19.2 C
Athens
Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

«Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου», του Θανάση Τριαρίδη. Ακτιβιστική παράσταση που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου

Γράφει η θεατρολόγος Μαρία Μαρή

Δημοσιευμένο τον Ιούνιο του 2023, λίγες μέρες μετά το πολύνεκρο ναυάγιο της Πύλου, το «Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου» του Θανάση Τριαρίδη, ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή του θεάτρου Studio Μαυρομιχάλη από τον Μάιο του 2024 και επαναλαμβάνεται φέτος στον ίδιο χώρο κάθε Πέμπτη στις 21:00.

Σε ένα όχι και τόσο μακρινό, αλλά οικεία δυστοπικό μέλλον, ένας υπάλληλος (Νίκος Στεργιώτης) στο απρόσωπο γραφείο 20/4 μπροστά σε έναν υπολογιστή δείχνει πιόνι του συστήματος, μιας απρόσωπης και αδυσώπητης, όπως θα αποδειχθεί κρατικής μηχανής.

Καπνίζει, χορεύει με τρόπο επιθετικό ένα ωραίο τουίστ, θέλοντας να εκτονώσει τη συσσωρευμένη του ενέργεια και τον θυμό ή ίσως όπως προκύπτει να λυτρωθεί από τον εαυτό του. Καθώς δηλώνει ο κόσμος, που έβγαινε από έναν πόλεμο ήθελε πάντα να χορέψει ατελείωτες στροφές και αυτός έχει εισπνεύσει μέσα στο γραφείο αυτό τα μπαρούτια ενός ανήλεου πολέμου.

Στο χώρο καταφθάνει ένας νέος υπάλληλος (Νίκος Μαρνάς) προφανώς συνεργάτης ή αντικαταστάτης του πρώτου, ώστε να συνεχιστεί αυτή η εγκληματική αλυσίδα, που πλέκεται στον χώρο αυτόν. Χαιρετά τον καθισμένο υπάλληλο αλλά στον χαιρετισμό δεν παίρνει απάντηση. Η ανθρώπινη παρουσία δεν αναγνωρίζεται. Επιμένει και ο ευγενής χαιρετισμός, γίνεται επιθετική φωνή. Οι φωνές και των δυο για να ακουστούν μοιάζουν με φωνές θηρίων, που βρυχώνται το ένα έναντι του άλλου και δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα θρίλερ.

Στο χώρο υπάρχει μια χαλασμένη μηχανή στυψίματος πορτοκαλιών και πολλά πορτοκάλια, στοιβαγμένα πάνω της. Οι υπάλληλοι μιλούν για την ευεργετική επίδραση της βιταμίνης C, που βοηθά το ανοσοποιητικό και ενθαρρύνει την παραγωγικότητα του υπαλλήλου, όπως βέβαια και η πρωτεΐνη. Πόσο σημασία έχει η καλή διατροφή απέναντι στον θάνατο; Πόσο χυδαίο είναι να μιλά κανείς για σωστή διατροφή, όταν σκοτώνει ανθρώπους, ή επιτρέπει να σκοτώνονται άνθρωποι.

Η δομή του έργου του Θανάση Τριαρίδη και η ανατροπή του θυμίζει τον Ρινόκερο του Ιονέσκο.

Η ταυτότητα του κάθε ήρωα στο έργο αυτό είναι διαστρεβλωμένη, όλοι κυκλοφορούν με κάποιο ψευδώνυμο. Ο παλαιός υπάλληλος (Νίκος Στεργιώτης) λέγεται Σκάμπυ γιατί του αρέσει το τραγούδι «let’s twist», έτσι πήρε για ψευδώνυμό του το μικρό όνομα του τραγουδιστή του τραγουδιού. Τον νεότερο υπάλληλο (Νίκος Μαρνάς) τον βαφτίζει Χίτσκοκ γιατί αγαπά τον ασπρόμαυρο κινηματογράφο και τις ταινίες τρόμου. Ο Τσάμπυ μιλά στον Χίτσκοκ για τον «μαλάκα» διευθυντή τους, τον Ρούλη (Λεωνίδας Μπακάλης), παρατσούκλι, που προκύπτει από τον χαρακτηρισμό, που του δόθηκε κάποτε «Γκαβλιαρούλης».

Τίποτα δεν δουλεύει στον χώρο, έτσι καταλήγουν στην παραδοχή ότι το ευεργετικότερο στοιχείο για τον ανθρώπινο οργανισμό είναι το νερό του θεού, όπως λέει ο Σκάμπυ. Ο Χίτσκοκ δηλώνει άθεος και λέει ότι το νερό είναι προϊόν της φύσης και όχι του θεού. Δεν θέλει βέβαια να επιβάλει τη γνώμη του, γιατί αυτό θα ήταν ο ορισμός του φασισμού. Υπεραμύνεται «της σωστής χρήσης των λέξεων, που τους γλιτώνει από πολλά», καθώς λέει, προφανώς για να αποφεύγονται παρεξηγήσεις και διενέξεις, με εισβολές στον προσωπικό χώρο του άλλου. Πίνουν επί της ευκαιρίας ένα μπουκάλι νερό μονορούφι.

