάρλεμ είναι η μεγαλύτερη νέγρικη πόλη του κόσμου, με εκπληκτικές νέγρικες εκκλησίες, πολυτελή νέγρικα διαμερίσματα και νέγρικο πληθυσμό που ξεπερνάει τις 150.000».
Στη χαραυγή της δεκαετίας του ‘20 (jazz age) μια πρωτόγνωρη εποχή αναγέννησης κι αυτοπεποίθησης ανατέλλει στις συνοικίες των γκέτο. Επιδείξεις μόδας και τοπικοί διαγωνισμοί ομορφιάς διοργανώνονται σε ολόκληρο το Χάρλεμ, ενώ μαύρες κούκλες βιτρίνας με εκκεντρικά, πολύχρωμα ρούχα διακοσμούν τα τοπικά καταστήματα. Τα Σαββατόβραδα ο κόσμος διασκεδάζει σε κατάμεστες αίθουσες χορού με μπάντες που παίζουν τζαζ μουσική, ενώ οι έγχρωμοι χορευτές έχουν επαγγελματική ζήτηση στα κέντρα διασκέδασης ολόκληρης της Αμερικής. Με μία προϋπόθεση: να περάσουν επιτυχώς το «τεστ της χαρτοσακούλας», δηλαδή το δέρμα τους να μην είναι πιο σκούρο από αυτό μιας χάρτινης σακούλας.
Καλλυντικά
Τα κορίτσια που δούλευαν στις χορωδίες προσπαθούσαν να ξανοίξουν το χρώμα του προσώπου τους τρίβοντάς το με χυμό λεμονιού ή χρησιμοποιώντας καλλυντικά που τους έταζαν το χρώμα της μόκας. Οι Αφροαμερικανίδες, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση, φρόντιζαν πάντα την περιποίησή τους με καλλυντικά, όπως λάδια για τα μαλλιά και κρέμες προσώπου, καθώς αυτό τους έδινε μια αίσθηση αναβάθμισης του εαυτού τους.
Η μαντάμ Σι Τζέι Γουόκερ (C.J. Walker), κόρη σκλάβων από το Σεν Λούις και πρώην πλύστρα, γίνεται η πρώτη έγχρωμη, αυτοδημιούργητη Αμερικανίδα εκατομμυριούχος, λανσάροντας σε ολόκληρη την Αμερική μια σειρά καλλυντικών προϊόντων για μαλλιά που προορίζονταν αποκλειστικά για τις μαύρες γυναίκες. Μαζί με την Εστέ Λόντερ (Estee Lauder) και την Έλενα Ρουμπινστάιν (Helena Rubinstein), θεωρούνται οι γυναίκες – σκαπανείς της αμερικανικής βιομηχανίας καλλυντικών. Παράλληλα, η μαντάμ Σι Τζέι Γουόκερ χρησιμοποιεί μεγάλα ποσά από τα κέρδη της για την ανάπτυξη της αφροαμερικανικής κοινότητας, μέσω εκπαιδευτικών και επαγγελματικών προγραμμάτων για γυναίκες και παιδιά. Η κόρη της Λίλια ανοίγει το περίφημο beauty salon της και, με σήμα κατατεθέν το ασημένιο τουρμπάνι της, γίνεται διάσημη για τα περίφημα queer parties που διοργανώνει στο Χάρλεμ: ιδιωτικά πάρτι με άφθονο φαγητό και αλκοόλ, και άγρια, χωρίς ηθικούς φραγμούς διασκέδαση.
Όταν η τζαζ ξεπέρασε τα σύνορα των νέγρικων γκέτο και έγινε δημοφιλές μουσικό είδος, μουσικοί σαν τον Λούις Άρμστρονγκ και τον Ντιουκ Έλινγκτον έγιναν κοινωνικά αξιοσέβαστοι, ενώ η μουσική τους δεξιότητα τους έφερε πλούτη και δόξα. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσαν να ζουν σε έναν κόσμο διακρίσεων, αφού η διασκέδαση στο Χάρλεμ είχε γίνει ένα είδος ψυχαγωγίας «μετά το θέατρο» για τους μοντέρνους λευκούς απ’ το Μανχάταν, οι οποίοι κατέφθαναν στην περιοχή σαν τουρίστες, με τα πούρα και τις κουρσάρες τους, παρατηρώντας αδιάκριτα τους ανθρώπους, λες και ήταν διασκεδαστικά ζώα του τσίρκου.
