Η “Στέλλα Βιολάντη” είναι τρίπρακτο θεατρικό δράμα του Γρηγόριου Ξενόπουλου. Γράφτηκε το 1901 ως διήγημα με τίτλο “Έρως Εσταυρωμένος”. Το 1909 ο ίδιος ο συγγραφέας διασκεύασε το διήγημα σε θεατρικό έργο.
Το έργο, μέσα από τον έρωτα της Στέλλας Βιολάντη με έναν νέο, διαπραγματεύεται τη σύγκρουση μεταξύ πατέρα που θέλει να επιβάλλει τον δικό του τρόπο σκέψης και κόρης που θέλει να αποφασίζει η ίδια για τη ζωή της. Στο έργο στιγματίζεται η αυταρχικότητα του πάτερ-φαμίλια, που τότε είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου προς τα υπόλοιπα εξαρτώμενα από αυτόν μέλη της οικογένειάς του.
Πρωτο-παρουσιάστηκε στην αθηναϊκή σκηνή το καλοκαίρι του 1909 με πρωταγωνίστρια τη Μαρίκα Κοτοπούλη και έγινε μεγάλη επιτυχία. Με το πέρασμα του χρόνου έγινε από τα κλασικά του ελληνικού θεατρικού ρεπερτορίου.
Το θεατρικό έγινε το 1931 και κινηματογραφική ταινία, σε σενάριο του ίδιου του Ξενόπουλου, σε σκηνοθεσία Ιωάννη Λούμου και με πρωταγωνίστρια την Ελένη Παπαδάκη.
Το διήγημα με τίτλο «Έρως εσταυρωμένος» πρωτοτυπώθηκε στο περιοδικό Παναθήναια το 1901. Η ανάμνηση ενός περιστατικού που συνέβη πριν από λίγα χρόνια στην Αθήνα της εποχής του -δυο αδέρφια που σκότωσαν την αδερφή τους στο ξύλο γιατί είχε ερωτευθεί κάποιον που η οικογένεια δεν ήθελε- συμπαρέσυρε στη μνήμη του συγγραφέα και άλλα παρόμοια περιστατικά που είχε ακούσει και στη Ζάκυνθο όταν ήταν μικρός και στην Πάτρα και αλλού, και του έδωσαν το υλικό για να γράψει το διήγημα “Ο εσταυρωμένος έρωτας της Στέλλας Βιολάντη”.
Ψυχή του θρήνου,
του μαρτυρίου και της θυσίας,
Στέλλα Βιολάντη!
Μες στο μοσκοβόλο νησάκι που ανασαίνει
Με την πνοή του γιασεμιού και με του κρίνου,
Ω φλόγα ερωτική πλατιά χυμένη!
Επέταξε η ψυχή σου
Μες από την ανήμερη τη φυλακή σου,
για να ομορφήνει κάποια κόλασην
Ιστορισμένη
από κανένα Δάντη,
Στέλλα Βιολάντη!
Απόσπασμα από το ποίημα του Κωστή Παλαμά.
***
Όταν ο ποιητής Κωστής Παλαμάς διαβάζει το διήγημα στο περιοδικό, εμπνέεται και γράφει το ποίημα Ψυχή του θρήνου, του μαρτυρίου και της θυσίας. Ο Παλαμάς το στέλνει χειρόγραφο στον Ξενόπουλο, σαν δώρο, και εκείνος το εντάσσει στο θεατρικό του. Μάλιστα, στην πρώτη παράσταση, το ποίημα το απήγγειλε η ηθοποιός Στέλλα Γαλάτη, στην αρχή του έργου. Σε βιβλίο τυπώνεται για πρώτη φορά το 1903 από τις εκδόσεις του Ανέστη Κωνσταντινίδη, στη συλλογή με τα διηγήματα του συγγραφέα, με τον πρωτότυπο τίτλο του.
Σε πρώτη αυτοτελή έκδοση τυπώνεται το 1914 από τον εκδοτικό οίκο του Γεωργίου Φέξη.
Από τις εκδόσεις Κολλάρου, τυπώνεται το 1923, το διήγημα και το δράμα μαζί.
