Του Παναγιώτη Μήλα
Την εποχή που οι καλοκαιρινές διακοπές ήταν ένα μπάνιο κάθε βδομάδα στην Ούλεν, στον Φλοίσβο, στον Μπάτη ή στην Πικροδάφνη και πολύ σπάνια έως ποτέ στην πλαζ της Βουλιαγμένης, η καθημερινή μας διασκέδαση ήταν το σινεμά. Το θερινό σινεμά της γειτονιάς μας στο Νέο Κόσμο. Έξω από τα σύνορα της περιοχής δεν βγαίναμε. Ούτε Εξάρχεια, ούτε Θησείο, ούτε Νέα Σμύρνη. Οι πιο μακρινές κινηματογραφικές μας βόλτες είχαν προορισμό τη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, την Πλάκα και το Ζάππειο.
Τότε στα σινεμά δεν υπήρχε μπαρ όπως στα σημερινά. Ένας ή δύο πιτσιρικάδες πριν αρχίσει η προβολή και μετά στο διάλειμμα διαλαλούσαν όλα τα καλά που είχαν στον νταβά τους: Σάμαλι, παστέλι, κοκ, στραγάλια, φιστίκια, πασατέμπο, λεμονίτα, ταμ ταμ, μπιράλ. Σε πιο …πολυτελείς εκδόσεις είχαν και γρανίτα. Έτερον ουδέν.
Τα θερινά ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους στην Ελλάδα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Έφτασαν στην κορυφή τη δεκαετία του 1970 και αργότερα «χτυπήθηκαν» πρώτα από την τηλεόραση και έπειτα από το βίντεο. Διασώθηκαν ελάχιστα. Τα περισσότερα έγιναν… σούπερ μάρκετ και πάρκινγκ ενώ σήμερα προσφέρουν αυτή την ξεχωριστή διασκέδαση πολύ λίγα θερινά σε κάποιες γειτονιές της πρωτεύουσας.
Ακόμη υπήρχε μία φορά την εβδομάδα ή μια φορά σε κάθε 15 ημέρες ο υπαίθριος κινηματογράφος από τον δήμο της Αθήνας. Οι σιδερένιες κολόνες που κράταγαν το πανί στήνονταν στην Καλλιρρόης, που ήταν τότε χωματόδρομος, ακριβώς πίσω από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα Ιλισού και δίπλα από την Παιδική Χαρά (που υπάρχει και σήμερα συρρικνωμένη). Εκεί λοιπόν από νωρίς το απόγευμα τοποθετούσαν τα μεγάφωνα. Μετά άρχιζαν τα τραγούδια. Πάντα της Λατινικής Αμερικής. Σάμπα, μάμπο, τάνγκο. Όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής έκαναν τη βόλτα τους στους χωματόδρομους. Λος Ίντιος Ταμπαχάρας, Τρίο Λος Πάντσος, Λος Παραγουάιος κλπ. κλπ. Ακολουθούσε η προβολή που περιελάμβανε μίκι μάους, επίκαιρα, ντοκιμαντέρ και μικρού μήκους ταινίες κοινωνικού περιεχομένου. Όλα ξένα. Ελληνική παραγωγή δεν υπήρχε.
***
Από τα αγαπημένα μας, που αναφέρονται παρακάτω, σώθηκαν μόνο δύο, το ένα στην Πλάκα και το άλλο στη Λεωφόρο Συγγρού. Ας κάνουμε λοιπόν κι εμείς τη δική μας βόλτα.
Άννα
Το πιο αγαπημένο και το πιο κοντινό. Πηγαίναμε ακόμη κι αν δεν ξέραμε τι παίζει. Λειτούργησε από το 1960 μέχρι το 1975. Βρισκόταν Βουλιαγμένης 26 στη γωνία με τη Βούρβαχη (όπως βλέπετε στην πρώτη φωτογραφία του θέματος). Ξεκίνησε ως Β΄ προβολής και τελείωσε ως Α΄- Β΄. Η είσοδος ήταν επί της Βουλιαγμένης, το ίδιο και η οθόνη. Πέρναγες κάτω από την οθόνη για να μπεις στο σινεμά. Η μηχανή προβολής ήτανε στο βάθος του οικοπέδου σε ένα υπερυψωμένο δωματιάκι. Ο κινηματογράφος είχε περίπου 200 καθίσματα αλλά και τα μπαλκόνια από τις διπλανές πολυκατοικίες. Ήταν το στέκι μας… Πιο πολύ για κουβέντα και λιγότερο για να δούμε.
