Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Ένα έργο εμπνευσμένο απ’ τη ζωή του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, του αυτοδίδακτου ζωγράφου και αγιογράφου που μετέπειτα αναγνωρίστηκε ως πρωτοπόρος της λαϊκής τέχνης.
Έργο σε κείμενο του Σαμσών Ρακά και σε ουσιαστική και λειτουργική σκηνοθεσία της Όλιας Λαζαρίδου.
*
Οι πρώτες παραστάσεις δόθηκαν στο Fougaro Artcenter, στο Ναύπλιο, ενώ συνεχίστηκαν έως τις 28 Απριλίου, στο θέατρο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.
Μετά τη μεγάλη επιτυχία, οι παραστάσεις θα συνεχιστούν τον Ιούλιο στο Παλαιό Πανεπιστήμιο (Μουσείο Ιστορίας) στην Πλάκα για 12 παραστάσεις, από 5 έως 28 Ιουλίου 2024.
*
Ερμηνεύουν δύο νέες χαρισματικές ηθοποιοί, η Αιμιλιανή Σταυριανίδου στο ρόλο του Θεόφιλου και η Αριάδνη Κωσταντακοπούλου στο ρόλου του Διαμονίου, της έμπνευσης, της καλλιτεχνικής τρέλας.
H Όλια Λαζαρίδου δανειζόμενη στοιχεία λαϊκού θεάματος και τσίρκου, έφτιαξε μια παράσταση η οποία είναι προσιτή σε κοινό κάθε ηλικίας.
Με μια μικρή ξύλινη σκηνή κατορθώνεται να δοθεί όλο το σκηνικό μιας εποχής και το περιβάλλον της επαρχίας της Μυτιλήνης, που διαμόρφωσε τον Θεόφιλο, το πρόσωπο του παππού του, που τον θεωρούσε σωτήρα του, οι προσωπικές του ανησυχίες και οι φόβοι του και βέβαια το δυνατό πρόσωπο της έμπνευσής του.
Ήξερε όλα τα συναξάρια των αγίων, αλλά πάντα νήστευε πριν φιλοτεχνήσει μίαν εικόνα. Ονομάστηκε Θεόφιλος γιατί όταν η μητέρα του πήγε να προσκυνήσει την εικόνα του Αγ. Θεοφίλου, όταν ήταν έγκυος, έσπασαν τα νερά και γέννησε.
Ο παππούς εμφανίζεται στο πρόσωπο μιας κούκλας, είναι το καθοριστικό πρόσωπο της ζωής του. Ο επιτυχημένος φωτισμός του Θωμά Οικονομάκου είναι σημαντικός για αυτό το θέατρο, που έχει επίσης πολλά στοιχεία από το θέατρο των σκιών.
Ο Θεόφιλος, ο ταπεινός και περιπλανώμενος αυτός λαϊκός ζωγράφος (που στα μάτια του κόσμου που τον έβλεπε να λέει και να κάνει παράξενα πράγματα ήταν ένας σαλός) αποτελεί σπάνιο παράδειγμα αστείρευτης δημιουργικότητας.
Δεν απελπίστηκε, δεν δείλιασε, δεν εγκατέλειψε τη ζωγραφική ποτέ. Αντιμετώπιζε τη χλεύη και τις ειρωνείες ζωγραφίζοντας ακατάπαυστα και αφήνοντας το έργο του να μιλήσει γι’ αυτόν. «Η ζωγραφική ήταν το μυστικό του όπλο» – όπως λέει και στο έργο κάποια στιγμή.
Η ευρωπαϊκή παιδεία, όμως, αντιλήφθηκε το μεγαλείο του. Βρήκε το αιώνιο, σε εκείνον που ζωγράφιζε σε υλικά εφήμερα και χαλασμένα. Βρήκε το αυθεντικό, σε εκείνον που το ζούσε χωρίς να το ξέρει. Αυτές οι πολιτισμικές αντιφάσεις είναι μέρος της ιστορίας της ελληνικής τέχνης και της παράστασης, που προσπαθεί να αποδώσει μίαν ολόκληρη εποχή μέσα από έναν απλό και τρομερά ταλαντούχο ζωγράφο.
Στο τέλος του έργου ο Θεόφιλος, όταν αντιλαμβάνεται πως οι πίνακές του, αυτές οι χρωματιστές προσευχές του, ετοιμάζονται να δοξαστούν, να ταξιδέψουν, να μπουν στον κόσμο του εμπορίου, θρηνεί. Είναι επειδή νιώθει την παιδικότητά του – την πατρίδα του δηλαδή, ό,τι έχει ζήσει και δημιουργήσει με αθωότητα, – να απειλείται από την ακραία εμπορευματοποίηση που θα επικρατήσει στο μέλλον. Αυτός ζωγράφιζε τους πίνακές του για ένα πιάτο φαΐ, αποδίδοντας την καθημερινότητά του. Αποχωρεί απ’ τη ζωή και κλαίει για την «προσωπική» του Ελλάδα.