***
Η υπόθεση του έργου
Βρισκόμαστε στη Ζάκυνθο κάποια χρονιά της δεκαετίας του 1880, και συγκεκριμένα στο σαλόνι του πλούσιου Παναγή Βιολάντη, σταφιδέμπορα από τους ισχυρότερους του νησιού. Ο Βιολάντης ζει μαζί με τη γυναίκα του, την ανύπαντρη αδερφή του, τις τρεις κόρες του, Στέλλα, Νένα και Κατίνα (οι δύο τελευταίες δεν εμφανίζονται στο έργο) και τον μοναχογιό του Νταντή Βιολάντη. Ο Βιολάντης, ως γνήσιος πατριάρχης, έχει κανονίσει να παντρέψει την πρωτότοκη κόρη του Στέλλα με έναν γέρο μεν (45 χρονών) και άσχημο πλην πλουσιότατο έμπορο, τον Ντάντο Μένουλα. Η Στέλλα όμως, είναι κρυφά ερωτευμένη με έναν νέο από παλιά αριστοκρατική μεν, αλλά ξεπεσμένη οικογένεια, που δουλεύει σαν υπάλληλος στο αγγλικό τηλεγραφείο (το τηλεγραφείο για τους πλούσιους) του νησιού, τον Χρηστάκη Ζαμάνο. Ο Ζαμάνος – τύπος νεαρού δον Ζουάν – στην προσπάθειά του να κατακτήσει τη Στέλλα, κάνει το λάθος να ζητήσει από αυτήν -και όχι πρώτα από τον πατέρα της- να την παντρευτεί. Αυτή η κίνηση εξαγριώνει τον Βιολάντη και καλεί στο σπίτι του τον Ζαμάνο, υποδυόμενος τον ευχαριστημένο με την προοπτική του γάμου, και εκεί, αφού εξευτελίζει τον νεαρό, τον διώχνει κακήν κακώς. Γεμάτος θυμό για το πείσμα της κόρης του να επιμένει να παντρευτεί κάποιον που εκείνος δεν εγκρίνει, τη φυλακίζει στη σοφίτα του σπιτιού, δίνοντάς της μόνο ψωμί και νερό, περιμένοντας να αλλάξει γνώμη και να υπακούσει στο θέλημά του. Όμως η Στέλλα, παρ’ όλα τα παρακάλια της μητέρας και της θείας της, παρόλο το μίσος και το θυμό του πατέρα της, δεν υποχωρεί, δηλώνοντας πως προτιμάει να χάσει τη ζωή της παρά να απαρνηθεί τον Χρηστάκη. Και αυτό τελικά θα συμβεί. Ύστερα από περίπου 12 μέρες εγκλεισμού ο πατέρας της γεμάτος χαρά της ανακοινώνει ότι ο Χρηστάκης δεν την αγαπάει πια -στην πραγματικότητα δεν την αγαπούσε ποτέ- αφού «κλέφτηκε» με μια άλλη κοπέλα και πλέον ανοίγει ο δρόμος για να πραγματοποιηθούν τα σχέδιά του, εκείνη, ψυχικά και σωματικά εξαντλημένη, προδομένη, απογοητευμένη, πεθαίνει.
