Ἆσμα Ἀσμάτων 4, 2-16, 6, 5-7
Το Ἆσμα Ἀσμάτων (ο τίτλος ισοδυναμεί με υπερθετικό [=”ωραιότατο άσμα”]) είναι ένα λυρικό τραγούδι με διαλογική μορφή και ερωτικό περιεχόμενο: το έργο ειδικότερα περιγράφει τον πόθο δύο αποχωρισμένων εραστών και την επανένωσή τους παρά τα εμπόδια που παρεμβάλλονται. Τα πρόσωπα που λαμβάνουν τον λόγο είναι η Νύφη, ο Άντρας και ένας Χορός γυναικών, σε δύο περιπτώσεις ίσως και Χορός ανδρών. Η λογική σύνδεση και κατά συνέπεια η διάκριση των μερών του ποιήματος δεν είναι στις περισσότερες περιπτώσεις σαφής. Ορισμένοι μελετητές, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν αυτήν ακριβώς τη χαλαρή σύνδεση του Άσματος, διετύπωσαν την υπόθεση ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για ανθολογία ερωτικών ή γαμήλιων ασμάτων χωρίς ιδιαίτερη συνοχή μεταξύ τους. Όσοι αντίθετα υπερασπίζονται την ενότητα του ποιήματος επισημαίνουν την παρουσία των ίδιων προσώπων από αρχής μέχρι τέλους του έργου, καθώς επίσης την ομοιότητα του ύφους και των εικόνων. Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για ενιαίο ποίημα είτε για επιμέρους άσματα, οι επαναλήψεις και οι παραλλαγές πάνω σε συγκεκριμένα ερωτικά θέματα συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι το έργο παραδόθηκε προφορικά (πιθανώς απαγγελλόταν σε γαμήλιες τελετές), έως ότου κατεγράφη και απέκτησε την τελική του μορφή κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ 450-400 π.Χ. (για τη χρονολόγηση της μετάφρασης των Ο’ βλ. το σχόλ. 1 στο προηγούμενο Κείμενο του Εκκλησιαστή). Αν και το περιεχόμενο του Άσματος είναι αναμφισβήτητα ερωτικό, ενσωματώθηκε στον εβραϊκό και στον χριστιανικό κανόνα, επειδή ερμηνεύτηκε αλληγορικά: οι Εβραίοι είδαν στο Άσμα μια παράσταση της σχέσης του Γιαχβέ, δηλαδή του Θεού, προς τον περιούσιο λαό του Ισραήλ, ενώ οι χριστιανοί τη σχέση του Χριστού προς την Εκκλησία.
Στο πρώτο από τα ανθολογούμενα αποσπάσματα η Νύφη ακούει τη νύχτα τον αγαπημένο της να χτυπάει την πόρτα. Γεμάτη πόθο σηκώνεται να του ανοίξει, αλλά ο αγαπημένος της έχει φύγει. Τον αναζητεί μάταια σ᾽ ολόκληρη την Ιερουσαλήμ, οι φύλακες τη χτυπούν και την εμπαίζουν. Ακολουθεί o “έπαινος” του Άντρα από τη Νύφη (είχε προηγηθεί ο “έπαινος” της Νύφης από τον Άντρα στο τρίτο Τραγούδι). Στο δεύτερο απόσπασμα η ένωση έχει πραγματοποιηθεί και οι δύο εραστές ανταλλάσσουν λόγια αγάπης.
Σύμφωνα με την παράδοση, δημιουργός του είναι ο Σολομώντας (10ος π.Χ. αι.) αλλά τα πραγματολογικά στοιχεία του κειμένου, η γλώσσα και το ύφος του, δεν στηρίζουν την άποψη αυτή. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι συντέθηκε πιθανότατα αρκετούς αιώνες αργότερα, διαδόθηκε προφορικά και απέκτησε οριστική μορφή με την καταγραφή του μεταξύ 450-400 π.Χ. Πρόκειται για ενιαία σύλληψη ή για ανθολογία γαμήλιων τραγουδιών, έργο ενός ανθρώπου ή συμπίλημα πολλών φωνών; Πόσα είναι τα κύρια πρόσωπα του έργου; Τίποτε δεν είναι ξεκαθαρισμένο. Το βέβαιο είναι ότι το τολμηρό ερωτικό κείμενο εντάχθηκε στον εβραϊκό και στη συνέχεια στον χριστιανικό κανόνα χάρη στην αλληγορική ερμηνεία του, καθώς για τους Εβραίους μελετητές των Γραφών, οι δύο εραστές παραπέμπουν στον Γιαχβέ, τον Θεό, και στον λαό του Ισραήλ και για τους χριστιανούς παραπέμπουν αντίστοιχα στον Χριστό και στην Εκκλησία.