Οπωσδήποτε, κάποιοι από τις χιλιάδες των λευκών Αμερικανών που συνέρρεαν εκεί ήταν πραγματικοί θαυμαστές της τζαζ, ενώ κάποιοι άλλοι λαχταρούσαν να δοκιμάσουν μια πιο ελευθεριακή γεύση ζωής, καθώς το Χάρλεμ αψηφούσε τους νόμους περί ποτοαπαγόρευσης αλλά και περί ομοφυλοφιλίας: Λευκά γκέι άτομα σύχναζαν σε νάιτ κλαμπ όπου μπορούσαν να πιουν όσο ήθελαν και μετά να φύγουν παρέα με κάποιο κορίτσι από τη χορωδία ή έναν μαύρο μουσικό. Καμπαρέ όπως το Savoy και το Cotton Club διαφήμιζαν τους χορευτές τους ως «προκλητικά ηλιοκαμένους» ή «καυτές σοκολάτες» και στις πίστες τους οι τουρίστες αναζητούσαν την εμπειρία ενός αυθεντικού χορού τσάρλεστον με μαύρο παρτενέρ.
Υπήρχαν όμως και τα μικρά, ατμοσφαιρικά κλαμπ με τζαζ μουσική που σέρβιραν πουρέ και τηγανιτό κοτόπουλο (soul food) όπου διασκέδαζαν κυρίως οι κάτοικοι του Χάρλεμ, αφού τα πολυτελή μαγαζιά με τις μεγάλες ορχήστρες προορίζονταν για τη λευκή πελατεία που άφηνε πολλά δολάρια κέρδος. Άλλωστε στις φωταγωγημένες αίθουσες χορού του νέγρικου Χάρλεμ της δεκαετίας του ’20 υπήρχε ασφαλής πρόσβαση σε όλους: λευκούς, μαύρους, στρέιτ ή γκέι. Κάποιες τραγουδίστριες δάνειζαν στους γκέι άνδρες τις εντυπωσιακές τουαλέτες τους και οι ατραξιόν με drag queens και cross – dressers, που κατέληγαν σε επιδείξεις μόδας με μεγάλα χρηματικά βραβεία, έκαναν το Χάρλεμ διάσημο σε όλη τη χώρα κι ακόμη παραπέρα, με τη συντηρητική Αμερική να φρίττει, χαρακτηρίζοντας αυτό το κομμάτι της Νέας Υόρκης κέντρο διαφθοράς των νέων και το πιο επικίνδυνο μέρος για να το διασχίσει κανείς.
Η λάμψη και η ιδιαιτερότητα του ενδυματολογικού στυλ της αφρο-αμερικάνικης κοινότητας του Χάρλεμ επηρέασε εμφανώς τις επόμενες δεκαετίες, καθώς ο στυλιστικός τους αυτοσχεδιασμός εξελίχθηκε σε σήμα κατατεθέν ταυτότητας και υπερηφάνειας για τις αφρικανικές ρίζες τους, είτε επρόκειτο για το χαλαρό ανδρικό κοστούμι «zoot suit» της δεκαετίας του ’40 ή για το στυλ «afro», σύμβολο της πολιτικοποιημένης μαύρης δύναμης (black power) των 70s.
Εκ πρώτης όψεως, το Χάρλεμ φαινόταν ένα μέρος μάλλον απίθανο για την πρωτοφανή πολιτιστική άνθηση που έλαβε εκεί χώρα, γνωστή ως η Αναγέννηση του Χάρλεμ, ή το Νέο Κίνημα των Νέγρων (New Negro Movement).