Τα πρόσωπα του έργου
ΠΑΝΑΓΗΣ ΒΙΟΛΑΝΤΗΣ, ο πατέρας της Στέλλας
ΜΑΡΙΑ ΒΙΟΛΑΝΤΗ, σύζυγος του Παναγή
ΣΤΕΛΛΑ ΒΙΟΛΑΝΤΗ, η πρωτότοκη κόρη
ΝΤΑΝΤΗΣ ΒΙΟΛΑΝΤΗΣ, ο γιος
ΘΕΙΑ ΝΙΟΝΙΑ, θεία της Στέλλας, αδερφή του Παναγή
ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ ΖΑΜΑΝΟΣ, ο έρωτας της Στέλλας
ΑΣΗΜΙΝΑ, η υπηρέτρια της οικογένειας
Η γνώμη των κριτικών
«Το δίχως άλλο ανάμεσα στα έργα του κ. Ξενόπουλου, η Στέλλα Βιολάντη είναι το πιο άρτιο θεατρικά. Το θέμα της βέβαια, σήμερα είναι ολότελα παλιωμένο κι οι τωρινές κοπέλες βλέποντας τη Στέλλα θ’ απορούν για τους καυγάδες και τα μαρτύρια και τα… θεατρικά έργα που μπορούσε κάποτε να προκαλέσει η φυσική αξίωση ενός κοριτσιού να παντρευτεί σύμφωνα με το προσωπικό της γούστο και όχι με το γούστο του πατέρα της. Ωστόσο, υπάρχουν στη Στέλλα δύο χαρακτήρες θεατρικοί (η Στέλλα και ο Βιολάντης) διαγραμμένοι βέβαια, με τη μονοκόμματη κοντυλιά και την ισχνή πτύχωση που χαρακτηρίζει τη νεοελληνική δραματουργία, αρκετά καθαροί όμως και αρκετά έντονοι ώστε να καταφέρνουν να στηρίζουν λίγο – πολύ το δράμα, μ’ όλο το «ξεπερασμένο» θέμα του. Η θεατρική διαγραφή αυτών των δύο χαρακτήρων είναι και η μόνη σήμερα αξία του έργου…», Μάριος Πλωρίτης στην εφημερίδα «Ελευθερία», 1/4/1949.
«Ο Παναγής Βιολάντης είναι ο Πατέρας του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Τον χαρακτηρίζει η επιβίωσις του αρχηγού της προϊστορικής πατρυάς. Τύραννος πραγματικός ορίζει τη γυναίκα του, τα παιδιά του, όσους βρίσκονται υπό την εξουσία του και δεν επιτρέπει στην κόρη του ούτε να ερωτευθεί παρά τη θέλησή του. Ζη για μια τιμή και για μια υπόληψη όπως λέει ο λαός… Η Στέλλα Βιολάντη είναι γνήσια κόρη του πατέρα της. Έχει θέληση ατσαλένια, όπως κι εκείνος, έχει και αυτοσεβασμό. Στέκεται πιστή στον έρωτά της, μολονότι διαπιστώνει πως ο εκλεκτός της δεν αξίζει τίποτα…. Το δράμα που προέρχεται από τη σύγκρουση αυτών των δύο ισχυρών θελήσεων, μετέχει, θα έλεγε κανείς, της θαλερότητας του δημιουργού του. Η “Στέλλα Βιολάντη” φέρει με άνεση τα σαράντα της χρόνια, παρουσιάζει ελάχιστες ρυτίδες, γοητεύει και συγκινεί. Τουλάχιστον οι δύο πρώτες πράξεις της, γιατί η τρίτη κάνει κάπως “βάδην εν χώρα” μοιραίως άλλως τε, εφόσον ο Ξενόπουλος έγραψεν αρχικώς το έργο του ως αφήγημα και συνεπώς δεν το άρχισε από το τέλος, όπως πρέπει να γίνεται με τα θεατρικά έργα…», Κώστας Οικονομίδης, εφημερίδα «Έθνος» 31/3/1949.