Ερέχθειον
Άξιζε και για τον περίπατο και για την ευρυχωρία του. Όμορφα καθίσματα, άνετα και… πολύ χαλίκι. Επί της Ερεχθείου 26. Λίγο πιο πάνω από την οδό Βεΐκου, στο Κουκάκι. Ξεκίνησε ως Β’ προβολής, αργότερα ανέβηκε Α’ – Β’ και ίσα που ξεπέρασε την εικοσαετία (1957-1978). Όταν έκλεισε έγινε εκεί ένα μικρό γυμναστήριο για τους κατοίκους της περιοχής ενώ αργότερα εκεί χτίστηκε ένα πολύ μεγάλο ελληνικό ξενοδοχείο με είσοδο από την Παρθενώνος και με πλάτη στην Ερεχθείου.
Όασις
Διπλή ιστορία για τον μικρό στενόμακρο και στριμωγμένο κινηματογράφο της οδού Ιππώνακτος στο Νέο Κόσμο. Εδώ νιώσαμε τα μεγαλύτερα κρύα της ζωής μας. Ως θερινός λειτουργούσε σχεδόν και μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου. Από αρχές Σεπτεμβρίου και μετά έβαζε πάντα δύο έργα. Ένα ελληνικό (Ξανθόπουλος, Βούρτση κ.λπ.) και ένα ξένο, κάποιο γουέστερν σπαγγέτι ή κάποιο «ιστορικό». Αμέτρητες ώρες μέχρι να τελειώσει και το δεύτερο φιλμ. Ξεπαγιάζαμε στο βωμό της 7ης τέχνης. Αρχικά υπαίθριος και στη συνέχεια χειμερινός με διάφορες μεταλλάξεις βάστηξε από το 1955 έως το 1989. Στο χώρο του είχαν προϋπάρξει βαριετέ, με 600 θέσεις, και ο Καραγκιόζης του Ζάννου (τουλάχιστον από το 1951). Η στέγασή του έγινε το 1967 (αυτόνομο κτήριο) και το καλοκαίρι λειτουργούσε με άνοιγμα στέγης και πλάγιων παραπέτων. Πάντα είχε το χαμηλότερο εισιτήριο από όλους τους άλλους κινηματογράφους. Έπαιζε πολλές φορές και παιδικά τις Κυριακές. Γενικά ανήκε στη Β’ προβολή, έγινε όμως Α’ ― Β’ τη δεκαετία του ’70. Διέκοψε πρώτα τις καλοκαιρινές και αργότερα τις χειμερινές προβολές του.
Το δεύτερο μέρος της ζωής του κτηρίου άρχισε το 1990 όταν η διάσημη Ελληνίδα γλύπτρια Chryssa προετοιμάζοντας την επιστροφή της από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα, μετέτρεψε την “Όαση” σε όαση δημιουργίας αφού εκεί έστησε το εργαστήριό της για τα τεράστια έργα της (ένα από αυτά, η “Κλυταιμνήστρα”, βρίσκεται στον προαύλιο χώρο του Μεγάρου Μουσικής). Η Chryssa από τον Μάιο μέχρι και τον Ιούλιο του 1990 παρουσίασε στην Γκαλερί Stavros Mihalarias Art, στο Κολωνάκι, τα έργα της από το 1960 έως και το 1990. Ένα χρόνο πριν, το 1989, όταν ήρθε για λίγες ημέρες στην Αθήνα, εγώ ήμουν αρχισυντάκτης στο πολιτιστικό της εφημερίδας «Έθνος» με διευθυντή τον Αλέκο Φιλιππόπουλο. Σκέφτηκα να κάνουμε μια συνέντευξη με τη Chryssa. Τελικά, αυτό το κατάφερε μια νεαρή συνάδελφος, η Μπέττυ Μπαμπίλη, που σήμερα δεν ζει. Ήταν η πρώτη φορά που η Chryssa μιλούσε σε ελληνική εφημερίδα. Το 1992 η διάσημη γλύπτρια επέστρεψε μόνιμα από το νέο κόσμο της Αμερικής στην παλιά «Όαση» του Νέου Κόσμου και των εφηβικών μας χρόνων.