Ως οικισμός, βόρεια του Μανχάταν, το Χάρλεμ χρονολογείται από τον δέκατο έβδομο αιώνα. Στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα, όμως, όπως ήταν επόμενο, αναπτύχθηκαν τα σημαντικά συμφέροντα των ακινήτων και της κατοικίας. Παρά το γεγονός ότι οι Αφροαμερικανοί ζούσαν στο Χάρλεμ από τα 1880, περίπου, ο μαύρος πληθυσμός δεν είχε εκείνη τη δραματική έκρηξη, μέχρι την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα. Σε αυτό βεβαίως βοήθησε τα μέγιστα και η Μεγάλη Μετανάστευση, κατά την οποία οι μαύροι του Χάρλεμ αυξήθηκαν αλματωδώς, φτάνοντας τους 330.000 τη δεκαετία του 1930. Όταν το 369ο Σύνταγμα Πεζικού της Νέας Υόρκης, επέστρεψε από την Ευρώπη και τη νικηφόρα πορεία του, και έφτασε μέχρι την Πέμπτη Λεωφόρο της Νέας Υόρκης και σε λίγο στην καρδιά του Χάρλεμ, το γεγονός αυτό ουσιαστικά πυροδότησε την έναρξη στο Κίνημα της Αναγέννησης του Χάρλεμ, το οποίο όμως, για να είμαστε ακριβέστεροι, βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη για τουλάχιστον μια δεκαετία.
Η έννοια του “μαύρου”
Η Αναγέννηση του Χάρλεμ, φυσικά, δεν μόνο μια μεγάλη άνθηση της αφροαμερικανικής κουλτούρας και δημιουργικότητας. Βοήθησε επίσης, στον καθορισμό των δύσκολων σχέσεων μεταξύ των μαύρων και των λευκών στην Αμερική. Ίσως, το πιο σημαντικό, ήταν να καθοριστεί η έννοια του “μαύρου”, εκείνη η έννοια που πενήντα χρόνια αργότερα, θα επιτρέψει στον James Brown να πει δυνατά και προκλητικά, με τον τρόπο του, “Πες το δυνατά, είμαι Μαύρος και είμαι Περήφανος” (Say It Loud, I’m Black and I’m Proud)!
Το εξέχον κόσμημα της Αναγέννησης του Χάρλεμ ήταν ένα ξέσπασμα, μια εκπληκτική δημιουργία των λογοτεχνικών έργων που εξέταζαν μερικές φορές με συμπάθεια, και άλλοτε καυτηριάζοντας την αφροαμερικανική εμπειρία. Δοκίμια, ποιήματα και διηγήματα, συχνά εμφανίζονταν σε εφημερίδες ή περιοδικά, όπως τα “The Crisis” ή το “Opportunity”, ενώ ακόμα έκαναν την εμφάνισή τους μια σειρά από σημαντικά μυθιστορήματα.
Ένα κάλεσμα ξαφνικά ήρθε από τον Κλοντ Μακέι (Claude McKay, 1889-1948), έναν Τζαμαϊκανό μετανάστη που δημοσίευσε το ποίημα “Αν πρέπει να πεθάνουμε” (If We Must Die) τον Ιούλιο του 1919, στο τεύχος του “Ελευθερωτή” (The Liberator). Σε αυτό το ποίημα, ο προαναφερθείς ποιητής προέτρεψε τους μαύρους να ξεσηκωθούν γρήγορα και να αντιμετωπίσουν τους καταπιεστές τους, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Μεξικανού επαναστάτη Εμιλιάνο Ζαπάτα ότι είναι καλύτερα να πεθάνουν όρθιοι, από το να ζουν γονατισμένοι (…it is better to die upon your feet than to live upon your knees…).