Η επικοινωνία του Άσματος Ασμάτων με την ελληνική λογοτεχνία αφορμάται από την ελληνιστική μετάφραση των Εβδομήκοντα. «Είναι η έλξη που ασκεί απάνω μου το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα που με παρακίνησε να δοκιμάσω την απόδοση του Άσματος των Ασμάτων στη σύγχρονη γλώσσα μας», δηλώνει o Γιώργος Σεφέρης στον πρόλογο της «μεταγραφής» του το 1965.
Πολλοί αναλυτές θεωρούν το κείμενο καθαρά ερωτικό και την αλληγορική θρησκευτική ερμηνεία του «συμβολικό ψεύδος».
Η άλογη βιαιότητα των παρομοιώσεων και των μεταφορών του Άσματος δεν βρίσκεται μακριά από τους εκφραστικούς τρόπους που αγάπησε η υπερρεαλιστική γραφή.
Μια κόρη δροσερή, τα στήθη της σαν δίδυμα ζαρκάδια που βόσκουν μες στα κρίνα. Ένα βοσκόπουλο λεβέντης, σβέλτος τρέχει στα βουνά σαν ελαφόπουλο. Αγαπιούνται με αγάπη πανίσχυρη σαν τον θάνατο, «κραταιά ως θάνατος αγάπη», και σαρκικό πάθος σε ένα από τα ωραιότερα κείμενα της παγκόσμιας γραμματείας, στο περίφημο Άσμα Ασμάτων της Βίβλου. Ακλόνητα ενταγμένο στον εβραϊκό και στον χριστιανικό κανόνα ιερών κειμένων και στον δυτικό λογοτεχνικό κανόνα, το εβραϊκό Άσμα Ασμάτων, όπως και τα ελληνικά ομηρικά έπη, προκαλεί συγκίνηση και θαυμασμό παρά τα ανεπίλυτα θεμελιώδη γραμματολογικά ζητήματα που αφορούν τη δημιουργία του.
Πότε γράφτηκε το «Άσμα Ασμάτων»; Σημειώνει στον πρόλογό του ο Σεφέρης: «… η εποχή της συναρμολόγησης του ποιήματος πρέπει να είναι ο Δ’ π.Χ. αιώνας. Τότε ένας Ιεροσολυμίτης συντάκτης με εμμονή την ανάμνηση του Σολομώντα ενσωμάτωσε διάφορα ιουδαϊκά κομμάτια με στοιχεία από το Μοάβ ή και από τη Συρία σ’ αυτό το σύνολο, όπου είναι αισθητές και οι ελληνικές επιρροές».
Γράφτηκε σε εβραϊκή -αραμαΐζουσα (σημιτική) γλώσσα και μεταφράστηκε στην ελληνιστική από τους «Εβδομήκοντα», μια επιτροπή από Ιουδαίους ελληνιστές.
Προσθέτει ο Σεφέρης:
«Δεν νομίζω πως χρειάζεται, ούτε είναι δουλειά μου, να επιβαρύνω αυτό το σημείωμα με περισσότερες φιλολογικές λεπτομέρειες. Μόνο θα έπρεπε να προσθέσω πως το Άσμα, μολονότι ξεκίνησε από την ποιμενική Αφροδίτη και υμνεί με πάθος εξαιρετικά έντονο τον ερωτικό πόθο και τη λαχτάρα του αποχωρισμένου από τον αγαπημένο του, μολονότι δεν μνημονεύει διόλου τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό, βρήκε ωστόσο -όχι χωρίς συζητήσεις είναι αλήθεια- μια θέση στον Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης».