Όσα λέγονται έχουν την αξία τους και την ανατροπή τους. Προβάλλεται η υποκρισία, η αλλοίωση της πραγματικότητας, η αναλώσιμη φύση του ανθρώπου, η πτώση της αξίας της ανθρώπινης ζωής.

Το σύστημα φαίνεται και καλά να ενδιαφέρεται για την ευζωία των υπαλλήλων του, που δεν είναι παρά μόνο άβουλα όντα, παραπλανημένα και αυτά που έχουν σαν μοναδική τους αποστολή άκριτα και τυφλά να υπηρετούν ένα αδίστακτο κράτος. Αν αυτό διαταραχθεί, απλά προβαίνει στην εξολόθρευση του στοιχείου, που προκάλεσε την ταραχή και προβαίνει στην αντικατάστασή του.

Όλα βαίνουν βάσει σχεδίου: όσοι έπρεπε να πεθάνουν είναι νεκροί, όσοι παραμένουν χρήσιμοι, στυλοβάτες μιας μηχανής θανάτου είναι ακόμα ζωντανοί και η ανθρωπότητα φορτωμένη τα κρίματά της συνεχίζει τις «ατελείωτες στροφές της» “come on everybody, let’s twist again!”. «Αυτό δεν είναι τραγούδι, είναι το μέλλον που έρχεται», καθώς λέει ο Σκάμπυ, ενώ παρασύρει στο χορό και τον Χίτσκοκ. Οι υπάλληλοι κατά την εκτίμησή του πρέπει να χαλαρώνουν, «αλλιώς το μπαστούνι που έχουν καταπιεί θα τους βγει από τον κώλο».

Το γραφείο έχει πεταμένα χαρτιά, προφανώς κανείς δεν αναγνωρίζει τη χρησιμότητά τους, η συρταριέρα έχει βγαλμένα συρτάρια, επικρατεί μια εμφανής αποδόμηση, ένα γραφειοκρατικό χάος, που όμως συγκαλύπτει το οργανωμένο έγκλημα.

Η εμφάνιση του υπαλλήλου με στολή πυρηνικού εργοστασίου και μάσκα οξυγόνου (Γιώργος Γκιόκας), προφανώς συμβολίζει το απρόσωπο και αδιάλλακτο σύστημα που ενδιαφέρεται μόνο να δείξει μια κίνηση, όπως να προσφέρει πορτοκάλια, που δεν μπορεί να στείψει κανείς ή να «καθαρίζει» τα στοιχεία του εκάστοτε εγκλήματος.

Ο Σκάμπυ πληροφορεί τον Χίτσκοκ ότι όταν πρωτοήρθε στο γραφείο δούλευαν με πάθος και φλόγα 24 άτομα και ο ίδιος προσωπικά διαχειριζόταν 2.500.000 «ακαθόριστα». «Ακαθόριστα» του εξηγεί είναι αντικείμενα των οποίων δεν μπορεί κανείς να περιγράψει τη μορφή και την κίνηση.

Ονομάζουν «ακαθόριστα» τους ανθρώπους που κινούνται στη θάλασσα με βάρκα και τους οποίους πρέπει να εξολοθρεύσουν. Ο άνθρωπος γίνεται αντικείμενο. Η παρουσία του Ρούλη (Λεωνίδας Μπακάλης), που είναι ντυμένος κιτς με ένα παλτό άνιμαλ πριντ, με εκκεντρική κίνηση, κραδαίνοντας ένα μπαστούνι του γκολφ, θυμίζει απειλητικό, εφιαλτικό καρτούν, κάτι σαν τη Μάσκα του Τζιμ Κάρεϊ. Χορεύει με εξαλλοσύνη, το γλεντά, αντί για πιάτα, πετά χαρτιά γλεντώντας με το «let’s twist», για να εκτονωθεί.

Γίνεται έξαλλος στο άκουσμα της λέξης «πτώματα». Η διαστρέβλωση της αλήθειας καλεί να τα αποκαλούν αντικείμενα. Ο καπιταλισμός, με όλη τη χλιδή φορτωμένη επάνω στο σώμα του Ρούλη, απειλεί με μια γλοιώδη και λάγνα φύση τέρατος, που κάθε τόσο σηκώνει το μπαστούνι του γκολφ απειλητικά, είναι έτοιμος να χτυπήσει και τελικά χτυπά ένα «ευεργετικό» πορτοκάλι.

Τρομάζει τον Σκάμπυ, εκείνος συρρικνώνεται από φόβο, τον στέλνει στους ανώτερους για να του πουν ότι θα βγει στη σύνταξη. Μιλά πολύ ο Σκάμπυ, έχει δει πολλά, και είναι σα να έχει γίνει διαπίεση τραύματος, πυορροεί, αποκαλύπτει ότι σκοτώνουν ανθρώπους. Τα «ακαθόριστα», 10.000.000 άνθρωποι είναι νεκροί. Τους σκότωσαν.

