Στην αρχαία Ελλάδα η πορνεία δεν ήταν παράνομη και ήταν κοινά αποδεκτή. Στην Αθήνα λειτουργούσαν αρκετά πορνεία τα οποία επισκέπτονταν για να ικανοποιηθούν σεξουαλικά τόσο οι ντόπιοι όσο και οι ταξιδιώτες και οι ναύτες που επισκέπτονταν την πόλη.
Οι γυναίκες ήταν είτε σκλάβες είτε γυναίκες βαρβαρικής καταγωγής που η νομοθεσία τους επέτρεπε να κερδίσουν χρήματα προσφέροντας σεξουαλικά ανταλλάγματα.
Δούλευαν είτε σε πορνεία είτε στους δρόμους. Σε ανώτερη θέση βρίσκονταν όσες είχαν καταφέρει να κερδίσουν την ελευθερία τους, ωστόσο περισσότερα δικαίωμα είχαν οι εταίρες και οι παλλακίδες, οι οποίες εκτός από σεξουαλική απόλαυση είχαν και ρόλο συντρόφου. Οι εταίρες ήταν μορφωμένες και έπαιρναν μέρος σε συζητήσεις αντρών και σε συμπόσια. Η πιο διάσημη εταίρα της Αθήνας ήταν η Ασπασία του Περικλή.
Οι Αθηναίοι αποκαλούσαν την πόρνη και «χαμαιτυπή», που σήμαινε «εκείνη που χτυπά τη γη», επειδή η σεξουαλική πράξη γινόταν στο έδαφος. Οι πόρνες είχαν έντονο μακιγιάζ και φορούσαν ειδικά σανδάλια που στις σόλες τους αναγραφόταν η λέξη «ΑΚΟΛΟΥΘΙ», που σημαίνει «ακολούθησέ με», ώστε όταν περπατούσαν να αφήνουν το συγκεκριμένο αποτύπωμα στο έδαφος, διαφημίζοντας τις υπηρεσίες τους.
Οι πιο νεαρές ιερόδουλες μπορούσαν να ζητήσουν υψηλότερες τιμές για τις υπηρεσίες τους, με τη χρέωση να είναι μεγαλύτερη εάν ο πελάτης τους ζητούσε αποκλειστικότητα. Οι πόρνες ακολουθούσαν πρακτικές αντισύλληψης, ωστόσο σε περίπτωση που γεννιόνταν παιδιά από σχέσεις με πελάτες, η κοινωνία τα αντιμετώπιζε ως ισότιμους πολίτες.