Το «Άσμα» είναι ένα γαμήλιο τραγούδι, που βλάστησε σ’ έναν ποιμενικό λαό, τον λαό της Παλαιστίνης. Τα δε πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι η Νύφη, ο Άντρας και ο Χορός από γυναίκες ή και άντρες. Μερικοί στίχοι:
«Να με φιλήσει»…
«Η Νύφη: Να με φιλήσει με τα φιλιά του στόματός του! / Η αγκάλη σου είναι πιο καλή από το κρασί / κι η ευωδιά των μύρων σου απ’ όλα τα αρώματα / μύρο χυμένο τ’ όνομά σου / γι’ αυτό σ’ αγαπούν οι κοπέλες. / Πάρε με, τρέχουμε πίσω σου! (…) Ο Άντρας: Όμορφη που είσαι αγαπημένη, / όμορφη που είσαι. / Τα μάτια σου είναι περιστέρια». «Η Νύφη: Όμορφος που είσαι αγαπημένε, / πόσο μεστός. Η κοίτη μας είναι φυλλωσιά».
Ως βουκολικό ποίημα το «Άσμα Ασμάτων» περιέχει εικόνες που θα ξένιζαν μια κοπέλα των ημερών μας, αν άκουγε τον αγαπημένο της να παρομοιάζει τα μαλλιά της με «…κοπάδι γίδια / που ροβολούν απ’ το Γαλαάδ», τα δόντια της «… προβατίνες κουρεμένες / που ανέβηκαν απ’ το λουτρό», ενώ τα στήθη της «δυο νεβροί/ δίδυμοι της ζαρκάδας/ που βόσκουν μες στα κρίνα».
Ακολουθούν και στίχοι που αντέχουν σε όλους τους καιρούς: «Η αγκάλη σου είναι πιο καλή από το κρασί/ κι η ευωδία των μύρων σου απ’ όλα τα αρώματα./ Μέλι στάζει απ’ τα χείλη σου νύφη/ μέλι και γάλα κάτω από τη γλώσσα σου/ κι η ευωδιά της φορεσιάς σου σαν την ευωδιά του Λιβάνου».
ἐγὼ καθεύδω, καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ.
φωνὴ ἀδελφιδοῦ μου, κρούει ἐπὶ τὴν θύραν
ἄνοιξόν μοι, ἀδελφή μου, ἡ πλησίον μου,
περιστερά μου, τελεία μου,
ὅτι ἡ κεφαλή μου ἐπλήσθη δρόσου
καὶ οἱ βόστρυχοί μου ψεκάδων νυκτός.
ἐξεδυσάμην τὸν χιτῶνά μου, πῶς ἐνδύσωμαι αὐτόν;
ἐνιψάμην τοὺς πόδας μου, πῶς μολυνῶ αὐτούς;
ἀδελφιδός μου ἀπέστειλεν χεῖρα αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀπῆς,
καὶ ἡ κοιλία μου ἐθροήθη ἐπ᾽ αὐτόν.
ἀνέστην ἐγὼ ἀνοῖξαι τῷ ἀδελφιδῷ μου,
χεῖρές μου ἔσταξαν σμύρναν,
δάκτυλοί μου σμύρναν πλήρη
ἐπὶ χεῖρας τοῦ κλείθρου.
ἤνοιξα ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου,
ἀδελφιδός μου παρῆλθεν·
ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ·
ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν,
ἐκάλεσα αὐτόν καὶ οὐχ ὑπήκουσέν μου.
εὕροσάν με οἱ φύλακες οἱ κυκλοῦντες ἐν τῇ πόλει,
ἐπάταξάν με, ἐτραυμάτισάν με·
ἦραν τὸ θέριστρόν μου ἀπ᾽ ἐμοῦ φύλακες τῶν τειχέων.
ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ,
ἐν ταῖς δυνάμεσιν καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσιν τοῦ ἀγροῦ,
ἐὰν εὕρητε τὸν ἀδελφιδόν μου, τί ἀπαγγείλητε αὐτῷ;
ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ.
τί ἀδελφιδός σου ἀπὸ ἀδελφιδοῦ, ἡ καλὴ ἐν γυναιξίν;
τί ἀδελφιδός σου ἀπὸ ἀδελφιδοῦ, ὅτι οὕτως ὥρκισας ἡμᾶς;
ἀδελφιδός μου λευκὸς καὶ πυρρός,
ἐκλελοχισμένος ἀπὸ μυριάδων.
κεφαλὴ αὐτοῦ χρυσίον καὶ φάζ,
βόστρυχοι αὐτοῦ ἐλάται, μέλανες ὡς κόραξ.
ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς περιστεραὶ ἐπὶ πληρώματα ὑδάτων
λελουσμέναι ἐν γάλακτι,
καθήμεναι ἐπὶ πληρώματα.
σιαγόνες αὐτοῦ ὡς φιάλαι τοῦ ἀρώματος φύουσαι μυρεψικά,
χείλη αὐτοῦ κρίνα στάζοντα σμύρναν πλήρη.
χεῖρες αὐτοῦ τορευταὶ χρυσαῖ πεπληρωμέναι Θαρσείς.
κοιλία αὐτοῦ πυξίον ἐλεφάντινον ἐπὶ λίθου σαπφείρου.
κνῆμαι αὐτοῦ στύλοι μαρμάρινοι
τεθεμελιωμένοι ἐπὶ βάσεις χρυσᾶς·
εἶδος αὐτοῦ ὡς Λίβανος, ἐκλεκτὸς ὡς κέδροι.
φάρυγξ αὐτοῦ γλυκασμοὶ καὶ ὅλος ἐπιθυμία.
οὗτος ἀδελφιδός μου
καὶ οὗτος πλησίον μου, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ.
***
τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκαθισμένη,
ἐπιστηριζομένη ἐπὶ τὸν ἀδελφιδὸν αὐτῆς;
ὑπὸ μῆλον ἐξήγειρά σε·
ἐκεῖ ὠδίνησέν σε ἡ μήτηρ σου,
ἐκεῖ ὠδίνησέν σε ἡ τεκοῦσά σου.
θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου,
ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου·
ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,
σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος·
περίπτερα αὐτῆς περίπτερα πυρός, φλόγες αὐτῆς·
ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην,
καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν.
• Γιώργος Σεφέρης
Τραγούδι Δ’
Η ΝΥΦΗ2
[4, 2] Εγώ κοιμούμαι κι η καρδιά μου ξαγρυπνά.
Φωνή του αγαπημένου· χτυπά την πόρτα.
-«άνοιξε, αδερφή μου, ταίρι μου,
περιστέρα μου, πανέμνοστή μου,
τι το κεφάλι μου το νότισε η δροσιά
και τους βοστρύχους μου τ᾽ αγιάζι της νυχτός».
[3] -«Γδύθηκα το χιτώνα μου, πώς να τον φορέσω;
Ένιψα τα πόδια μου, πώς να τα λερώσω;»
[4] Έσυρε το χέρι του ο αγαπημένος στης κλειδωνιάς το μάτι3
και θροήθηκαν τα σπλάχνα μου γι᾽ αυτόν.
[5] Σηκώθηκα ν᾽ ανοίξω στον αγαπημένο μου·
έσταξε σμύρνα από τα χέρια μου,
τα δάχτυλά μου γέμισαν σμύρνα
σαν άγγιξα το μάνταλο της κλειδωνιάς.
[6] Άνοιξα στον αγαπημένο μου·
ο αγαπημένος είχε περάσει·
βγήκε η ψυχή μου ακολουθώντας τον·
τονε ζήτησα και δεν τον βρήκα,
τονε φώναξα, δε μ᾽ άκουσε.
[7] Μ᾽ ήβραν οι φύλακες
που τριγυρνούν στην πολιτεία,
με χτύπησαν, με πλήγωσαν,
πήραν τη μαντίλα μου από πάνω μου
αυτοί που φυλάγουν τα τείχη.
[8] Σας εξορκίζω, θυγατέρες της Ιερουσαλήμ,
στις δύναμες και στις ορμές του αγρού
α βρείτε τον αγαπημένο μου τι θα του πείτε;
Πως είμαι λαβωμένη της αγάπης.
Ο ΧΟΡΟΣ
[9] Μα τι έχει ο αγαπημένος σου, πάνω απ᾽ τους άλλους,
συ πεντάμορφη;
Μα τι έχει ο αγαπημένος σου πάνω απ᾽ τους άλλους
για να μας εξορκίζεις τόσο;
Η ΝΥΦΗ
[10] Ο αγαπημένος μου λάμπει και ροδίζει, 4
διαλεχτός στους μύριους·
[11] το κεφάλι του είναι λαγαρό χρυσάφι
βάγια οι βόστρυχοί του
μαύροι σαν κοράκι.
[12] Τα μάτια του είναι περιστέρια
στα νερά στ᾽ αυλάκια,
λούζουνται στο γάλα
κάθουνται στις γούρνες.