Μια άλλη κορυφαία στιγμή συνέβη στα 1925, με τη δημοσίευση του “The New Negro” του καθηγητή, συγγραφέα, φιλόσοφου και προστάτη των τεχνών, Αλέν Λίροϊ Λοκ (Alain Locke, 1885-1954) στο Πανεπιστήμιο Χάουαρντ. Σε αυτό το έργο ο Locke διαλαλούσε τα σύγχρονα αφροαμερικανικά επιτεύγματα και άφησε να εννοηθεί ότι τα καλύτερα δεν είχαν έρθει ακόμα και βρίσκονταν μπροστά τους. Σίγουρα όμως, δεν επικρατούσαν πάντοτε τα καλά λόγια και τα κατορθώματα της φυλής στα έργα των μαύρων λόγιων προσωπικοτήτων της Αναγέννησης του Χάρλεμ. Ένα μεγάλο μέρος της έριδας προέκυπτε από ακραίο εγωισμό, μια κατάσταση που δεν ήταν άγνωστη στην πνευματική κοινότητα, λευκών και μαύρων. Ωστόσο, στην περίπτωση της Αναγέννησης του Χάρλεμ, αντανακλούσε επίσης και μια γενικότερη σημαντική διαφορά στις πολιτιστικές συμπεριφορές. Στο ένα άκρο του φάσματος βρισκόταν ο Κάουντι Κάλεν (Countee Cullen, 1903-1946), με καλούς τρόπους, ευαίσθητος, και γαμπρός κάποτε του Ντι Μπουά, ο οποίος εναγκαλίστηκε την “υψηλή κουλτούρα”. Για τον Κάουντι Κάλεν, ήταν πολύ πιο σημαντικό να είναι ποιητής, γενικώς, από να είναι νέγρος ποιητής, και ποτέ δεν αναφερόταν αποκλειστικά και μόνο στη φυλή του, γιατί τα έργα του θεωρούσε ότι προορίζονταν ανεξαιρέτως για όλους τους πολίτες της Αμερικής, τουλάχιστον.
Στο άλλο άκρο του φάσματος, στεκόταν ο Λάνγκστον Χιουζ, ίσως ο πιο διάσημος από τους συγγραφείς της Αναγέννησης του Χάρλεμ. Εκείνος όχι μόνο διακήρυσσε το “μαύρο” του, αλλά ο ίδιος ενστερνιζόταν την κοινή αφροαμερικανική ταυτότητα εις βάρος της μαύρης ελίτ. Στο περίφημο δοκίμιό του, το 1926, “Ο μαύρος καλλιτέχνης και το φυλετικό βουνό” (The Negro Artist and the Racial Mountain) ο Χιουζ εξήρε τα μαύρα πολιτιστικά επιτεύγματα ως κάτι το μοναδικό, και δεν αισθανόταν ούτε υπόχρεος, αλλά ούτε να ενσωματωθεί με το λευκό πρότυπο. Καλούσε την προσοχή στην πλούσια πολιτιστική κληρονομιά τους, την υφασμένη από αμέτρητα εκατομμύρια ανώνυμους Αφροαμερικανούς και επέκρινε την “ταλαντούχο δέκατη” νοοτροπία, την οποία συνόψιζε ο Κάλεν και η οποία φαινόταν αποφασισμένη να συμμορφώνεται με τα λευκά πρότυπα.
Η μεταμόρφωση
Μία από τις πιο διάσημες υποβαθμισμένες γειτονιές της Νέας Υόρκης, το μεγαλύτερο γκέτο των μαύρων, συνώνυμη επί σειρά δεκαετιών με την εξαθλίωση, την υψηλή εγκληματικότητα και τα ναρκωτικά, πάλαι ποτέ απαγορευμένη περιοχή για τους λευκούς κατοίκους της αμερικανικής μεγαλούπολης, αλλά και προπολεμική Μέκκα της τζαζ και των μπλουζ, άρχισε να μεταμορφώνεται τον 21ο αιώνα.
Αναζητώντας ευκαιρίες
Η γειτονιά, που στη συνείδηση πολλών Αφροαμερικανών αποτελεί την πρωτεύουσα της μαύρης Αμερικής, βρέθηκε στο επίκεντρο μιας αλλαγής που ενδεχομένως να μετατρέψει για πάντα το προφίλ που εδώ κι έναν αιώνα τη συνέδεσε με το αφροαμερικανικό στοιχείο της Νέας Υόρκης, καθιστώντας την προπύργιο της μαύρης Αμερικής.
Η γενικότερη τάση αναβάθμισης πολλών εξαθλιωμένων περιοχών της Νέας Υόρκης, η οποία ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’90, με την αναζήτηση ευκαιριών σε γειτονιές που έως τότε μόνον αποστροφή δημιουργούσαν στους πιο εύπορους κατοίκους του Μανχάταν, οδήγησε πολλούς και στο Χάρλεμ, την πιο «ζόρικη» γειτονιά της πόλης, με αποτέλεσμα σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία, να κινδυνεύει να ανατραπεί η πλειονότητα των μαύρων κατοίκων της ευρύτερης περιοχής του Χάρλεμ, γεγονός ανήκουστο μόλις λίγα χρόνια πριν. Κι όμως, η αλλαγή αυτή έχει αρχίσει να συντελείται εδώ και δύο δεκαετίες, αθόρυβα και χωρίς κανείς να την πολυπροσέξει.
