***
Δεν είναι εύκολο να εκφράσω την αλλαγή που επέφερες.
Αν είμαι τώρα ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε,
αν και, όπως μια πέτρα, αυτό δεν μ` ενοχλούσε,
να μένω στη θέση μου ακολουθώντας τη συνήθεια
δεν είναι ότι μ’ έσπρωξες απλά μια ίντσα, όχι—
ούτε ότι μ’ άφησες να στυλώσω το μικρό γυμνό μάτι μου
στον ουρανό ξανά, χωρίς ελπίδα, φυσικά,
κατανόησης της κυανότητας, ή των αστεριών
***
Δεν ήταν αυτό. Ας πούμε πως κοιμήθηκα: ένα φίδι
κρυμμένο ανάμεσα σε μαύρους βράχους σαν μαύρος βράχος
στον λευκό υετό του χειμώνα—
όπως οι γείτονές μου, δε μπορώ να χαρώ
με τα εκατομμύρια τέλεια σμιλευμένα
μάγουλα που ανάβουν κάθε στιγμή για να λιώσουν
το μάγουλό μου από βασάλτη. Τους πήραν τα κλάματα,
άγγελοι θρηνούντες πάνω από φύσεις βουβές,
αλλά δε με έπεισαν. Εκείνα τα δάκρυα πάγωσαν.
Κάθε νεκρό κεφάλι είχε ένα προσωπείο πάγου.
***
Και συνέχισα να κοιμάμαι σαν λυγισμένο δάχτυλο.
Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν καθαρός αέρας
και οι εγκλωβισμένες σταγόνες που ανέβαιναν ως πάχνη
διαφανείς σαν πνεύματα. Πολλές πέτρες κείτονταν
πυκνές και ανέκφραστες ένα γύρω.
Δεν ήξερα τι να υποθέσω.
Έλαμπα, με γυάλινα – λέπια, και ξεδιπλώθηκα
Να εκρεύσω απ` τον εαυτό μου, σαν υγρό
Ανάμεσα από πόδια πτηνών και φυτών μίσχους.
Δεν ξεγελάστηκα. Σε γνώρισα αμέσως.
***
Δέντρο και πέτρα έλαμπαν, δίχως σκιές.
Το ανάστημά μου έγινε διαυγές σαν γυαλί.
Άρχισα να μπουμπουκιάζω σαν Μαρτιάτικο κλαδί:
Ένα μπράτσο κι ένα πόδι, ένα μπράτσο, ένα πόδι.
Από πέτρα σε σύννεφο, έτσι ανυψώθηκα.
Τώρα μοιάζω με ένα είδος θεότητας
πλέοντας στον αέρα μες την καμιζόλα της ψυχής μου
καθαρή σαν ένα θραύσμα πάγου. Είναι ένα δώρο.
Μετάφραση: Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ελένη Ηλιοπούλου
***
- Γεννημένη στις 27 Οκτωβρίου του 1932 στο Τζαμάικα Πλέιν της Μασαχουσέτης, η Σύλβια Πλαθ έδειξε από νεαρή ηλικία την κλίση της, όταν εξέδωσε το πρώτο της ποίημα σε ηλικία 8 ετών.
Ο πατέρας της, Όττο, καθηγητής κολεγίου και σημαίνουσα αυθεντία σε ό,τι αφορά τις μέλισσες, πέθανε περίπου την ίδια εποχή, στις 5 Οκτωβρίου 1940. Η Πλαθ συνέχισε την προσπάθεια έκδοσης ποιημάτων και σύντομων ιστοριών σε αμερικανικά περιοδικά, και πέτυχε κάποια μικρή αναγνώριση.
Υπέφερε από σοβαρή διπολική διαταραχή κατά τη διάρκεια της ενηλίκου ζωής της. Στο προτελευταίο έτος των σπουδών της στο Κολέγιο Σμιθ, η Πλαθ έκανε την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Αργότερα απεικόνισε την κατάρρευσή της στο ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Ο Γυάλινος Κώδων (The Bell Jar). Κλείστηκε σε ένα ψυχικό ίδρυμα (Νοσοκομείο ΜακΛίν), και άρχισε να φαίνεται πως πέτυχε μια ευπρόσδεκτη ανάνηψη, αποφοιτώντας από το Σμιθ με διακρίσεις το 1955.
Κέρδισε μια υποτροφία Φουλμπράιτ για το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου συνέχισε να γράφει ποίηση, περιστασιακά εκδίδοντας τη δουλειά της στη φοιτητική εφημερίδα Varsity. Στο Κέμπριτζ γνώρισε τον Άγγλο ποιητή Τεντ Χιουζ. Παντρεύτηκαν στις 16 Ιουνίου 1956. Η Πλαθ και ο Χιουζ πέρασαν την περίοδο από τον Ιούλιο του 1957 μέχρι τον Οκτώβριο του 1959 ζώντας και δουλεύοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όταν ο Χιουζ την άφησε για άλλη γυναίκα το 1962, η Σύλβια Πλαθ έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη. Επέστρεψε στο Λονδίνο με τα παιδιά της και ξεκίνησε τις διαδικασίες χωρισμού. Ο χειμώνας 1962/1963 ήταν πολύ σκληρός. Παλεύοντας με την ψυχική ασθένειά της, έγραψε το The Bell Jar (1963), το μοναδικό μυθιστόρημα της, το οποίο βασίστηκε στη ζωή της και έχει θέμα την ψυχική κατάρρευση μιας νεαρής γυναίκας. Η Πλαθ δημοσίευσε το μυθιστόρημα με το ψευδώνυμο Victoria Lucas. Έγραψε επίσης, τα ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή Ariel (1965), που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό της.
Στις 11 Φεβρουαρίου του 1963, άρρωστη και με λίγα λεφτά, η Πλαθ αυτοκτόνησε εισπνέοντας φυσικό αέριο από τον φούρνο, αφού έκλεισε πρώτα όλες τις χαραμάδες της κουζίνας με ταινία. Προτού πεθάνει, είχε ετοιμάσει φαγητό και γάλα στα παιδιά της και το είχε αφήσει δίπλα στα κρεβατάκια τους. Είναι θαμμένη στο νεκροταφείο στο Χεπτονστάλλ, στο Γουέστ Γιορκσάιρ.
- Διαβάστε επίσης:
Μαύρος κόρακας στη βροχή (Sylvia Plath)