[13] Τα μάγουλά του είναι βραγιές μυριστικά
θήκες αρωμάτων·
τα χείλια του είναι κρίνα
και σταλάζουν σμύρνα·
[14] τα χέρια του είναι μάλαμα βραχιόλια
χρυσόλιθους γεμάτα·
είναι φίλντισι η κοιλιά του
με ψηφιά ζαφείρια·
[15] τα πόδια του είναι μάρμαρο κολόνες
με χρυσά θεμέλια.
Η όψη του είναι σαν το Λίβανο,
διαλεχτή σαν το κέδρο·
[16] τα λόγια του είναι γλυκασμός
κι ολόκληρος είναι επιθυμία.
Αυτός είναι ο αγαπημένος μου
κι αυτός το ταίρι μου,
θυγατέρες της Ιερουσαλήμ.
Τραγούδι Ϛ’
Ο ΧΟΡΟΣ
[6, 5] Ποια είναι τούτη που ανεβαίνει λευκανθισμένη
ακουμπώντας στον αγαπημένο της;
Ο ΑΝΤΡΑΣ5
Κάτω απ᾽ τη μηλιά σε ξύπνησα
εκεί που η μάνα σου σε γέννησε,
εκεί που πόνεσε και σε γέννησε.
Η ΝΥΦΗ
[6] Βάλε με σφραγίδα στην καρδιά σου,
ωσάν σφραγίδα στο μπράτσο σου·
είναι δυνατή η αγάπη σαν το θάνατο
και σκληρός ο πόθος σαν τον άδη·
οι σπίθες της είναι σπίθες της φωτιάς,
φλόγα του Θεού.
[7] Νερά ποτάμια δεν μπορούν
να σβήσουν την αγάπη.
(μετάφραση Γιώργος Σεφέρης)
2 Τα στοιχεία που παρέχει το ίδιο το Άσμα για την ταυτότητα των προσώπων δεν είναι σαφή. Το πιθανότερο είναι ότι το ζεύγος των εραστών είναι ποιμένες. Η μνεία του Σολομώντος (3, 7-15) καθώς επίσης ο χαρακτηρισμός του Άντρα από τη Νύφη ως βασιλιά στην αρχή ήδη του έργου ώθησαν πολλούς μελετητές στην ταύτιση του Άντρα με το βασιλιά Σολομώντα -ταύτιση που αποδυναμώνεται ωστόσο αν λάβει κανείς υπόψη του τα γαμήλια έθιμα των λαών της περιοχής (ο νυμφίος και η νύμφη επί παραδείγματι χαρακτηρίζονται βασιλιάς και βασίλισσα). Κατά άλλους ερευνητές ο Σολομών έχει το ρόλο του ερωτικού αντιζήλου.
3 «Το κείμενο εννοεί μιαν αρκετά μεγάλη τρύπα της πόρτας όθε περνούσαν ένα πρωτόγονο, ξύλινο υποθέτω, κλειδί για να σπρώξουν το σύρτη. Στην Κύπρο θα το ᾽λεγαν “ανοιχτάρι”» (Γ. Σεφέρης).
4 Ο “έπαινος” της Νύφης για τον Άντρα έχει κοινά στοιχεία με τις ελληνιστικές εκφράσεις κάλλους αφού η περιγραφή γίνεται “από πάνω προς τα κάτω”, δεν υπάρχει όμως η τόσο χαρακτηριστική για τα ελληνιστικά κείμενα επίδραση της ρητορικής ούτε στη γλώσσα ούτε στη θεματική (ίχνη ρητορικών τόπων ανιχνεύονται στον “έπαινο” της Νύφης από τον Χορό [5, 2-3]). Οι εικόνες που επιλέγονται για να περιγραφούν τα επιμέρους χαρακτηριστικά του σώματος του Άντρα αντλούνται από τη φύση και είναι ιδιαίτερα αισθησιακές -στοιχείο που συνδέει το Άσμα με την ερωτική ποίηση των αρχαίων Αιγυπτίων και την λαϊκή ποίηση γενικότερα.
5 Ορισμένοι εκδότες αποδίδουν ολόκληρο το ανθολογούμενο απόσπασμα -εκτός των αρχικών δύο στίχων του Χορού- στη Νύφη.
* Οι φωτογραφίες είναι από την ταινία “Νοσταλγία” του Αντρέι Ταρκόφσκι