“…Το έργο γράφτηκε στις αρχές του αιώνα, με την προσδοκία να αρέσει στο αστικό κοινό της εποχής. Επηρεασμένος από το θέατρο του Ίψεν και από το αρχαίο δράμα ο Γρηγόρης Ξενόπουλος θέλει να προβάλει τη σκληρή θέση της γυναίκας της εποχής του, φιλοδοξώντας παράλληλα να φτιάξει μια σύγχρονη τραγωδία. Αν και πολύ λίγο κατορθώνει να αποφύγει το αισθηματολογικό πνεύμα που κυριαρχούσε στην κοινωνική ζωή, καταφέρνει όχι μόνο να εντοπίσει στην πιο αυταρχική του μορφή το κοινωνικό καθεστώς για τη γυναίκα της Ελλάδας, αλλά ηθογραφεί, ψυχογραφώντάς το, το καρκίνωμα των οικογενειακών “αρχών”, που σήμερα ακόμη δηλητηριάζουν τη ζωή πολλών κοριτσιών, παρά την απότομη αλλαγή ηθών. Ο πατέρας σύμβολο εξουσίας και αυταρχισμού. Απόλυτος κύριος του οικογενειακού του ποιμνίου. Ο γιος φερέφωνο της πατρικής αρχής, ένας μόλις διαμορφούμενος σαδιστής αντροκράτης. Οι γυναίκες του σπιτιού νηφάλια πειθήνιοι υπήκοοι της πατριαρχικής αρχής. Εκπαιδευμένες να τη δέχονται, να την ανέχονται για λόγους ηθικής κοινωνικής τάξης. Έτσι τις έμαθαν να πιστεύουν… και η Στέλλα πρέπει να συνετιστεί ή να πεθάνει. Η σκληρότητα που αναδίνει όλο το έργο απλώνεται απειλητική πάνω από τη Στέλλα Βιολάντη. Κανένας δεν συγχωρεί το θάρρος της να έχει προσωπική γνώμη, να υπερασπίζεται τα δικαιώματά της στη ζωή, να κρίνει… Γύρω της πυργώνεται το οικογενειακό καθεστώς, η προδοσία του άντρα, η αδικία και συγκρούονται με την προσωπική της περηφάνια και την ψυχική της δύναμη να υπερασπιστεί την αγάπη και τις πράξεις της…”, Ηρώ Βακαλοπούλου, εφημερίδα «Θεσσαλονίκη», 4/2/1983.
Η πρώτη παράσταση
Η Μαρίκα Κοτοπούλη, διαβλέποντας στο πρόσωπο της Στέλλας έναν ρόλο που θα μπορούσε να τον κάνει επιτυχία της, παρακάλεσε τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, να πείσει τον Ξενόπουλο να το διασκευάσει για το θέατρο. Έτσι και έγινε. Ο Ξενόπουλος δούλεψε το έργο το 1908 και στις αρχές του 1909 και συγκεκριμένα το Σάββατο 10 Ιανουαρίου 1909, δόθηκε η πρώτη παράσταση – όχι όμως από την Κοτοπούλη, όπως θα περίμενε κανείς- αλλά από την Κυβέλη, στην Πάτρα, στο θέατρο Απόλλων.
Ωστόσο, στη θεατρική ιστορία θα μείνει η παράσταση της Κοτοπούλη.
Στην Αθήνα η πρώτη του έργου δόθηκε την Τετάρτη 10 Ιουνίου 1909 στο Θέατρο Ομόνοιας, στέγη της Νέας Σκηνής.
Εκτός από την Κοτοπούλη,
το ρόλο του Χρηστάκη Ζαμάνου έπαιξε ο Κώστας Σαγιώρ,
τον Παναγή Βιολάντη ο Αθανάσιος Περίδης,
η γυναίκα του Αγαθή Περίδη έπαιξε τη θεία Νιόνια,
η Σοφία Ταβουλάρη τη μητέρα της Στέλλας και
ο Περικλής Γαβριηλίδης τον Νταντή Βιολάντη.
Αυτή η παράσταση, που δόθηκε παρουσία και του Ξενόπουλου, άνοιξε με την απαγγελία από την ηθοποιό Στέλλα Γαλάτη, του ποιήματος που ο Παλαμάς έγραψε για το έργο. Η μουσική της παράστασης ήταν του Μανώλη Καλομοίρη, που δεν αποδόθηκε βέβαια με πλήρη ορχήστρα αλλά με ένα πιάνο και ένα βιολί.