Πρωτεύς
Στο οικοδομικό τετράγωνο μεταξύ των οδών Ζαν Μωρεάς, Οδυσσέα Ανδρούτσου και Αναστασίου Ζίννη ήταν η καθημερινή μας βόλτα για όλο το χρόνο. Στο πρώτο δρόμο ήταν το παράρτημα –όπως το λέγαμε– του ΣΤ’ Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών, μέχρι και το 1961. Στον δεύτερο δρόμο ήταν ο χειμερινός κινηματογράφος «Πρωτεύς» και στον τρίτο δρόμο ο θερινός αδελφός του. Πρόκειται για ένα υπαίθριο προπολεμικό σινεμά και βαριετέ. Το 1938 είχε 2.000 θέσεις. Ο χειμερινός οικοδομήθηκε σε τμήμα του οικοπέδου του μεγάλου θερινού. Τα δύο σινεμά ήταν στο ίδιο τετράγωνο, με δύο χωριστές εισόδους. Όμως το οικόπεδο δεν ανήκε ολόκληρο στα σινεμά. Στη γωνία Ζίννη και Ανδρούτσου υπήρχε μία μονοκατοικία. Στη Ζίννη υπήρχε άλλη μία, εκεί όπου τώρα υψώνεται πολυκατοικία. Άρα τα δύο σινεμά σχημάτιζαν ένα «Γάμμα», με τα δύο κτήρια να παρεμβάλλονται. Αργότερα η γωνιακή μονοκατοικία απαλλοτριώθηκε και γκρεμίστηκε. Το οικόπεδό της και το οικόπεδο των δύο σινεμά συναποτελούν τώρα το γιγαντιαίο 14ο Λύκειο, ενώ η μονοκατοικία, πιο μέσα στη Ζίννη, έμεινε αναπαλλοτρίωτη. Έτσι το οικόπεδό της παραμένει σαν σφήνα, με πολυκατοικία πλέον, που έχει τον ακάλυπτό της προς το προαύλιο του σχολείου. Οι περίοικοι λένε ότι εδώ δούλευε μηχανικός προβολής και ηλεκτρολόγος ο πατέρας της Νάνας Μούσχουρη, γνωστός ως «Νυχτερίδας», επειδή σύχναζε στο ομώνυμο ουζερί της πλατείας Κάνιγγος. Μα και η ίδια η μετέπειτα διάσημη τραγουδίστρια ήταν ταμίας των κινηματογράφων. Όπως έλεγε η ίδια σε συνέντευξή της στην «Ελευθεροτυπία» και στον Φώτη Απέργη: «Εμείς ζούσαμε στο Χόλιγουντ. Πίσω από την οθόνη υπήρχε ένα σπιτάκι με δύο δωμάτια. Στο ένα κοιμούνταν οι γονείς μας. Το άλλο, ανάλογα με την ώρα, χρησίμευε σαν τραπεζαρία ή παιδικό δωμάτιο. Η οθόνη φαινόταν πελώρια στα παιδικά μας μάτια και… ανάποδη. Βλέπαμε μόνο την πίσω πλευρά, με τους καβαλάρηδες των γουέστερν να καλπάζουν καταπάνω στο φτωχό μας τοίχο».
Ο θερινός «Πρωτεύς» ήταν κατά κάποιο τρόπο ο αριστοκρατικός κινηματογράφος της περιοχής, σε αντίθεση με το «Πανελλήνιον». Είχε πολύ καλά μηχανήματα, πολύ πράσινο, ωραία καθίσματα, κομψή είσοδο. Έφερνε καλές ταινίες, κυρίως έργα δραματικά, αισθηματικά, κοινωνικά, κομεντί της εποχής, μουσικοχορευτικά, βιογραφίες και άλλα. Η ορθοστασία ήταν από τα χαρακτηριστικά αυτού του σινεμά κυρίως στη χειμερινή του αίθουσα. Κατόπιν ο χώρος έγινε πάρκινγκ αυτοκινήτων και τέλος κτίστηκαν τα σχολικά κτήρια.
Πανελλήνιον
Υπαίθριος προπολεμικός κινηματογράφος επί της Συγγρού 106 (παλιότερος αριθμός) ή 112 (σημερινός), εκεί όπου τώρα έχει χτιστεί το κτήριο που στεγάζει τη Γιούρομπανκ. Πολύ κοντά του και ο ομώνυμος χειμερινός. Ξεκίνησε βουβός το 1920 και έπαιξε τελευταία φορά το καλοκαίρι του 1970. Β’ προβολή συνήθως, ανέβηκε στους ημικεντρικούς λίγα χρόνια προτού κλείσει. Ο θερινός – σε αντίθεση με τον χειμερινό – έφερνε πολύ καλές ταινίες. Ανάμεσά τους είχα δει εκεί σε πρώτη προβολή το «Γουέστ Σάιντ Στόρι». Χαρακτηριστικό του χειμερινού ήταν η -εσωτερικά- πάνινη στέγη που ήταν γεμάτη από τις σαΐτες που πετούσαμε –με λίγο σάλιο στην άκρη– με στόχο να κολλήσουν στο πανί. Εκατοντάδες τέτοιες σαΐτες κρέμονταν… Στην στρυφνή ταμία του σινεμά κάναμε πλάκες δίνοντας το αντίτιμο του εισιτηρίου σε δεκάρες. Το θερινό, αντιθέτως, δεν σήκωνε τέτοια αστεία. Εκεί είχε καθαρά οικογενειακό και ήρεμο περιβάλλον. Ιδιοκτήτης του ο ψηλόλιγνος «στεγνός» κύριος Αντρέας Δρίτσας, που είχε και το «Ριβολί», στην Αριστείδου, απέναντι από το Χρηματιστήριο.