Η ηθοποιός, Αιμιλιανή Σταυριανίδου, υπέροχη, εκφραστική, σπαρακτική! Πραγματικά μεταμφιεζόταν σε σαλό Θεόφιλο. Ο Θεόφιλος βάζει την περικεφαλαία του, πιάνει το ξίφος στο δεξί και στ’ αριστερό του το πινέλο ανεβαίνει στο άλογό του και σαν Δον Κιχώτης εγκαταλείπεται στη δημιουργική του τρέλα.
Η κίνησh της ηθοποιού γίνεται αυτή ενός απλού χωριάτη, που επηρεασμένος από τον παππού του, αγάπησε τη ζωγραφική και επιδόθηκε στο θείο αυτό χάρισμα. Όταν τον αναζήτησε ο Τεριάντ και τον πήγε στο Παρίσι ήταν για αυτόν μια πρωτόγνωρη εμπειρία.
Ο Τεριάντ, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης και ο Άγγελος Κατακουζηνός, ήταν οι άνθρωποι που πρωτοστάτησαν στο φανέρωμα των έργων του Θεόφιλου και εκπροσωπούσαν τη νεότερη Ελλάδα, την κοσμοπολίτικη και μορφωμένη, στα ευρωπαϊκά κέντρα. Σε αυτή την Ελλάδα ο Θεόφιλος μέχρι τότε χωρίς αυτούς δεν μπορούσε να ενταχθεί.
«Σήμερα είμαστε με πλούτη και τιμές και αύριο μας θανατώνει το μαύρο δρεπάνι του θανάτου», έλεγε.
Ήταν ταπεινός και ευσεβής. Η μόρφωσή του ήταν η βιωμένη αγραμματοσύνη του, σαν του Μακρυγιάννη. Δεν αντιλαμβανόταν την ευρωπαϊκή παιδεία. Αυτή την αθωότητα, την αγνότητα, την αδιαπραγμάτευτη και γνήσια έμπνευσή του, τη δύναμη της ψυχής του, αυτό το ασυγκράτητο και πηγαίο ταλέντο του το απολαύσαμε επί σκηνής. Στη Σμύρνη δούλεψε παντού, έκανε θελήματα.
Η διήγηση είναι γλαφυρή και παραστατική. Η φωνή, η κίνηση της Αιμιλιανής Σταυριανίδου υπηρετεί ακριβώς αυτό τον ρόλο.
Η Αριάδνη Κωσταντακοπούλου με την αέρινη κίνησή της, με τον χορό της έδωσε αυτή την έμπνευση, που χωρίς ο ίδιος να μπορεί να την αντιληφθεί τον μάγευε, τον κυρίευε. Το ταλέντο; Η θεία έμπνευση; Το μεταφυσικό κάλεσμα;
Το 1897 ο Θεόφιλος ζωγράφισε τον πόλεμο των Ελλήνων κατά των Τούρκων. Ήθελε να συμμετέχει στον πόλεμο, όμως δεν έγινε δεκτός γιατί ήταν αγύμναστος.
Η μούσα του, Αριάδνη Κωσταντακοπούλου, πάντα δίπλα του, η έμπνευση, το δαιμόνιο, που κυρίευε το μυαλό του και κατεύθυνε το χέρι του. Έλεγε πάντα ότι θα έρθουν νέοι άνθρωποι που θα δουν τα πάντα με νέα μάτια, όχι ίδια με τα δικά τους, τα κουρασμένα. Όσο για τον εαυτό του ήθελε να ζήσει χωρίς επικαιρότητα, να χαϊδεύει σαλιγκάρια, να μασουλάει λουλούδια και να διατηρεί την αυθεντικότητά του.
Μια δυναμική παράσταση, με πάθος για τον Θεόφιλο, με σκηνικά και κοστούμια της ζωγράφου Κατερίνας Γιάννακα. Σκηνή λιτή και κοστούμια, που σημειολογικά απέδιδαν το ύφος του Θεόφιλου.
Μια ενδιαφέρουσα παράσταση με την υπογραφή της Όλιας Λαζαρίδου, με πολλά λαογραφικά στοιχεία δοσμένα με τρόπο μοντέρνο ώστε να αφορά τον σύγχρονο θεατή.
***
«Θεόφιλος Sold». Η Όλια Λαζαρίδου παρουσιάζει ένα έργο εμπνευσμένο απ’ τη ζωή του Θεόφιλου