Η Βιολάντη θεωρήθηκε προσωπική επιτυχία της Μαρίκας Κοτοπούλη όπως αναφέρει και ο κριτικός θεάτρου της εφημερίδας Εστίας της επομένης: …ως έργον θεατρικόν η Βιολάντη ή κυριολεκτικώτερον ως σκηνοποίησις φαίνεται ότι υστερεί της Σάντρη… μένει πάντως η Βιολάντη αν όχι “η ψυχή του θρήνου, του μαρτυρίου και της θυσίας” όπου με τα πτερά της Μούσης του ανύψωσε την ηρωίδα του κ. Ξενόπουλου ο ποιητής, ιδιαιτέρως εν ενδιαφέρουσα ηθογραφία την οποίαν αξίζει να δουν και όσοι δεν παρακολουθούν την άλλη μας φιλολογία και δεν εδιάβασαν τα διηγήματα του κ. Ξενόπουλου… Βεβαίως ουκ ολίγον συνεισέφεραν και οι ηθοποιοί της “Νέας Σκηνής” τελείως μελετημένοι, ιδιαίτατα δε η πρωταγωνίστρια εις την σχεδόν τέλειαν υπόκρισιν της οποίας πρέπει να ομολογηθή ότι οφείλεται η επιτυχία του όλου έργου κατά τα τρία τέταρτα. Διότι περί επιτυχίας πρόκειται, το επαναλαμβάνομεν. Επιτυχίας πλήρους, μαρτυρηθείσης και εκ των γενικών χειροκροτημάτων, με τα οποία ο συγγραφεύς εγένετο δεκτός επανειλημμένως κληθείς από σκηνής…
Η κριτική που κάνει για το έργο και για την Κοτοπούλη ειδικά η θεατρική κριτικός της «Εφημερίδας των Κυριών» της Καλλιρρόη Παρέν είναι διθυραμβική. Γράφει ανάμεσα στα άλλα: …εν από τα ωραιότερα έργα εξ όσων έχουν γραφεί δια το Ελληνικόν Θέατρον… όλα τα πρόσωπα του έργου είναι τύποι χαρακτηριστικοί και όλοι είναι παρμένοι από την ζωή την καθημερινήν ενός παλιού τυραννικού καθεστώτος. Η δύναμις του ισχυροτέρου υπό την ασπλαγχνοτέραν της μορφήν παρουσιάζεται εις τον τύπον του πατρός Βαλάντη κάτω από την πυγμήν του οποίου σπαράζουν και πονούν και χάνονται το παιδί του, η αδελφή του, η γυναίκα του… …συγγραφεύς, μουσικός και ηθοποιοί μας έδωκαν μιαν από τις πολύ σπανίας θεατρικάς απολαύσεις της περιόδου αυτής με το καθαρώτατα Ελληνικόν αυτό ωραίον έργον το οποίο συνεχίζει την επιτυχίαν της Φωτεινής Σάντρη, με έναν βαθμό υψηλότερα για τον συγγραφέα. Η μουσική του κ. Καλομοίρη ήρεσε πολύ και εχειροκροτήθη…. Για την Μαρίκα Κοτοπούλη γράφει: …και η δις Κοτοπούλη υπήρξεν η ενσάρκωσις των χιλιάδων κοριτσιών που πίπτουν θύματα της πατρικής αυθαιρεσίας των γονέων και θυσιάζουν εις τον έρωτα την ζωήν των. Όλοι όσοι την αγαπούν παρηκολούθησαν με αληθινήν χαράν την μεγάλην επιτυχία της εις την Στέλλα Βιολάντη, επιτυχία που επλαισίωσε θαυμάσια η τέλεια υπόκρισις όλων των άλλων ηθοποιών…
Το έργο παίχτηκε για μια θεατρική εβδομάδα, (από Τετάρτη σε Τρίτη) όπως συνηθιζόταν τότε.
***
Η Ελένη Παπαδάκη έκανε το δικό της πέρασμα από τον ελληνικό κινηματογράφο, μέσα από τη βωβή ταινία του 1931, με τίτλο ”Στέλλα Βιολάντη, η ψυχή του πόνου” (στην αρχική φωτογραφία). Η μια και μοναδική αυτή απόπειρα που (κατά τη γνώμη της ίδιας) ήταν μάλλον αποτυχημένη, την οδήγησε στην απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά το σινεμά και να αφιερωθεί στο θέατρο.
Η ταινία βασίστηκε στη ”Στέλλα Βιολάντη”, το δημοφιλέστερο -ίσως- έργο του Γρηγόριου Ξενόπουλου. Σκηνοθέτης ήταν ο Ιωάννης Λούμος, ενώ η μουσική-σάουντρακ που επένδυε το έργο ήταν του Κ. Λαζαρίδη σε στίχους του Πωλ Μενεστρέλ.