Λιγότεροι μαύροι
Όπως επισημαίνεται σε σχετικό άρθρο των «Τάιμς της Νέας Υόρκης», στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, ο πληθυσμός της ευρύτερης περιοχής του Χάρλεμ αυξήθηκε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μεταπολεμική δεκαετία, όμως ο αριθμός των μαύρων κατοίκων της περιοχής είναι σήμερα ο μικρότερος που έχει υπάρξει από τη δεκαετία του ’20. Η αναλογία των μαύρων στην ευρύτερη περιοχή του Χάρλεμ είναι σήμερα τέσσερις στους 10, ποσοστό εντυπωσιακό αν αναλογιστεί κανείς ότι στη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 οι Αφροαμερικανοί αποτελούσαν το 98% της γειτονιάς και οι λευκοί (ακόμη και η μειονότητα των Ισπανόφωνων που συγκεντρώθηκαν στη δική τους περιοχή, δημιουργώντας το ισπανικό κομμάτι του Χάρλεμ) δεν τολμούσαν καν να περάσουν από τους δρόμους του κεντρικού Χάρλεμ.
Τα εξαθλιωμένα κτήρια, μέσα στα οποία στοιβάζονταν πολύτεκνες οικογένειες, αντικαταστάθηκαν από μοντέρνες κατασκευές, ενώ οι κάδοι με τα φλεγόμενα σκουπίδια γύρω από τους οποίους συγκεντρώνονταν οι άποροι κάτοικοι για να ζεσταθούν έχουν πλέον σχεδόν χαθεί. Το Χάρλεμ αποτελεί εδώ και καιρό προορισμό πολλών γκουρμέ καλοφαγάδων της αμερικανικής μεγαλούπολης, καθώς δεξιά κι αριστερά έχουν αρχίσει να ξεφυτρώνουν εστιατόρια και καφέ, ενώ το Harlem Center αποτελεί πόλο έλξης του καταναλωτικού κοινού.
Η αρχή από Κλίντον
Το στίγμα της αλλαγής είχε δοθεί ήδη από το 2001, όταν ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον αποφάσισε να εγκαταστήσει το γραφείο του σε κτήριο κοντά στο διάσημο Apollο Theater, καταβάλλοντας το ποσό των 354.000 δολαρίων ετησίως. Ακολούθησε μια περίοδος ύφεσης, αμέσως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2001, στη διάρκεια της οποίας πολλοί φοβήθηκαν ότι η δεύτερη αναγέννηση του Χάρλεμ έσβηνε πριν καλά καλά αρχίσει, για να δώσει τη θέση της στη σημερινή ανάπτυξη.
Ωστόσο, δεν είναι όλοι ικανοποιημένοι από τις αλλαγές που συμβαίνουν γύρω τους. Σύμφωνα με την άποψη ορισμένων κατοίκων, η άνοδος των τιμών που επιφέρει ο εξωραϊσμός της περιοχής τους οδηγεί πολλούς να την εγκαταλείψουν, αν και οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν θετικά το γεγονός ότι πολλοί μαύροι κατοικούν πλέον στο Χάρλεμ από επιλογή και όχι από ανάγκη.
Η φυσιογνωμία της περιοχής που επί σειρά δεκαετιών αποτελούσε το μεγαλύτερο γκέτο των μαύρων της Νέας Υόρκης έχει αναμφίβολα αρχίσει να αλλάζει, καθώς βελτιώνεται και το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι κατά πόσον πρόκειται για μια πραγματική αλλαγή ή απλώς για μια βιτρίνα, πίσω από την οποία εξακολουθεί να κρύβεται η φτώχεια και πολλές φορές η εξαθλίωση ενός μεγάλου τμήματος των κατοίκων του Μεγάλου Μήλου.
Προσωπικότητες της «Αναγέννησης του Χάρλεμ» γίνονται γραμματόσημα
Langston Hughes: Ο μαύρος αδελφός
Πηγές πληροφοριών: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, Διαδίκτυο, Fractal, Καθημερινή
- Αρχική εικόνα: Shannon Wright