Χρόνια αργότερα, ο χειμερινός κατεδαφίστηκε και στη θέση του χτίστηκε πολυκατοικία με κινηματογράφο στο ισόγειο. Το «νέο Πανελλήνιον» ήταν μάλλον άχρωμο και έκλεισε γρήγορα. Αργότερα, το 1990, λειτούργησε ως θέατρο, από την Κατερίνα Βασιλάκου η οποία μετά τον θάνατο του συζύγου της Θανάση Μυλωνά (1989) ιδρύει το «Πανελλήνιο». Εκεί ανεβάζει Πίντερ – σε σκηνοθεσία Βολανάκη -, Μπέρνσταϊν και άλλα θεατρικά, στα οποία συνεργάστηκε με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, την Αννα Φόνσου, την Κάκια Αναλυτή κ.ά.
Από το 2004 το θέατρο έγινε και πάλι κινηματογράφος με το νέο όνομα «Μικρόκοσμος», αποκτώντας ένα δικό του κοινό.
Αστέρια
Καλοκαιρινό σινεμά της Γούβας. Μπαίνοντας από Βουλιαγμένης 85 στην κάθετη οδό Ιππάρχου, έβρισκες το σινεμά στον αριθμό 6, αμέσως μετά την οδό Αρτέμωνος. Πάντα δροσερό. Ποτέ δεν είχε πάρα πολύ κόσμο. Μπαίνοντας είχες την οθόνη απέναντί σου. Το σινεμά ξεκίνησε ως Β’ προβολής το 1959, αναβαθμίστηκε αργότερα σε ημικεντρικό και έπαιξε τελευταία φορά με αυτό το όνομα το καλοκαίρι του 1972. Ακόμη και τις πιο ζεστές μέρες του καλοκαιριού στα “Αστέρια” έπρεπε να έχεις ζακετάκι. Δεν είχε ποτέ πολύ κόσμο. Πάντοτε έβρισκες εισιτήριο ακόμη κι αν πήγαινες την τελευταία στιγμή. Κάποια εποχή εκεί έγινε σούπερ μάρκετ, ενώ σήμερα σε μια πολυτελή πολυκατοικία στεγάζει υπηρεσίες του δήμου Αθηναίων.
Νανά
Στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης 183 ήταν το θερινό και στο 179 το χειμερινό. Σπάνια πηγαίναμε και στα δύο. Ήταν πολύ μακριά… Άνοιξε το 1942. Ήταν σχεδιασμένο με επιμέλεια και μεγαλοπρέπεια. Δεν ήταν μόνο το εντυπωσιακό του μέγεθος αλλά η όλη του κατασκευή. Έφερνε πολύ καλές ταινίες. Κυριάρχησε δίκαια για χρόνια στα κινηματογραφικά χρονικά της Δάφνης και αργότερα απέκτησε και το αδελφό χειμερινό λίγα μέτρα παρακάτω. Υπάρχει και σήμερα ομώνυμη στάση λεωφορείου.
Θάλεια
Θερινός κινηματογράφος λίγο πιο κάτω από την είσοδο του μετρό Αγίου Ιωάννη Βουλιαγμένης. Στην οδό Κασομούλη 102, ανάμεσα στην εκκλησία και στον λόφο Κυνοσάργους και απέναντι από την οδό Πυθέου. Λειτούργησε από το 1969 μέχρι το 1980, συνήθως στην Α’- Β’ προβολή. Είχε χαμηλό εισιτήριο, 35 δρχ. το 1977. Ο χώρος του ήταν παράλληλος με το δρόμο, η οθόνη ήταν στην κατηφόρα, προς το λόφο και η μηχανή προβολής προς την εκκλησία. Όταν έκλεισε η «Θάλεια», γκρεμίστηκε κι έγινε βενζινάδικο. Τελικά και το βενζινάδικο το πήραν κατά ένα μέρος τα έργα του μετρό ενώ το υπόλοιπο χτίστηκε και στεγάζει μια τράπεζα.