“Αν και η Ελληνική Κινηματογραφία δεν ηδυνήθη να διαθέσει μέχρι σήμερον επαρκή τεχνικά μέσα, κατόρθωσε να παρουσιάση μολαταύτα, μίαν αξιόλογον παραγωγήν, οποία -δεδομένου ότι υπάρχουν και πρώτης τάξεως καλλιτέχναι- μας πείθει ότι πολύ συντόμως θα δώση αποτελέσματα αντάξια της καλλιτεχνικής παραδόσεως της χώρας μας.” Ελένη Παπαδάκη (1931)
***
Η ιστορία του διηγήματος εκτυλίσσεται στη Ζάκυνθο, όπου η 19χρονη Στέλλα Βιολάντη, κόρη του πλούσιου μεγαλέμπορα Παναγή Βιολάντη, γνωρίζει έναν γοητευτικό νέο, τον Χρηστάκη Ζαμάνο. Ο Ζαμάνος εργάζεται στο τηλεγραφείο κι έχει συνηθίσει χάρη στο καλό παρουσιαστικό του να κερδίζει εύκολα τη συμπάθεια και τον έρωτα των κοριτσιών του νησιού. Η Στέλλα, ωστόσο, δεν του δίνει σημασία. «Δεν είχε τόση φιλοδοξία αυτή∙ δεν έβαλε ποτέ με το νου της να κατακτήσει νέο, που καθεμιά τον ήθελε και του το έδειχνε».
Η αδιαφορία αυτή της Στέλλας πληγώνει τον εγωισμό του χαϊδεμένου Χρηστάκη, ο οποίος αποφασίζει να την κατακτήσει, κι όπως χαρακτηριστικά λέει σ’ έναν φίλο του «θα την κάμω εγώ να βουρλιστεί!». Αρχίζει, λοιπόν, να διεκδικεί επίμονα την προσοχή της Στέλλας, κάνοντας ό,τι μπορεί για να την πείσει πως αγαπά μόνο εκείνη και πως αδιαφορεί για όλες τις άλλες. Ένα βράδυ, μάλιστα, της δίνει ένα γράμμα με το οποίο της εξομολογείται τον έρωτά του.
Η Στέλλα διαβάζοντας το γράμμα ξεγελιέται και θεωρεί πως ο Χρηστάκης την αγαπά πραγματικά. Περνά το βράδυ της ξάγρυπνη να σκέφτεται όλες τις προηγούμενες απόπειρές του να της δείξει το ενδιαφέρον του και πείθεται εν τέλει πως ο έρωτάς του είναι αληθινός. Του στέλνει, έτσι, κι εκείνη ένα σύντομο ερωτικό γράμμα: «Ναι, Χρηστάκη μου, σ’ αγαπώ κι εγώ, σ’ αγαπώ όσο δεν φαντάζεσαι, όσο δεν μπορείς να φαντασθείς. Είμαι δική σου. Αγάπα με. Η Στέλλα σου».
Ο Ζαμάνος ενθουσιάζεται με την απάντηση της Στέλλας, κι ακολουθώντας τη συμβουλή ενός Άγγλου φίλου του, πως δεν πρέπει να χάσει την ευκαιρία, αφού η κοπέλα είχε πολύ μεγάλη προίκα, αποφασίζει να στείλει επιστολή στον πατέρα της για να τη ζητήσει σε γάμο.
Ο πατέρας, όμως, της Στέλλας μόλις λαμβάνει τη σχετική επιστολή εξαγριώνεται με το θράσος του φτωχού υπαλλήλου. «Τι λέω-λέει;!! Ο γιος του Ζαμάνου, ο ψωρίτης του ψωρίτη, ο χαϊμένος, επήρε το αντζάρντο να μου γυρέψει τη θυγατέρα μου, εμένανε;…».