Ο Σκάμπυ (Νίκος Στεργιώτης) έχει «σπάσει» μέσα στα χρόνια. Ο ηθοποιός πράγματι μεταλλάσσεται επί σκηνής. Ξεκινά ένα θρασύ, γεμάτο θυμό άτομο για να «σπάσει» βλέποντας τη διαδοχή του στο πρόσωπο του Χίτσκοκ. Ούτε το τραγούδι, ούτε οι γυροβολιές θα αλλάξουν τον κόσμο. Ο Σκάμπυ θεωρεί τον Χίτσκοκ έναν αλγόριθμο, μια μηχανή έτοιμη να εκτελέσει εντολές. Είναι η τέλεια διαδοχή του φασισμού, εξάλλου η επονομασία του γραφείου 20/4 είναι η ημερομηνία γέννησης του Χίτλερ. Ο Χίτσκοκ (Νίκος Μαρνάς) με το στήσιμο του σώματός του, με το κοστούμι του, την ανδρική καλτσοδέτα, που παραπέμπει σε παραδοσιακό πρότυπο άνδρα, με στεγανά και ακλόνητες απόψεις, παρόλο που δεν θέλει να επιβάλει την άποψή του γίνεται ο τέλειος εκπρόσωπος του ρατσισμού και της απολυτότητας. Αποτελεί το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Μεταμορφώνεται και εκείνος επί σκηνής σε έναν δικτάτορα, όπως στον Ιονέσκο μεταμορφώνονται οι άνθρωποι σε ρινόκερους.

Η βασική λειτουργία του γραφείου 20/4 είναι η παραποίηση της αλήθειας. Σκοτώνουν κάποιον και απλά μετά ανακοινώνουν ότι πέθανε από φυσικό θάνατο ακόμα κι αν καθαρίζουν τα αίματά του μπροστά στα μάτια σου.

«Αυτό που ακούμε δεν είναι τραγωδία, είναι σφύριγμα τραίνου».

Ο νέος υπάλληλος είναι προσαρμοστικός στο καθεστώς, εξάλλου δηλώνει ότι ο θάνατος είναι μέρος της ζωής, απολύτως αποδεκτός λοιπόν ακόμα κι αν δεν είναι από φυσικά αίτια. Πενθούν δήθεν τον Σκάμπυ, που πέθανε από αιμορραγικό αγγείωμα του εγκεφάλου.

Εξαιρετική η ερμηνεία του ηθοποιού Νίκου Μαρνά, ο οποίος μαζί με τον Γιώργο Γκιόκα σκηνοθέτησε την παράσταση. Εμφανίζεται ένας νέος που ζητά εργασία, τυπικός και πρόθυμος να εργαστεί με συνέπεια και αφοσίωση και μεταλλάσσεται στο απόλυτο πιόνι, σε εκείνον τον πίθηκο που δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν μιλάει. Παράλληλα γίνεται ο καθρέφτης του Ρούλη (Λεωνίδας Μπακάλης) αυτή η φιγούρα που μπαίνει σαρωτικά μέσα στη σκηνή και επιβάλει με υποκριτικό, σαρδόνιο, τρόπο την καταιγιστική παρουσία του Καπιταλισμού, που δεν καταχωρεί τα «ακαθόριστα», δεν προβλέπεται θέση για αυτά και τα εξολοθρεύει. Ο Εξολοθρευτής στοιχείων (Γιώργος Γκιόκας), που είναι ο άλλος σκηνοθέτης της παράστασης, είναι το πρόσωπο αυτό που ξεπλένει χωρίς να μιλά, εξάλλου φορά μια στολή που δεν του το επιτρέπει, βρίσκεται εκεί εκτελεστικό και απρόσωπο όργανο μιας αδυσώπητης, ανήλεης εξουσίας.

Οι σκηνοθέτες και οι ηθοποιοί πράγματι αφουγκράστηκαν τον συγγραφέα και την ανησυχία του και τη μετάδωσαν επιτυχώς στο κοινό.

Εξαιρετική η κίνηση και η ερμηνεία όλων.

Πρόκειται για μια ακτιβιστική παράσταση, που συνεπικουρείται από τη μουσική του Οδυσσέα Τσούβαλη και τους φωτισμούς που σχεδίασε η Ηρώ Παρδαβέλλα. Οπωσδήποτε μια παράσταση που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Το να εθελοτυφλεί κάποιος δεν τον γλιτώνει από τα δεινά που τον περιμένουν.

***

«Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου». Το έργο που γράφτηκε μετά το ναυάγιο της Πύλου επιστρέφει στο Studio Μαυρομιχάλη

Σχετικά άρθρα

Κυνηγήστε μας

6,398ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
713ΑκόλουθοιΑκολουθήστε


Τελευταία άρθρα

- Advertisement -