Ευρώπη
Καλοκαιρινός χώρος λαϊκών θεαμάτων του Νέου Κόσμου, κατά βάση κινηματογράφος, στη Φραντζή 43, που βάστηξε σχεδόν τριάντα καλοκαίρια, τουλάχιστον από το 1943 μέχρι το 1971. Είναι ένα από τα όχι λίγα σινεμά που ανοίξανε στην καρδιά της γερμανικής κατοχής, πράγμα που κάτι δείχνει για την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων. Οι ταινίες ήταν γενικά b movies, με πολύ ελληνικό, ψευτοϊστορικό και παρόμοιο πρόγραμμα. Η «Ευρώπη» στέγασε επίσης κατά καιρούς θέατρο και βαριετέ. Το σινεμά ήταν υπερυψωμένο, ανέβαινες σκαλιά για να μπεις. Όπως έμπαινες στο σινεμά, πάνω από την είσοδο ήταν η καμπίνα προβολής και ο εξώστης, ενώ η οθόνη ήταν στο βάθος του οικοπέδου. Υπήρχε κατηφόρα από την είσοδο προς την οθόνη, ήταν αμφιθεατρικό το σινεμά. Εδώ παίζανε πολύ καραγκιόζη, αλλά εμφανίζονταν και πολλοί τραγουδιστές σε τιμητικές βραδιές.
Σινέ Παρί
Προπολεμικός θερινός κινηματογράφος και σπανιότατα θέατρο. Ο μοναδικός που είχε ποτέ η Πλάκα, σωζόμενος σήμερα έπειτα από μεταμορφώσεις και πρόσκαιρο κλείσιμο μεταξύ 1976-1985. Διατηρητέος και ως χώρος και ως χρήση, στην Κυδαθηναίων 22, στην κεντρική πλατεία της Πλάκας, την Φιλικής Εταιρείας. Αν και οι ταινίες του σε γενικές γραμμές δεν ήταν λαϊκές, ανήκε για πολύν καιρό στη Β’ και στην Α’ – Β’ προβολή, άργησε πολύ να ανέβει στην Α’. Ένα από τα καλύτερα θερινά σινεμά που έχουν διατηρηθεί. Ο πρώτος του ιδιοκτήτης, ο Κώστας Ιωαννίδης, όταν γύρισε από το Παρίσι, όπου είχε βρεθεί πρόσφυγας από την Προύσα κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή, άνοιξε τον κινηματογράφο και γι’ αυτό του έδωσε αυτό το όνομα.
Ξεκίνησε το 1938. Στην Κατοχή έπαιζε κανονικά ταινίες, καθώς και λίγο Καραγκιόζη. Μεταπολεμικά έγινε «Παρί» σκέτο. Την περίοδο αυτή, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ κατέγραψε το εξής: «Οι γάτες της Αθήνας, σαν τους πολίτες της, είναι πολύ έξυπνες. Αμέσως μετά τον πόλεμο συνήθιζα να τρώω σε μια υπαίθρια ταβέρνα στην Πλάκα. Χωριζόταν με ψηλό τοίχο από έναν υπαίθριο κινηματογράφο. Κάθε βράδυ, την ίδια πάντα ώρα, ένας πελώριος μαυρόασπρος γάτος περπατούσε προσεκτικά πάνω στα κεραμίδια για να καθίσει, με την πλάτη του γυρισμένη σε μας, στον τοίχο αυτόν, αφοσιωμένος κι ακίνητος, εκτός από το αργό ρυθμικό κούνημα της ουράς. Έπειτα από πέντε ακριβώς λεπτά, έφευγε πάλι μακριά, πάνω στις στέγες. Η εξήγηση που έδινε το γκαρσόνι ήτανε φανερά σωστή: “Έρχεται για να δει το Μίκι Μάους κάθε βράδυ”».
Αίγλη
Από τα παλιότερα καλοκαιρινά της πόλης, παρόλο που είχε κι αυτό τα κλεισίματά του το ’80 και το ’90, που ευτυχώς αποδείχτηκαν πρόσκαιρα. Η είσοδός βρίσκεται στην πίσω αριστερή γωνία του χώρου, ακριβώς απέναντι από την οθόνη. Κατασκευάστηκε στη θέση δίπλα στο πολύ γνωστό καλοκαιρινό βαριετέ του Ζαππείου. Σήμερα είναι διατηρητέο και ως χώρος και ως χρήση.
(*) Τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα «Τα σινεμά της Αθήνας» 1896 – 2013. Ιστορίες του αστικού τοπίου». Το βιβλίο «κυκλοφορεί» από τον συγγραφέα του κ. Δ. Φύσσα, ελεύθερο στο διαδίκτυο.