Ο Παναγής Βιολάντης ήταν ένας εξαιρετικά σκληρός άνθρωπος που ενδιαφερόταν μόνο για το καλό του όνομα στην τοπική κοινωνία. Μόλις, επομένως, υποψιάστηκε από το γράμμα του Ζαμάνου πως η κόρη του ενθάρρυνε αυτό το τόλμημα του νεαρού, θέλησε αμέσως να μάθει σε ποιο σημείο είχε εκτεθεί η οικογένειά του. Εμφανίστηκε έτσι υποκριτικά πρόσχαρος στο σπίτι του, δίνοντας στη Στέλλα την εντύπωση πως θα της επέτρεπε να παντρευτεί τον Χρηστάκη. Της ζητούσε, ωστόσο, επίμονα να του εξηγήσει πώς έγινε η γνωριμία με τον νεαρό, κι όταν εκείνη του είπε πως του είχε στείλει γράμμα, τη χτύπησε, την κλείδωσε στο δωμάτιό της, κι έφυγε για να πάρει πίσω το γράμμα της κόρης του και να απειλήσει το Ζαμάνο, ώστε να μη μάθει ποτέ κανείς γι’ αυτή την απρέπεια της Στέλλας.
Ο Χρηστάκης Ζαμάνος δέχτηκε έντρομος τις απειλές του Βιολάντη και πολύ γρήγορα του έδωσε το γράμμα της Στέλλας, αφού ούτως ή άλλως δεν είχε ποτέ αγαπήσει την κοπέλα. Ο Παναγής Βιολάντης διαβάζοντας το γράμμα της Στέλλας εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο με την ανοησία της κόρης του:
«Τ’ είναι τούτα που μου κάνεις μωρή; εφώναξε ο Παναγής έξω φρενών∙ τι ντροπές είναι τούτες που μόβαλες στο κούτελό μου;… “Είμαι δική σου;”! Πώς έγραψες εσύ τέτοιο πράμα; Τίνος είσαι, μωρή; Ποιον ερώτησες να σου πει τίνος είσαι; Με ποιο δικαίωμα δόθηκες στον ξένον άνθρωπο; Ποιος σου είπε πως ορίζεις τον εαυτό σου; Πώς σου πέρασε από το νου, πως μπορείς να δώσεις και το νύχι σου, χωρίς να θέλω εγώ;… Δε μιλείς, μωρή;… Ε, τι είναι τούτα;».
Η οργή του Παναγή Βιολάντη ήταν πολύ έντονη, κυρίως γιατί σκεφτόταν την προσβολή που θα του γινόταν, αν μάθαιναν οι άνθρωποι του νησιού πως η κόρη του ξέπεσε σε τέτοιο σημείο, ώστε να στέλνει ερωτικά γράμματα σ’ έναν φτωχό υπάλληλο.
«Κι εχύθηκε πάνω της, και την άρπαξε από το λαιμό, και της τον έσφιξε να την πνίξει, κι έπειτα την άρχισε γροθιές, και την εκτυπούσε όπου έφθανε, στους ώμους, στο στήθος, στο κεφάλι, και την εκτυπούσε αλύπητα, με λύσσα, να την τελειώσει, να την ξεκάμει, όπως μόνον ένας πατέρας μπορεί να χτυπά την κόρη του… Και ως να τον εμεθούσε περισσότερο κάθε χτύπημα, ως να τον εφρένιαζε η αντίσταση της στερεάς σαρκός -γιατί άλλη δεν έκαμνε η κακομοίρα εκείνη- ο δαρμός του δεν εφαίνετο να έχει τελειωμό, και η φυσική εξάντληση, που μόνη θα τον εσταματούσε, αργούσε ακόμη πολύ».
Ο Παναγής δεν λυπόταν καθόλου την κόρη του, που την έβλεπε ως «ξένο κρέας», όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο αφηγητής, και δεν τον ενδιέφερε ακόμη κι αν πέθαινε:
«Ν’ αρρωστήσει και να πεθάνει, να πάει στο διάολο, αυτό παρακαλώ το Θεό μου. Ναι, να πεθάνει! Αυτό και μόνο μπορεί να τη σώσει από την ατιμία της και από την ντροπή της! Κοπέλα που αποδιαντράπηκε να γράψει σ’ έναν ξένο “είμαι δική σου”, δεν μπορεί άλλο να ζήσει στο σπίτι μου. Και αν δεν πεθάνει μονάχη της, θα την ξεκάμω εγώ, με τα χέρια μου!».
Όσο η Στέλλα συνέχιζε να επιμένει στον έρωτά της για το Χρηστάκη Ζαμάνο τόσο περισσότερο εξοργιζόταν ο πατέρας της και τη χτυπούσε καθημερινά. Κι όταν η μητέρα της άφησε να εννοηθεί στον Παναγή πως η Στέλλα σκεφτόταν ακόμη και να φύγει από το σπίτι -κάτι που θα αποτελούσε ανήκουστη ατιμία για την οικογένειά τους- ο Παναγής Βιολάντης την έκλεισε σε μια σοφίτα. Έπαψε να τη χτυπά, αλλά πλέον της έδινε μόνο λίγο ψωμί και νερό, ίσα για να επιβιώσει, και κάθε φορά τη ρωτούσε αν είχε μετανιώσει. Η Στέλλα επέμενε στην απόφασή της, μα σιγά-σιγά από τον καημό της άρχισε να αρρωσταίνει. Σταμάτησε να τρώει το ψωμί και αναζητούσε μόνο το νερό για να δροσίσει το σώμα της που έκαιγε από τον πυρετό. Πολύ σύντομα εξασθένησε τόσο, που όταν ο πατέρας της ανέβηκε στη σοφίτα για να την ενημερώσει με άφθονη χαιρεκακία πως ο Ζαμάνος θα παντρευόταν μια άλλη, τη βρήκε νεκρή.
Η Στέλλα Βιολάντη πέθανε από τη στεναχώρια της, χωρίς ποτέ να μάθει την αλήθεια για το Χρηστάκη Ζαμάνο και για την κοπέλα που σκόπευε να παντρευτεί. Όπως γράφει ο αφηγητής, «πέθανε με τη γλυκιά πλάνη πως κάποιος την είχε αγαπήσει».
***
«Στέλλα Βιολάντη»
(Απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Γ. Ξενόπουλου)
(Πράξη 3η)
ΜΑΡΙΑ: (…) Έλα τώρα, να σε χαρώ. Και ο πατέρας σου ο ίδιος είναι πολύ
λυπημένος γι’ αυτά, κ’ ένα λόγο σου περιμένει για να σε συχωρέσει
με την καρδιά του. Πες τονε, Στέλλα, μέρα που ξημερώνει μεθαύριο!
Και ούτε τον Μένουλα επιμένει πια να σου δώσει με το στανιό, – να,
μα το Θεό, μού το είπε ο ίδιος (…) Το Χρηστάκη μοναχά να βγάλεις
από το νου σου, να ησυχάσεις, και … τώρα τώρα που θα γυρίσει από
το Καζίνο ο πατέρας σου και θα τον δεις να μπει μέσα, (να πας να
πέσεις στα πόδια του, να του ζητήσεις συχώρεση και να του
υποσχεθείς πως από δω και πέρα δεν θα κάνεις του κεφαλιού σου).
Κι εκείνος τότες θα σε φιλήσει, και θα γίνουν όλα μέλι γάλα.
ΣΤΕΛΛΑ (σηκώνει διαμιάς το κεφάλι και κοιτάζει κατάματα τη μητέρα
της): Όχι!
***
«Στέλλα Βιολάντη»
(Το αντίστοιχο απόσπασμα από το διήγημα)
Με λίγα λόγια η Βιολάνταινα διατύπωσε την πρότασή της.
Να πέσει στα πόδια του πατέρα της και να του γυρέψει
συχώρεση· να του πει πως μετανόησε για το κίνημά της·
να του υποσχεθεί πως στο εξής δε θα έκανε τίποτα χωρίς
το θέλημά του· να τον βεβαιώσει πως έπαυσε πια να
συλλογίζεται το Χρηστάκη, κι εκείνος ήταν πρόθυμος να τη
συγχωρέσει (…).
Η Στέλλα την άκουσε χωρίς να τη διακόψει. Έπειτα κοίταξε
τη μητέρα της κατάματα, και με όλη την ηρεμία, με όλη τη
γαλήνη της σταθερότητας, επρόφερε:
-’Όχι.